Μια φορά κι έναν καιρό,
σε μία μακρινή Χώρα, ζούσε ένας καλόκαρδος βασιλιάς, που φημιζόταν για τη
σύνεση και τον δίκαιο χαρακτήρα του. Για τις ίδιες αρετές ήταν γνωστή και η
πανέμορφη βασίλισσα, με την οποία είχε αποκτήσει τρεις γιους.
Ο πρώτος, ο
μεγαλύτερος, ήταν τόσο δυνατός και γενναίος, που ξεπερνούσε σε ανδρεία ως και
τους πιο ατρόμητους πολεμιστές. Ακόμα και οι πιο εκπαιδευμένοι, οι πιο ανίκητοι
στρατιώτες, έμοιαζαν ασήμαντοι μπροστά του.
Ο δεύτερος γιος
διακρινόταν για τη σπάνια μόρφωσή του. Δεν σταματούσε ποτέ να διαβάζει και να
καλλιεργεί τις γνώσεις του. Αυτό του έδινε την ικανότητα να βρίσκει τις
καταλληλότερες λύσεις ακόμα και στα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Δεν ήταν καθόλου
περίεργο, λοιπόν, που σχεδόν όλοι τον ήξεραν σαν «Σοφό».
Ο τρίτος γιος, ο
μικρότερος, δεν διέθετε ούτε ιδιαίτερη δύναμη και γενναιότητα ούτε ιδιαίτερη
εξυπνάδα και σοφία. Το δικό του χάρισμα, εκτός από την απλότητα και την
καλοσύνη του, ήταν η μεγάλη φαντασία. Διαρκώς επινοούσε ιστορίες. Το μυαλό του
ταξίδευε σε τόπους φανταστικούς. Με τον νου του έπλαθε τους πιο απίθανους
ήρωες. Όλα αυτά, βέβαια, τον έκαναν
αφηρημένο και αδέξιο. Το αποτέλεσμα ήταν να παραγκωνίζεται και να γίνεται
αντικείμενο περιφρόνησης –ακόμα και χλευασμού πολλές φορές– ως και των πιο "άσημων" κατοίκων της Χώρας.
Παρόλ’ αυτά τα παιδιά τον λάτρευαν. Ίσως γιατί ήταν τα μόνα που μπορούσαν να
διακρίνουν ξεκάθαρα σε κείνον κάτι που υπόλοιποι δεν έβλεπαν καν…
Ο καιρός περνούσε. Τα
τρία πριγκιπόπουλα είχαν γίνει πια ολόκληρα παλικάρια, που έσφυζαν από ζωή και
υγεία. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, όμως, έμοιαζαν όλο και πιο γερασμένοι.
Αυτοί, που το χαμόγελο σπάνια έφευγε από τα χείλη τους, ήταν τώρα μονίμως προβληματισμένοι και κακοδιάθετοι. Κάτι
σοβαρό φαινόταν να τους απασχολεί. Κάτι που θέλησαν τελικά να μοιραστούν με τα
παιδιά τους. Γι’ αυτό, ένα φθινοπωρινό απόγευμα, τα κάλεσαν στο ιδιαίτερο
διαμέρισμά τους.
Οι τρεις νεαροί βρήκαν
τον πατέρα τους ξαπλωμένο. Ήταν άρρωστος. Η μητέρα στεκόταν δίπλα του ανήσυχη.
Τους έγνεψε να πλησιάσουν και, τότε, ο βασιλιάς μίλησε με αδύναμη, σιγανή φωνή:
«Αγαπητά
μου παιδιά, δεν θα σας φώναζα σήμερα εδώ να σας αναστατώσω, αν ένας πολύ
σοβαρός λόγος δεν με ανάγκαζε. Πάει καιρός τώρα που μια απειλή μας βασανίζει
καθημερινά. Ένας πανούργος άνθρωπος, που συστήνεται ως «μάγος», έχει
μετακομίσει στην σπηλιά, η οποία βρίσκεται πάνω από την πηγή που τροφοδοτεί με
νερό όλη τη Χώρα. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον τόπο μας, δεν
σταμάτησε να ζητάει και κάτι: μία χρήματα, μία πολύτιμα αντικείμενα, την άλλη
άντρες, γυναίκες, παιδιά να τον υπηρετούν. Όταν καθυστερούμε να ικανοποιήσουμε
τις παράλογες απαιτήσεις του, απειλεί πως θα δηλητηριάσει την πηγή και θα
έχουμε όλοι έναν φριχτό θάνατο από το μολυσμένο νερό. Οι άντρες μου προσπάθησαν
αρκετές φορές να τον προσεγγίσουν ή να επιτεθούν, μα είναι αδύνατον. Δεκάδες
άγρια ζώα είναι παραταγμένα σε μια πολύ μεγάλη έκταση γύρω από τη σπηλιά. Την
περιφρουρούν αδιάκοπα και δεν αφήνουν κανέναν να πλησιάσει».
Αφού ήπιε μια γουλιά
δροσερό νερό, συνέχισε με ακόμα πιο αδύναμη φωνή:
«Γι’
αυτό σας κάλεσα απόψε. Μήπως όλοι μαζί καταφέρουμε να βρούμε μια λύση».
«Ένδοξε
βασιλιά», πήρε τον λόγο ο πρώτος γιος, «ξέρεις πως είμαι δυνατός και ατρόμητος.
Δεν φοβάμαι τίποτα. Αύριο κιόλας θα έχεις δεμένο χειροπόδαρα τον δειλό άνθρωπο,
που τόσο σε βασανίζει».
«Σεβάσμιε πατέρα», είπε ο δεύτερος, «οι γνώσεις
και η σοφία μου έχουν διαδοθεί στα πέρατα του κόσμου. Ποτέ δεν έχω αποτύχει σε κάτι. Αύριο τέτοια ώρα θα
καταφέρω να παρουσιαστεί μπροστά σου γονατιστός με τη θέλησή του όχι μόνο ο
ανόητος άνθρωπος, αλλά και τα αγρίμια-φύλακές του».
Ο τρίτος γιος, που τόση
ώρα κοιτούσε με θαυμασμό και τρυφερότητα τα αδέλφια του, στράφηκε προς τους
γονείς τους:
«Πολυαγαπημένε
μου πατέρα, πολυαγαπημένη μου μητέρα, δεν είμαι ούτε πολύ δυνατός ούτε πολύ μορφωμένος.
Αν, όμως, τα αδέρφια μου δεν τα
καταφέρουν, να ξέρετε πως θα προσπαθήσω κι εγώ με τη σειρά μου, να βρω μια
λύση. Επιθυμώ αρχικά να μιλήσω μαζί του, να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο. Ίσως
έτσι καταφέρω να βρω έναν τρόπο να μαλακώσω τη σκληρή καρδιά του».
Συγκινημένος ο
γερο-βασιλιάς από τις δηλώσεις των γιων του, τους έδωσε την ευχή του κι
αποκοιμήθηκε εξαντλημένος, με τη βασίλισσα να ξαπρυπνά ακούραστα στο προσκεφάλι
του…
…………………………………………………………………………………………..
Το ίδιο κιόλας βράδυ ο
πρώτος γιος ξεκίνησε την αποστολή του. Πλήθος κόσμου τον συνόδευε με
επευφημίες. Μα ούτε η δύναμη, ούτε η γενναιότητά του κατάφεραν να τον
βοηθήσουν. Σύντομα βρέθηκε αιχμάλωτος στη σπηλιά του μάγου.
Το επόμενο βράδυ ο
δεύτερος γιος, κι αυτός με τη συνοδεία και τη στήριξη όσων πίστευαν στις
ικανότητές του, ξεκίνησε για τη σπηλιά. Μα ούτε η εξυπνάδα ούτε η σοφία του
ήταν αρκετά, ώστε να ξεγελάσουν τον μάγο. Πριν καλά καλά αντιληφθεί τι
συμβαίνει, πιάστηκε στα δίχτυα του.
Έφτασε η τρίτη μέρα και
ήρθε η σειρά του μικρότερου να προσπαθήσει. Οι κάτοικοι του τόπου,
πανικόβλητοι, αφού τα δύο πρώτα παλικάρια δεν κατάφεραν τίποτα, άρχισαν να
αναζητούν τρόπους για να εγκαταλείψουν τη Χώρα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν
σε απόγνωση. Έτσι, ξεκίνησε να βαδίζει ολομόναχος προς το επικίνδυνο λημέρι.
Καθώς προχωρούσε, σε κάθε γωνιά, συναντούσε και ένα κρυμμένο παιδί που του
έγνεφε ενθαρρυντικά. Αυτό του έδωσε δύναμη να προχωράει με μεγαλύτερη πίστη και
ελπίδα.
Σε λίγο συνάντησε στον
δρόμο τα πρώτα άγρια θηρία. Τον κοίταζαν από μακριά, έτοιμα να χιμήξουν. Τότε,
χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε με σταθερή, ήρεμη φωνή να αφηγείται μία από τις
ιστορίες του. Τα θεριά απόμειναν να τον κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα. Και, έτσι,
συνέχισε ανενόχλητος να προχωράει. Όπου υπήρχαν άγρια θηρία, μαγεύονταν από την
ηρεμία, από τη γλυκιά, απαλή φωνή του και τον ακολουθούσαν και κείνα, χωρίς να
τον πειράξουν. Αυτό συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, ώσπου ο νέος έφτασε στη
σπηλιά.
Ο μάγος, ένας
μικρόσωμος νευρικός άνθρωπος, περίμενε στην είσοδό της. «Βλέπω πως τα μάγια σου είναι ισχυρότερα από τα δικά μου… Για να
κατορθώσεις να δαμάσεις όλα αυτά τα άγρια θηρία, κάτι ισχυρό θα τους πότισες…»,
φώναξε οργισμένος.
«Από
μαγικά δεν κατέχω. Ούτε ήρθα εδώ σαν εχθρός, αλλά σαν άνθρωπος που θέλει να
γίνει φίλος. Πρώτα όμως σου ζητώ να ελευθερώσεις όλους όσους έχεις φυλακίσει,
ανάμεσά τους και τα αδέρφια μου και, αν το επιθυμείς, να ζήσεις ειρηνικά στη
Χώρα μας…».
Ο μάγος αιφνιδιασμένος
από την απλότητα και τις καλές προθέσεις του άντρα, έμεινε για λίγη ώρα
ασάλευτος. Όταν μετά από λίγο μίλησε, είπε τα εξής:
«Θα
κάνουμε μια συμφωνία. Αν τα καταφέρω εγώ, θα αιχμαλωτίσω και εσένα και θα
συνεχίσω να ζητάω ό,τι θέλω από το
παλάτι, ώσπου να αφανιστεί η Χώρα. Αν τα καταφέρεις εσύ, θα ελευθερώσω όλους
τους αιχμαλώτους μου και θα ζήσω, όπως ζήτησες, ειρηνικά στον τόπο σας. Επειδή
φέρθηκες με ευγένεια και όχι με πονηριά, ούτε ήρθες με κακές προθέσεις, δεν θα
σε σκοτώσω. Θα κάνουμε όμως μιαν αλλιώτικη μονομαχία. Νικητής θα είναι αυτός
που θα προσθέσει στο ρολόι άλλη μία ώρα».
Ο νεαρός, όπως ήδη
είπαμε, δεν ήταν προικισμένος με σπάνια δύναμη, ούτε με μεγάλη μόρφωση. Γνώριζε
όμως καλά πώς ο χρόνος μπορεί να χάσει τη διάστασή του. Επειδή δεν ήταν
αλαζόνας, ούτε ισχυρογνώμων, δεν καυχήθηκε, δεν έδειξε σίγουρος για τη δική του
δύναμη και την αδυναμία του μάγου. Άλλωστε, η αγάπη, η καλοσύνη και η απλότητα
ήταν, όπως είπαμε, τα στοιχεία που νικούσαν μέσα του.
Πρώτος προσπάθησε ο
μάγος. Με φίλτρα, ξόρκια και με βοηθό τη δύναμη του Κακού, κατάφερε να
προστεθεί στο ρολόι μία ακόμα ώρα. Παρ’ όλο που αυτή την επιπλέον ώρα δεν
συνέβη κάτι το ιδιαίτερο, η διάθεση των ανθρώπων άλλαξε πολύ. Ένιωθαν δυσφορία,
ήταν κακόκεφοι, τα μάτια τους ήταν κολλημένα στους δείκτες. Ανυπομονούσαν αυτά
τα εξήντα πρόσθετα λεπτά να περάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Την επόμενη μέρα, ο
τρίτος γιος του βασιλιά, αφού κοιμήθηκε στη σπηλιά μαζί με τους αιχμαλώτους,
ξύπνησε γαλήνιος και καλοδιάθετος, όπως πάντα. Βοήθησε στις δουλειές του μάγου,
δείπνησε μαζί με τους υπόλοιπους, και, όταν ήρθε το βράδυ και το ρολόι κόντευε
να δείξει 00:00 ξεκίνησε να αφηγείται μία ιστορία.
Οι άνθρωποι,
απογοητευμένοι, επηρεασμένοι από την περασμένη μέρα, αρχικά τον αγνόησαν.
Κάποια στιγμή ένας πλησίασε. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν περισσότεροι. Μέσα σε λίγα
λεπτά, όλοι όσοι βρίσκονταν στη σπηλιά, αλλά και στις γύρω περιοχές,
συγκεντρώθηκαν και άκουγαν με προσήλωση τον νεαρό άντρα. Ο κίνδυνος των θηρίων
δεν υπήρχε πια -έμοιαζαν κι αυτά μαγεμένα από τα λόγια του. Όσο συνέχιζε την
ιστορία του έρχονταν κι άλλοι, κι όσο έρχονταν κι άλλοι, τους ακολουθούσαν
ακόμα περισσότεροι. Σταδιακά, όλοι οι κάτοικοι της Χώρας, ακόμα κι αυτοί που
είχαν μόλις κινήσει ή σκέφτονταν να κινήσουν για άλλους τόπους, μαζεύτηκαν στην
περιοχή. Άντρες, γυναίκες, παιδιά κρέμονταν από τα χείλη του. 60΄ λεπτά, μία
επιπλέον ώρα, κύλησε σαν νερό: τους άφησε γοητευμένους, με μία γλύκα στην ψυχή.
Το πιο εντυπωσιακό απ’
όλα ήταν η αλλαγή που έγινε στην ψυχή του μάγου. Παραδέχτηκε αμέσως την
ξεκάθαρη «νίκη» του μικρού πρίγκιπα και από τότε έζησε για όλη του τη ζωή
ειρηνικά στη Χώρα, χρησιμοποιώντας τα μαγικά του μόνο για καλό σκοπό.
Από εκείνη τη μέρα
κάτι, θαρρείς, άλλαξε στις ψυχές όλων των ανθρώπων… Έπαψαν να περιφρονούν τον
τρίτο γιο του βασιλιά. Η 25η ώρα έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό και τις
καρδιές τους. Ξαφνικά αντιλήφθηκαν πως δεν αρκεί η δύναμη ούτε η σοφία, αν δεν
συνοδεύονται από απλότητα και καλοσύνη. Τα πλούτη κι όλη η δόξα του κόσμου δεν
αξίζουν, αν απουσιάζουν οι ιστορίες, τα παραμύθια, να γλυκάνουν, να μερώσουν
την ψυχή…
ΓΙΩΤΑ
ΚΟΤΣΑΥΤΗ
(Η ιστορία αυτή
γράφτηκε για το λογοτεχνικό project 25η ώρα)
Την εικόνα που συνοδεύει την ιστορία
έκανε η Αθηνά Πετούλη.