Γιαμουρίδου
Κική
Στέκω καμαρωτός,
με χρωματιστή μυτούλα, μάτια μεγάλα, μέχρι και καπέλο και κασκόλ. Γιατί άραγε
τόση περιποίηση; Εγώ θα λιώσω. Δεν είναι πολύς ο χρόνος της ζωής μου. Σύντομη η
χαρά των ανθρώπων που με δημιούργησαν, όπως κι η παραμονή μου εδώ. Εσύ, Γενάρη,
όμως έχεις τριάντα μια ολόκληρες μέρες. Προφταίνεις να δώσεις μεγάλες χαρές και
να ζωγραφίσεις το χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Μπορείς να «μαλακώσεις», να
αφήσεις τον ήλιο να απλώσει τις ακτίνες του και να ξεπροβάλλει. Παιδικές φωνές
θα ακουστούν παντού. Με παιχνίδια θα περνούν οι ώρες και βόλτες θα λαχταρούν οι
μεγάλοι. Έχει και ο Χειμώνας ομορφιές και η φύση δεν θα είναι μόνη. Κρίμα πια
τόση ησυχία και όλοι κλεισμένοι μέσα. Δεν σου στοιχίζει τίποτα να γαληνέψεις
λίγο τις ψυχές και να δώσεις ανάσες και έμπνευση για όνειρα. Είσαι ο πρώτος
μήνας του χρόνου. Βάλε τα θεμέλια για ζωή γεμάτη ομορφιά, αισιοδοξία, ελπίδα.
Πέρασε το μήνυμα και στους άλλους μήνες για μια χρονιά γεμάτη φως και χρώματα
και ζωντάνια. Εγώ θα λιώσω γρηγορότερα, μα δεν με νοιάζει. Θα έχω κάνει ήδη ένα
μεγάλο καλό και ας έζησα λίγο. Θα φύγω χαρούμενος και γεμάτος ικανοποίηση. Όλοι
για κάποιον καλό σκοπό ερχόμαστε σε τούτον τον κόσμο. Μη με παρακούσεις,
Γενάρη!
Κοτσαύτη
Γιώτα
Σ’ ένα χωριό,
στην άκρη της Γης, ζούσε κάποτε ένας Χιονάνθρωπος. Για καλή του τύχη είχε πολύ
κρύο και δεν έλιωνε ποτέ.
Μια μέρα ο
Γενάρης κατέβηκε απ’ τον χρυσό του θρόνο, πήρε το μεγάλο του ραβδί και κίνησε
για τη Γη. Ακολούθησε το πρώτο δρομάκι που συνάντησε. Σύντομα βρέθηκε στο χωριό
του Χιονάνθρωπου. Με μια ειδική σκόνη έγινε αόρατος. Τρύπωνε στα σπίτια χωρίς
να τον δουν κι άκουγε τις συνομιλίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήθελαν χρήματα
και υλικά αγαθά, άλλοι υγεία, αγάπη, φίλους, καλοτυχία, δόξα. Πολλά ζωάκια
ζητούσαν ένα σπιτικό. Και τα φυτά νερό, φως και λίγη ζεστασιά για να μπορούν να
ζουν και ν’ αναπτύσσονται. Πού να φανταστούν ότι ήταν η τυχερή τους μέρα!
Όταν τέλειωσε η
σκόνη που τον έκανε αόρατο, πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Κάπου εκεί συνάντησε
και τον Χιονάνθρωπο.
«Είμαι ο Γενάρης
και σήμερα εκπληρώνω κάθε επιθυμία. Τι επιθυμείς ν’ αποκτήσεις;»
Ο Χιονάνθρωπος
μίλησε για τους ανθρώπους στο χωριό, που ήθελαν χρήματα και υλικά αγαθά, υγεία,
αγάπη, φίλους, καλοτυχία, δόξα. Για τα ζωάκια που ζητούσαν ένα σπιτικό. Και για
τα φυτά που επιθυμούσαν νερό, φως και λίγη ζεστασιά για να μπορούν να ζουν και
ν’ αναπτύσσονται».
«Αυτά τα έκανα
ήδη, καλέ μου φίλε. Λέω για σένα. Εσύ τι θα ήθελες;»
«Εγώ; Μα εγώ έχω
όλα όσα μου χρειάζονται. Κι αν μου λες πως έχουν ό,τι επιθυμούν κι οι άνθρωποι
του χωριού, τα ζώα και τα φυτά, τι άλλο να ζητήσω;»
Ο Γενάρης
αποχαιρέτησε τον Χιονάνθρωπο κι έφυγε προβληματισμένος.
Ο τόπος πρόκοψε,
από τότε, πολύ. Άνθρωποι, ζώα, φυτά, είχαν πάντα ό,τι επιθυμούσαν κι ακόμα
περισσότερα. Δεν έμαθαν ποτέ, ούτε κι ο Χιονάνθρωπος, πως το χρωστούσαν σ’
εκείνον και στη μεγάλη, γενναιόδωρη καρδιά του…
Μπόικου
Θεοδώρα
Η
καρδιά του Φρο
Η Πρωτοχρονιά
και η Πρωτομηνιά, στεφανωμένες με αλεξανδρινά εγκαινίασαν την έλευσή τους. Ο
παγωμένος άνεμος σφύριζε τα κάλαντα, το χιόνι ξάπλωνε πυκνό και σκέπαζε το χώμα.
Σε μια κάτασπρη αυλή ο Φρο ο Χιονάνθρωπος, με το καπέλο και τα ξύλινα χέρια του,
έστεκε προβληματισμένος. Ο Ιανουάριος έριξε την κόκκινη ανεμόσκαλά του και
μεμιάς βρέθηκε μπροστά του. Ο Φρο έκπληκτος υποκλίθηκε στον επισκέπτη. Ο
Ιανουάριος ξεκίνησε τη συζήτηση. «Ευλογημένη η Νέα Χρονιά. Είμαι ο Ιανουάριος
και σε βλέπω κατηφή. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» Ο Φρο απάντησε: «Θέλω να
αποκτήσω καρδιά και να νιώθω τα ανθρώπινα συναισθήματα». Ο Ιανουάριος το
σκέφτηκε. «Φίλε μου καλέ, τα ανθρώπινα συναισθήματα περιέχουν ευάρεστες αλλά
και δύσκολες όψεις. Είσαι προετοιμασμένος για αυτό;» Ο Φρο ανταπάντησε: «Θέλω
να γνωρίσω την Αγάπη. Έχω ακούσει ότι είναι όμορφη και πετάς στα σύννεφα». Ο
Ιανουάριος αποφάσισε να του χαρίσει καρδιά αλλά να νιώθει μόνο την αγάπη
των παιδιών. Ο Φρο χοροπηδούσε και τραγουδούσε γιορτινούς σκοπούς από τη χαρά
του. Γύρω του μαζεύτηκαν τα παιδιά κι εκείνος τα αγκάλιασε με τα ξύλινα χεράκια
του και τη ζέστη καρδιά του.
Σπαθαράκη
Κατερίνα
Ένας χειμώνας
Μια φορά κι έναν
καιρό ήταν ένας χιονάνθρωπος που τον έλεγαν Μπίλμπο. Ο Μπίλμπο δεν ήταν ένας
συνηθισμένος χιονάνθρωπος, γιατί ενώ όλοι οι φίλοι του γκρίνιαζαν που μόλις
τέλειωνε ο χειμώνας θα γινόντουσαν σύννεφα και θα επέστρεφαν στον ουρανό, εκείνος
χαιρόταν που του δόθηκε, έστω και για λίγο, η ευκαιρία να δει τη ζωή στη γη.
Πώς του άρεσε να βλέπει από εδώ κάτω το καημένο το φεγγάρι που παράβγαινε με
τον ήλιο και ακόμα ήλπιζε πως θα τον προφτάσει. Πώς του άρεσαν οι χιονονιφάδες
όταν χόρευαν στον άνεμο, η βροχή που πότιζε το χώμα. Μα πιο πολύ από όλα, του
άρεσε το χαμόγελο των παιδιών όταν έρχονταν να παίξουν μαζί του.
Ο Γενάρης
παρακολουθούσε από ψηλά τον Μπίλμπο. Τόσα χρόνια στην ίδια δουλειά, δεν είχε
δει άλλον χιονάνθρωπο με τόση αγάπη για τη ζωή. Αποφάσισε λοιπόν να τον
επισκεφτεί για να μάθει το μυστικό του. Ο Μπίλμπο, όταν είδε τον Γενάρη να
πλησιάζει, δεν αντέδρασε. Ήταν λες και περίμενε εδώ και πολύ καιρό την άφιξή
του. Κι όταν τον ρώτησε το μυστικό του, χωρίς να το σκεφτεί απάντησε: «Όποιος
έχει ζήσει για χρόνια ολόκληρα στα μαύρα σύννεφα θα έπρεπε να ρουφάει τον
χειμώνα μέχρι το μεδούλι. Εσείς που ζείτε συνέχεια στη γη δεν μπορείτε να
καταλάβετε πόσο σημαντικός είναι για εμάς, τα πλάσματα του ουρανού, ο χειμώνας.
Μπορεί να βρέχει, μπορεί να κάνει κρύο, αλλά είναι η μοναδική περίοδος που
είμαστε αληθινά ζωντανοί. Αν είχα μόνο μια ευχή, αγαπητέ μου Γενάρη, θα ήθελα
να σου ζητήσω οι νιφάδες μου να λιώσουν όσο πιο αργά γίνεται. Κι ας είναι
σύντομη, κι ας είναι παγωμένη, τούτη είναι η μόνο πραγματική ζωή που έχω».
Φλογερά
Ελένη
«Αγαπημένε μου
Γενάρη, μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;» ρώτησε ο Χιονάνθρωπος.
«Φυσικά, ό,τι
θέλεις».
«Θέλω, σε
παρακαλώ, τώρα που θα αρχίσουν οι Αλκυονίδες ημέρες σου να με προστατεύσεις από
τις ηλιαχτίδες. Δεν θέλω να λιώσω. Κι όταν με το καλό τελειώσει η θητεία σου
και φύγεις για το παγωμένο βασίλειό σου, να με πάρεις μαζί σου κι εγώ για
αντάλλαγμα θα σου κρατώ συντροφιά».
«Έχεις τον λόγο
μου, θα σε προστατεύσω απ’ τον ήλιο όσο διαρκούν οι Αλκυονίδες, αλλά γιατί δεν
θέλεις να μείνεις λίγο ακόμα εδώ; Οι μέρες του αδερφού μου του Φλεβάρη, που θα
έρθει μετά από μένα, είναι παγωμένες σαν τις δικές μου. Και πού ξέρεις; Ίσως
έρθουν πάλι τα παιδιά που σ’ έφτιαξαν, να παίξουν μαζί σου».
«Μπα, δεν το
ρισκάρω. Δεν έχεις ακούσει την παροιμία που λέει: "Ο Φλεβάρης κι αν
φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει;" Όσο για τα παιδιά, μου είπαν πως δεν
μπορούν να ξανάρθουν γιατί πάνε σχολείο και έχουν διάβασμα. Θα τα θυμάμαι όμως
πάντα με αγάπη» είπε ο Χιονάνθρωπος και χάιδεψε το κασκόλ που είχε στον λαιμό
του. «Να τολμήσω να ζητήσω και κάτι ακόμη;»
«Για λέγε» είπε
ο Γενάρης.
«Κοιτάζω την
ανθισμένη αμυγδαλιά εκεί πέρα και θέλω να σου ζητήσω να μη στείλεις τους
βοριάδες σου και σκορπίσουν τα άνθη της, είναι τόσο όμορφη».
«Άντε, με
πέτυχες στις καλές μου, θα σου κάνω όλα τα χατίρια και μετά θα σε πάρω μαζί
μου. Θα κάνουμε ωραία παρέα οι δυο μας!»
Χαραμή
Μεταξία
Το τραγούδι του
Χιονάνθρωπου
«Μα γιατί κλαις,
καλέ μου;» είπε ο Γενάρης στον φανταχτερό Χιονάνθρωπο που έστησαν τα παιδιά. «Έφυγαν
από κοντά μου. Ήμουν ευτυχισμένος γιατί τα είχα δίπλα μου. Όμως τώρα; Τι θα
γίνει τώρα; Πάλι μόνος». «Τι μπορώ να κάνω για σένα; Δεν γίνεται να κλαις». «Μια
παρέα ανθρώπινη γυρεύω. Τόσο μικρή που είναι η ζωή μου, να μένω και στη
μοναξιά; Σ’ ευχαριστώ που νοιάζεσαι, φαίνεσαι καλόγνωμος». Αυτά είπε ο Χιονάνθρωπος
και μαζεύτηκε στη γωνιά του θλιμμένος. Ο Γενάρης, με την καλή του καρδιά, έβαλε
τον Βοριά να φυσήξει, να παγώσει το χιόνι, για να μπορέσει ο Χιονάνθρωπος να
μείνει περισσότερες μέρες. Έστειλε μήνυμα στα παιδιά με τον Κοκκινολαίμη, τον
ταχυδρόμο του. Να βάλουν τα ζεστά τους και να βγούνε στον κήπο. Να τραγουδήσουν
το πιο όμορφο τραγούδι τους για τον Χιονάνθρωπο, που κλαίει. Κι ενώ ο Βοριάς
φυσούσε, το χιόνι πάγωνε. Πάγωνε κι ο Χιονάνθρωπος. Έτρεξαν τα παιδιά όταν
άκουσαν τον Κοκκινολαίμη να τα φωνάζει. Πήγαν κοντά του κι άρχισαν το τραγούδι
τους.
«Σταμάτα να
δακρύζεις, τραγούδια μόνο για σένα, θα πούμε όσα αξίζεις.
Κοντά σου θα
σταθούμε, χορό πάνω στο χιόνι, παρέα σου
θα γενούμε.
Σ’ έχουμε στην
καρδιά μας, Χιονάνθρωπε του κήπου, θα ζεις στα όνειρά μας».
Ένα δάκρυ κύλησε
στα μάτια του Χιονάνθρωπου. Μόνο που ήταν δάκρυ χαράς. Ο Γενάρης είχε κάνει το
θαύμα του.