Μια
φορά κι έναν καιρό, στο ράφι ενός ζαχαροπλαστείου, βρέθηκε ανάμεσα σε πολλά
άλλα χριστουγεννιάτικα γλυκά ο κύριος Κουραμπιές. Μόλις είχε βγει από τον
φούρνο και ήταν αχνιστός. Αφράτος και βουτυρένιος, με μπόλικη άχνη ζάχαρη, είχε
μια καρδιά ευγενική και καλοσυνάτη. Με το πλατύ χαμόγελό του ήθελε να γνωρίσει
όλους τους συγκάτοικούς του για την περίοδο των Χριστουγέννων. Ευχόταν σε όλους
γρήγορα να επιλέγονταν να βρεθούν σε κάποιο ζεστό σπιτικό, δίπλα στο
χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για τον εαυτό του δεν φοβόταν. Αισιόδοξος από τη φύση
του, πίστευε ότι η σειρά του δεν θα αργούσε.
Όλοι
είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον κύριο Κουραμπιέ. Από τις δίπλες ως τις
βασιλόπιτες κανένας δεν είχε το παραμικρό παράπονο, γιατί πάντα έφερνε το
χαμόγελο στα χείλη τους με τα αστεία του. Μια φορά, μάλιστα, το κέικ φρούτων
κόντεψε να κοπεί στα δυο από τα τρανταχτά γέλια, όταν ο κύριος Κουραμπιές, για
να τους διασκεδάσει, τιναζόταν κι ύστερα έτρεχε να ξανακολλήσει πάνω του τη
ζάχαρη άχνη. Ωστόσο όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον σοβαρό κύριο Μελομακάρονο.
Ως βασιλιάς των χριστουγεννιάτικων γλυκών ήθελε να έχει την απόλυτη προσοχή, μα
κανένας δεν μίλαγε για κείνον όσο υπήρχε ο κύριος Κουραμπιές. Προσπαθούσε να μη
δώσει σημασία γιατί ήξερε ότι σύντομα θα έφευγε από κει, όμως το ποτήρι
ξεχείλισε όταν μια μέρα τα πράγματα παρεκτράπηκαν. Ο κύριος Κουραμπιές δοκίμασε
για πλάκα μερικές σταγόνες ζεστό κρασί που είχαν πέσει πάνω στον πάγκο και
μέθυσε. Όλα τα γλυκά συγκεντρώθηκαν να δουν τι συνέβη και
ο κύριος Κουραμπιές άρχισε να λέει ασυναρτησίες και να γελά φασαριόζικα. Ο κύριος
Μελομακάρονο προσπάθησε να τον σταματήσει, όμως ο άλλος παραπάτησε και τον
έσπρωξε κατά λάθος στο βάζο με το γαρύφαλλο. Όλοι γέλασαν μα ο κύριος Μελομακάρονο,
χωρίς να πει κουβέντα, έριξε στον κύριο Κουραμπιέ ένα υποτιμητικό βλέμμα και
πήγε στη θέση του, τινάζοντας από πάνω του την παραπανίσια σκόνη. Είχε θυμώσει
πάρα πολύ και περίμενε την ώρα που θα τον διαλέξουν να φύγει από κει μέσα.
Ώσπου ένα παιδάκι τον πλησίασε. «Μπαμπά! Να πάρουμε μελομακάρονα!» φώναξε κι ο
κύριος Μελομακάρονο πέταξε απ’ τη χαρά του. «Ποια να βάλω στο κουτί;» είπε ο
μπαμπάς του παιδιού κι ο κύριος Μελομακάρονο στήθηκε καμαρωτός. «Σίγουρα όχι
αυτό. Μυρίζει απαίσια με τόσο πολύ γαρύφαλλο που έχει!» είπε το παιδάκι και ο
κύριος Μελομακάρονο μόνο που δεν έκλαψε, όταν τους είδε να φεύγουν.
Όλα
τα γλυκά ήταν ακούνητα σαν αγάλματα. Κανένα δεν τόλμαγε να πει κάτι. Ακόμα κι ο
κύριος Κουραμπιές στενοχωρήθηκε για αυτό που είχε συμβεί, εξαιτίας του, κατά
λάθος. Όμως δεν ήταν στη φύση του να σκύβει το κεφάλι. Έπρεπε κάτι να κάνει.
Αφού σκέφτηκε λίγο, φόρεσε έναν αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Πλησίασε τον κύριο Μελομακάρονο
και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, κύριε Μελομακάρονο! Είμαι ο Άγιος Βασίλης σου
για φέτος! Θα σε στολίσω με αυτή την κατακόκκινη καρδιά ζαχαρωτό και όλοι θα
θέλουν να σε πάρουν σπίτι τους!» Ο κύριος Μελομακάρονο συγκινήθηκε κι όλοι μαζί,
αγκαλιασμένοι, περίμεναν τους επόμενους πελάτες του ζαχαροπλαστείου.
Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!
Βασιλική Ρηγάτου