…Όταν η κυρία Ιλόνκα
μπήκε την τάξη, όλα τα παιδιά ήταν στα θρανία τους. Ο πίνακας είχε στεγνώσει
και ήταν τώρα πιο βρόμικος από πριν. Η δασκάλα ακούμπησε στην έδρα ένα βάζο με
λουλούδια και διάταξε να το ζωγραφίσουν τα παιδιά. Η ίδια πήρε τη μικρή πράσινη
κιμωλία και πλησίασε στον πίνακα. Έκανε ένα νόημα στο κέντρο των θρανίων και
είπε:
«Έλα δω εσύ. Καθάρισε
καλά τον πίνακα!»
Η Μαρί Ζολτάνκα
πετάχτηκε πάνω όλο προθυμία.
«Δεν το είπα σε σένα»
τη σταμάτησε η δασκάλα. «Σ’ αυτήν την άλλη το είπα» κι έδειξε με το δάχτυλο. Η
Κάτο Νέμες «τσακίστηκε» να πάει στον πίνακα, γιατί καθόταν πίσω απ’ τη Ζολτάνκα
στο θρανίο και νόμισε πως αυτήν εννοούσε η δασκάλα.
«Όχι εσύ» φώναξε
δυνατά. «Να έρθει εκείνη εκεί, στο τελευταίο θρανίο, η μικρή τσιγγάνα».
Ένα λεπτό πιο πριν σ’
όλη την τάξη έπαιρναν κι έδιναν τα ψιθυρίσματα: Άλλος ζητούσε δανεική ξύστρα,
άλλος μολύβι, άλλοι ανταλλάζανε πινελάκια σχεδίου. Ακούγοντας αυτά τα λόγια της
δασκάλας, τα παιδιά πετρώσανε απότομα στις θέσεις τους. Μια απειλητική σιωπή
βάραινε τώρα πάνω στην τάξη… Τη διάκοψε η γεμάτη ανυπομονησία φωνή της
δασκάλας:
«Δεν ακούς τι λέω; Έλα
δω, λοιπόν!»
Η Κάτυ σηκώθηκε, με το
κεφάλι χωμένο στους ώμους, όπως τότε που η Μαργκίτκα είχε βάλει να την πετάξουν
έξω απ’ το ζαχαροπλαστείο. Την τύλιγε ολόκληρη πάλι το αίσθημα πως είναι
αποδιωγμένη, περιφρονημένη, αυτό το αίσθημα που συχνά τη βασάνιζε σαν εφιάλτης
στον ύπνο της, στα όνειρα όπου έβλεπε να την κυνηγάνε από παντού.
Έκανε να προχωρήσει,
αλλά δεν πρόφτασε να φτάσει στον πίνακα. Με πρόσωπο ολοκόκκινο από θυμό,
σηκώθηκε πάνω ο Κλάντεκ. Πού το βρήκε όλο αυτό το κουράγιο; Με ύφος σαν να
μάλωνε και να έβριζε τη δασκάλα φώναξε:
«Μην την ξαναπείς “τσιγγάνα”
την Κάτυ!»
«Η Κάτυ είναι ένα
κορίτσι ακριβώς όπως όλες μας!» ούρλιαξε τώρα η Κοτσιδού πηδώντας όρθια στη
θέση της.
«Η μόνη διαφορά της από
μας είναι που εκείνη τραγουδάει καλύτερα απ’ όλες μας!» πρόσθεσε η Ίλντικο
Ρόσσα, που ήταν πράξη ηρωική για εκείνην το ν’ αναγνωρίσει πως κάποιος
τραγουδούσε καλύτερα απ’ την ίδια.
(...Τα παιδιά, έξαλλα με
την «άδικη προσβολή», υπερασπίζονται θερμά τη συμμαθήτριά τους...)
«Δεν το ξέρετε, κυρία, πως όλοι οι άνθρωποι, μεγάλοι και μικροί, είναι ίσοι;»
…Όλο χαλάγανε τον κόσμο
απ’ τις φωνές και μονάχα η Κάτυ στεκόταν αμίλητη. Από τα μάτια της έτρεχαν
δάκρυα. Δεν ήξερε γιατί… Την ώρα που δασκάλα την είπε «τσιγγάνα» ούτε ένα δάκρυ
δεν της ήρθε στα μάτια. Τώρα όμως που ολόκληρη η τάξη την… Αχ, η τάξη!
Η κυρία Ιλόνκα στεκόταν
στην έδρα αναψοκοκκινισμένη κι έκανε «σουτ», χτυπώντας ταυτόχρονα τα χέρια της.
Αγωνιζόταν να κάνει να καταλαγιάσει όλους αυτός ο θόρυβος, όμως κανένας δεν της
έδινε σημασία. Ακόμα κι όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα και η δασκάλα
βγήκε άρον άρον απ’ την αίθουσα, τα παιδιά εξακολουθούσαν να φωνάζουν και να
θορυβούν. Περικυκλώσαν την Κάτυ και η Μαρί τής έδωσε το μαντίλι της. Υψώνοντας
τη φωνή της έτσι που να την ακούσουν όλοι, είπε:
«Μην κλαις, Κάτυ! Είσαι
δικός μας άνθρωπος. Και όσο είμαστε εμείς εδώ, κανένας δεν μπορεί να σε
πειράξει».
ΜΑΡΙΑ
ΧΑΛΑΣΙ
Η Κάτυ του τελευταίου
θρανίου,
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Μαρία Χατζηγιάννη.