Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

«Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να...»

 


Αγγελοπούλου Έλενα

Μια φορά κι έναν καιρό, η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ανθίσει. Κοιτούσε τους περαστικούς μέσα από το μικρό δασάκι, όπου ζούσε χρόνια τώρα, να περπατούν βιαστικοί, με τα κεφάλια τους σκυφτά. Άλλοτε κοιτούσαν απερίσπαστοι τα κινητά τους κι άλλοτε, με μάτια απλανή, προχωρούσαν βυθισμένοι μέσα στις έγνοιες και στις σκέψεις τους.

«Δεν με κοιτάει, πλέον, κανείς. Κανείς δεν σηκώνει τη ματιά του να με θαυμάσει, όπως γινότανε παλιά» σκέφτηκε κι ένας αναστεναγμός βγήκε μέσα από τα βάθη του κορμού της. «Για ποιον ν’ ανθίσω; Για ποιον να στολιστώ; Μάταια, όλα μάταια είναι σ’ αυτόν τον κόσμο!»

Εκείνη τη στιγμή, πάνω που σουρούπωνε, ένας κούκος ήρθε και κάθισε στα κλαδιά της. Έδειχνε σαστισμένος. «Τι γίνεται φέτος; Τι έπαθε ο χρόνος; Σταμάτησε να κυλά; Τι εποχή έχουμε και γιατί η φύση αποκοιμήθηκε; Λες να έχουμε αιώνιο χειμώνα; Και πώς θα ξέρω εγώ, αλλά κι όλα τ’ άλλα ζώα και πουλιά, πότε θα έρθει η άνοιξη, για να ζευγαρώσουμε; Ποιος θα σημάνει την ώρα τη σωστή; Ακόμη κι αυτή η αμυγδαλιά, που στέκομαι τώρα πάνω στα κλαδιά της, μήτε μπουμπούκι έβγαλε, μήτε μικρό ανθάκι» είπε ο κούκος και η φωνή του ίσα που έβγαινε.

Η Αμυγδαλιά, που άκουγε το παράπονό του, δεν άντεξε και απάντησε αυθόρμητα: «Μόλις μου ’δωσες έναν λόγο για ν’ ανθίσω, έναν λόγο για να συνεχίσω! Νόμιζα πως είχα πάψει να είμαι σημαντική. Τώρα, όμως, το βλέπω καθαρά. Και σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες να πιστέψω ξανά σ’ εμένα!»

 

Γακοπούλου Βάγια

Μια φορά κι έναν καιρό, η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ανθίσει νωρίτερα από τα άλλα δέντρα.

«Κάθε χρόνο βιάζομαι, λες και θα πάρω το πρώτο βραβείο. Άσε το τι ακούω από τους ανθρώπους. Τι ξεμυαλισμένη με έχουν πει, τι τρελή, τι ανυπόμονη και με πόσα άλλα κοσμητικά επίθετα με έχουν στολίσει. Το μόνο που ήθελα ήταν να δώσω χαρά στον κόσμο κι ελπίδα ότι τελειώνει ο Χειμώνας κι έρχεται η αγαπημένη τους Άνοιξη. Αυτά είπε και σταμάτησε τους χυμούς της, τύλιξε σφιχτά τα μπουμπουκάκια της και κλείστηκε στον κορμό της.

Ένα σπουργιτάκι, που περνούσε από κει, είδε το ξερό δεντράκι κι απόρησε. «Τι έπαθε η αμυγδαλίτσα μας;» αναρωτήθηκε. «Μήπως αρρώστησε; Λες η Άνοιξη να αργήσει να έρθει; Θεέ μου, πώς θα αντέξουμε;»

Άρχισε να πετάει και να καλεί σε γενική συνέλευση τα πουλάκια του Χειμώνα. Μαζεύτηκαν όλα πάνω στα κλαδιά της, τιτίβιζαν και συζητούσαν κι αγωνιούσαν για την υγεία της αμυγδαλίτσας και για τη δική τους επιβίωση.

Εκείνη τα άκουγε και δεν ήξερε τι να κάνει. Να μείνει σιωπηλή και να ανθίσει μαζί με τα υπόλοιπα δέντρα ή να ανοίξει τα ματάκια-μπουμπουκάκια της και να καθησυχάσει τα πουλάκια;

Αποφάσισε να μην κάνει τίποτα, όταν άκουσε το μικρότερο πουλάκι να λέει: «Αν της τραγουδήσουμε γλυκά, της πούμε πόσο την αγαπάμε και την παρακαλέσουμε, λέτε να μας ακούσει και να ξυπνήσει;»

Η καρδούλα της αμυγδαλιάς σκίρτησε.

«Πώς να πάω κόντρα στη φύση μου; σκέφτηκε. «Αυτή είμαι εγώ και σε όποιον αρέσω».

Μόλις άρχισαν τα πουλάκια να κελαηδούν, έβαλε όλη της τη δύναμη και το θαύμα έγινε! Τα μπουμπούκια της άνοιξαν και έλουσε όλο τον κήπο με τα άνθη και το φως της.

 

Γιαννουλίδου Μάγδα

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να φέρει την άνοιξη νωρίτερα. Άρχισε να ανθίζει ενώ τα κλαδιά των υπολοίπων δέντρων ήταν ακόμη γυμνά και ξερά. Όλοι γύρω της ψιθύριζαν πως βιάζεται και πως έπρεπε να ακολουθεί τους κανόνες.

Εκείνη όμως ήταν έτοιμη κι έτσι συνέχισε να φουντώνει τα κλαδιά της. Η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά και σιγά σιγά κάλυπτε τους υπόλοιπους ήχους.

Είχε ανθίσει σχεδόν ολόκληρη, ήταν σαν μια όμορφη νεαρή κοπέλα, φρέσκια και μυρωδάτη, όμορφη και δυνατή, με αυτοπεποίθηση. Τα βλέμματα ακόμη περίεργα, οι ψίθυροι ακόμη πολλοί, η απόφαση όμως είχε ληφθεί.

Άπλωσε τα κλαδιά της στις γειτόνισσές της και είπε: «Ελάτε μαζί μου, να ομορφύνουμε αυτόν τον βαρύ χειμώνα, να στολίσουμε τους δρόμους με άνθη, να μοιράσουμε ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων.

Όσοι ψιθύριζαν, τώρα μιλούσαν δυνατά. «Ελάτε όλοι μαζί, να απλώσουμε αγάπη στου φόβου τα στενά!»

 

Γκιντίδου Δήμητρα

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά συνάντησε απελπισμένο τον Ιανουάριο. Περπατούσε μες στα χιόνια, στους βοριάδες κι έκλαιγε γοερά. Ξυλιασμένος, αποκαμωμένος, κάθισε στη ρίζα της. Εκείνη τον καταλυπήθηκε. Γιατί η καρδούλα της ήταν τρυφερή κι ας φαινόταν ξερή εξωτερικά.

«Τι έχεις, Ιανουάριε; Μπορώ να βοηθήσω;»

Την κοίταξε ξαφνιασμένος με δακρυσμένα μάτια.

«Είμαι απελπισμένος μήνας. Ο πιο κρύος, με μικρότερες μέρες και μεγαλύτερες νύχτες. Στο κέντρο του χειμώνα εγκλωβισμένος, παγωμένος. Δέντρα, φυτά, λουλούδια γύρω μου ξερά σαν νεκρά. Άνθρωποι αγανακτισμένοι απ’ τη σκοτεινιά μου. Παγωμένοι κρύσταλλοι με λογχίζουν. Να ξεφύγω, να βοηθήσω θέλω, αλλά δεν ξέρω πώς.

«Ω, καημένε μου! Εγώ θα σε βοηθήσω ν’ αναθαρρήσεις. Μη φοβάσαι!»

«Εσύ; Πώς;» ρώτησε βουρκωμένος.

«Ναι, θ’ ανθίσω και χωρίς φύλλα ακόμα. Θα δείξω θάρρος, ομορφιά και τη δύναμη της φύσης. Θα σου συμπαρασταθώ πρακτικά. Θα προσευχηθώ, επίσης, στον ήλιο. Να μας χαρίσει μερικές ηλιόλουστες μέρες, χειμωνιάτικα».

«Αχ, ναι» ήχησε μια κελαριστή φωνή μες στα κλαδιά της. «Θέλω να γεννήσω τ’ αυγά μου νωρίς κι αυτά όλο παγώνουν». Η αλκυόνη συνηγόρησε πρόθυμη.

«Κι εγώ θέλω να προσθέσω χρώμα στο βρεγμένο χώμα» συμφώνησε ο βολβός της ανεμώνης στη ρίζα της.

«Νιάου!» ακούστηκε ενθουσιασμένος ο γάτος. «Κι εγώ θέλω να ερωτευτώ τώρα, δυνατά!»

«Θα είμαι μαζί σας» ακούστηκε μια φωτεινή φωνή εξ ουρανού. «Αφού τόσο πολύ, τόσοι πολλοί, το θέλετε. Ναι. Θα βγαίνω κάθε Γενάρη, κάποιες μέρες, εγώ. Και θα κουβαλάμε στη γη, όλοι μαζί, το μήνυμα της νέας ζωής!»



Καλαϊτζάκη Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να σκορπίσει παντού τα άνθη της στα πέρατα της γης. Θα χρειαζόταν, όμως, βοήθεια από τα πουλάκια του χειμώνα. Μόλις έκατσε στα κλαδιά της ένας χαριτωμένος χειμωνοσπίνος, του ζήτησε ψιθυριστά να τη βοηθήσει. Του είπε ότι θα συμβάλει στο να έρθει η Άνοιξη στις καρδιές των ανθρώπων. «Με ποιον τρόπο;» ρώτησε κελαηδιστά το πουλάκι. «Με το να μεταφέρεις εσύ κι οι φίλοι σου τα ροζ ανθάκια μου παντού, όπου μπορείτε να πετάξετε. Έτσι οι άνθρωποι θα χαρούν και θα μπει χρώμα στις γκρίζες ζωές τους, αφού θα στολίσουν τα σπίτια τους με τα άνθη μου». Ο σπίνος πήγε πρόθυμα να διαδώσει την επιθυμία της Αμυγδαλιάς και μέσα σε λίγες ώρες σμήνη πουλιών είχαν μαζευτεί τριγύρω εκτελώντας το έργο που τους ανατέθηκε. Η Αμυγδαλιά γυμνώθηκε, τα κλαδιά της ήταν άδεια αλλά ήξερε ότι αυτό θα έκανε χαρούμενους τους ανθρώπους. Πράγματι, στα πρώτα σπίτια που άφησαν τα άνθη της, οι κάτοικοι απόρησαν αλλά καλοδέχτηκαν τα ροζ λουλούδια και τα κρέμασαν στις εξώπορτες τους ή στα μπαλκόνια τους. Κάποιοι έφτιαξαν στεφάνια. Κι ένα παιδάκι ρώτησε αν αυτό είχε ξανασυμβεί και παλιότερα. Όταν του είπαν ότι γίνεται πρώτη φορά στα χρονικά, πήγε και βρήκε την Αμυγδαλιά της γειτονιάς του, αγκάλιασε τον κορμό της και της ψιθύρισε: «Ευχαριστούμε». Η Αμυγδαλιά ένιωσε γαλήνη και πληρότητα και ευωδία αναδύθηκε από τα κλαδιά της.

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να σπάσει τον χρυσό κανόνα περί σιωπής μεταξύ των δέντρων και ανθρώπων.

Κάθε απόγευμα, το αγόρι του αρχοντικού, έστρωνε ένα χαλάκι και διάβαζε ευλαβικά το βιβλίο του. Ακουμπούσε στο όμορφο δέντρο, ο ένας απολάμβανε τη συντροφιά του άλλου κι αφουγκράζονταν τους ήχους της φύσης.

Η Αμυγδαλιά, όταν ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του αγοριού να γίνονται ένα με το θρόισμα των φύλλων της, αποφάσισε να ρισκάρει και να μιλήσει στην ανθρώπινη γλώσσα για πρώτη φορά στα χρονικά. «Μπορείς να με ακούσεις; Είμαι η Αμυγδαλιά. Σε βλέπω, κάθε μέρα, που έρχεσαι στις ρίζες μου και βρίσκεις καταφύγιο. Θες να γνωριστούμε καλύτερα;»

Το αγόρι δεν τρόμαξε. Ήξερε ότι ένα δέντρο μπορεί να μιλήσει στην καρδιά ενός μοναχικού αγοριού. Απάντησε αμέσως, χαϊδεύοντας τον κορμό. «Είμαι ο Νικόλας και απολαμβάνω το καταφύγιο που μου προσφέρεις. Κοντά σου ξεχνάω όλα μου τα ανθρώπινα προβλήματα. Υπόσχομαι να σε ποτίζω, να σε φροντίζω και αν μου επιτρέπεις, να φτιάξω ένα όμορφο στεφάνι με τα άνθη σου».

Από εκείνη την ημέρα, και για πολλά χρόνια, ο Νικόλας κι η Αμυγδαλιά έγιναν αχώριστοι και απέδειξαν ότι ένα αγόρι μπορεί να γίνει φίλος με ένα δέντρο, αρκεί να το θέλουν κι οι δύο...

 

Κολιαστάση Δήμητρα

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να υφάνει το άσπρο της φουστάνι με μεταξωτή κλωστή καμωμένη από τα ξέφτια των άστρων. Το έραβε κάθε νύχτα κάτω από το φως του φεγγαριού. Και σιγοτραγουδούσε καθώς περίμενε την άνοιξη για να φορέσει το πιο ξεχωριστό πέπλο. Να έρθουν να σταθούν επάνω του τα πρώτα χελιδόνια. Τα μπουμπούκια της ήταν κλειστά. Ο κορμός της κρύωνε σαν έπεφτε η πάχνη τα βράδια. Μα η μοναξιά ήταν που την πείραζε περισσότερο απ’ όλα. Τα λουλούδια, που της κρατούσαν παρέα, αργούσαν να ξυπνήσουν. Μια νύχτα του Φλεβάρη κοιμόταν βαθιά κι ονειρευόταν τον ήλιο να μπλέκεται και να λούζει με την ζέστη του τα κλαδιά της. Ξαφνικά αισθάνθηκε κάτι να την ταρακουνάει. Ξύπνησε αλαφιασμένη. Κοίταξε στις ρίζες της ένα σκιουράκι. Προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάνω της. «Τι έπαθες» το ρώτησε. «Χάθηκα στο δάσος. Η μητέρα μου θα με ψάχνει μα φοβάμαι το σκοτάδι». «Ανέβα ψηλά και δεν θα σε πειράξει κανένας» είπε η Αμυγδαλιά. Το σκιουράκι την άκουσε. Της ζήτησε να του αφηγηθεί ένα παραμύθι, για κοιμηθεί, όπως έκανε η μητέρα του. Εκείνη αναστέναξε. Σάμπως ήξερε και κανένα; Σκαρφίστηκε μια ιστορία με πεταλούδες και παπαρούνες. Το σκιουράκι κοιμήθηκε ασφαλές στην αγκαλιά της. Έμεινε μέχρι να έρθει η άνοιξη. Πέρασαν  όμορφα οι δύο τους κι έγιναν καλοί φίλοι. Το σκιουράκι βρήκε τη μαμά του μα ερχόταν συχνά και της κρατούσε συντροφιά. Μάλιστα έφερνε και παραμύθια από τη σοφίτα του σπιτιού του. Της άρεσε τόσο να τα ακούει! Την ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, μαγικούς. «Τίποτα δεν είναι απίθανο; έτσι;» «Πράγματι» απάντησε το σκιουράκι.

 

Παπαχρήστου Μαριλένα

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να ταξιδέψει. Πάντα αισθανόταν ριζωμένη στον τόπο της αλλά ο άνεμος, που φυσούσε ανάμεσα στα κλαδιά της, ψιθύριζε για νέα μέρη, για εμπειρίες και περιπέτειες. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, άφησε πίσω το χωριό κι άρχισε να ταξιδεύει προς το άγνωστο.

Καθώς περπατούσε, συνάντησε τον Ήλιο, που την καλωσόρισε με μια ζεστή ακτίνα φωτός και της είπε: «Μη φοβάσαι το άγνωστο γιατί είναι γεμάτο ομορφιά και νέα ξεκινήματα».

Η Αμυγδαλιά συνέχισε το ταξίδι της και συνάντησε τη Βροχή, που της χάρισε την ικανότητα να αναγεννηθεί και να ανθίζει σε κάθε νέο μέρος που επισκεπτόταν.

Στον δρόμο της γνώρισε και το Δέντρο της Σκιάς, το οποίο της μίλησε για τη σημασία της υπομονής και της ειρήνης. «Όλα έρχονται σιγά σιγά» είπε. «Η πραγματική ομορφιά βρίσκεται στο ταξίδι, όχι στον προορισμό».

Με την πάροδο των χρόνων, η Αμυγδαλιά άνθιζε πάντα σε νέες γωνιές του κόσμου, μοιράζοντας τη σοφία και την ηρεμία της. Κι έτσι, κάθε φορά που κάποιος περνούσε από το μονοπάτι της, την έβλεπε να του χαμογελάει, σαν να του έλεγε: «Το ταξίδι σου θα σε κάνει σοφότερο! Συνέχισε!»

 

Πάτση Ελένη

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ξεβολευτεί από τον ύπνο της και να μην ανθίσει. Έκανε κρύο, η παγωνιά θέριζε κάθε της κλαδάκι, τα πουλιά τουρτούριζαν και πετούσαν γύρω της ψάχνοντας για κανένα σποράκι. Οπότε καλύτερα να ξεκουραζόταν λίγο ακόμα. Τύλιξε τα μπουμπούκια της, που είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, σφιχτά και γύρισε πλευρό. Είχε νυχτώσει. Θα κοιμόταν μέχρι την Άνοιξη. Μα ο ύπνος της δεν κράτησε πολύ. Όταν ξημέρωσε, άνοιξε τα μάτια της και τι να δει; Το χιόνι είχε πέσει λευκό, αφράτο και μπόλικο. Όλα ήταν κάτασπρα. Κάθε δέντρο, θάμνος και κορυφή. «Τι ομορφιά!» σκέφτηκε. «Αν υπήρχε και μια πινελιά ροζ μέσα στο λευκό; Πόση χαρά θα έδινε στα παιδάκια που τριγύρω». Έπρεπε να δώσει ό,τι καλύτερο είχε. «Και τι θα κερδίσω με τον ύπνο;» σκέφτηκε Έτσι τινάχτηκε μεμιάς, τεντώθηκε και τα μπουμπούκια της άρχισαν να ανοίγουν και να ανθίζουν. Χαρούμενες παιδικές φωνούλες και χέρια με γαντάκια την αγκάλιασαν σφιχτά. Τα παιχνίδια γύρω από τον κορμό της έδιναν κι έπαιρναν όλη μέρα. Ξέχασε ό,τι την απασχολούσε, ξέχασε τον ύπνο και χάρηκε με τη χαρά μικρών και μεγάλων «Άξιζε!» μονολόγησε. Κοίταξε την πλάση, που ήταν σαν ζωγραφιά και αποφάσισε να ανθίζει κάθε χειμώνα και να φέρνει την ελπίδα πως η Άνοιξη πλησιάζει.

 

Στεργίου Ευαγγελία

Μια φορά κι έναν καιρό η Αμυγδαλιά αποφάσισε να μην ανθίσει τον χειμώνα. Ήθελε να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Βαρέθηκε να ξυπνάει εκείνη πάντα πρώτη για να φέρει το μήνυμα της Άνοιξης. Ένιωθε κουρασμένη και ήθελε να ξεκουραστεί λίγο ακόμα. Ο χειμώνας πλησίαζε στο τέλος του. Ο Φλεβάρης, που ήταν ο τελευταίος μήνας του,  όταν είδε πως η αμυγδαλιά δεν άνθιζε, άρχισε να ανησυχεί. Μήπως έφταιγε εκείνος; Μήπως έκανε κάτι λάθος και νόμιζε πως δεν την αγαπούσε; Έχοντας όλες αυτές τις απορίες στο μυαλουδάκι του αποφάσισε να πάει να ρωτήσει τον πατέρα του. Ο Χειμώνα τού είπε πως έπρεπε να βρει έναν τρόπο να της δείξει πως την αγαπάει. Καθώς προχωρούσε σκεφτικός, ένα πουλάκι που τον είχε ακούσει να μιλάει με τον πατέρα του, του είπε: «Μπορείς απλώς να πας να της πεις πως την αγαπάς». Ο ήλιος, που μόλις έχει ξεπροβάλει πίσω από τα σύννεφα, του είπε πως θα μπορούσε να κάνει μια μεγάλη γιορτή για χάρη της, με χορούς και τραγούδια. Τότε ο Φλεβάρης κάλεσε όλα τα πουλάκια, όλα τα ζώα, κάλεσε και πρίγκιπες και πριγκίπισσες. Τους έδωσε κι από ένα κόκκινο μπαλόνι που έγραφε επάνω «αγάπη». Όλοι μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν γύρω από την Αμυγδαλιά. Εκείνη ξύπνησε και χάρηκε τόσο πολύ που ο Φλεβάρης ετοίμασε μια τόσο μεγάλη γιορτή για χάρη της. Από τη χαρά της άρχισε να ανθίζει μέχρι που έγινε ολόλευκη σαν νυφούλα. Ο Φλεβάρης τότε την αγκάλιασε κι εκείνη του χάρισε το όμορφο άρωμά της.



Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

 

Θα χαρούμε πολύ να μας γράφετε τις εντυπώσεις σας ή, αν είστε εκπαιδευτικοί και δουλέψετε με κάποιο κείμενο στην τάξη σας, να μοιραστείτε την εμπειρία.

Το ιστολόγιο λειτουργεί, εδώ και δέκα χρόνια, αποκλειστικά και μόνο αφιλοκερδώς (δεν έχει καν διαφημίσεις, όπως η πλειοψηφία των ιστολογίων) κι η ανατροφοδότησή σας είναι για μας ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουμε.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr

Ευχαριστούμε θερμά!

 

 

 

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Διαδικτυακή λέσχη ανάγνωσης παιδικής λογοτεχνίας


Επειδή η παιδική λογοτεχνία είναι μια μεγάλη αγάπη που δεν τελειώνει...

Κάτι όμορφο ξεκινάει με τον ερχομό της Άνοιξης!

«Διαδικτυακή λέσχη ανάγνωσης παιδικής λογοτεχνίας»
(υπό την αιγίδα των Εκδόσεων Αλάτι, θα συντονίζει η Γιώτα Κοτσαύτη*)

Η συμμετοχή είναι δωρεάν και απευθύνεται σε ενηλίκους που αγαπούν τα βιβλία για παιδιά.
Θα γίνουν τρεις συναντήσεις, μέσω zoom, (ημέρα Σάββατο, βραδάκι) προς το τέλος Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου.
Θα διαβάσουμε μία ποιητική συλλογή, ένα παραμύθι κι ένα μυθιστόρημα (θα ανακοινώνονται στην ομάδα στις αρχές κάθε μήνα, αξιόλογοι τίτλοι από διάφορους εκδοτικούς οίκους).
Δεν είναι υποχρεωτική η αγορά των βιβλίων. Μπορείτε και να τα δανειστείτε ή να βρείτε κάποιον άλλο τρόπο για να τα προμηθευτείτε. Θα πρέπει, όμως, να τα έχετε διαβάσει.
Για δηλώσεις συμμετοχής, στείλτε μήνυμα μέχρι 16/2 στο yotakotsafti1@yahoo.gr και γράψτε ποια 3 βιβλία θα θέλατε να διαβάσουμε (απ’ όποιο είδος λόγου επιθυμείτε, αρκεί να είναι παιδικά).
Οι θέσεις είναι συγκεκριμένες και όταν συμπληρωθεί ο αριθμός, το τμήμα θα κλείσει.
Αν υπάρχει ενδιαφέρον, η λέσχη θα συνεχιστεί ξανά από φθινόπωρο.
Γεννήθηκα το 1981 και μεγάλωσα στη Λεβαία Φλώρινας. Είμαι συγγραφέας, απόφοιτη του Τμήματος Νηπιαγωγών και του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής (Ε.Α.Π.-Π.Δ.Μ.). Έχω παρακολουθήσει τα σεμινάρια «Δημιουργική Ανάγνωση και Γραφή της Πεζογραφίας», «Ειδική Αγωγή: Διεπιστημονικές Πρακτικές Σύγκλισης», «Το παραμύθι στην Εκπαίδευση» (Ε.Κ.Π.Α.), «Αυτισμός: κατανόηση, εκπαίδευση και παρέμβαση» και «Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση» (Πανεπιστήμιο Πατρών). Κείμενά μου έχουν βραβευτεί σε αρκετούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η αγάπη μου για την παιδική, εφηβική, νεανική λογοτεχνία με οδήγησε στη δημιουργία του δημοφιλούς ιστολογίου «Ένα κείμενο, μία εικόνα». Τον Ιούλιο του 2018 ανέλαβα εθελοντικά τη δημιουργία βιβλιοθήκης-χώρου δημιουργικής απασχόλησης στην περιοχή μου. Το φθινόπωρο του 2019 δημιούργησα τις Εκδόσεις Αλάτι κι από τότε συντονίζω εργαστήρια και επιμελούμαι ατομικά και συλλογικά βιβλία. Είμαι παντρεμένη με τον Θεοφάνη Θεοφάνους, έχουμε δύο κόρες και κατοικούμε στον νομό Φλώρινας.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Φλεβάρης

 


Ήταν δεν ήταν δέκα χρόνων. Σε ξεγελούσε με την περίεργη εμφάνισή του. Τα ρούχα του φαρδιά, ριγμένα ατημέλητα στη μικροσκοπική κορμοστασιά του. Όποιος τον κοίταζε, με την πρώτη ματιά, τον συμπονούσε. Ο φτωχούλης Φλεβάρης. Μα ήταν καλόκαρδος και ζωηρός.

Όσοι τον ήξεραν, τον καλούσαν στις γιορτές και στα πανηγύρια τους. Πήγαινε με μεγάλη ευχαρίστηση γιατί του άρεσε η διασκέδαση. «Έλα, κάθισε κοντά μας, να τα πούμε» του φώναζαν. Και τότε τι έκανε, παιδιά; Έβγαζε το σκουφάκι του και φορούσε μια φανταχτερή μάσκα. Έπαιρνε και το μπαστούνι του και το τέντωνε στον αέρα κάνοντας ότι είναι σπαθί. «Χρατς, χρουτς» το κουνούσε. Φανταστείτε με πόση χαρά και κέφι παρίστανε τον Δον Κιχώτη. Έπαιζε γεμάτος θάρρος και άλλαζε την φωνή του. «Εμπρός, όλοι μαζί, πάμε…» έλεγε με καμάρι.

Αυτές τις στιγμές ο Φλεβάρης ένιωθε πραγματικά ατρόμητος. Κι ο ενθουσιασμός του απλωνόταν και στους γύρω του. Πολλοί μεταμφιέζονταν και γλεντούσαν παρέα.

Αφήστε που, μια μέρα,  τον είδαν να πετάει στα σύννεφα και να διαλαλεί ότι είναι η μέρα των ερωτευμένων. Φορούσε κάτι κόκκινα ρούχα, με μια γυαλιστερή καρδιά και τραγουδούσε λόγια αγάπης σε παιδιά και μεγάλους. Μελωδίες, λουλούδια και δώρα σκόρπιζε και το πρόσωπό του φεγγοβολούσε.

Μ’ αυτά και με αλλά, που έκανε ο Φλεβάρης, είχε γίνει πολύ αγαπητός. Ένιωθε τη χαρά της ζωής και πότε δεν τον πείραξε που κούτσαινε απ’ το ένα του πόδι.

Αγγελική Σφαιροπούλου

 

Γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής «Σύντομα παραμύθια για τους μήνες», των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Η έκπληξη του Φλεβάρη

 


Εκείνος ο χρόνος ήταν δίσεκτος. Ο Φλεβάρης θα είχε μια ολόκληρη ημέρα παραπάνω δική του! Καιρό στριφογύριζε στο μυαλό του η ιδέα να οργανώσει ένα διαφορετικό αποκριάτικο γλέντι με έντεκα ξεχωριστούς καλεσμένους.

Για προσκλήσεις σχεδίασε έντεκα κόκκινες καρδούλες, με ένα ιδιαίτερο στολίδι στην καθεμία. «Σε περιμένω στις 29 του μήνα, σε ένα αποκριάτικο πάρτι, στη μεγάλη πλατεία. Να είσαι ντυμένος καρναβάλι σαν το στολίδι της πρόσκλησής σου. Ανυπομονώ να συναντηθούμε!» έγραψε.

Ψιθύρισε στα πουλιά το μυστικό του. Εκείνα, με χαρά, πήραν τις προσκλήσεις και τις παρέδωσαν στους παραλήπτες τους.

Φρόντισε τόσο τις λεπτομέρειες που έκανε και μια συμφωνία με τον άρχοντα Καιρό. Του ζήτησε εκείνη την ημέρα, στη σάλα του χορού, οι καλεσμένοι αλλά και ο ίδιος να νιώθουν τη θερμοκρασία που τους ταιριάζει. Ψύχρα ενός χιονισμένου βουνού, δροσιά μιας καταπράσινης κοιλάδας, ζέστη ενός παραθαλάσσιου χωριού, υγρασία μιας αυλής με δέντρα γεμάτα πορτοκαλοκίτρινα φύλλα.

Και στις 29 του μήνα οι καλεσμένοι άρχισαν να έρχονται σε παρέες! Ο Φλεβάρης ντυμένος κατακόκκινη καρδιά, τους υποδεχόταν γεμάτος αγάπη.

Ένα χελιδόνι με ψαλιδωτή ουρά, ένα κόκκινο πασχαλιάτικο αυγό και ένα πρωτομαγιάτικο στεφάνι με αγριολούλουδα.

Ένα λαχταριστό παγωτό χωνάκι, ένα κοχύλι με θαλασσινή αύρα και μια ζουμερή φέτα καρπούζι.

Μια σχολική τσάντα φορτωμένη βιβλία, μια γαλανόλευκη ελληνική σημαία και μια ομπρέλα γεμάτη στάλες της βροχής.

Τελευταίοι ένα λαμπερό χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια παγωμένη ολόλευκη χιονονιφάδα.

Οι καλεσμένοι χόρεψαν με κέφι μέχρι αργά. Όταν, με το σύνθημα του Φλεβάρη έβγαλαν τις μάσκες, όλοι έμειναν άφωνοι. Δεν είχαν καταφέρει ποτέ να βρεθούν όλα τα αδέλφια, όλοι οι μήνες μαζί! Κάθε χρόνο έδιναν τη σκυτάλη μόνο στον επόμενο.

Ένιωθαν τόσο ευχάριστα κι ας είχαν διαφορετικές προτιμήσεις. Ο μικρότερος αδελφός τους τα είχε καταφέρει περίφημα! Τον ευχαρίστησαν και του υποσχέθηκαν ότι, κάθε τέσσερα χρόνια, θα βρίσκονται μαζί στην τόσο ζεστή αγκαλιά της καρδιάς του!

Βάσω Πλιάτσικα

 

Γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής «Σύντομα παραμύθια για τους μήνες», των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.

 


Ο Μάρτης, η μαργαρίτα και οι «πότε ακούω»


Μια φορά κι έναν καιρό, στη σχισμή του περβαζιού ενός παραθύρου, βλάστησε μια μικρή μαργαρίτα. Το χώμα ήταν λιγοστό αλλά μπορούσε να βλέπει όλα τα περίεργα που συνέβαιναν στο δωμάτιο που βρισκόταν πίσω από το παραθύρι. Εκεί έμενε ένα μάλλον γκρινιάρικο αγόρι, ο Μάρτης. Τα έντεκα αδέλφια του, που ζούσαν στα παραδίπλα δωμάτια, τον επισκέπτονταν καθημερινά, διαφορετικές ώρες ο καθένας. Όλοι τους ήταν κάπως… αλλόκοτοι. Πότε άκουγαν και πότε δεν άκουγαν.

Το φυτό αποφάσισε να ξεδιαλύνει το μυστήριο και να καταλάβει σε ποιες περιπτώσεις έχαναν την ακοή τους. Αφού, λοιπόν, τους παρατήρησε πολλές φορές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποια λόγια που έλεγε ο Μάρτης δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά τους. Αυτά ήταν τα:

«Όχι, δεν θέλω να πάω βόλτα. Την τελευταία φορά που πήγα με τον Ιανουάριο στα χιονισμένα βουνά, ο ήλιος έκανε τα μάτια μου να πονάνε. Προτιμώ να μείνω μέσα. Σε παρακαλώ, μη μου το ξαναζητήσεις».

Μα εκείνοι, καθημερινά, έλεγαν: «Έλα, πάμε μια βόλτα».

Η μαργαρίτα, όπως όλα τα φυτά, ήταν φτιαγμένη από χρώματα, αποδοχή και ησυχία και καθόλου δεν υποπτεύθηκε ότι τα αγόρια άκουγαν αλλά δεν μπορούσαν να δεχτούν την επιθυμία του αδελφού τους. Γι’ αυτό τα ονόμασε: οι «πότε ακούω». Κατάλαβε, όμως, πως οι «πότε ακούω» δεν θα κατάφερναν να περπατήσουν με τον Μάρτη στην εξοχή και αποφάσισε να αναλάβει δράση. Γέμισε το παραθύρι με χαρούμενα άνθη  και περίμενε.

Το επόμενο πρωί το αγόρι έτρεξε κοντά της.

«Μαργαρίτες! Πόσο όμορφες, σαν γελαστοί ήλιοι!» ψιθύρισε

Έκοψε ένα μπουκέτο κι έτρεξε χαρούμενος στον κήπο φωνάζοντας: «Ε, αδέλφια, πάμε μια βόλτα;»

Πόπη Καραβασίλη

 

 

Γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής «Σύντομα παραμύθια για τους μήνες», των Εκδόσεων Αλάτι, με συντονίστρια τη Γιώτα Κοτσαύτη.



Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

«Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν…»

 


Αγγελοπούλου Έλενα

«Μ’ αγαπάς;» με ρώτησες ένα βράδυ, λίγο πριν σβήσεις το φως.

«Σ’ αγαπώ» σου είπα νυσταγμένα.

«Όχι έτσι, θέλω να μου το πεις με την καρδιά σου!» απάντησες κι έφυγες σκυφτός.

Το πρωί, λίγο πριν φύγω για το σχολείο, σ’ άκουσα να μιλάς με κάποιον στο τηλέφωνο κι η ματιά σου ήταν γκρίζο σύννεφο, μαζί κι η καρδιά σου. Τότε, χωρίς να το σκεφτώ, −με τα μικρά χεράκια μου που έτρεμαν− έτρεξα και σ’ αγκάλιασα. Σ’ αγκάλιασα τόσο σφιχτά, που δεν χρειάζονταν λόγια.

«Τώρα το νιώθω καλά. Να, μέχρι εδώ... βαθιά μες στην καρδιά μου!»

«Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν δεν σου το λέω, να το θυμάσαι».

«Ναι, από δω και πέρα και θα το θυμάμαι και θα το ξέρω, κάθε φορά που θα σε κοιτώ» είπες και το δωμάτιο γέμισε ήλιο.

 

Γκιντίδου Δήμητρα

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν μου λες «Θα διαλύσω το σύμπαν».

Με κοίταξες με διάπλατα, γελαστά μάτια, γεμάτα έκπληξη κι ασφάλεια μαζί.

Κι ήσουν μόνο τεσσάρων, όταν με ρώτησες, ξαφνικά, παρκάροντας και τρακάροντας τ’ αυτοκινητάκια σου στο πάτωμα:

«Μαμά θα μ’ αγαπάς, αν σπάσω αυτό το βάζο;»

«Φυσικά» απάντησα. Δεν μου ’δωσες καμία σημασία.

«Κι αν σπάσω τις λάμπες;»

«Και τότε». Ούτε γύρισες να με κοιτάξεις.

«Κι αν σπάσω όλα τα τζάμια;»

«Και τότε».

«Κι αν διαλύσω όλο το σύμπαν; Και τότε, μαμά;»

«Ναι. Και τότε».

Με κοίταξες με βλέμμα ακτινοβόλο κι απέραντα χαμογελαστό πρόσωπο.

Και το χαμόγελό σου απλώθηκε σ’ όλο το σύμπαν! Σ’ αγκάλιασα.

Ήσουν σίγουρος, πια, ότι εγώ θα «σ’ αγαπώ, ακόμα κι αν...»

«Θέλεις να σπάσουμε έξω στην αυλή κάτι παλιά πιάτα και κεραμικά και να φτιάξουμε ένα μωσαϊκό;»

«Ναιαια! Μαμάααα, κι εγώ σ’ αγαπώωωω!»

Είχες φτάσει ήδη στην αποθήκη, χοροπηδώντας...

 

Δάρα Νάσια

Σ’ αγαπώ ακόμα κι αν δεν μου μιλάς...

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν μου θυμώνεις...

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν σουφρώνεις τη μυτίτσα σου σαν αγριεμένη γάτα...

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν εσύ νομίζεις ότι δεν μ’ αγαπάς...

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν εσύ μου ζητάς συνεχώς κάτι...

Αλήθεια, τι υπάρχει που να μη στο έχω δώσει;

Κι αυτό ακόμα θα το ψάξω.

Για να είσαι ευτυχισμένο, παιδί μου…

 

Καλαϊτζάκη Μαρία

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν κλαις, σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν «όχι» λες. Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν σε πιάνουν τα πείσματα, σ’ αγαπώ χωρίς όρια, μικρό μου αγοράκι, ακόμα κι όταν είμαι κουρασμένη και μου ζητάς αγκαλιές, ακόμα κι όταν σου προσφέρω τα πάντα και δεν ξέρεις τι θες. Σ’ αγαπώ με όλη μου την ψυχή, είσαι η ζωή μου. Σε αγαπώ άνευ όρων. Θα σε μαλώνω όταν χρειάζεται αλλά θα είναι με αγάπη. Μη με ακούς όταν από εξάντληση μπορεί να πω μια κουβέντα παραπάνω, η αγκαλιά μου πάντα θα είναι ανοιχτή για σένα. Το χαμόγελό σου μου δίνει δύναμη να συνεχίσω. Είσαι ένα αξιολάτρευτο πλασματάκι κι ευχαριστώ τον Θεό κάθε μέρα που βρίσκεσαι κοντά μου. Ξέρω, θα ανοίξεις τα φτερά σου σε λίγα χρόνια μακριά από τη φωλίτσα μας αλλά πάντα η μαμά θα είναι εδώ για σένα −μέσα στην καρδούλα σου− θα τη νιώθεις πάντα κοντά σου.

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν απαντάς απότομα ή δεν απαντάς καθόλου όταν σου ζητάω κάτι που για μένα είναι πολύ σημαντικό.

Το ξέρω ότι κάποιες μέρες είναι δύσκολες και για τους δυο μας και στενοχωριόμαστε ή θυμώνουμε.

Ίσως εκείνες τις ημέρες αξίζει να Σ’ αγαπώ ακόμα περισσότερο και να κάνουμε μια ζεστή αγκαλιά για να διώξουμε τα μαύρα σύννεφα πάνω από τα κεφάλια μας.

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν δεν καταφέρνεις όλα όσα εσύ θες γιατί, πάνω απ’ όλα, είσαι το παιδί μου. Θέλω να είσαι ευτυχισμένο και αληθινό, όχι τέλειο.

Η μαμά σου

 

Παπαχρήστου Μαριλένα

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν η μέρα σου είναι γεμάτη καταιγίδες και άγχη, γιατί ξέρω ότι σύντομα θα ξαναβρείς τον ήλιο.

Σ’ αγαπώ όταν προσπαθείς να μάθεις κάτι νέο και κάνεις λάθη, γιατί τα λάθη είναι η αρχή για να γίνεις καλύτερος.

Σ’ αγαπώ όταν χορεύεις και τραγουδάς χωρίς να σε νοιάζει αν το κάνεις σωστά, γιατί η χαρά σου είναι αυτό που μετράει.

Σ’ αγαπώ όταν λες «όχι» κι όταν λες «ναι», γιατί κάθε απόφασή σου είναι μέρος της πορείας σου.

Σ’ αγαπώ όταν είσαι έτοιμος να βοηθήσεις τους άλλους κιι όταν χρειάζεσαι βοήθεια για να σηκωθείς.

Σ’ αγαπώ γιατί η καρδιά σου είναι γεμάτη αγάπη κι αυτή η αγάπη μεγαλώνει, κάθε μέρα, όλο και περισσότερο.

 

Πάτση Ελένη

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν…

Το πρωί ξυπνάς με μουτράκια και λες «Δεν θέλω να πάω σχολείο, βαριέμαι, νυστάζω» και πετάς κάτω τα σκεπάσματα με νεύρα ή όταν μου λες κάποια μεσημέρια «Πάλι φακές, μαμά; δεν μ’ αρέσουν». Όταν κλαις, όταν γελάς, όταν απογοητεύεσαι και τα παρατάς, όταν είσαι σκεπτικός και προσπαθώ να μαντέψω τι σε προβληματίζει, για να λύσω κάθε έγνοια σου. Θέλω κάθε κακό να διώξω μακριά σου, κάθε πίκρα, το προσπαθώ. Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν δεν θα με χρειάζεσαι πια. Να ξέρεις θα είμαι πάντα δίπλα σου. Θα μου λείψουν όλα αυτά τα όμορφα και τα άσχημά μας. Μα θέλω να σε δω να πετάς με τα δικιά σου φτερά!

 

Στεργίου Ευαγγελία

«Μικρό μου, τρόμαξα πολύ όταν δεν σε βρήκα στη φωλίτσα μας».

«Συγγνώμη που σε τρόμαξα, μανούλα. Μ’ αγαπάς ακόμα κι όταν σε τρομάζω;»

«Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν με τρομάζεις. Ακόμα κι όταν μου κρύβεσαι και ψάχνω απελπισμένη να σε βρω. Ακόμα κι όταν αργείς να γυρίσεις κι η καρδούλα μου τρέμει απ’ τον φόβο μη μου πάθεις κάτι. Ακόμα κι όταν δεν σου κάνω όλα τα χατίρια.

Θα σ’ αγαπώ ακόμη κι όταν δεν θα είμαι κοντά σου. Η καρδιά μου, όμως, θα είναι πάντα δίπλα σου, για να σε προστατεύει από κάθε κακό».

«Κι εγώ, μανούλα, σ’ αγαπώ ακόμη κι όταν τσακωνόμαστε. Πιο πάνω κι απ’ τον ουρανό».

«Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου!» είπε η μαμά στο παιδί της και το αγκάλιασε σφιχτά.

 

Φωτάκη Ελένη

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν τα μάτια πετάνε φλόγες,

όταν κοιμάσαι αγκαλιά με τον μπαμπά γιατί λογοφέραμε,

όταν ξεσπάς τις καταιγίδες σου πάνω μου,

όταν τα λόγια σου πληγώνουν την καρδιά μου.

Θα μπορούσα να γράψω πολλά «όταν», όμως ξέρεις ότι εγώ είμαι εσύ κι εσύ είμαι εγώ, είμαστε οικογένεια. Πονάμε όταν πονάς και πονάς όταν πονάμε.

Σ’ αγαπώ, λοιπόν, ακόμα κι όταν τα δικιά μου μάτια θυμίζουν φουρτουνιασμένη θάλασσα,

ακόμα κι όταν τα δικιά μου λόγια την καρδούλα σου πικραίνουν.

 

Χαραμή Μεταξία

Σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν θυμώνεις και μου λες δεν μ’ αγαπάς, καθώς στα μάτια σου ζωγραφίζεται μια απόρριψη. Είμαι λιγότερο από αυτό που ήθελες μα ξέρω ν’ αγαπώ, να συγχωρώ και να περιμένω. Είναι που έζησα αλλιώς, ίσως πιο δύσκολα μα θα προσπαθήσω. Ήμουν κάποτε σαν εσένα, έλεγα κι ένιωθα όλα τα δικιά σου. Όμως η ζωή ξέρει να βάζει στη θέση τους εκείνα που μέσα μας παλεύουν. Ωριμότητα το λέμε. Έρχεται, μα θέλει χρόνο. Πάρε τον χρόνο σου, παιδί μου, είμαι εδώ για να σ’ αγαπώ. Σαν άλλος Οδυσσέας, ταξίδεψε και βάλε στον σάκο σου εμπειρίες. Αν περάσεις από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη αλώβητος, αν οι σειρήνες δεν σε παρασύρουν, τότε μόνο θα καταλάβεις γιατί στην αγάπη της μάνας δεν υπάρχουν όρια.

 

 

Γράφτηκε με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

 

Θα χαρούμε πολύ να μας γράφετε τις εντυπώσεις σας ή, αν είστε εκπαιδευτικοί και δουλέψετε με κάποιο κείμενο στην τάξη σας, να μοιραστείτε την εμπειρία.

Το παρόν ιστολόγιο λειτουργεί, εδώ και δέκα χρόνια, αποκλειστικά και μόνο αφιλοκερδώς (δεν έχει καν διαφημίσεις, όπως η πλειοψηφία των ιστολογίων) κι η ανατροφοδότησή σας είναι για μας ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουμε.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: yotakotsafti1@yahoo.gr

Ευχαριστούμε θερμά!