Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

25η ώρα: μία ιστορία για τις ιστορίες!



Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μακρινή Χώρα, ζούσε ένας καλόκαρδος βασιλιάς, που φημιζόταν για τη σύνεση και τον δίκαιο χαρακτήρα του. Για τις ίδιες αρετές ήταν γνωστή και η πανέμορφη βασίλισσα, με την οποία είχε αποκτήσει τρεις γιους.

Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος, ήταν τόσο δυνατός και γενναίος, που ξεπερνούσε σε ανδρεία ως και τους πιο ατρόμητους πολεμιστές. Ακόμα και οι πιο εκπαιδευμένοι, οι πιο ανίκητοι στρατιώτες, έμοιαζαν ασήμαντοι μπροστά του.

Ο δεύτερος γιος διακρινόταν για τη σπάνια μόρφωσή του. Δεν σταματούσε ποτέ να διαβάζει και να καλλιεργεί τις γνώσεις του. Αυτό του έδινε την ικανότητα να βρίσκει τις καταλληλότερες λύσεις ακόμα και στα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Δεν ήταν καθόλου περίεργο, λοιπόν, που σχεδόν όλοι τον ήξεραν σαν «Σοφό».

Ο τρίτος γιος, ο μικρότερος, δεν διέθετε ούτε ιδιαίτερη δύναμη και γενναιότητα ούτε ιδιαίτερη εξυπνάδα και σοφία. Το δικό του χάρισμα, εκτός από την απλότητα και την καλοσύνη του, ήταν η μεγάλη φαντασία. Διαρκώς επινοούσε ιστορίες. Το μυαλό του ταξίδευε σε τόπους φανταστικούς. Με τον νου του έπλαθε τους πιο απίθανους ήρωες.  Όλα αυτά, βέβαια, τον έκαναν αφηρημένο και αδέξιο. Το αποτέλεσμα ήταν να παραγκωνίζεται και να γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης –ακόμα και χλευασμού πολλές φορές–  ως και των πιο "άσημων" κατοίκων της Χώρας. Παρόλ’ αυτά τα παιδιά τον λάτρευαν. Ίσως γιατί ήταν τα μόνα που μπορούσαν να διακρίνουν ξεκάθαρα σε κείνον κάτι που υπόλοιποι δεν έβλεπαν καν…

Ο καιρός περνούσε. Τα τρία πριγκιπόπουλα είχαν γίνει πια ολόκληρα παλικάρια, που έσφυζαν από ζωή και υγεία. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, όμως, έμοιαζαν όλο και πιο γερασμένοι. Αυτοί, που το χαμόγελο σπάνια έφευγε από τα χείλη τους, ήταν τώρα μονίμως προβληματισμένοι και κακοδιάθετοι. Κάτι σοβαρό φαινόταν να τους απασχολεί. Κάτι που θέλησαν τελικά να μοιραστούν με τα παιδιά τους. Γι’ αυτό, ένα φθινοπωρινό απόγευμα, τα κάλεσαν στο ιδιαίτερο διαμέρισμά τους.

Οι τρεις νεαροί βρήκαν τον πατέρα τους ξαπλωμένο. Ήταν άρρωστος. Η μητέρα στεκόταν δίπλα του ανήσυχη. Τους έγνεψε να πλησιάσουν και, τότε, ο βασιλιάς μίλησε με αδύναμη, σιγανή φωνή:

«Αγαπητά μου παιδιά, δεν θα σας φώναζα σήμερα εδώ να σας αναστατώσω, αν ένας πολύ σοβαρός λόγος δεν με ανάγκαζε. Πάει καιρός τώρα που μια απειλή μας βασανίζει καθημερινά. Ένας πανούργος άνθρωπος, που συστήνεται ως «μάγος», έχει μετακομίσει στην σπηλιά, η οποία βρίσκεται πάνω από την πηγή που τροφοδοτεί με νερό όλη τη Χώρα. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον τόπο μας, δεν σταμάτησε να ζητάει και κάτι: μία χρήματα, μία πολύτιμα αντικείμενα, την άλλη άντρες, γυναίκες, παιδιά να τον υπηρετούν. Όταν καθυστερούμε να ικανοποιήσουμε τις παράλογες απαιτήσεις του, απειλεί πως θα δηλητηριάσει την πηγή και θα έχουμε όλοι έναν φριχτό θάνατο από το μολυσμένο νερό. Οι άντρες μου προσπάθησαν αρκετές φορές να τον προσεγγίσουν ή να επιτεθούν, μα είναι αδύνατον. Δεκάδες άγρια ζώα είναι παραταγμένα σε μια πολύ μεγάλη έκταση γύρω από τη σπηλιά. Την περιφρουρούν αδιάκοπα και δεν αφήνουν κανέναν να πλησιάσει».

Αφού ήπιε μια γουλιά δροσερό νερό, συνέχισε με ακόμα πιο αδύναμη φωνή:

«Γι’ αυτό σας κάλεσα απόψε. Μήπως όλοι μαζί καταφέρουμε να βρούμε μια λύση».

«Ένδοξε βασιλιά», πήρε τον λόγο ο πρώτος γιος, «ξέρεις πως είμαι δυνατός και ατρόμητος. Δεν φοβάμαι τίποτα. Αύριο κιόλας θα έχεις δεμένο χειροπόδαρα τον δειλό άνθρωπο, που τόσο σε βασανίζει».

 «Σεβάσμιε πατέρα», είπε ο δεύτερος,  «οι γνώσεις  και η σοφία μου έχουν διαδοθεί στα πέρατα του κόσμου. Ποτέ δεν έχω αποτύχει σε κάτι. Αύριο τέτοια ώρα θα καταφέρω να παρουσιαστεί μπροστά σου γονατιστός με τη θέλησή του όχι μόνο ο ανόητος άνθρωπος, αλλά και τα αγρίμια-φύλακές του».

Ο τρίτος γιος, που τόση ώρα κοιτούσε με θαυμασμό και τρυφερότητα τα αδέλφια του, στράφηκε προς τους γονείς τους:

«Πολυαγαπημένε μου πατέρα, πολυαγαπημένη μου μητέρα, δεν είμαι ούτε πολύ δυνατός ούτε πολύ μορφωμένος. Αν, όμως,  τα αδέρφια μου δεν τα καταφέρουν, να ξέρετε πως θα προσπαθήσω κι εγώ με τη σειρά μου, να βρω μια λύση. Επιθυμώ αρχικά να μιλήσω μαζί του, να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο. Ίσως έτσι καταφέρω να βρω έναν τρόπο να μαλακώσω τη σκληρή καρδιά του».

Συγκινημένος ο γερο-βασιλιάς από τις δηλώσεις των γιων του, τους έδωσε την ευχή του κι αποκοιμήθηκε εξαντλημένος, με τη βασίλισσα να ξαπρυπνά ακούραστα στο προσκεφάλι του…
…………………………………………………………………………………………..
Το ίδιο κιόλας βράδυ ο πρώτος γιος ξεκίνησε την αποστολή του. Πλήθος κόσμου τον συνόδευε με επευφημίες. Μα ούτε η δύναμη, ούτε η γενναιότητά του κατάφεραν να τον βοηθήσουν. Σύντομα βρέθηκε αιχμάλωτος στη σπηλιά του μάγου.

Το επόμενο βράδυ ο δεύτερος γιος, κι αυτός με τη συνοδεία και τη στήριξη όσων πίστευαν στις ικανότητές του, ξεκίνησε για τη σπηλιά. Μα ούτε η εξυπνάδα ούτε η σοφία του ήταν αρκετά, ώστε να ξεγελάσουν τον μάγο. Πριν καλά καλά αντιληφθεί τι συμβαίνει, πιάστηκε στα δίχτυα του.

Έφτασε η τρίτη μέρα και ήρθε η σειρά του μικρότερου να προσπαθήσει. Οι κάτοικοι του τόπου, πανικόβλητοι, αφού τα δύο πρώτα παλικάρια δεν κατάφεραν τίποτα, άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να εγκαταλείψουν τη Χώρα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν σε απόγνωση. Έτσι, ξεκίνησε να βαδίζει ολομόναχος προς το επικίνδυνο λημέρι. Καθώς προχωρούσε, σε κάθε γωνιά, συναντούσε και ένα κρυμμένο παιδί που του έγνεφε ενθαρρυντικά. Αυτό του έδωσε δύναμη να προχωράει με μεγαλύτερη πίστη και ελπίδα.

Σε λίγο συνάντησε στον δρόμο τα πρώτα άγρια θηρία. Τον κοίταζαν από μακριά, έτοιμα να χιμήξουν. Τότε, χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε με σταθερή, ήρεμη φωνή να αφηγείται μία από τις ιστορίες του. Τα θεριά απόμειναν να τον κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα. Και, έτσι, συνέχισε ανενόχλητος να προχωράει. Όπου υπήρχαν άγρια θηρία, μαγεύονταν από την ηρεμία, από τη γλυκιά, απαλή φωνή του και τον ακολουθούσαν και κείνα, χωρίς να τον πειράξουν. Αυτό συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, ώσπου ο νέος έφτασε στη σπηλιά.

Ο μάγος, ένας μικρόσωμος νευρικός άνθρωπος, περίμενε στην είσοδό της. «Βλέπω πως τα μάγια σου είναι ισχυρότερα από τα δικά μου… Για να κατορθώσεις να δαμάσεις όλα αυτά τα άγρια θηρία, κάτι ισχυρό θα τους πότισες…», φώναξε οργισμένος.

«Από μαγικά δεν κατέχω. Ούτε ήρθα εδώ σαν εχθρός, αλλά σαν άνθρωπος που θέλει να γίνει φίλος. Πρώτα όμως σου ζητώ να ελευθερώσεις όλους όσους έχεις φυλακίσει, ανάμεσά τους και τα αδέρφια μου και, αν το επιθυμείς, να ζήσεις ειρηνικά στη Χώρα μας…».

Ο μάγος αιφνιδιασμένος από την απλότητα και τις καλές προθέσεις του άντρα, έμεινε για λίγη ώρα ασάλευτος. Όταν μετά από λίγο μίλησε, είπε τα εξής:

«Θα κάνουμε μια συμφωνία. Αν τα καταφέρω εγώ, θα αιχμαλωτίσω και εσένα και θα συνεχίσω να ζητάω  ό,τι θέλω από το παλάτι, ώσπου να αφανιστεί η Χώρα. Αν τα καταφέρεις εσύ, θα ελευθερώσω όλους τους αιχμαλώτους μου και θα ζήσω, όπως ζήτησες, ειρηνικά στον τόπο σας. Επειδή φέρθηκες με ευγένεια και όχι με πονηριά, ούτε ήρθες με κακές προθέσεις, δεν θα σε σκοτώσω. Θα κάνουμε όμως μιαν αλλιώτικη μονομαχία. Νικητής θα είναι αυτός που θα προσθέσει στο ρολόι άλλη μία ώρα».

Ο νεαρός, όπως ήδη είπαμε, δεν ήταν προικισμένος με σπάνια δύναμη, ούτε με μεγάλη μόρφωση. Γνώριζε όμως καλά πώς ο χρόνος μπορεί να χάσει τη διάστασή του. Επειδή δεν ήταν αλαζόνας, ούτε ισχυρογνώμων, δεν καυχήθηκε, δεν έδειξε σίγουρος για τη δική του δύναμη και την αδυναμία του μάγου. Άλλωστε, η αγάπη, η καλοσύνη και η απλότητα ήταν, όπως είπαμε, τα στοιχεία που νικούσαν μέσα του.

Πρώτος προσπάθησε ο μάγος. Με φίλτρα, ξόρκια και με βοηθό τη δύναμη του Κακού, κατάφερε να προστεθεί στο ρολόι μία ακόμα ώρα. Παρ’ όλο που αυτή την επιπλέον ώρα δεν συνέβη κάτι το ιδιαίτερο, η διάθεση των ανθρώπων άλλαξε πολύ. Ένιωθαν δυσφορία, ήταν κακόκεφοι, τα μάτια τους ήταν κολλημένα στους δείκτες. Ανυπομονούσαν αυτά τα εξήντα πρόσθετα λεπτά να περάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Την επόμενη μέρα, ο τρίτος γιος του βασιλιά, αφού κοιμήθηκε στη σπηλιά μαζί με τους αιχμαλώτους, ξύπνησε γαλήνιος και καλοδιάθετος, όπως πάντα. Βοήθησε στις δουλειές του μάγου, δείπνησε μαζί με τους υπόλοιπους, και, όταν ήρθε το βράδυ και το ρολόι κόντευε να δείξει 00:00 ξεκίνησε να αφηγείται μία ιστορία.

Οι άνθρωποι, απογοητευμένοι, επηρεασμένοι από την περασμένη μέρα, αρχικά τον αγνόησαν. Κάποια στιγμή ένας πλησίασε. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν περισσότεροι. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλοι όσοι βρίσκονταν στη σπηλιά, αλλά και στις γύρω περιοχές, συγκεντρώθηκαν και άκουγαν με προσήλωση τον νεαρό άντρα. Ο κίνδυνος των θηρίων δεν υπήρχε πια -έμοιαζαν κι αυτά μαγεμένα από τα λόγια του. Όσο συνέχιζε την ιστορία του έρχονταν κι άλλοι, κι όσο έρχονταν κι άλλοι, τους ακολουθούσαν ακόμα περισσότεροι. Σταδιακά, όλοι οι κάτοικοι της Χώρας, ακόμα κι αυτοί που είχαν μόλις κινήσει ή σκέφτονταν να κινήσουν για άλλους τόπους, μαζεύτηκαν στην περιοχή. Άντρες, γυναίκες, παιδιά κρέμονταν από τα χείλη του. 60΄ λεπτά, μία επιπλέον ώρα, κύλησε σαν νερό: τους άφησε γοητευμένους, με μία γλύκα στην ψυχή.

Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα ήταν η αλλαγή που έγινε στην ψυχή του μάγου. Παραδέχτηκε αμέσως την ξεκάθαρη «νίκη» του μικρού πρίγκιπα και από τότε έζησε για όλη του τη ζωή ειρηνικά στη Χώρα, χρησιμοποιώντας τα μαγικά του μόνο για καλό σκοπό.

Από εκείνη τη μέρα κάτι, θαρρείς, άλλαξε στις ψυχές όλων των ανθρώπων… Έπαψαν να περιφρονούν τον τρίτο γιο του βασιλιά. Η 25η ώρα έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό και τις καρδιές τους. Ξαφνικά αντιλήφθηκαν πως δεν αρκεί η δύναμη ούτε η σοφία, αν δεν συνοδεύονται από απλότητα και καλοσύνη. Τα πλούτη κι όλη η δόξα του κόσμου δεν αξίζουν, αν απουσιάζουν οι ιστορίες, τα παραμύθια, να γλυκάνουν, να μερώσουν την ψυχή…

ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ

(Η ιστορία αυτή γράφτηκε για το λογοτεχνικό project 25η ώρα)

Την εικόνα που συνοδεύει την ιστορία έκανε η Αθηνά Πετούλη.





Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Για φαντάσου!



Όχι σας λέω, δεν είμαι στο σαλόνι! Είμαι με τον κύριο Αυτιά και χρωματίζω την πόλη! Θα με ακολουθήσετε;

Από όταν ήμουν μικρό παιδί έφτιαχνα φανταστικούς κόσμους.

Καθόμουν με την οικογένειά μου στο σαλόνι, αλλά στην πραγματικότητα...

…περίμενα να γυρίσουν το βλέμμα τους αλλού γιατί ο κύριος Αυτιάς ο Λαγός είχε έρθει να με πάρει να πάμε με το μαγικό λεωφορείο σε αποστολές χρωματισμού γκρίζων πλανητών!

Κι όταν περιμέναμε με τον μπαμπά στην ουρά για τον γιατρό, εγώ στην πραγματικότητα δεν βρισκόμουν εκεί -αλήθεια σας λέω!

Στα σύννεφα ψηλά πετούσα μαζί με τον κύριο Συννεφούλη! 

Κι όταν έπρεπε να φάω όλο το φαγητό μου για να μεγαλώσω, πήγαινα και έβρισκα τον φίλο μου τον Τραγιάσκα και καταβροχθίζαμε τα αγαπημένα μου γλειφιτζούρια!

Κι όταν δεν με άφηναν να μπω με τον Τάκη στο βιβλιοπωλείο να διαλέξουμε το αγαπημένο του βιβλίο, δεν καταλάβαινα γιατί μας έδειχναν την πινακίδα «Απαγορεύεται η είσοδος στους σκύλους»...
...αφού ο Τάκης ήταν ένας πελώριος ελέφαντας!

Αλλά και τώρα που μεγάλωσα, μην σας ξεγελά η εμφάνιση, δεν άλλαξα.

Δεν περπατώ στο πεζοδρόμιο, χορεύω στο φεγγάρι και η ομπρέλα με βοηθά να ισορροπώ.

Κι όταν είμαι στο γειτονικό καφέ, νομίζω πως είμαι στο Παρίσι με τον Πύργο του Άιφελ ακριβώς από πίσω και το ελεφαντάκι μου δίπλα μου, ενώ η Jane μού κρατά το χέρι.

Μπορείτε να έρθετε κι εσείς στην παρέα μας!

Αρκεί... να πείτε το αγαπημένο σας τραγούδι, να κλείσετε τα μάτια και να χρωματίσετε όλο το δωμάτιο μόνο με μια χορευτική κίνηση! Θα φωνάξω τον κύριο Αυτιά να σας βοηθήσει!

Πολλοί μας περνούν για τρελούς Ονειροπόλους.

Μα δεν μπορούν να δουν τον πολύχρωμο κόσμο μας.

Δεν έχουν δοκιμάσει εκεί που κουρεύονται να μεταφερθούν ψηλά στον ουρανό και να ταξιδέψουν με τον κύριο Συννεφούλη!

Το φαντάζεστε; Να πετάς στον ουρανό και ξαφνικά τα μαλλιά σου να είναι έτοιμα! Μα, πότε πέρασε κιόλας η ώρα;

Αχ φίλοι μου, θα δείτε τον κόσμο μου αν πιστέψετε στην δύναμη της φαντασίας.

Και θα δημιουργήσετε μόνο αν γίνετε για λίγο παιδιά!

Παιδιά, που δεν βάζουν όριο στο πόσο πολύχρωμος μπορεί να γίνει ο γκρίζος κόσμος μας!

Φυσικά, θα χρειαστείτε και μπογιές!

ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΒΩΚΑ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Αθηνά Πετούλη.


Γεννήθηκα στην Κόρινθο, μεγάλωσα και σπούδασα στην Αθήνα, όπου παρακολούθησα μαθήματα σχεδίου (γραμμικό-ελεύθερο) και ζωγραφικής. Διαμένω μόνιμα στο νησί της Σάμου με τον σύζυγο και τα τρία παιδιά μας. Σε εικαστικό εργαστήρι στο νησί συνέχισα τη σπουδή στο χρώμα, σε υλικά και μικτές τεχνικές . Ασχολούμαι με τη ζωγραφική (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, ακρυλικά, έργα για παιδικά δωμάτια, τοιχογραφίες), τη φωτογραφία, την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων και την εκμάθηση ζωγραφικής σε παιδιά. Έχω λάβει μέρος σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας κι έχω εικονογραφήσει παραμύθια για παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, με πιο πρόσφατα το «Καλημέρα ήλιε» της νηπιαγωγού Ευφροσύνης Σπυροπούλου, «Ο Κόα και το μεγάλο του δώρο» της Αθηνάς Βουδούρη, καθώς επίσης και μια συλλογή ποιημάτων για παιδιά Δημοτικού της νηπιαγωγού Γιώτας Κοτσαύτη, η οποία τιμήθηκε τον Δεκέμβριο του 2014 με την μοναδική διάκριση στην κατηγορία της ποίησης στον 59ο διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Η εικαστική προσέγγιση ενός παραμυθιού, κειμένου ή ποιήματος με γοητεύει. Η ζωγραφική είναι για μένα ένα παιχνίδι με τα χρώματα και το φως κι έχω φυλάξει μέσα μου ένα κομμάτι παιδικότητας που με οδηγεί δημιουργικά.

Η σελίδα της Αθηνάς στο facebook:

Το κείμενο έγραψε η Σταματία Καλλιβωκά.


Με λένε Σταματία Καλλιβωκά.

Σπουδάζω στο Τμήμα Επιστημών Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Πάτρας και η πρακτική στο Νηπιαγωγείο είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί.

Προτιμώ να περνώ το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μου με τα παιδιά γιατί δεν τσιγκουνεύονται αγκαλιές και μου διδάσκουν πολύτιμα μαθήματα, όπως το ότι ένα ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, αδιαμφισβήτητα, είναι το πιο σημαντικό γεγονός της ημέρας!

Θεωρώ πως τα παραμύθια είναι ένας τρόπος  να εκφραζόμαστε, να επικοινωνούμε και να γινόμαστε ξανά παιδιά!

Γραφώ για να μεταδώσω αισιοδοξία και προβληματισμό!

Τα σημαντικότερα στην ζωή είναι η υγεία και, φυσικά, τα ουράνια τόξα!

Το μπλογκ της Σταματίας θα βρείτε εδώ:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:








Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Ολυμπιακό Πνεύμα



1

Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ήδη εκεί πάνω από μισή ώρα. Ο λιγοστός κόσμος που είχε απομείνει στον λόφο του Φιλοπάππου άρχιζε να κατηφορίζει προς πιο κοσμοσύχναστα μέρη της πόλης. Άλλωστε σε λίγο η νυκτερινή ζωή θα δελέαζε και τους πιο διστακτικούς. Η Αθήνα πάντως φάνταζε υπέροχη, έτσι λουσμένη στο γλυκό Αυγουστιάτικο φως του εσπερινού. Όμως αυτός δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήταν βέβαια και η ανησυχία του Πρωταθλητή πριν τον αγώνα. Κυρίως όμως ήταν το μεγάλο δίλημμα που στοίχειωνε τις σκέψεις του. Στο μυαλό του ήρθε πάλι με κινηματογραφική ακρίβεια το πρωινό σκηνικό στα πολυτελή γραφεία του Χορηγού…

«Περάστε, ο κ. Κοέν σας περιμένει», είπε η κομψή γραμματέας και τους έδειξε την μεγάλη εβένινη πόρτα. Ο προπονητής με μια κομψή και τυπική κίνηση έσπρωξε την πόρτα και έκανε χώρο στον αθλητή να περάσει πρώτος.

Ο Άγγελος κοίταξε τον Κυριάκο και του φάνηκε πως είδε πάλι εκείνο το περίεργα αλλαγμένο ύφος που έπαιρνε κάθε φορά που συναντιόντουσαν με διάφορους χορηγούς ή εκπροσώπους εταιρειών. Κούνησε απαλά το κεφάλι του ευχαριστώντας και μπήκε πρώτος.

Αμέσως ο κομψός εκπρόσωπος σηκώθηκε χαμογελαστός και κάνοντας τον γύρο του μεγάλου γραφείου έτεινε το χέρι σε μια θερμή χειραψία.

«Καλώς τους, καλώς τους… Περάστε… Καθίστε…».

Αφού είπανε τα τυπικά σχεδόν στα όρθια, πήραν τις θέσεις τους. Ο προπονητής με τον αθλητή κάθισαν στις δερμάτινες πολυθρόνες που υπήρχαν σχεδόν αντικριστά και μπροστά στο γραφείο. Ο εκπρόσωπος ίσως και για λόγους επικοινωνιακής πολιτικής κάθισε όρθιος στηριζόμενος μόνο στο μεγάλο πολυτελές του γραφείο.

«Λοιπόν;», ρώτησε.

Ο προπονητής χαμογέλασε και είπε: «Απ’ την πλευρά μας δεν υπάρχει πρόβλημα. Όλα θα γίνουν όπως τα συμφωνήσαμε. Είμαστε έτοιμοι όχι μόνο για τη νίκη αλλά και για ρεκόρ!».

«Χαίρομαι που το ακούω» είπε ο Κοέν. «Όπως ξέρετε έχουμε επενδύσει πολλά εκατομμύρια πάνω σας και καταλαβαίνετε πόση πίεση και πόσες απαιτήσεις υπάρχουν. Κανείς δεν χαίρεται με την σπατάλη τέτοιων ποσών».

«Μα τι λέτε τώρα; Παιδιά είμαστε; Μήπως μέχρι τώρα δεν δικαιώσαμε όλους όσους πίστεψαν σε μας;».

«Το ξέρω.. το ξέρω… Αλλά αυτοί οι αγώνες έχουν πολλές ιδιαιτερότητες. Γίνονται εδώ… στη χώρα σας και οι προσδοκίες του κόσμου είναι μεγάλες. Εκεί ποντάρουμε και μεις όμως ξέρετε». Έκανε μια παύση και γύρισε προς τον πρωταθλητή:

«Άγγελε, τι έγινε; Δεν μιλάς;Σε απασχολεί κάτι;»

«Μμ… απλά θέλω να ρωτήσω κάτι…» είπε αργά αυτός.

«Ναι… σε ακούω…» είπε χαμογελαστά ο Κοέν.

«Όλοι περιμένουν να κερδίσω.. Εσείς, εμείς, ο κόσμος… Τι θα γίνει αν δεν τα καταφέρω;».

«Υπάρχει τέτοια περίπτωση;» ρώτησε χαμογελαστά ο Κοέν και κοίταξε με νόημα τον προπονητή.

Αυτός τοποθετώντας μάλλον άχαρα ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χείλη του προσπάθησε να επαναφέρει την ατμόσφαιρα στην προηγούμενη χαλαρότητά της.

«Χα… δεν καταλαβαίνετε τώρα; Η αγωνία του αθλητή πριν τον αγώνα… Μπορεί να είμαστε πρωταθλητές.. αλλά το τρακ… τρακ! Έτσι δεν είναι Άγγελε;». Και τον κοίταξε με ύφος που δεν σήκωνε αμφισβήτηση.

Ο Άγγελος απέφυγε το βλέμμα του και ξαναρώτησε τον παχουλό εκπρόσωπο: «Πότε πρέπει να υπογράψουμε και το τελευταίο συμφωνητικό;».

Ο Κοέν ξεβολεύτηκε και κάνοντας σιγά τον κύκλο, κατευθύνθηκε στην πολυθρόνα του, πίσω από το γραφείο. Η φωνή του είχε ήδη προσλάβει μια απότομη σοβαρότητα.

«Όπως ξέρετε καλά, για ευνόητους λόγους το τελευταίο και οριστικό συμβόλαιο υπογράφεται πάντα μία βδομάδα πριν την έναρξη των αγώνων. Εφόσον βέβαια η φυσική κατάσταση και οι συγκυρίες εξασφαλίζονται. Οι επιπλέον όροι θεωρούνται δεδομένοι μέχρι και την έναρξη… Άλλωστε εμείς δεν έχουμε αλλάξει τη στάση μας ποτέ!».

Την τελευταία φράση την είπε αργά δίνοντας έτσι ιδιαίτερο νόημα σε αυτό που εννοούσε. Αμέσως τότε, ο προπονητής δεν άφησε την δήλωση να βαρύνει κι άλλο την ατμόσφαιρα. Κάνοντας μια θεαματική είσοδο στην συζήτηση, σηκώθηκε όρθιος και καθησύχασε χαμογελαστά τον εκπρόσωπο του παγκόσμιου κολοσσού αθλητικών ειδών.

«Δεν συζητάμε άλλο. Η συμφωνία είναι συμφωνία και θα την τιμήσουμε όπως κάθε φορά. Απλά… είπαμε… Άλλο Σίδνεϋ… άλλο Αθήνα. Περισσότερο άγχος εδώ. Είναι φυσιολογικό. Δεν βρίσκετε;».
«Σύμφωνοι… αν και θα με καθησύχαζε περισσότερο αν αυτά τα άκουγα απ’ τον ίδιο τον Άγγελο» είπε αυτός διερευνητικά.

Ο Άγγελος είχε ήδη σηκωθεί και χαμογελούσε διακριτικά. Η ματιά του προπονητή του αν μπορούσε θα τον έκανε πύρινη λαμπάδα μονομιάς.

Οι χειραψίες είχαν σημάνει το τέλος της συνάντησης. Οι δύο άντρες αμέσως μετά έφευγαν απ’ το γραφείο ενώ ο συνοφρυωμένος εκπρόσωπος έψαχνε να βρει τα πούρα στο συρτάρι του…

«Κωλοέλληνες… όλο ζητάνε και περισσότερα» μονολόγησε και ρούφηξε άπληστα τον καπνό.


2

Ο Παρθενώνας είχε φορέσει ήδη τον χρυσοπόρφυρο μανδύα του για να υποδεχθεί την δροσερή Αυγουστιάτικη νύχτα. Ο Άγγελος σηκώθηκε και το βλέμμα του χάιδεψε τον ιερό βράχο. Στην οθόνη του μυαλού του προβάλλονταν ήδη εικόνες από το Παρελθόν. Απ’ την μεγάλη πομπή των Παναθηναίων, το μεγαλόπρεπο άγαλμα της Αθηνάς που κάποτε δέσποζε εκεί, τον Φειδιππίδη που εύρισκε καταφύγιο, εξαντλημένος μα νικητής, στην σκιά της Ακρόπολης.

Άρχιζε να κατηφορίζει με αργά βήματα. Θα ‘ταν μάλλον οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες στους οποίους θα λάμβανε μέρος. Η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Ήταν κοινό μυστικό αυτό. Ο χορηγοί ήδη έτριβαν τα χέρια τους. Άλλωστε το ‘χε ξανακάνει… Δεν ήταν η πρώτη φορά. Τι ήταν αυτό τώρα που του δημιουργούσε αναστολές; Κοίταξε για τελευταία φορά προς τα περήφανα υπολείμματα του αριστουργήματος που οι άνθρωποι είχαν βαφτίσει Παρθενώνα. Κάπου εκεί του φάνηκε πώς έβλεπε τις Καρυάτιδες να τον ακολουθούν με το βλέμμα τους. Βλέμμα σιωπηλό μα διερευνητικό συνάμα. Λες και αφουγκράζονταν τον αντίλαλο της σκέψης του. Λες και κάτι ήθελαν να του πουν.

Περπάταγε ήδη στο πλακόστρωτο μονοπάτι των αναμνήσεων που περιβάλλει την Ακρόπολη. Με τα χέρια στις τσέπες και το βλέμμα καρφωμένο κάτω λες και μέτραγε ένα ένα τα πέτρινα δεσίματα.
Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Φωνές, γέλια και επιφωνήματα θαυμασμού για τα πρώτα φώτα που ανέδειχναν την αριστουργηματική σύζευξη του χώρου με την ιστορία που ανέβλυζε από παντού.
«Μπαμπά, μπαμπά… ο Άγγελος Κόντης! Σταμάτα τον! Μπαμπά…», ακούστηκε μια παιδική φωνή.
Ο Άγγελος δεν χρειάστηκε να περιμένει μια διαφορετική παραίνεση. Γύρισε προς την μεριά της φωνής. Πίσω του είδε ένα παιδάκι, γύρω στα δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Δίπλα του στεκόταν ο πατέρας του χαμογελαστός.

«Γεια σας. Χαιρόμαστε που σας βλέπουμε. Ο γιος μου είναι φανατικός θαυμαστής σας», είπε ο μπαμπάς απλώνοντας το χέρι του και αναζητώντας μια χειραψία.

Ο πρωταθλητής ανταπέδωσε ευγενικά μα το βλέμμα του αγκάλιαζε ήδη το παιδάκι που ήταν καρφωμένο στην αναπηρική του καρέκλα.

«Πώς σε λένε φίλε μου;», τον ρώτησε.

«Άγγελο, σαν και σένα», του είπε συγκινημένο μα και ενθουσιασμένο το παιδάκι.

Ο πρωταθλητής έσκυψε και τον χάιδεψε στο κεφάλι. «Σου αρέσει ο στίβος;», τον ρώτησε.

«Πάρα πολύ. Μακάρι να μπορούσα να τρέχω και γω όπως εσύ. Κάποτε τα κατάφερνα. Δεν μπορώ όμως πια…. Αλλά μπορώ να βλέπω εσένα. Κι αυτό με γεμίζει χαρά. Είσαι τόσο καλός… Πάντα νικάς…».

Ο πατέρας αμέσως κοίταξε με σχεδόν βουρκωμένο βλέμμα τον Άγγελο. Μάλλον ήθελε να του πει για κάποιο ατύχημα του γιου του. Ο Άγγελος κατάλαβε. Τον ακούμπησε με νόημα στον ώμο και έσκυψε πάνω από τον νεαρό θαυμαστή του. Τον κοίταξε: «Δεν μπορώ να νικάω πάντα. Άλλωστε μην νομίζεις ότι αυτό είναι και τόσο εύκολο».

«Εσύ όμως το κάνεις να φαίνεται εύκολο. Είσαι ο καλύτερος».

«Κι αν χάσω..; Τί θα σκεφτείς αν χάσω;», είπε ο Άγγελος και ο αέρας που φύσηξε εκείνη την ώρα έκανε αισθητή την παρουσία της αρχαίας θεάς. Της Νεμέσεως!

Τα μάτια του μικρού υγράνθηκαν:

«Ό,τι και να γίνει θα σε θαυμάζω και θα σε… αγαπάω!», του είπε δειλά αμέσως μετά.

Το αεράκι σταμάτησε. Μια δροσιά αγκάλιασε τον ιερό βράχο…

Ο Άγγελος σήκωσε το βλέμμα και αγνάντεψε τον Παρθενώνα. Ένιωσε ότι ήξερε…!

Κατάλαβε και σχεδόν ψιθύρισε:

«Ευχαριστώ…».

Το παιδάκι νόμισε ότι απήντησε μόνο σε κείνο!

ΤΕΛΟΣ

ΜΑΦΡΑ

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Η σημερινή ανάρτηση (κείμενο-εικόνα) είναι του ΜαΦρα.

Ο ΜαΦρα είναι αυτοδίδακτος σε θέματα σκίτσου και ζωγραφικής. Σπούδασε Ναυπηγός - Μηχανικός.

Στο ενεργητικό του έχει συνεργασίες και δημοσιεύσεις στον Ημερήσιο και Περιοδικό τύπο.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε περιλάμβαναν βασικά Ευθυμογραφήματα, γελοιογραφίες, χρονογραφήματα, διηγήματα Περιπέτειας και Φαντασίας.

Έχει συνεργαστεί για την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, αλλά και για την οπτικοποίηση και έκδοση διηγήματος (Κόμικ).

Έχει ολοκληρώσει Κύκλο Σπουδών στο Αθηναϊκό Κέντρο Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας με εξειδίκευση στο σκίτσο και την γελοιογραφία.

Υπήρξε επίσης Ραδιοφωνικός Παραγωγός σε μεγάλο ραδιοτηλεοπτικό Σταθμό (Κείμενα - Μουσική επιμέλεια).

Συμμετείχε σε Ευρωπαϊκές Εκθέσεις Σκίτσου (L'odio Nella/ Foligno Biennale), αλλά και σε δύο εκθέσεις σκίτσου & ζωγραφικής (Αθήνα).

Πρόσφατα εξεδόθη το  βιβλίο του (Πολιτική σάτιρα & ανθολογία διηγημάτων) με τίτλο: "ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΛΑΜΑΤΑ" (2013)-εκδόσεις Bookstars.

Ένα θεατρικό έργο, μυθιστορήματα, κόμικς αλλά και αρκετές γελοιογραφίες είναι μερικά από τα ανέκδοτα έργα του.

Τέλος είναι Εταίρος στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

Η σελίδα του ΜαΦρα στο facebook:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: