Μια φορά κι έναν
καιρό ήταν ο Γενάρης. Ο πρωτότοκος γιος του Χρόνου. Καθόταν ολομόναχος στο
παράθυρο ενός μεγάλου πύργου αγναντεύοντας πέρα απ’ τα σύννεφα. Μια σκέψη
φτερούγιζε σαν πεταλούδα στο μυαλό του, που τον έκανε χαρούμενο κι ανήσυχο
συνάμα. Σε λίγο είχε τα γενέθλιά του. Θα έπαιρνε την ευχή του πατέρα του και με
τη σύμφωνη γνώμη των αδερφών του, θα κατηφόριζε προς τη γη. Έτσι πρόσταζε το
έθιμο. Κατέβηκε στη Μεγάλη Αίθουσα. Ο πατέρας Χρόνος περίμενε ήρεμος και
γαλήνιος. Ο θρόνος ήταν καμωμένος από λιόξυλα που τα ’χαν δέσει οι γιοι του μ’
ασημοκαπνισμένα φύλλα. Οι μήνες έσκυψαν και τον προσκύνησαν. Τότε ο Γενάρης
ζήτησε πρώτος τον λόγο και είπε:
«Σεβαστέ πατέρα,
δώσε μου την ευχή σου. Κι εσείς, πολυαγαπημένα μου αδέρφια, πείτε τη γνώμη σας,
για να ξεκινήσω το ταξίδι μου».
«Πήγαινε στο
καλό, γιε μου» είπε ο Χρόνος. «Εύχομαι τα έργα σου να τιμηθούν και να
εκτιμηθούν από τους ανθρώπους. Ας ακούσουμε τώρα και τη γνώμη των αδερφών σου».
Εκείνοι είπαν:
«Η γνώμη μας δεν
θα σου αρέσει, Γενάρη, αλλά δυστυχώς πρέπει να σου την πούμε».
Κι ένας ένας
άρχισε να λέει την ιδέα που είχε γι’ αυτόν.
«Αντιπαθητικός».
«Μονόχνοτος».
«Ακατάδεχτος».
«Μυγιάγγιχτος».
«Παγωμένος».
«Κακόκεφος».
«Μουντός».
«Χιονιάς».
«Άχρωμος».
«Άκαρπος».
«Αφιλόξενος».
Ο καημένος ο Γενάρης!
Έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε ούτε μια λέξη.
Τόσο άσχημη
γνώμη είχαν γι’ αυτόν τ’ αδέρφια του;
Ο γερο-πατέρας
πήρε τον λόγο.
«Ακούσαμε και
μάθαμε τις γνώμες των αδερφών σου. Θέλω να πας στη Γη και να γυρίσεις να μας
πεις τη γνώμη που έχουν για σένα όσα ζωντανά πλάσματα προλάβεις να δεις και να
σε δουν σε μια μέρα. Έπειτα να γυρίσεις και να μας πεις τι άκουσες».
Έτσι κι έγινε.
Ο Γενάρης
κατηφόρισε στη γη. Κοίταξε γύρω του.
Οι άνθρωποι
περπατούσαν γρήγορα, σκυφτοί και κουκουλωμένοι.
«Ωραία μέρα
σήμερα» είπε σ’ έναν χοντρούλη κύριο που κουβαλούσε μια σακούλα με ψώνια.
«Πού την είδες;
Μας παράχωσε στο χιόνι ο Παλιογενάρης!»
«Παίζουμε
χιονοπόλεμο;» ρώτησε μια κοπέλα που θαύμαζε τον εαυτό της σε μια βιτρίνα.
«Τρελάθηκες; Θα
βραχούν τα ρούχα μου από την υγρασία. Αχ, πόσο κουραστικός μήνας είναι ο
Γενάρης».
Απελπισμένος
προχώρησε σε μιαν αλάνα. Ξαφνικά άκουσε γέλια και χαρούμενες φωνές. Μια παρέα
παιδιών κουτρουβαλιάστηκε στο χιόνι. Σηκώθηκε. Άπλωσε τα χέρια του και τους
πλησίασε. Μια χιονόμπαλα τον πέτυχε στο πρόσωπο. Κι άλλη μια. Έριξε χαρούμενος
κι αυτός. Έφαγε όμως τόσο χιόνι που κουκουλώθηκε. Τα παιδιά τον έκαναν
χιονάνθρωπο. Στο τέλος έφυγαν ξεχνώντας στο κεφάλι του κι έναν κόκκινο σκούφο.
Στεκόταν εκεί ακίνητος μέχρι που νύχτωσε. Τότε έφτασαν στ’ αυτιά του ψίθυροι
απ’ τη γη. Ήταν οι σπόροι που λαγοκοιμόντουσαν κάτω απ’ το χιόνι.
«Αχ, τι καλά που
ξεκουραζόμαστε. Ευχαριστούμε, Γενάρη. Χάρη σε σένα δυναμώνουμε για να φυτρώσουμε
την Άνοιξη».
Χαμογέλασε.
Μα άκουγε κι ένα
ροχαλητό. Ήταν η αρκούδα που ηρεμούσε κι αναπαυόταν.
Προτού φύγει κοντοστάθηκε
σ’ έναν βράχο. Ένιωσε ένα απαλό χάδι στο χέρι του σαν γαργαλητό. Ένα μοβ
κυκλάμινο τριβόταν πάνω του και του είπε:
«Σ’ αγαπώ!»
Πέταξε απ’ τη
χαρά του. Δίχως να το καταλάβει έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Είπε όλα όσα
είδε κι άκουσε. Η ματιά του έλαμπε. Οι έντεκα γνώμες των αδερφών του άλλαξαν. Έγιναν
έντεκα συγγνώμες. Κι αγκαλιάστηκαν ευτυχισμένοι!
Ζωή Ράλλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;