Αργυροπούλου
Βασιλεία
Το δέντρο που
μιλούσε
Ο βοριάς είχε
κοπάσει. Η πλαγιά ασπροντυμένη από χιόνι μαλακό σαν σφουγγάρι. Μια μέρα
ξεχωριστή από τις άλλες. Η μεγάλη αρκούδα του δάσους, η Καφετιά, αποφάσισε να
στολίσει τη σπηλιά της με ένα έλατο θέλοντας να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Το
ίδιο κι ο Σπίθας, το ποντικάκι. Ήθελε να στολίσει τη φωλιά που είχε φτιάξει στο
βάθος της σπηλιάς. Βγήκαν, λοιπόν, να ψάξουν. Η μεν Καφετιά για το καλύτερο
δέντρο, ο δε Σπίθας για το πιο φρέσκο κλαδί. Όχι πολύ μακριά απλώνονταν τα
πρώτα έλατα του δάσους. Η Καφετιά βρήκε ένα κι άρχισε να το κόβει. Άρπαξε την
ευκαιρία ο Σπίθας και μάζεψε το πιο δροσερό κλαδί που έπεσε στο χιονισμένο χώμα.
«Ό,τι πρέπει για χριστουγεννιάτικο δέντρο» μονολόγησε και το τακτοποίησε στην
αγκαλιά του. Μόλις έριξε την πρώτη τσεκουριά η Καφετιά, ακούστηκε μια
απελπισμένη κραυγή μέσα από τα πυκνά κλαδιά του έλατου. Ξαφνιάστηκε και
σταμάτησε να πληγώνει το δέντρο. Πριν προλάβει να μιλήσει, είδε έναν κόκκινο
καρδινάλιο με τσαλακωμένα φτερά. «Καλά, δεν βλέπεις μπροστά σου;» ρώτησε
μετρώντας τα ξεπουπουλιασμένα φτερά του. «Δεν σε πήρα χαμπάρι, συγγνώμη, φίλε»
απάντησε η αρκούδα κι άφησε το τσεκούρι της. «Εμένα δεν μου δίνετε σημασία; Κι
εγώ πονάω, ξέρετε!» φώναξε το δέντρο. Κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι και
ντροπιασμένοι. Τότε ο Σπίθας βρήκε τη λύση. «Γιατί δεν στολίζουμε όλοι εδώ το
δέντρο φτιάχνοντας χάρτινα στολίδια;»
Κασσελούρη
Αναστασία
Τα Χριστούγεννα
του Τζο
Μέρες τώρα το
κοιτάζει να στέκεται στη μέση της πλατείας. Το έφεραν ένα πρωινό με ένα
τεράστιο φορτηγό. Το έστησαν όρθιο, το έδεσαν και του έριξαν ένα δίχτυ από την
κορυφή μέχρι τη βάση. Μια βραδιά συγκεντρώθηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι και
ξαφνικά το δέντρο έγινε φωτεινό, τόσο που ο Τζο νόμιζε ότι τυφλώθηκε για λίγο.
Μικροί, μεγάλοι
περνούν, το θαυμάζουν και φωτογραφίζονται μαζί του. Εκείνο υπομένει ολομόναχο
στην παγωμένη πλατεία.
Σήμερα ο δρόμος
είναι ήσυχος. Το κρύο τσουχτερό και δεν κυκλοφορεί ψυχή. Έτσι ο Τζο αποφάσισε
ότι είναι η κατάλληλη μέρα να κατέβει κι εκείνος στην πλατεία, να το θαυμάσει από
κοντά.
Όταν το πλησίασε
δεν ήταν τόσο χαρούμενο και λαμπερό όσο το έβλεπε από μακριά.
«Γιατί είσαι
λυπημένο;» ρώτησε.
«Γιατί ήθελα να
κάνω Χριστούγεννα στο δάσος, με τα πουλιά. Κάναμε σχέδια για την Πρωτοχρονιά...»
«Κι εγώ φέτος θα
ήθελα να κάνω Χριστούγεννα στο δάσος... ελεύθερος...» είπε και, χωρίς δεύτερη
σκέψη, άνοιξε τα μεγάλα του χέρια, αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου και τράβηξε
προς το δάσος. Το χιόνι είχε πέσει πυκνό. Δυσκολεύτηκε να φτάσει αλλά όταν τα
κατάφερε, τα πουλιά ήρθαν τραγουδώντας στα κλαδιά.
«Ω έλατο, ω
έλατο…»
Ο Τζο με τους
καινούργιους του φίλους θα έκαναν ξεχωριστά φέτος.
Στη μεγάλη
πλατεία όμως ο κόσμος είναι ανάστατος.
Παραμονή
Χριστουγέννων.
Έκτακτη είδηση.
Τεράστια καφέ αρκούδα
το έσκασε από το τσίρκο.
Χάθηκε το
χριστουγεννιάτικο δέντρο από την πλατεία.
Καλά
Χριστούγεννα σε όλους!
Κολιγιώτη
Αλεξάνδρα
O Ζωρζ είχε
μεγάλη χαρά αυτά τα Χριστούγεννα καθώς για πρώτη φορά θα έκανε γιορτές σαν κανονικός
αρκούδος, στο φυσικό του περιβάλλον.
Σε λίγες μέρες πλησίαζε
η γιορτζή και ήθελε να καλέσει όλη την παλιοπαρέα του ζωολογικού. Μα πώς, άραγε,
θα μπορούσαν να ’ρθουν;
Έπρεπε να σκαρφιστεί
κάτι για να τους ξαναδεί.
Τα μάτια του
γέμισαν από χαρά, φόρεσε το γιορτινό του κασκόλ και όρμησε στο δάσος, να βρει
το πιο όμορφο δένδρο να στολίσει.
Σαν γύρισε σπίτι
τον περίμενε μια υπέροχη έκπληξη!
Ο Μαξ, η Κιρόμι,
η Ζορζέτ αλλά και η φίλη του η καμηλοπάρδαλη, ελαφρώς μπουκωμένη, είχαν
καταφέρει να το σκάσουν και να έρθουν να τον βρουν.
«Ζήτωωωωω!»
ακουγόταν στα βάθη του δάσους. «Θα είναι τα πιο όμορφα ελεύθερα Χριστούγεννα
που κάναμε ποτέ!»
Μανουσάκη
Κατερίνα
Μη σταματάς να
αγαπάς
Μια μεγάλη
αγκαλιά θέλω να σε κάνω, δέντρο μου αγαπημένο. Είσαι ο φίλος μου και μπορώ να
σου πω τα μυστικά μου. Ξέρω ότι θα είσαι πάντα εκεί για μένα και θα μου δίνεις τις
πιο όμορφες συμβουλές.
«Πες μου, σε παρακαλώ,
γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο σκληροί και άκαρδοι; Νιώθω ότι δεν με αγαπούν».
«Αρκουδάκι μου
καλό και λυπημένο, μην απογοητεύεσαι και μη στεναχωριέσαι. Δεν ταιριάζει σε έναν
αρκούδο σαν κι εσένα. Εσύ είσαι προορισμένος για μεγάλα πράγματα. Η καρδιά σου
χωράει όλο τον κόσμο, το χαμόγελό σου φωτίζει και τον πιο σκοτεινό ουρανό. Μην
αφήσεις τίποτα να σου πάρει ό,τι πολυτιμότερο έχεις, την αγάπη.
Συνέχισε να
λάμπεις, να εκπέμπεις καλοσύνη και να ξέρεις ότι, κάποια μέρα, το φως σου θα
φτάσει στις καρδιές των σκοτεινών ανθρώπων και θα παρασυρθούν κι αυτοί από την
αγάπη.
Μη σταματάς να
αγαπάς, φίλε μου.
Μπαλάσκα
Σοφία
Το χιονισμένο
έλατο
Τα Χριστούγεννα
πλησίαζαν και ο μικρός Καρδινάλιος σκέφτηκε να στολίσει ένα έλατο. «Θα ήταν
ωραία ιδέα» σκέφτηκε. «Πώς θα το κουβαλήσω μόνος μου όμως;» Αμέσως έτρεξε στη
φίλη του την αρκούδα. Μόνο αυτή μπορούσε να τον βοηθήσει!
«Ρόξυ, Ρόξυ, πού
είσαι;» φώναζε αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Η Ρόξυ κοιμόταν του καλού καιρού.
«Ρόξυ, ξύπνα,
χρειάζομαι τη βοήθειά σου».
«Τι έγινε, μικρέ;»
απάντησε αγουροξυπνημένη.
«Σκέφτηκα, μέρες
που είναι, να στολίσουμε ένα έλατο! Βρήκα ένα μεγάλο, στην άλλη μεριά του
δάσους, αλλά μόνος μου δεν θα τα καταφέρω».
Η Ρόξυ δέχτηκε
να βοηθήσει τον φίλο της κι έφυγαν γρήγορα, προτού βραδιάσει.
Το χιόνι έπεφτε
πυκνό και τους δυσκόλευε, αλλά τελικά τα κατάφεραν κι έφτασαν εκεί που ήταν το
έλατο.
Το βρήκαν δίπλα
από το ποτάμι, σαν να περίμενε κάποιον να το σώσει. Το χιόνι το είχε σχεδόν
σκεπάσει. Αμέσως η Ρόξυ το πήρε στα χέρια της, βάζοντας όλη τη δύναμη που είχε.
«Μπράβο, Ρόξυ,
τα κατάφερες!»
«Εμπρός πάμε
μικρέ Καρδινάλιε, ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Έχουμε και ένα έλατο να στολίσουμε!»
απάντησε.
Νίκου
Μαρία
Το δώρο του
δέντρου
Ο Λίο κι η
Τζέλα, ένα ζευγάρι κόκκινων καρδινάλιων, στόλιζαν πάντα κάτι πεταμένα κλαράκια.
Ζουν στις παρυφές του δάσους κι ο μικρόσωμος Λίο αδυνατεί να κουβαλήσει κάτι
μεγαλύτερο. Μα φέτος προμηθεύτηκαν τόσα πολλά στολίδια, που τώρα κοιτούν
θλιμμένα απ’ τις χαρτοσακούλες. Απ’ την άλλη, ο Λίο έχει βρει το δέντρο τους,
πεσμένο μέσα στο δάσος. «Φεύγω! Απόψε δεν γυρίζω αν δεν το έχω μαζί μου!»
υπόσχεται στην Τζέλα.
Πετάει καταπάνω
του και το τραβάει με το ράμφος του απ’ την κορυφή. Νύχτωσε, ο Λίο αγκομαχά κι
εκείνο μήτε σπιθαμή κουνήθηκε. «Θέλεις βοήθεια;» ακούγεται μια φωνή κι ο καρδινάλιος
τιτιβίζει τσιριχτά μόλις συνειδητοποιεί πως του μιλά μια θεόρατη αρκούδα. «Με
λένε Πιτ» λέει και σηκώνει μεμιάς στα χέρια του το δέντρο. «Δείξε μου τον δρόμο
για το σπίτι σου, σ’ ακολουθώ!» Ο Λίο πέταξε γοργά και πλησιάζοντας φώναξε: «Τζέλα,
τρέχα! Φέραμε το δέντρο!»
Εκείνη,
ευτυχισμένη, άρπαξε τα στολίδια της κι ευχαρίστησε τον ευγενικό Πιτ. «Εξαιρετική
επιλογή δέντρου, κυρία μου. Κι εγώ αυτό θα διάλεγα αν στόλιζα, μα τι σημασία
έχει, όταν το κάνεις μόνος;» Η Τζέλα χαμογέλασε κι έβαλε στο χέρι του Πιτ έναν
κρεμαστό καρυοθραύστη. «Φέτος έχεις παρέα και δέντρο. Μόνο βιάσου! Πρέπει να ’χουμε
τελειώσει προτού ’ρθει η ώρα για φαγητό».
Φλογερά
Ελένη
Ένα αλλιώτικο
χριστουγεννιάτικο δέντρο
«Άλυ, κοίτα τι
σου έφερα» φώναξε ο Αρκούδος στη γυναίκα του. «Ένα έλατο, το βρήκα στο δάσος
σπασμένο από το βάρος του χιονιού. Τι λες, το στολίζουμε για τα Χριστούγεννα;»
«Ωραία ιδέα,
αλλά πού θα βρούμε στολίδια;»
«Αυτό αφήστε το
σε μένα» απάντησε ένας Κόκκινος Καρδινάλιος που πετάχτηκε μέσα από τα κλαδιά.
Βλέπετε, πριν σπάσει το έλατο, εκεί είχε τη φωλιά του.
Πέταξε γρήγορα
και σε λίγο γύρισε με ένα σμήνος πουλιών. Κοκκινολαίμηδες, πέρδικες, γαρδέλια,
αηδόνια ήρθαν και κάθισαν στα κλαδάκια και το έλατο γέμισε όχι μόνο με χρώματα
από τα φτερά τους, αλλά και με ήχους.
Ο Κόκκινος
Καρδινάλιος, κάνοντας τον μαέστρο, προσπάθησε να συντονίσει τα τιτιβίσματα των
πουλιών και η Άλυ έτρεξε να τους φέρει σποράκια.
Σε λίγο όλα μαζί
τραγουδούσαν: «Ω έλατο, ω έλατο, μ’ αρέσεις, πώς μ’ αρέσεις...»
Εκείνη τη στιγμή
τρία αγουροξυπνημένα αρκουδάκια έκαναν την εμφάνισή τους. Είδαν το στολισμένο
έλατο δίπλα στο αναμμένο τζάκι και δεν πίστευαν τα μάτια τους.
«Μαμά, μπαμπά,
ήρθαν τα Χριστούγεννα;»
«Ναι, μωρά μου!
Ελάτε να πλυθείτε και να φάτε το μέλι σας».
Αφού έφαγαν τα
αρκουδάκια, φώλιασαν στην αγκαλιά των γονιών τους και απόλαυσαν τα πουλιά που
τώρα κελαηδούσαν το «Χριστός γεννάται...»
Χατζηβρέττα
Ζωή
Η Νίνα ξύπνησε
το πρωί αποφασισμένη. Το παγωμένο λευκό δάσος θα αποκτούσε φωνή γιορτινή και
χαρούμενη. Φτάνει τόση νύστα και τόση γκρίνια πως όλο τα ίδια και τα ίδια.
Τυλίχτηκε με το αγαπημένο της κόκκινο κασκόλ και ξεκίνησε να βρει το πιο όμορφο
έλατο.
Δεν ήταν και
δύσκολο πράγμα, το δάσος ήταν γεμάτο από δέντρα. Μόλις το αντίκρισε, τα μάτια
της φώτισαν από χαρά. Τα αρκουδάκια της θα ενθουσιάζονταν. Κόκκινοι καρδινάλιοι
χάνονταν στα κλαδιά. Έπαιζαν κι έφερναν με τα ράμφη τους γκι, για να το
στολίσουν. «Είστε τα πιο όμορφα στολίδια που έχω δει!» είπε η Νίνα.
Τα αρκουδάκια,
μόλις είδαν το κατακόκκινο έλατο με τα πουλιά, άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα
και οι φωνές τους έβαψαν το λευκό δάσος με χρώματα. Μαζεύτηκαν κι άλλα ζώα που
βρίσκονταν εκεί, σκίουροι, αλεπουδάκια, ζωηρά ποντικάκια που βγήκαν από τις τρύπες τους και όμορφα
ελάφια όλο καμάρι. Έφαγαν μπισκότα με μέλι και σιρόπι κι όλοι μαζί αποφάσισαν
να βοηθήσουν τα ελάφια να μοιράσουν τα δώρα παντού και να φωνάξουν το χαρούμενο
μήνυμα: ο μικρός Χριστός γεννήθηκε στη φάτνη φτωχός για να μας φέρει τα δώρα τα
πιο ακριβά. Αυτά που, αν δεν τα ’χεις, δεν είσαι ευτυχισμένος όσα άλλα και να ’χεις.
Αγάπη, ειρήνη και ελπίδα στις καρδιές μας.
Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα
(πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το
προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας.