Κασσελούρη
Αναστασία
Ο δήμαρχος
κύριος Καρπούζης
Στην πόλη των
φρούτων και των λαχανικών επικρατούσε συνεχώς μια αναστάτωση. Μικροί και
μεγάλοι πηγαινοέρχονταν κι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σκουπίδια. Παντού φλούδες από
μανταρίνια, ρόγες από σταφύλια, ώριμες φράουλες, μαρουλόφυλλα, αριστερά
και δεξιά κουκούτσια. Όλα πεταμένα εδώ κι εκεί με αποτέλεσμα να υπάρχει μια
άσχημη μυρωδιά παντού.
Μια μέρα
ξεσηκώθηκε η πόλη από τις φωνές. Ο μικρός κύριος Καρπούζης παίζοντας με τον
μικρό Πέπο Πεπόνη γλίστρησε σε μια μπανανόφλουδα και χτύπησε το πόδι του. Πήγε
στον γιατρό να του φροντίσει το τραύμα κι έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για καιρό.
Έτσι έχασε το παιχνίδι και τη συντροφιά των φίλων του.
Όλοι
αναστατώθηκαν κι ένιωσαν υπεύθυνοι γι’ αυτό που έγινε. Κι αφού σκέφτηκαν και
ξανασκέφτηκαν, αποφάσισαν να διαλέξουν κάποιον να βάλει τάξη στην πόλη. Αφού
ψήφισαν μεταξύ τους, διάλεξαν για Δήμαρχο τον κύριο Καρπούζη.
Ο κύριος
Καρπούζης με χαρά δέχτηκε κι αφού τους ευχαρίστησε για την τιμή που του έκαναν,
έπιασε αμέσως δουλειά.
Όρισε σύμβουλούς
του τα κουκούτσια γιατί τα ήξερε πάρα πολύ καλά και τους είχε εμπιστοσύνη.
Στον τομέα της
καθαριότητας, που ήταν πολύ σημαντικός, έβαλε την κυρία Άννα Να που έφτιαξε
σκούπες με το επάνω μέρος όλων των ανανάδων, καθάρισαν την πόλη και τοποθέτησε
παντού κάδους για να συγκεντρώνουν εκεί τα σκουπίδια.
Στον τομέα του
περιβάλλοντος έβαλε τον κύριο Πέτρο Ακτινίδιο που φρόντισε όλα τα φρούτα που βρίσκονταν
στους κάδους να πάνε για κομποστοποίηση. Συγκέντρωσε όλα τα κουκούτσια κι αφού
τα χώρισε σε κατηγορίες, τα έβαλε σε σακουλάκια και τα φυτεύανε τη σωστή εποχή
στους κήπους για να μη φυτρώνουν εδώ κι εκεί και δημιουργούν προβλήματα στην
κυκλοφορία.
Στον σημαντικό
τομέα της Παιδείας έβαλε τον κύριο Μύρτιλο ο οποίος τους θύμιζε πόσο σημαντικό
είναι να διατηρούμε την πόλη μας καθαρή.
Ο Δήμαρχος
κύριος Καρπούζης βλέποντας το αποτέλεσμα ήταν χαρούμενος και περήφανος για
όλους.
Μπαφούτσου
Χρύσα
Το καρπουζένιο
βαρκάκι
Η Χρυσή με
τις φίλες της προχώρησε στο ήσυχο απάνεμο λιμάνι του μικρού νησιού. Κρατούσε
σφιχτά στην αγκαλιά της ένα ολόδροσο καρπούζι. Σε λίγα λεπτά έφτασαν στη χρυσή
παραλία τους. Η γιαγιά Χρυσαφένια τις περίμενε με μια τεράστια κίτρινη ομπρέλα.
Μια μεγάλη αγκαλιά και μετά μπλουμ στα υπέροχα γαλάζια νερά. Μόνο το καρπούζι κι
η γιαγιά έμειναν κάτω από την ομπρέλα.
Μετά το κολύμπι
τρία λαχταριστά σαντουιτσάκια περίμεναν τα κορίτσια. «Πόσο όμορφα είναι εδώ!»
είπε η μικρή Χρυσή ξαπλωμένη στο ροζ στρωματάκι της. Όμως ξαφνικά έγινε κάτι
αναπάντεχο. Το καρπούζι έκανε μπλουμ στη θάλασσα κι ένα πανέμορφο καρπουζένιο
βαρκάκι άρχισε να κυλά. Πάνω του η Χρυσή ταξίδευε μαγεμένη στις όμορφες
παραλίες του νησιού.
Ξαφνικά βρέθηκε
μπροστά τους ένα μικρό νησί γεμάτο καρπουζιές! Η επιθυμία της να βρεθούν οι φίλες
της δίπλα πραγματοποιήθηκε. Τα τρία κορίτσια, χαρούμενα, μάζευαν ολόγλυκα
καρπούζια, γέμισαν το καρπουζένιο βαρκάκι και ενθουσιασμένα τα μοίρασαν στις
γύρω παραλίες. Τι χαρά έπαιρναν όλα τα παιδιά!
Η Χρυσή είπε
στις φίλες της να ξαναγεμίσουν το βαρκάκι. Όμως… «Ξύπνα, υπναρού!» φώναξε η
γιαγιά Χρυσαφένια. «Θα κόψουμε το καρπούζι να δροσιστούμε».
Η Χρυσή έτριψε
τα μάτια της. Το καρπούζι κύλησε αργά αργά προς τη θάλασσα. «Άσ’ το, γιαγιά, σε
παρακαλώ, ας μην το κόψουμε. Νομίζω ότι αυτό το καρπούζι είναι μαγικό».
Η γιαγιά και τα
κορίτσια την κοίταξαν παράξενα.
Η Χρυσή βρέθηκε
δίπλα στη θάλασσα με το κόκκινο φτυαράκι της, να χτυπά το καρπούζι λέγοντάς
του:
«Καρπούζι,
καρπουζάκι, γίνε, σε παρακαλώ, ένα όμορφο καρπουζένιο βαρκάκι».
Η γιαγιά την
κοιτούσε απορημένη. Το ίδιο και τα κορίτσια.
«Πού να σφίξουν
οι ζέστες περισσότερο…» μονολόγησαν χαμογελώντας.
Πολυκανδριώτη
Αστερόπη
Η καρπουζοπολιτεία
Μια φορά κι έναν
καιρό τα καρπούζια ξεσηκώθηκαν κι ήθελαν να δημιουργήσουν τη δική τους
πολιτεία. Πήραν, λοιπόν, τα εργαλεία τους κι άλλαξαν το σχήμα όλων τους. Από οβάλ,
έγιναν καρδούλες, αστέρια κι ό.τι άλλο βάζει ο νους σας!
Έτσι έγιναν και τα
σπίτια! Κι αφού πλάστηκαν αυτά, τα καρπούζια ήθελαν να έχουν και μια πλατεία.
Εκεί, ο κάθε επισκέπτης, θα έβρισκε ένα σωρό μέσα μεταφοράς για να κάνει
ανενόχλητος τα ταξίδια του.
Αφού η πλατεία
ήταν τεράστια, κόκκινη κι αυτή, δίχως κουκούτσια, μπήκε στην είσοδό της το
καρπουζοτρένο που πετούσε. Υπήρχαν ειδικά παράθυρα για να βλέπει κανείς τον
ήλιο. Πόσο όμορφος είναι ο ήλιος σ’ αυτήν την πολιτεία, δεν λέγεται!
Επίσης, υπήρχε
το καρπουζοαεροπλάνο που σε πήγαινε πάνω από τα καρπουζόδεντρα για να μαζεύεις
καρπούς αλλά και το καρπουζολεωφορείο που σου επέτρεπε να κάνεις μια μεγάλη
βόλτα ανάμεσα στα σπίτια.
Όλα τα μέσα ήταν
πολύ μα πολύ οικολογικά, δεν χρειάζονταν βενζίνη, ήθελαν για να κινηθούν μόλις ένα
μικρό ποτηράκι καρπουζοχυμό.
Είναι μια
πολιτεία δίκαιη, εκτός από οικολογική, γιατί οι κάτοικοι φροντίζουν να ζουν με
καλοσύνη και να ταξιδεύουν πολύ.
Για όποιον θέλει
να την επισκεφτεί, το σύνθημα είναι «καρπουζεύω». Μα τι σημαίνει αυτό; Είναι
μια λέξη που λένε οι κάτοικοι μεταξύ τους και σημαίνει κάνω τρέλες δίχως φόβο.
Φώναξε κι εσύ
λοιπόν «Καρπουζεύω!» κι ίσως βρεθείς πολύ κοντά στην πύλη της
καρπουζοπολιτείας!
Φλογερά
Ελένη
Η περιπέτεια του
κυρίου Καρπουζάκη
Ο κύριος
Καρπουζάκης, πολύ αναστατωμένος, έφτασε στο γραφείο του ντετέκτιβ. Κοίταξε την
πινακίδα έξω από την πόρτα για να σιγουρευτεί ότι ήρθε στο σωστό μέρος. «ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ
ΨΑΞΕΒΡΕΣΤΟ» έγραφε και έτσι χτύπησε πριν μπει.
«Κύριε Ψαξεβρέστο,
θέλω να σας αναθέσω μια υπόθεση» ξεκίνησε ο κύριος Καρπουζάκης με το που μπήκε.
«Την εξαφάνιση...»
Ο κύριος
Ψαξεβρέστο πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. Με την αναδουλειά που είχε πέσει τον
τελευταίο μήνα καιγόταν για μια υπόθεση.
«Ποιος
εξαφανίστηκε; Πότε;»
«Τα κουκούτσια
μου εξαφανίστηκαν. Θέλω να μου τα βρείτε. Θα πληρώσω καλά».
Ο ντετέκτιβ
ανέλαβε την υπόθεση.
Πήρε τον
μεγεθυντικό φακό του, απαραίτητο εργαλείο στην αναζήτηση ιχνών. Του ζήτησε να
τον οδηγήσει στο σημείο που άρχισαν όλα και να του περιγράψει πώς τα έχασε. Ο
κύριος Καρπουζάκης είπε πως, ενώ ήταν ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο, τον πήρε
ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, αντιλήφθηκε πως έλειπαν τα κουκούτσια του.
«Και
καταλαβαίνετε, χωρίς αυτά δεν θ’ αφήσω απογόνους».
Σε λίγο έφτασαν
στο σημείο μηδέν. Ο κύριος Ψαξεβρέστο, με τον μεγεθυντικό φακό στο χέρι, άρχισε
να παρατηρεί το έδαφος. Μετά από λίγη ώρα, που φάνηκε αιώνας στον κύριο
Καρπουζάκη, ο ντετέκτιβ κατευθύνθηκε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.
«Βρήκατε κάτι;»
«Ακολουθώ κάποια
ύποπτα ίχνη».
«Αχά!» αναφώνησε
μετά από λίγο ο κύριος Ψαξεβρέστο. «Κύριε, σας ανακοινώνω πως τα κουκούτσια σας
βρέθηκαν».
«Με κοροϊδεύεις;
Εγώ δεν βλέπω τίποτα».
«Για κοιτάξτε
καλύτερα στο έδαφος» απάντησε και του έδωσε τον μεγεθυντικό φακό.
Τότε ο κύριος
Καρπουζάκης είδε μια στρατιά από μυρμήγκια να κουβαλούν στη φωλιά τους τα
κουκούτσια του.
Αμέσως
ευχαρίστησε τον κύριο Ψαξεβρέστο και τον πλήρωσε για τις υπηρεσίες του. Μετά,
αφού χάρισε αρκετά κουκούτσια στα μυρμήγκια για να έχουν τροφή για τον χειμώνα,
μάζεψε τα υπόλοιπα ευχαριστημένος.
Χιώτη
Ειρήνη
Ο Καρπουζίνος
και το Τριαντάφυλλο
Κάποτε, στα
νότια της Ρόδου, σ’ ένα μποστάνι με καρπούζια, φύτρωσε ένα τριαντάφυλλο. Το
τριαντάφυλλο, άντεξε τις αντίξοες συνθήκες και κατά τον Μάρτιο, άνθισε. Κι όλο
έπαρση καμάρωνε δίπλα στα καρπούζια. «Εγώ είμαι πιο όμορφο από εσάς. Θα με
βάλουν σ’ ένα ωραίο βάζο».
Εκεί κοντά
μεγάλωνε κι ένα καρπουζάκι. Δεν άργησε να το ερωτευτεί. «Τι να κάνω να της
τραβήξω την προσοχή;» Περνούσαν οι μέρες, το τριαντάφυλλο όχι μόνο δεν πρόσεχε
το καρπούζι, κορόιδευε κιόλας. «Καρπουζίνο, έτσι στρογγυλό που είσαι, μόνο για
επιδόρπιο κάνεις». Στενοχωριόταν το καρπουζάκι αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ήταν,
άλλωστε, τόσο όμορφο το τριαντάφυλλο. Πώς μπορούσε να του φέρει αντιρρήσεις;
Μια μέρα έφτασαν
στο χωράφι οι αγρότες. Όσο δούλευαν, άφησαν ελεύθερα τα ζωντανά. Μια κατσικούλα,
καθώς βοσκούσε, έφτασε και στο τριαντάφυλλο. «Ωραίος μεζές. Μια χαψιά θα τον
κάνω» σκέφτηκε κι ετοιμάστηκε να το καταβροχθίσει. Πανικόβλητο το λουλούδι,
άρχισε να ουρλιάζει. «Καρπουζίνε, σώσε με!» Ο Καρπουζίνος σύρθηκε προς το μέρος
του ζώου. «Μη, καλό μου κατσικάκι. Το αγαπώ το τριαντάφυλλο». «Ναι, αλλά εγώ
πεινάω». Λέγε λέγε ο Καρπουζίνος, το έπεισε. Έφυγε, ύστερα από λίγο, ψάχνοντας
να βρει αλλού χορτάρι. Ντροπιασμένο το τριαντάφυλλο, του είπε: «Εγώ σε χλεύαζα
κι εσύ μου έσωσες τη ζωή». Από κείνη τη μέρα, το τριαντάφυλλο, δεν κορόιδεψε
ποτέ ξανά τον Καρπουζίνο. Και τον άφηνε να χαϊδεύει τα φύλλα του.
Με τον καιρό, τα
δύο φυτά, έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Το τριαντάφυλλο δεν πήγε σε κανένα βάζο
τελικά. Έμεινε εκεί, δίπλα στο χωράφι και σ’ όποιον πήγαινε να κόψει τον
Καρπουζίνο, άπλωνε τα αγκάθια του και τον γρατσούνιζε. Ύστερα από κάποια
χρόνια, τα δύο πλάσματα, βρέθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο, σχεδόν αγκαλιασμένα,
μέσα στις στάχτες, που κατακαίγοντας όλο το νησί, εκείνον τον Ιούλιο, έφτασε
μέχρι τη θάλασσα, καίγοντας και το μποστάνι των δύο φίλων...
Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα
πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.
Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.