Η βασίλισσα
Μυριάνθη βρισκόταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι από πάγο με περίτεχνα σκαλίσματα.
Τα είχαν φτιάξει με μαστοριά κι αγάπη οι τεχνίτες από το μακρινό βασίλειο των
μαγικών συμβόλων. Την κρατούσαν αόρατη από τα κακόβουλα πνεύματα.
Το κρεβάτι
βρισκόταν κάτω από το ιερό δέντρο που είχε έρθει χιλιετίες πριν από τον θρυλικό
τόπο της αφθονίας και της ισορροπίας. Ήταν ακριβώς η τοποθεσία που υπέδειξε ο
Λίμερικ, ο μέγας αστρονόμος όλων των βασιλείων.
Όλα τα πλάσματα
του πλανήτη ήταν στραμμένα με αγωνία σ’ εκείνο το σημείο. Σιωπηλά προσεύχονταν.
Περίμεναν και προσεύχονταν. Θύμησες από τα τελευταία λεπτά της μάχης. Το
απόλυτο κακό ν’ απομονώνει τη βασίλισσα. Η Μυριάνθη να μάχεται κυκλωμένη από τη
μανία του. Το δευτερόλεπτο εκείνο που κτυπήθηκε. Είχε πέσει στον αιώνιο ύπνο
και ταυτόχρονα ο κόσμος σταμάτησε. Δεν πέθανε. Δεν ζούσε. Δεν χάθηκε μα ούτε κι
υπήρχε. Όλα κι όλοι θα τελείωναν σε λίγο. Ή θα ξανάρχιζε ο κύκλος της ζωής.
Προσεύχονταν να πετύχει το πείραμα, μοναδική ελπίδα τους. Αν όχι, απλώς θα
σκορπίζονταν στο τίποτα.
Ο Λίμερικ
κοιτούσε τον ουρανό. Μετρούσε, υπολόγιζε, μουρμούριζε αριθμούς, εξαπέλυε
κατάρες. Έφτιαξε τα μαλλιά της Μυριάνθης. Έστρωσε τις ανύπαρκτες ζάρες στο
φόρεμά της. Χάιδεψε με τ’ ακροδάχτυλα το στέμμα με το σβηστό πετράδι της ζωής.
Το κοίταξε και κοίταξε πέρα, τον ορίζοντα, κάνοντας για τελευταία φορά
υπολογισμούς.
Εκείνη τη
στιγμή. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήταν που ο άξονας της γης θα πρέπει να έχει
στραφεί.
Ω θεοί. Παλιοί
και νέοι όλων των πλασμάτων, κάντε να γεννηθεί. Κάντε ν’ ανέβει ξανά. Η πρώτη
ακτίνα. Οι ανάσες σταμάτησαν. Έπεσε ακριβώς στο πετράδι. Τρία, δύο, ένα. Δεν
έγινε τίποτα. Τα πλάσματα πιάστηκαν μεταξύ τους. Χέρια, πόδια, σώματα,
προσευχή. Ο μέγας αστρονόμος χαμογέλασε. Ήταν ο μόνος που διέκρινε τη φλόγα στο
κέντρο του πετραδιού. Οι υπολογισμοί του ήταν σωστοί. Και το πείραμα πέτυχε. Η
ζωή μόλις είχε αρχίσει ξανά. Ο ήλιος ανέβαινε αργά–αργά. Η φλόγα έγινε φωτιά
και το στέμμα της Μυριάνθης έλαμψε.
Από τότε έχουν
περάσει χιλιετίες.
Η πραγματικότητα
έγινε μύθος. Τραγούδι. Παραμύθι.
Και κάθε χρόνο
γιορτάζεται με φωτιές και πάθος.
Κι ας μη
γνωρίζει πια κανένας το πραγματικό γιατί.
Έτσι για το
«καλό».
Άντρη Καζαμία
Πηγή:
Ανθολόγιο, Πεζά και ποιήματα με
θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές, εκδόσεις Αλάτι.
Ζωγραφιά: Γεωργία Βενετσανάκη