Μια φορά και έναν καιρό
στα βάθη της Ασίας, ζούσε ο βασιλιάς Κορωναίος. Όλοι οι άνθρωποι της γης
γνώριζαν το παλάτι της καλοσύνης και τον βασιλιά Κορωναίο.
Δεν είχε οικογένεια
αλλά τα γέλια και οι φωνούλες των παιδιών που φιλοξενούσε, έδιναν ζωή στο
παλάτι. Όλοι τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν, δεν προλάβαινε το προσωπικό να
δέχεται τα αγαθά που είχε ο καθένας σπίτι του, όλα τα καλά του Θεού για τον
αγαπημένο τους βασιλιά
Ένα βράδυ, όταν όλοι
κοιμόντουσαν χτύπησε η πόρτα .
Τοκ, Τοκ, Τοκ.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;», αναρωτήθηκε η πιστή οικονόμος.
Αφού έβαλε την ρόμπα της,
ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα που οδηγεί στην ξύλινη πόρτα εισόδου και ρώτησε ποιος είναι.
«Είμαι ένας φτωχός
άνθρωπος, δεν έχω που να πάω, πεινάω και θέλω φαγητό και νερό, καλή μου κυρία».
«Αχ βρε παιδί μου, και
εσύ τέτοια ώρα, τι μου κάνεις, περίμενε να ρωτήσω τον βασιλιά.» Με μεγάλη
δυσκολία ανέβηκε τη σκάλα για να ειδοποιήσει τον βασιλιά για την απρόσμενη
επίσκεψη.
«Άνοιξε, καλή μου στον
άνθρωπο, μην περιμένει μέσα στο κρύο, ωστόσο ντύνομαι και κατεβαίνω και εγώ»,
ακούστηκε από το βάθος η φωνή του βασιλιά.
Ένας μικροκαμωμένος
ανθρωπάκος με ταλαιπωρημένα ρούχα ήταν ο νυχτερινός επισκέπτης του
παλατιού. Αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο,
έβαλε καθαρά ρούχα, μια ζεστή σούπα, τον περίμενε πάνω στο τραπέζι και ένα
καρβέλι ψωμί για να γεμίσει το άδειο στομαχάκι του.
«Εδώ θα κοιμηθείς
σήμερα παιδί μου», του είπε ο βασιλιάς και διέταξε να του στρώσουν το κρεβάτι
με ζεστές κουβέρτες .
Η μέρα ξεκίνησε με τις
φωνές της οικονόμου.
«Αχ τι πάθαμε, τι κακό
μας βρήκε, βασιλιά μου, γιατί να είσαι τόσο καλός!»
Αναστάτωση επικρατούσε
σε όλο το παλάτι, όλοι ήταν άνω κάτω, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που έγινε.
Η κορώνα της καλοσύνης έλειπε από το βασιλικό
δωμάτιο. Ο ξένος άφαντος και η κορώνα επίσης.
«Την έκλεψε σου λέω, τι
δεν καταλαβαίνεις; Είχε τον σκοπό του, ο πονηρός που μας παρουσιάστηκε για
ζητιάνος» είπε στον φύλακα γεμάτη στεναχώρια η πιστή οικονόμος.
Ο βασιλιάς πήρε την
άμαξά του και μαζί με τους σωματοφύλακές του ξεκίνησε την αναζήτηση της κορώνα
της καλοσύνης.
Περάσανε από το χωριό,
ρωτήσανε τους χωρικούς αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ξαφνικά ακούσανε φωνές
μέσα στο δάσος, καθώς πλησιάσανε βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη, ο
νυχτερινός επισκέπτης του παλατιού δεχόταν άγρια επίθεση από δύο ληστές, η
κορώνα πεταμένη κάτω. Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του, πρώτα να μαζέψουν την κορώνα από κάτω και
μετά να "τακτοποιήσουν" τους ληστές.
«Και αυτόν τι να τον κάνουμε;»
ρώτησαν οι στρατιώτες τον βασιλιά.
Στο πρόσωπο του
ζωγραφισμένη η ενοχή αλλά και η απορία για τη στάση του βασιλιά, τον έσωσε από
βέβαιο θάνατο ενώ εκείνος τον έκλεψε. Έπεσε στα πόδια του βασιλιά με κλάματα
παρακαλώντας να τον συγχωρέσει.
Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του να τον
πάρουν σπίτι και να τον περιποιηθούν.
Στο παλάτι ήρθε πάλι η
χαρά, η αγάπη και η καλοσύνη αλλά μαζί με αυτές ήρθε και η συγχώρεση, οι
άνθρωποι την αγάπησαν και ευχαρίστησαν
τον βασιλιά που τους την γνώρισε.
Και ‘ζησαν αυτοί καλά
και εμείς καλύτερα...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
(Τα
κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία
παρέμβαση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;