Ο
αγέρας, λένε, παρασέρνει στα αόρατα δίχτυα του μηνύματα από αλλοτινές εποχές, περισυλλέγει
παραμύθια ξεχασμένα στους ιστούς της ονειροπαγίδας. Η ανάσα του, καυτή και
παγωμέν, σμιλεύει τις ανθρώπινες σιωπές, ακούει τις κραυγές της μοναξιάς, μεταφέρει
τους απόλυτους ήχους της ψυχής…
H Δανάη έφηβη πια
κάθεται στον μικρό λόφο και το μελαγχολικό της βλέμμα σμίγει με το νέφος της πόλης.
Τα φουγάρα των εργοστασίων κάνουν τα σύννεφα να μοιάζουν με γκρίζα σφουγγάρια
που παλεύουν να σβήσουν τον μαύρο καπνό που τυλίγει τον αέρα και του κλέβει όλες
τις μυρωδιές. Έτσι όμως μεγάλωσε η Δανάη στις εργατικές κατοικίες όπου η
φτώχεια καραδοκούσε σε κάθε γειτονιά, όπου οι άνθρωποι ξέπλεναν τη μουντζούρα
τους στο καθάριο νερό της βροχής και τα όνειρα λίμναζαν εκεί, δίπλα στις λακκούβες
με τα λασπόνερα.
Τις καθημερινές οι
νοικοκυρές άπλωναν τις κάτασπρες μπουγάδες τους στα συρμάτινα σχοινιά ήταν λες
και προσπαθούσαν να ξορκίσουν την καταχνιά της πόλης, έβαζαν τα πολυκαιρισμένα
κατσαρόλια τους στη φωτιά και μοσχομύριζε
ο τόπος από τα αρώματα των βοτάνων που έφερνε ο κυρ-Παναής από τα βουνά όπως
συνήθιζε να λέει στις πελάτισσες του.
Όμορφοι άνθρωποι, απλοί,
μεστωμένοι, καμωμένοι από γρανίτη -δεν λύγιζαν εύκολα στις δυσκολίες της ζωής.
Ο πατέρας της Δανάης, εργάτης, γυρνούσε αποκαμωμένος τα βράδια με την κούραση
ζωγραφισμένη στο αυλακιασμένο πρόσωπο του, μα το χαμόγελο δεν έσβηνε στα χείλη του.
Ερχόταν πάντα με μια σοκολάτα στα πληγιασμένα χέρια του και το φιλί των παιδιών
του ήταν βάλσαμο όπως ψιθύριζε στον εαυτό του. Δεν ήθελε να τους λείψει τίποτα,
κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα κατέβαιναν στα μαγαζιά της πόλης και αγόραζαν με
τις λιγοστές οικονομίες παπούτσια κι η Δανάη ένα ολοκαίνουργιο φόρεμα. «Είσαι η πριγκίπισσα μου, είσαι η ζωή μου…»
της σιγοτραγουδούσε κι εκείνη καμάρωνε μέσα στον φανταστικό θρόνο της.
Η Δανάη, κάθε που
κυλούσε το φεγγάρι κι όταν ασήμωνε το δειλινό, έτρεχε προς τον λόφο με το
αγαπημένο της βιβλίο. Έτρεχε να προλάβει μια θέση στον ήλιο, το μερτικό της από
το όνειρο ήταν εκεί και της άνηκε ολοκληρωτικά. Οι περισσότεροι από τους
εργάτες δεν είχαν ανταμώσει ποτέ το δειλινό δεν είχαν νιώσει τη μαγεία πως
είναι όταν ο ήλιος λιώνει και γίνεται πορφύρα στην αγκάλη του ουρανού.
Βυθισμένοι στα σκοτεινά
υπόγεια των εργοστασίων τους έπαιρνε σχεδόν το απόβραδο για την επιστροφή στα
σπίτια τους. Λίγες οι αργίες, λίγες πολύ λίγες οι στιγμές της ευτυχίας. H Δανάη είχε από πολύ
μικρή βιώσει τον μόχθο των γονιών της, είχαν να θρέψουν πέντε στόματα βλέπεις.
To μικρό σπίτι τους, μια κάμαρη με δυο δωμάτια όλα κι όλα κι ένα τόσο δα κηπάκι
με όμορφες μαργαρίτες, τόσο όμορφες που η Δανάη απορούσε πως άνθιζαν σε αυτή
την καταχνιά της πόλης.
Φτωχοί μα περήφανοι
άνθρωποι, με σμιλεμένο το πρόσωπο τους από τις κακουχίες της δουλειάς, μα ευχαριστημένοι
-είχαν ένα κομμάτι ψωμί να ξεγελάσουν την μιζέρια τους. Οι γειτονιές
αγαπημένες, μονιασμένες, μαζί στις χαρές και τις λύπες, ο ένας πρόσφερε από το
στέρημα του στον άλλον.
Τα στενά σοκάκια
αναστέναζαν από τις ψάθινες σκούπες των νοικοκυρών, έλαμπαν από πάστρα κάτω από
το θαμπό φως του ήλιου. Στα περβάζια κρέμονταν βασιλικοί που μοσχομύριζαν κι με
ένα φτερούγισμα του αγέρα σκορπούσε τριγύρω σαν να ήθελε να εξαγνίσει τη
μυρωδιά της μούχλας που σκάλωνε στους παλιούς τοίχους.
Τα σχολειά παλιές
φυλακές που στέγαζαν κάμποσα παιδιά των εργατών ήταν δωρεά του ιδιοκτήτη του
εργοστασίου για να μάθουν τα στοιχειώδη γράμματα. Η Δανάη λάτρευε τα βιβλία κι
όποτε είχε την ευκαιρία να δανειστεί ένα δεν την έχανε, διάβαζε και χαζολόγαγε
τα βράδια το ασημόγκριζο φεγγάρι που την ξελόγιαζε με την μυστήρια ομορφιά του
κι έκανε όνειρα άπιαστα, μακρινά, απλησίαστα...
Ήξερε πως δεν μπορεί να
τα αγγίξει, μα έπειτα παρηγορούταν στη λήθη του ύπνου. Τα πρωινά άτονα, μονόχρωμα, βουβά. Όσο ο
χειμώνας έντυνε τα πάντα με τη λευκή του εσάρπα, η Δανάη μελαγχολούσε που έχανε
τα πορφυρένια δειλινά του φθινοπώρου. Τα κρύα βράδια στεκόταν με το πρόσωπό της
στο παλιό σκοροφαγωμένο παραθύρι και ζωγράφιζε με τα πανιασμένα δάχτυλα της
σχήματα: ζωγράφιζε έναν δρόμο που οδηγούσε στο φως ενός λαμπερού ήλιου και
λουλούδια. Έναν ουρανό καθαρό δίχως ίχνος μουντζούρας.
Πώς να ήταν άραγε η
εξοχή αναρωτιόταν η Δανάη. Να ήταν όπως την περιέγραφαν τα βιβλία; Τη σκέψη της
διέκοψε το σφύριγμα της τσαγιέρας που έβραζε πάνω στην παλιά ξυλόσομπα. Παρασκευή
κι η μητέρα της έφτιαχνε πάντα τις αγαπημένες της τηγανίτες με πετιμέζι. Θα
ήθελε να είχε μάθει τη γεύση του μελιού, μα αυτό ήταν πολυτέλεια για τα πενιχρά
εισοδήματα της οικογενείας της κι έτσι δεν το συζήτησε ποτέ μπροστά τους. Το
έβλεπε στις μαγικές εικόνες των βιβλίων, σε εκείνο με τις μέλισσες. Αυτό το
χρυσοκίτρινο διάφανο υγρό θα πρέπει να ήταν πολύ νόστιμο, αλλά δεν ήταν
αχάριστη και το πετιμέζι καλό ήταν.
Κυλούσε η ζωή σαν ρόδα
και η ατμόσφαιρα κάθε Άνοιξη γινόταν όλο κι πιο αποπνικτική. Ο καπνός σκέπαζε
τα χαμόσπιτα και τα τύλιγε ανελέητος στη σκοτεινή αγκαλιά του. Τον φοβόταν τον
καπνό η Δανάη, έκανε μεγάλο κακό στη μικρή αδερφή της που τα πνευμόνια της ήσαν
αδύναμα είχε πει ο γιατρός με τα στρογγυλά γυαλιά και το σοβαρό ύφος. Σε κάθε
κρίση του βήχα της Ελένης, η Δανάη έσβηνε σαν την φλόγα στο κεράκι του
εικονίσματος .Κάθε νύχτα προσευχόταν και παρακαλούσε την Παναγιά να κάνει ένα
θαύμα. Τι σου κοστίζει ένα θαύμα μονολογούσε κάτω από το ημίφως της λαμπάδας κι
η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από τη συγκίνηση.
Τον αγαπούσε τούτο τον
τόπο, σάμπως είχε γνωρίσει κι άλλον; Μισούσε όμως τα εργοστάσια κι ας τους
ζούσαν, τα μισούσε για τη μαυρίλα που στροβίλιζαν στον άνεμο και μόλυναν το καθαρό αγέρι.
Εκείνο το απόγευμα, σαν
γύριζε από τον λόφο η Δανάη, βρήκε τη μητέρα της να κλαίει με αναφιλητά και τον
πατέρα με σκυφτό το κεφάλι να συλλογιέται κάτι πολύ κακό. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε
ανήσυχα η Δανάη κι ένιωθε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα λεπτά της πόδια. «Η αδερφή σου» κατόρθωσε να ψελλίσει η
μητέρα της «είναι πολύ άρρωστη, μόλις
έφυγε ο γιατρός». «ΤΙ;» αναφώνησε
η Δανάη, μα η φωνή της ακούστηκε σαν κούφιος γδούπος στον γδαρμένο τοίχο. «Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει, μην
απελπίζεσαι, πατέρα, η Ελενίτσα μας θα γίνει καλά και τα μαγουλά της θα
ροδίσουν πάλι όπως ήταν μικρούλα, θυμάσαι;». Ένα αμυδρό χαμόγελο αχνοφάνηκε
στις ζαρωμένες άκρες των χειλιών του «Ναι,
Δανάη μου, θυμάμαι».
Η νύχτα ήταν ατελείωτη
απόψε, θαρρείς δεν βγήκαν τα αστέρια, πόσο σκοτεινός κι απέραντος της φαινόταν ο
ουρανός. Και το φεγγάρι αφιλόξενο, βουβό, σαν την ψυχή της.
Πέρασαν μερικές ημέρες,
η Ελενίτσα ήταν άχρωμη λες κι ένα σφουγγάρι είχε σβήσει από το πρόσωπό της την
ομορφιά της. Η Δανάη της διάβαζε παραμύθια, της διηγιόταν ιστορίες και τη
φρόντιζε συνεχώς. Έγινε άγρυπνος φρουρός, φύλακας-Άγγελός της καθώς τα βράδια παραμιλούσε από τον πυρετό.
η Της δρόσιζε το μέτωπο με ένα βρεγμένο πανί, την έπαιρνε αγκαλιά και της σιγοτραγουδούσε.
Εξαντλημένη καθώς ήταν
δεν πήρε χαμπάρι τον πατέρα της που συνομιλούσε με έναν άγνωστο κύριο. Τον είχε
στείλει ο κυρ-Παναγιώτης, ο μπακάλης της γειτονιάς. Τι ήθελε άραγε αυτός ο ξένος; H
μητέρα της του πρόσφερε καφέ κι ένα λουκούμι από τα καλά, αυτά που
φύλαγε στο πολυκαιρισμένο σκρίνιο για ελάχιστες περιπτώσεις όπως έλεγε. Άρα σκέφτηκε
η Δανάη θα πρέπει να ήταν κάποιος πολύ σημαντικός. Κόλλησε τα αυτιά της στη
μεγάλη τρύπα του σάπιου ξύλινου πατώματος προσπαθώντας μάταια να αφουγκραστεί
μια λέξη, να καταλάβει από τα νεύματα των γονιών της για τι ακριβώς πρόκειται.
Η άνοιξη έκανε δειλά τα
πρώτα της βήματα, μα μέσα σε αυτό το άθλιο κατάμαυρο τοπίο ποιος άραγε θα την
αναζητούσε; Μόνο η Δανάη που κάθε δείλι την έψαχνε πάνω στο λόφο της. Πάνω του αγνάντευε
τον γκρίζο ορίζοντα λες κι έβλεπε πίσω από αυτόν όλα εκείνα που λαχταρούσε να
γνωρίσει.
Το μεσημέρι όλη η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω
από το φτωχικό τραπέζι. Αυτή τη φορά όλοι ήταν σιωπηλοί. Ο πατέρας ξερόβηξε
θέλοντας να τραβήξει την προσοχή τους. «Έχω
να σας ανακοινώσω κάτι που αφορά την οικογένειά μας» είπε κι η Δανάη με
μάτια γουρλωμένα από την περιέργεια περίμενε γεμάτη αγωνία τα μαντάτα. «Ο κύριος που είδατε προχτές στο κατώφλι
μας, ξέρετε αυτός που μας έστειλε ο κυρ-Παναγιώτης -χίλια καλά να τον εύρουν,
Αγιος άνθρωπος, φιλεύσπλαχνος- του μίλησε για την Ελενίτσα μας κι εκείνος ήρθε
αμέσως να με απαντήσει. Έχει ένα μεγάλο κτήμα στο χωριό του και δεν μπορεί να
το φέρει βόλτα μοναχός του, έτσι μου ζήτησε να γίνω επιστάτης. Αύριο κιόλας
μετακομίζουμε, δεν σας ρωτώ για την απόφαση μου διότι πρόκειται για την υγεία
της θυγατέρας μου» μονολόγησε και καληνύχτισε αποκαμωμένος.
Η Δανάη δεν μπόρεσε να
αποκοιμηθεί απόψε, κοιτούσε τα άστρα. Τα μετρούσε από τη γωνιά του τρύπιου
φεγγίτη για να δει ποιο από όλα ήταν το δικό της, εκείνο που έκλεψε την ευχή
της για να την κάνει αληθινή.
Μόλις καλοξημέρωσε η
οικογένεια τράβηξε προς το λιμάνι, εκεί όπου έφευγαν τα βαπόρια. Η Δανάη δεν
μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω τους. Ήταν πελώρια, σαν γίγαντες
που απειλούσαν να ταράξουν τη νηνεμία της θάλασσας. Ανέβηκε τρέχοντας στο κατάστρωμα
για να χαιρετήσει τη θλίψη της γκρίζας πόλης. Μέσα της πάλλονταν χιλιάδες
συναισθήματα: λύπη για τον αποχωρισμό της γειτονιάς της -ένα κομμάτι της θα
ανήκε πάντα εδώ, σε αυτούς που αγάπησε. Χαρά και αγωνία για το άγνωστο που θα
συναντούσε. Μα έτσι είναι η ζωή, παρηγορήθηκε, γεμάτη δρόμους που πρέπει να
τους περπατήσεις.
Το ταξίδι μεγάλο και
κουραστικό, της φάνηκε ατελείωτο, ήταν σχεδόν απόβραδο όταν το καράβι έπιασε το
απάνεμο γραφικό λιμανάκι. Ο αγέρας μοσχομύριζε γιασεμί, ένα άρωμα πρωτόγνωρο για
τη Δανάη αφού η πόλη που ζούσε ήταν άχρωμη, μουντή, δίχως λουλούδια και
βοτάνια. Μια άμαξα τους περίμενε για να τους μεταφέρει στην καινούργια τους
οικία. Η διαδρομή τη μάγεψε. Τα μονοπάτια δύσβατα, γεμάτα δέντρα, θάμνους κι
αγριολούλουδα. Μα αυτό που τη συγκίνησε ήταν το κελάιδισμα των πουλιών. Κάπως
έτσι θα πρέπει να ήταν ο παράδεισος που διάβαζε στα βιβλία.
Δεν χόρταινε να
κοιτάζει τριγύρω, ήταν όλα τόσο διαφορετικά από αυτά που μέχρι τώρα ήξερε που
πίστεψε πως ήταν σε άλλο κόσμο. Έπειτα από τρεις ώρες έφτασαν σε ένα μικρό
ύψωμα κι ένα αρχοντόσπιτο με στάβλο κι αποθήκες ξεπρόβαλλε μπροστά τους. Ο
άγνωστος κύριος τους περίμενε καρτερικά, τους καλοδέχτηκε και τους έδειξε την
κάμαρη που θα τους φιλοξενούσε. Τους φίλεψε ζεστό ψωμί, σούπα και κόκκινο κρασί.
Το τζάκι σιγόκαινε σε μια γωνιά επιβλητικό σαν το αφεντικό του.
Η κάμαρη ήταν άνετη, με
σκαλιστή κουζίνα και μια μαντεμένια ξυλόσομπα με φούρνο -ενθουσίασε τη μητέρα
της που τακτοποιούσε τα λιγοστά υπάρχοντα τους. Ο κύριος Θόδωρος -έτσι τον
έλεγαν τελικά- τους χάρισε ένα καροτσάκι μέχρι να δυναμώσει η Ελενίτσα είπε,
μετά δεν θα το χρειαστεί ξανά. Η Δανάη το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να
σκεπάσει την αδερφή της με μια φθαρμένη κουβέρτα.
«Έλα»
της είπε, «ελα να ανταμώσουμε το φεγγάρι,
θα δεις από εδώ και πέρα όλα θα αλλάξουν, η εξοχή θα σε γιατρέψει», της
έδωσε ένα απαλό φιλί στα χλωμά μαγουλά της και την έσυρε εξω. «Δεν μπορεί είπε κάπου εδώ έξω θα υπάρχει ένας
λόφος για να χτίσω τον θρόνο μου»
σκέφτηκε και γέλασε μέσα της σιωπηλά. «Κοίτα,
Ελενίτσα πόσο όμορφος είναι ο ουρανός καθώς σκεπάζεται με τον χρυσό μανδύα του.
Κοίτα τη νύχτα που τρέχει να τον συναντήσει στα λημέρια του. Κοίτα πως πασπαλίζει
με χρυσόσκονη τα βουνά. Κοίτα, Ελενίτσα» μα εκείνη είχε ήδη κοιμηθεί.
Το δωμάτιό τους ήταν
απλό, με μια κουρτίνα ζωγραφισμένη με λουλούδια κι ένα κομοδίνο με πολλά
συρτάρια, μα η μεγάλη έκπληξη ήταν τα βιβλία που υπήρχαν μέσα σε αυτά. «Θεέ μου» αναφώνησε η Δανάη «σε ευχαριστώ για τη χαρά που μου δίνεις». Περίμενε το πρωί για να
εξερευνήσει τον τόπο, αυτόν τον ευλογημένο τόπο που αξιώθηκε να δει. Τα κοκόρια
λαλούσαν, τα πουλιά τιτίβιζαν, οι μέλισσες βούιζαν και ρουφούσαν αχόρταγα τα
πολύχρωμα άνθη.
Η Δανάη άνοιξε τα μάτια
της, μήπως όλα αυτά τα ονειρεύτηκε; Μα όχι, ήταν πέρα ως πέρα αληθινά. Πήγε
βαδίζοντας στις μύτες των ποδιών της για να μην ξυπνήσει την αδερφή της.
Αθόρυβα άνοιξε τις κουρτίνες κι ο ήλιος κύλησε μέσα στη σιγαλιά του δωματίου.
Η Δανάη ανυπόμονα ντύθηκε
και έτρεξε προς την πόρτα. «Πού πας» φώναξε η μητέρα «δεν θα φας το πρωινό σου;». Μα η Δανάη
δεν την άκουσε, ο παλμός της καρδιά της ήταν πιο δυνατός. Έτρεξε έξω. Ρουφούσε
με απληστία τον καθαρό αέρα που ερχόταν από τα βουνά. Όλη η ύπαρξή της μεθούσε
από τα δυνατά άγνωστα αρώματα. Ζαλιζόταν από τα χρώματα της φύσης, ήθελε να αγγίξει
τα πάντα, να μάθει γι’ αυτά που χρόνια τα είχε νιώσει μόνο μέσα από μια σελίδα
χαρτιού.
Ξαφνικά λυπήθηκε σαν
έφερε στον νου της πως όλοι εκείνοι που έμεναν στην πόλη ήταν καταδικασμένοι να
μη γνωρίσουν ποτέ την ομορφιά του κόσμου. Ήταν καταδικασμένοι να ζουν ανάμεσα
στα φουγάρα και την υγρασία. Πόσο τυχερή ήταν εκείνη γιατί της δόθηκε η
ευκαιρία να φύγει από τον πέτρινο λόφο της. Πόσο τυχερή που αντάλλαξε το γκρίζο
με ένα κομμάτι μπλε ουρανού. Κοίταξε μια στιγμή την πεταλούδα με τα πιτσιλωτά
φτερά που πετούσε ανέμελα στον ουρανό. Ήταν ελεύθερη να επιλέξει το μέρος που
θα ζήσει. Τη ζήλεψε που είχε το σπάνιο χάρισμα να πετάει ψηλά, να φεύγει, να δραπετεύει μακριά από τη φυλακή της…
Μόνο
οι άνθρωποι δεν πετούν, μα κρατούν στα χέρια τους το κλειδί των ονείρων τους.
Γκρίζα όνειρα, απατηλά, μα μόνο μέσα από αυτά παίρνεις τη δύναμη για υπάρχεις,
να προσπαθείς, να αναζητάς, να παλεύεις για το άγνωστο. Γκρίζα όνειρα που
μπορεί να βγουν αληθινά. Ποιός τάχα μπορεί να ξέρει; Ο δικός σου λόφος είναι
κάπου εκεί και σε περιμένει να ανέβεις στον θρόνο σου και να ταξιδέψεις…
ΔΗΜΗΤΡΑ
ΚΟΛΙΑΣΤΑΣΗ (ανέκδοτο κείμενο)
…
Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας
Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα),
διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη σημερινή εικόνα
έκανε η Ελένη Χονδροπούλου.
Η Ελένη είναι μαθήτρια,
μόλις ολοκλήρωσε τη Β’ Γυμνάσιου και της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει.
…
Το κείμενο έγραψε η Δήμητρα Κολιαστάση.
Ημερομηνία γέννησης: 28
Μαΐου 1973.
Απόφοιτη Γενικού
Λυκείου Μίκης Θεοδωράκης-Ωρωπός Αττικής.
Σπούδασα στο Executive
Secretary Γραμματέας (απόφοιτη της σχολής Didacta) και στη σχολή PAN-SIC
Stylistas.
Τόπος διαμονής: Oρωπός
Αττικής.
Τόπος καταγωγής:
Κάλαμος Aττικής
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα «Ένα κείμενο,
μία εικόνα» στο facebook: