Λίγες μέρες έμειναν για τα
Χριστούγεννα. Όλοι είναι χαρούμενοι. Εμένα με πιάνει μελαγχολία. Όχι επειδή θα
με φάνε κάποια στιγμή. Η καρδιά μου πονάει, γι’ αυτό την κρατάω, μήπως
ηρεμήσει.
Κι αυτό το Μελομακάρονο το σκουντάω,
μα τίποτα. Φίλος να σου πετύχει. Από τότε που γνώρισε το Σοκολατένιο Μελομακάρονο
με ξέχασε. Ξετρελάθηκε μαζί του.
«Εδώ είμαι Ασπρούλη, δεν σ’
εγκατέλειψα. Φέρε ν’ αλείψω μέλι την καρδούλα σου, να γλυκαθεί. Νιώθεις καλύτερα;
Θέλεις να κάνουμε σκανταλιές;»
«Μπα! Ο νέος φίλος σου δεν θα έχει
αντίρρηση;»
«Ο Σοκολατένιος Καρυδόμελος είναι
βαρύς. Εξάλλου εσύ είσαι ο κολλητός μου!»
Πηδάνε από την κόκκινη πιατέλα στο τραπεζομάντηλο
με τα άσπρα έλατα και το χιονισμένο σπίτι.
«Από πού να ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Κουραμπιές.
«Από τις δίπλες» είπε το Μελομακάρονο.
«Παρότι είμαστε φτιαγμένα από παρόμοια υλικά, είναι τεράστιες και άκαμπτες.»
Σκαρφαλώνουν στην ασημένια πιατέλα.
Δεν κουνιούνται, μόνο ψιθυρίζουν.
«Τι κάνετε εδώ; Αφήστε μας στην
ησυχία μας. Να πάτε αλλού να παίξετε.»
«Όπως τα είπες. Ξενέρωτες είναι.
Πάμε στο Μπισκοτένιο Σπίτι. Ο Μπισκοτένιος Άνθρωπος θα μας μιλήσει.»
Τρέχουν ευτυχισμένα ανάμεσα σε
σοκολατένια έλατα, σκουφιά, αστέρια, ταράνδους, χιονάνθρωπους και διάσπαρτες
χρωματιστές μπάλες.
«Κοίτα πως φαίνεται από εδώ ο Άγιος
Βασίλης. Τεράστιος! Την επόμενη φορά να του μιλήσουμε.»
Το Μπισκοτόσπιτο και ο
Μπισκοτάνθρωπος τούς καλοδέχτηκαν.
«Να σας κεράσουμε σοκολατάκι; Είναι
νεοφερμένα.»
«Προτιμάμε να παίξουμε.»
«Ποιός είναι ο προορισμός σας; Να
έρθω μαζί σας;» ρώτησε το Μπισκότο.
«Φυσικά! Θα πάμε στην κούπα με τη
σοκολάτα!»
«Πώς σκαρφαλώνουμε;»
«Θα σας πετάξω εγώ που είμαι ψηλός
και θα ανέβω μετά από εσάς.»
Πράγματι το Μελομακάρονο με τον
Κουραμπιέ, έβαλαν τα ειδικά αδιάβροχά τους, έπεσαν στη σοκολάτα με τη σαντιγί και
κολύμπησαν. Όπως ανέβαινε όμως για να πάρει το δικό του αδιάβροχο, ο Μπισκοτάνθρωπος, γλίστρησε, έπεσε κι έσπασε
το πόδι του. Έγινε δυο κομμάτια. Τριγύρω υπήρχαν θρύψαλα μπισκότου. Έκλαιγε κι
η καρδιά του Κουραμπιέ ράγισε για άλλη μια φορά...
Κάτι έπρεπε να κάνουν για τον φίλο τους. Δεν πρόλαβαν να κουνηθούν, όταν είδαν ένα ανθρώπινο χέρι να πλησιάζει. Έκαναν ξανά βουτιά στη σοκολάτα. Τότε ακούστηκε η φωνή της μητέρας.
«Βασιλάκη, δεν σου είπα να μην πλησιάσεις το τραπέζι με τα γλυκά; Τόσα ζαχαρωτά έφαγες σήμερα. Αύριο πάλι. Πήγαινε να διαβάσεις.»
Το παιδί έφυγε δυσανασχετώντας. Κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν. Έτρεξαν στη γυάλινη άμαξα. Ήρθαν κι άλλοι να βοηθήσουν να μεταφέρουν τον τραυματισμένο. Τα ζαχαρωτά, τα cupcakes, ακόμα και οι δίπλες. Τον σήκωσαν, τον έβαλαν στην άμαξα και τον επέστρεψαν στο σπίτι του, για να αναρρώσει.
Η καρδιά του Κουραμπιέ ηρέμησε κάπως. Το βράδυ αποκοιμήθηκε δίπλα στο Μελομακάρονο.
Τα μεσάνυχτα ακούστηκε θόρυβος. Το παιδί στις μύτες των ποδιών του, ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι του στην κούπα με τη σοκολάτα. Την έφερε στο στόμα του. Ήπιε την πρώτη γουλιά και την απόλαυσε μέχρι που δεν άφησε σταγόνα.
«Περίεργη γεύση έχει» σκέφτηκε. «Σαν να έχει αναμιχθεί
μελομακάρονο και κουραμπιές με σοκολάτα. Έχει δίκιο η μητέρα μου. Τρώω πολλά
γλυκά και τα έχω μπερδέψει. Ας κοιμηθώ. Μπορεί να ονειρευτώ χριστουγεννιάτικα
γλυκά σε περιπέτειες κι απόψε...»
Πένυ Διαμαντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;