Μ’ ενοχλούσε
αφάνταστα το πουκάμισο που κούμπωνε τόσο ψηλά στον λαιμό. Μ’ ενοχλούσε κι η
φούστα με τον φιόγκο στα δεξιά, για να μην πω για τα λουστρίνια που μου
χτυπούσαν τα δάχτυλα. Κι οι υπόλοιποι βέβαια δεν φαίνονταν ευτυχείς. Αγνώριστοι
όλοι –αδέρφια, ξαδέρφια– μέσα σε στενά μεγαλίστικα παντελόνια, μακρυμάνικα
πουκάμισα και καρώ γιλέκα.
Οι οδηγίες
σαφείς κι αυστηρές
«Να είστε
ήσυχοι!»: εντολή θείας Μαρίας.
«Όχι τρέλες και
φασαρίες» φώναζε από την κουζίνα η γιαγιά.
«Αλίμονό σας αν
σηκωθείτε κι αρχίσετε τα τρεξίματα και τα κρυφτά» μας είχε ήδη προειδοποιήσει η
μαμά καθώς φεύγαμε για το σπίτι του παππού, όπου θα γιορτάζαμε τον ερχομό
κάποιου σπουδαίου.
Μα καλά, ποιος
ήταν αυτός που θα ερχόταν τελοσπάντων; Πόσο σημαντικός για ν’ αξιώνει τέτοια
επισημότητα κι ακινησία;
Όσο για το
τραπέζι, ολοστόλιστο, ξεπερνούσε το χριστουγεννιάτικο δέντρο σε χρώματα και
λάμψη.
Κάθισα δίπλα
στον μεγάλο ξάδερφο, τον πρώτο απ’ όλους, στην ηλικία και στις σκανταλιές. Το
εντυπωσιακό θέαμα μάς κράτησε για λίγο απασχολημένους και ήσυχους.
Παραγεμισμένη,
καλογυαλισμένη η γαλοπούλα. Κολονάτα ποτήρια για μικρούς και μεγάλους. Πολύχρωμες
σαλάτες και γιρλάντες γύρω από τραπέζι και καρέκλες. Μαμάδες που
πηγαινοέρχονταν με βιασύνη να προλάβουν τι;
Πότε πότε
γέλαγαν κοιτώντας προς τα εμάς ή σιγομουρμούριζαν ρίχνοντας βλέμματα στους
μπαμπάδες. Τυχεροί μπαμπάδες! Φωναχτά μιλούσαν και βροντερά γελούσαν, και
κανένας δεν τους έκανε παρατήρηση.
Ο θαυμασμός για
την ατμόσφαιρα μεγάλος, η πείνα μεγαλύτερη κι η αίσθηση αναμονής κοσμοϊστορικού
γεγονότος αβάσταχτη. Τι να πρωτοαντέξουμε!
Αρχίσαμε να
στριφογυρίζουμε στις καρέκλες, να τσιμπάμε τις άκρες από το ψωμί, να
δοκιμάζουμε τις αντοχές των κρυστάλλινων ποτηριών.
Ο μεγάλος
ξάδερφος μού έκλεισε το μάτι κι έβαλε πιπέρι στο νερό της αδερφής του.
Η δική μου
αδερφή άρχισε να φτιάχνει σαΐτες με τις πάνινες πετσέτες, χωρίς επιτυχία.
«Μα γιατί δεν
τρώμε επιτέλους;» ρώτησε με θάρρος ο μικρότερος όλων.
«Και πότε θα
έρθει ο επίσημος καλεσμένος που ήδη μας έχει και περιμένουμε τόσο;» δεν
κρατήθηκα εγώ.
«Η υπομονή είναι
αρετή» είπε η γιαγιά καθώς ακουμπούσε μια βασιλόπιτα υπερπαραγωγή στο μικρό
τραπεζάκι.
«Για μετά, όταν
θα έχει έρθει ο Νέος» συμπλήρωσε.
Είχα ακούσει να
τον περιγράφουν νέο, γεμάτο δώρα και υποσχέσεις, άρχισα να φαντάζομαι πώς θα
μπορούσε να είναι αυτός που σε λίγο θα ερχόταν, όταν προσγειώθηκε στη μύτη μου
μια ελιά καλαματιανή, μεγάλη!
Ευκαιρίας
δοθείσης, εξαφάνισα τα ίχνη της. Δεν άφησα και τον αποστολέα παραπονούμενο,
αντικέρασα μια ρόγα ρόδι από τη σαλάτα.
Δεν πρόλαβα να
δω αν βρήκα στόχο, εκείνη την ώρα τα φώτα έσβησαν. Επικράτησε πανικός στους
μικρούς, ευθυμία στους μεγάλους που άρχισαν με ζωηρές φωνές να τραγουδούν «Πάει
ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε, παιδιά, ήρθ’ ο νέος με τα δώρα…»
Τα φώτα
επέστρεψαν εκτυφλωτικά, μαζί με ένα κύμα φιλιών κι αγκαλιών απρόσμενο.
Μόλις το
πανδαιμόνιο καταλάγιασε κι όλοι σιγουρεύτηκαν ότι τους είχαν φιλήσει όλους,
κηρύχτηκε η έναρξη του δείπνου.
Σάστισα, για
ποιον παλιό και ποιον νέο μιλούσε το τραγούδι των μεγάλων; Και τι δώρα φέρνει;
Και πού είναι τελοσπάντων; Απορροφημένος στις σκέψεις μου μασουλούσα κι άκουγα
χωρίς ν’ ακούω κολακευτικά λόγια για τη μαγείρισσα, ανέκδοτα και σχόλια για την
επικαιρότητα, όταν με έκπληξη συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για ένα… μωρό!
Μα μωρό
περιμέναμε τόση ώρα; Και πού είναι τα δώρα κι οι υποσχέσεις κι οι ευχές που
περίμενα να πραγματοποιηθούν;
Αυτοί οι μεγάλοι
είναι πολύ αφελείς τελικά. Δεν μπορεί να σου τα φέρει αυτά ένα μωρό. Ο νέος
χρόνος έρχεται μωρό, φασκιωμένος χρυσόσκονη, τυλιγμένος ελπίδες. Στη βρεφική
ηλικία του τον φωνάζουν «Γενάρη».
Στρατή Σμαρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;