Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Η ιστορία της Μελισσάνθης




Εύρημα που βρέθηκε στην Αρχαία Ελεύθερνα και εικονίζει τη μέλισσα θεά

Γεια σας! Με λένε Τούλα, δηλαδή Δήμητρα, αλλά όλοι με φωνάζουν Τούλα χαϊδευτικά. Σας είπα ότι είμαι μέλισσα; Ναι, είμαι μια μικρή μέλισσα και ζω μαζί με την οικογένειά μου σε ένα ψηλό βουνό, τον Ψηλορείτη. Μου αρέσει πολύ εδώ, όλη την ημέρα παίζω με τα λουλούδια κι έχει πολλά πολλά, με υπέροχα χρώματα και διαφορετικές μυρωδιές που κάνουν τον κόσμο να ευωδιάζει. Τον χειμώνα κάθομαι μέσα στην κυψέλη, γιατί έξω έχει κρύο και χιόνι και μου αρέσει πολύ να ακούω ιστορίες από τη γιαγιά μου τη Δήμητρα που τόσο αγαπώ. Λέει τις πιο ωραίες ιστορίες! Όλοι τη φωνάζουν μελισσοπαραμυθού. Έτσι αποφάσισα να σας πω και γω μια ιστορία, την αγαπημένη μου. Η γιαγιά μου λέει ότι είναι πραγματική. Λοιπόν, καθίστε αναπαυτικά και ακούστε προσεκτικά. 

Κάποτε πριν πολλά χρόνια, εδώ σε αυτήν την περιοχή, στην περιοχή της αρχαίας Ελεύθερνας ζούσαν αρκετοί και σημαντικοί άνθρωποι. Είχαν ωραία σπίτια και ναούς, κάνανε πανέμορφα αγάλματα και κοσμήματα και απολάμβαναν κάθε μέρα τη φύση γύρω τους με τα νερά και τα ρυάκια, με τα πολλά δέντρα και το ψηλό βουνό. Εκεί μαζί τους ζούσαν και οι δικοί μου οι πρόγονοι, οι μέλισσες. Όλη μέρα δούλευαν ασταμάτητα χωρίς να παραπονιούνται καθόλου, μετέφεραν τη γύρη από λουλούδι σε λουλούδι και από δέντρο σε δέντρο, κάνανε μέλι, κερί, βασιλικό πολτό, πρόπολη, όλα τα καλά που κάνει μια μέλισσα. Η γιαγιά μου λέει ότι εκείνο το μέλι ήταν το πιο γλυκό και εύγευστο μέλι που έχει δοκιμάσει ποτέ άνθρωπος και να σας πω…την πιστεύω. Εκεί λοιπόν κατοικούσε και μια γυναίκα, που ασχολιόταν πολύ με τις μέλισσες αυτές και που δεν θα σας πω ακόμα το όνομά της. Η γυναίκα εκείνη ήταν πολύ όμορφη, με μεγάλα μάτια που έφεγγαν στον ήλιο και μαύρα μακριά μαλλιά όλο μπούκλες. Συνήθιζε να φοράει κάθε μέρα την κρητική ενδυμασία με ένα όμορφο επίβλημα, ξέρετε σαν εσάρπα, που σκέπαζε απαλά και τους δύο ώμους της, μία φαρδιά ζώνη μετάλλινη και μακριά φούστα στολισμένη με χρωματιστά τετράγωνα. Ήταν η ιέρεια του ναού του θεού Απόλλωνα, θεού του ήλιου και ήταν και προστάτιδα των μελισσών που φρόντιζε εκεί κοντά στον ναό, των προγόνων μου δηλαδή. 

Ο θεός Απόλλωνας, επειδή την αγαπούσε για την καλοσύνη της, της χάρισε ένα περιδέραιο με χάντρες που θύμιζαν λουλούδια. Ένα χρυσό, ένα από έβενο, να θυμίζει μέλισσα και φυσικά το όνομά της: Μελισσάνθη. Όλοι οι άνθρωποι στην αρχαία Ελεύθερνα τη συμπαθούσαν πολύ γιατί ήταν πάντα χαμογελαστή, καλόκαρδη, με μια καλή κουβέντα για τον καθένα. Αφού εκτός από τους κατοίκους ήθελαν να τη συναντήσουν και οι ταξιδιώτες που πήγαιναν στην Κνωσσό ή στην Κυδωνία. Όσοι προσεύχονταν στον ναό, ζητούσαν από τη Μελισσάνθη να τους συμβουλέψει για τη ζωή τους.  Εκείνη ετοίμαζε τον βωμό για να κάνει την ιερή τελετή της, πρόσφερε στον θεό Απόλλωνα μέλι, κρασί, φρούτα και καρπούς και του ζητούσε με τη σειρά της να στείλει καλές και ειρηνικές μέρες στον τόπο και στους ανθρώπους, ώστε να ευημερούν και να προοδεύουν. Μετά τους κερνούσε όλους από το μέλι και φεύγανε χαρούμενοι και αισιόδοξοι. Στον υπόλοιπο χρόνο της η Μελισσάνθη περιποιόταν τα λουλούδια της και φρόντιζε τις μέλισσες. 

Όλα κυλούσαν όμορφα, ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα. Μια μέρα  που από το χάραμα ακόμα ο ουρανός γέμισε με μαύρα, απειλητικά,  πυκνά σύννεφα, που ούτε μια αχτίδα του ήλιου δεν μπορούσε να τα διαπεράσει. Άρχισε να φυσάει μανιασμένα και να βρέχει καταρρακτωδώς. Η Μελισσάνθη βλέποντας αυτή την κοσμοχαλασιά, χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε να προστατέψει τις μέλισσες. Μόνο αφού σκέπασε και προφύλαξε όλες τις κυψέλες και είδε ότι οι μέλισσες θα ‘ναι ασφαλείς ξεκίνησε να πάει πίσω στον ναό.  Τότε ακούστηκε μια δυνατή βροντή. Ο ουρανός φωτίστηκε από άκρη σε άκρη και ένας κεραυνός προσγειώθηκε πάνω στη Μελισσάνθη. 

Ο θεός Απόλλωνας βλέποντας το κακό που έγινε, την πήρε στα χέρια του και αφού της έδωσε αιώνια ζωή, τη μεταμόρφωσε σε μέλισσα, ώστε να μείνει για πάντα στον ναό, στην Ελεύθερνα παρέα με τις μέλισσες. Οι άνθρωποι την άλλη μέρα την αναγνώρισαν μέσα στις υπόλοιπες μέλισσες από το περιδέραιο που συνέχιζε να φοράει, αν και πιο μικρό πια. Τότε ετοίμασαν βωμούς έξω από τον ναό για να ευχαριστήσουν τον Απόλλωνα και έφτιαξαν προς τιμήν της κοσμήματα που απεικόνιζαν τη Μελισσάνθη. Από τη μια μεριά έβλεπες ένα κρινάκι, ένα άνθος και όταν το γυρνούσες ανάποδα έβλεπες τη θεά μέλισσα.  Ήταν η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που απεικόνισαν τη μέλισσα σαν θεά. Άλλοι λένε ότι έφτιαξαν κι ένα μικρό άγαλμα με τη μορφή της που αργότερα έφτασε μακριά, στη Γαλλία. Αλλά η γιαγιά λέει ότι αυτή είναι μια άλλη ιστορία, που ίσως να σας την πω κάποια φορά…

ΜΥΡΤΩ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


Η Μυρτώ Πετροπούλου γεννήθηκε το 1984 στην Καστοριά. Ακολούθησε το όνειρό της να γίνει αρχαιολόγος σπουδάζοντας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Γνωρίζει δύο ξένες γλώσσες και έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μυθολογία, την ανασκαφική συντήρηση και τον πολιτιστικό τουρισμό μέσα από προγράμματα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστήμιου Αιγαίου. Συμμετείχε σε ανασκαφές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και σήμερα μένει στο Κιλκίς, όπου είναι παντρεμένη, έχει αποκτήσει τον Άγγελό της και εξασκεί ελεύθερο επάγγελμα. Το 2019 κυκλοφόρησε την Ελληνική Μυθολογία « Με τα φτερά του Πήγασου»  από τις εκδόσεις Οσελότος.


Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Άλογο, παράλογο και ά-λογο



Ποιος τολμάει να τα βάλει με εμάς τα άλογα; Όχι επειδή αντέξαμε κακουχίες και πολλά άλλα, μα γιατί κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει την αληθινή ευγένειά μας. Μην τα βάζετε με αυτήν γιατί μπορεί κάλλιστα να μεταμορφωθεί στο χειρότερο τέρας. Αλλά ακόμα κι αυτή, την εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι. Μας καβαλάνε κανονικότατα, μας κακομεταχειρίζονται και στο τέλος μας βγαίνει το όνομα: μας αποκαλούν «ζώα»! Λες και το να είσαι ζώο είναι κακό…
Εμείς τα άλογα δεν μπορούμε να κάνουμε εμετό, αλλά με την αηδία που μας προκαλούν κάποιοι, θα γίνει κι αυτό. Μα συγνώμη, είμαι παράλογο; Μου φτάνει που στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε, αλλά τρελό δεν είμαι!
Μωρέ μια μέρα θα φτάσουμε στην Άβυσσο και θα χαθούμε, μόνο έτσι θα μας  εκτιμήσουνε. Μα γι’ αυτό θα χρειαστούμε τον Λόγο (τι ειρωνεία το όνομα…) το κοφτερό σύννεφο του Παραδείσου που θα μας οδηγήσει κατευθείαν στα Τάρταρα. «Λόγος» ονομάζεται γιατί κρύβει αλήθειες, μα και ψέματα, για τη ζωή και τον θάνατο. Πάντα μας παρακολουθεί από ψηλά, άσχετα αν μας λέει κάτι περίεργα ότι παρατηρεί την αληθινή ζωή ανάσκελα.
Ο Λόγος έφτασε εδώ δίπλα μου. «Ώρα για το μεγάλο ταξίδι παιδιά!» Όλα τα άλογα καλπάζανε χωρίς δισταγμό στο φωτεινό σκοτάδι. Μα εγώ έμεινα πάνω στον Λόγο. Κάτι με κράταγε και δεν μπορούσα να κουνήσω τις οπλές μου. Γιατί;
Βρήκα την απάντηση: Είτε ζώο είσαι, είτε άνθρωπος, είτε μιλάς, είτε μουγκρίζεις, η ζωή είναι δώρο, μοναδικό και ανεκτίμητο! Τελικά ο Λόγος είχε δίκιο: Υπάρχει και αληθινή ζωή εκεί πάνω, ακόμα και απο 'δω που είμαστε… Μα πρέπει να αγωνιστούμε για να την κερδίσουμε. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί, κι ας μη θέλουμε να το παραδεχτούμε…
Έμεινα μόνος, μα θέλω…
Έμεινα λίγος, μα νιώθω...
Έμεινε πόνος, μα αντέχω…
Έμεινα άλογο, μα πονάω…

ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Κείμενο-εικόνα: Νίκος Πολυχρονόπουλος


Γεννήθηκα στις 13 Ιουλίου του 1992. Από μικρός μου άρεσε να πλάθω δικούς μου κόσμους και να τους δίνω πνοή με τις ζωγραφιές μου. Δεν γνωρίζω αν οι αληθινοί καλλιτέχνες με εκτιμούν, μα με έχουνε πάντα δίπλα στην πένα και το πινέλο τους.

Ο Νίκος Πολυχρονόπουλος σπούδασε στο Τμήμα Εικαστικών κι Εφαρμοσμένων Τεχνών στην όμορφη και πολύχρωμη Φλώρινα.

Πέρα από τη ζωγραφική, ασχολείται με εικονογραφήσεις βιβλίων.

           2013 εικονογράφησε το βιβλίο του Δημόκριτου Τσουκάπα «Του ουρανού τα παραμύθια», Εκδόσεις Ζήτη.
           2014 εικονογράφησε το βιβλίο της Γεωργίας Σταυριανέα «Στίλης Τριφύλης- Ταξίδι στον πλανήτη Φις-Τι-Κιού», Εκδόσεις Φυλάτος.
           2014 εικονογράφησε το βιβλίο του Γιώργου Πολύδωρου «Ο καλύτερός μου φίλος», Εκδόσεις Φυλάτος.
           2015 έγραψε και εικονογράφησε το βιβλίο «Σταματίτιδα», Εκδόσεις Φυλάτος.
          2015 εικονογράφησε το Ημερολόγιο-Ανεκδοτολόγιο του Γιάννη Σερβετά «Ένα παιδί ακόμα μετράει τ’ άστρα», Εκδόσεις Ιανός.
           2016 Εικονογράφησε το εξώφυλλο και το εγχειρίδιο από το μουσικό CD «Δυόμιση χρόνια αργότερα» του συγκροτήματος «Κακώς Πρέπει».
           2016 Εικονογράφησε το βιβλίο του Θεοφάνη Θεοφάνους: «Όσα φέρνει η ώρα στης ποίησης τη χώρα», Εκδόσεις Άνεμος.
           2017 Εικονογράφησε το βιβλίο του Γιάννη Μύρτση: «Η πέτρα της τύχης», Εκδόσεις Φυλάτος.

Μόνιμος συνεργάτης της λογοτεχνικής στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» της Γιώτας Κοτσαύτη και του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Book Tour.

Το 2014 ολοκλήρωσε με επιτυχία τη Διευρυμένη Πρακτική Άσκηση στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Φλώρινας.

E-mail επικοινωνίας: eaglehead73@gmail.com
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:



Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Ελπίδα



Με την ψυχή στα δόντια τρύπωσε ο μικρός σκίουρος στον ελαιώνα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Είχε βρει καταφύγιο επιτέλους. Όλα εδώ έμοιαζαν ήσυχα και ειρηνικά. Κανένας κίνδυνος. Πεινούσε ωστόσο και διψούσε πολύ. Στην αγκαλιά του έσφιγγε δυο καρύδια και τρία κάστανα που δεν έφταναν ούτε για κολατσιό. Αυτά μονάχα μπόρεσε να σώσει από την ξαφνική πυρκαγιά που ξέσπασε στο δάσος που κατοικούσε. Όλα τα υπόλοιπα, η φωλιά, οι προμήθειες, τα υπάρχοντά του, είχανε γίνει στάχτη. Είχε δραπετεύσει κυριολεκτικά από μια κόλαση. Ήτανε όμως γερός και ζωντανός. Τι άλλο ήθελε; Το μόνο καρφί στην καρδιά του ήταν που μέσα στον πανικό της φυγής έχασε τη φιλενάδα του. Μια σκιουρίνα καστανοκόκκινη με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια... Αχ... Ποιος ξέρει αν θα την ξανάβλεπε ποτέ...

   Το φθινόπωρο είχε ήδη μεσοκοπήσει. Η ζέστη όμως κρατούσε. Σκούπισε τις  σταγόνες του ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπό του και κοίταξε τη γούνα του. Από καστανή είχε γίνει γκρίζα κι αυτό σήμαινε πως ερχόταν ο χειμώνας.

   «Θα πρέπει  να βρω ένα καινούργιο σπίτι» συλλογίστηκε. Κι άρχισε να ψάχνει. Τα σπίτια όμως ήταν τόσο πολλά,  που δεν ήξερε ποιο να διαλέξει. «Θα κλείσω τα μάτια και θα μπω στην πρώτη κουφάλα που θα βρω μπροστά μου». Προχώρησε  στα τυφλά. Ώσπου «μπαμ»... Μια κουτουλιά σ’ έναν κορμό και το κεφάλι του στολίστηκε μ’ ένα ολοστρόγγυλο καρούμπαλο.

   «Με τις υγείες σου» τον κορόιδεψε μια κουρούνα από ψηλά. Και φρρρρτ κατέβηκε και θρονιάστηκε δίπλα του γυρεύοντας κουβέντα. Ο τρόπος της τον θύμωσε. Του φάνηκε αντιπαθητική και κουτσομπόλα. Πόσο λάθος όμως είχε κάνει... Όταν της διηγήθηκε την περιπέτειά του, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα συμπόνιας.

   «Μην κλαις μικρούλη μου, το κλάμα δεν βοηθάει πουθενά» τον παρηγόρησε. «Δεν είσαι ο μοναδικός που έχασε το σπίτι του... Τι να πω κι εγώ η κακομοίρα;»

«Μη μου πεις πως είσαι κι εσύ από το δάσος με τις καστανιές. Μη μου πεις πως κάηκε και το δικό σου σπίτι...» Η κουρούνα όμως κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

  «Κάθε άλλο. Απλώς αναγκάστηκα να το εγκαταλείψω. Να ξέρεις πως υπάρχουνε κι άλλες φωτιές  εκτός από εκείνες που καίνε...»

   Την άλλη στιγμή βρέθηκε να διηγείται το πάθημά της. Πως ένα απόγευμα δηλαδή, στα καλά καθούμενα, κάτι  παιδιά, ήρθανε κάτω από τη φωλιά της και χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κακό, τρεχαλητά, πανδαιμόνιο...  Την τρέλαναν. Δεν την άφηναν να κλείσει μάτι. Κι όταν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, θύμωσαν. Την έβρισαν, την έβαλαν στο σημάδι και την πήραν με τις πέτρες. Φοβήθηκε τόσο πολύ, που λούφαξε  στη φωλιά της τρέμοντας. Το πετροβόλημα όμως συνεχίστηκε μαζί με σκληρά λόγια και κοροϊδίες για το χρώμα της, για την καταγωγή, ακόμα και για την τροφή της. Λόγια... λόγια... λόγια... Πολλά και διάφορα και κάτι άλλα που δεν μπόρεσε ποτέ της να εξηγήσει... «Κουρούνα κουτσοκώλα, τον άντρα σου Νικόλα. Κουρούνα κουτσομύτα, τον άντρα σου Νικήτα.» Τι εννοούσαν; Πάντως όχι κάτι καλό... Πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε ωστόσο πως το πιο σωστό θα ήταν να περιμένει να σκοτεινιάσει, να φύγουν τα παιδιά και να ξαναβρεί την ησυχία της. Έτσι κι έγινε. Μα ήταν τόσος ο φόβος της και τέτοιες οι συμβουλές της νύχτας, που αποφάσισε να πάρει τα μπογαλάκια της, να εξαφανιστεί και να επιστρέψει όταν πια θα είχε ξεχαστεί το πράγμα. Τα μάζεψε λοιπόν και μετακόμισε. Μα πόσο θ’ άντεχε στην ξενιτιά; Κι αν η φυγή της τελικά ήταν ένα μεγάλο λάθος; Αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Όταν όμως έφτασε στο δέντρο της, κατάλαβε πως τα πράγματα μάλλον είχαν χειροτερέψει. Στη θέση της φωλιάς της υπήρχαν μόνον ερείπια. Κι από το φουντωτό κλαδί που τη δρόσιζε κάποτε, κρεμόταν ένα τρομακτικό κουβάρι πολύχρωμα κουρέλια κι ένα τσαμπί άδεια τενεκεδάκια που κουδούνιζαν στο ανεμοφύσημα δαιμονισμένα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χαμηλά στο έδαφος ήταν στημένο κι ένα πεντάσχημο σκιάχτρο που της έκοψε τη χολή...

    Η καλόκαρδη κουρούνα έκλαιγε τώρα με λυγμούς.

   «Φωτιά στα μπατζάκια μας» βρήκε πρώτος την ψυχραιμία του ο σκίουρος. «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Πρέπει να βρούμε φωλιά. Έρχεται χειμώνας».

  Δρόμους πήραν και δρόμους άφησαν. Έψαξαν παντού και δεν βρήκαν ούτε γωνιά. Τους είχαν προλάβει άλλοι. Με την κουβέντα είχαν χασομερήσει πολύ. Στο τέλος αναγκάστηκαν να χτυπήσουν την πόρτα της κουκουβάγιας, της αλεπούς, της αγριόγατας, ακόμα και της οχιάς,  ταράζοντάς της τον ύπνο.

   «Πάρτε δρόμο από εδώ, γιατί μαύρο φίδι σας έφαγε» σφύριξε εκείνη φαρμακερά τινάζοντας τη διχαλωτή της γλώσσα μέχρι έξω.

    Απογοήτευση. Σαν την οχιά τούς έδιωχναν όλοι. Με κακία και δίχως συμπόνια. Το να βρει κάποιος ξένος μια φωλιά ήτανε μια κουβέντα και μόνο. Σαν να μην έφτανε αυτό, με το ψάξε ψάξε, ολόκληρος ο ελαιώνας σηκώθηκε στο πόδι. Οι κάτοικοι αναστατώθηκαν. Στην αρχή έριξαν παντού σκόνη από κόκκινη πιπεριά. Πασάλειψαν τα πάντα. Ύστερα  μαζεύτηκαν μπουλούκια μπουλούκια κι άλλος έλεγε το κοντό του κι άλλος το μακρύ του. Με λίγα λόγια, αποφάσισαν πως δεν έπρεπε να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Κινδύνευαν τα υπάρχοντά τους, τα σπίτια και οι προμήθειές τους. Ποιός δεν το ήξερε άλλωστε τι σήμαινε να έχεις γείτονα έναν πεινασμένο σκίουρο και μια λιμάρα κουρούνα; Δίχως να χάσουν καιρό, μια και δυο έτρεξαν και βρήκαν τους γυμνοσάλιαγκες. Τους ζήτησαν να γράψουν πάνω σε χίλια πλατανόφυλλα λίγες λέξεις. «Σκίουρος στον ελαιώνα. Φυλαχτείτε». Να τα πετάξουν στο ξέφωτο, να τα πάρει ο αέρας και να τα σκορπίσει παντού. Να μη μείνει ούτε ένας που να μην το μάθει.

   Ο μικρός σκίουρος με τούτα τα καμώματα πικράθηκε πολύ. «Θα τα μαζέψω και θα φύγω. Δεν με χωράει αυτός ο τόπος...». Τι να μαζέψει όμως ο φτωχός που δεν είχε τίποτα απολύτως; Και πού να πήγαινε εφόσον δεν ήξερε κανέναν; Η νοσταλγία  για το δάσος του το δροσερό τον έπνιξε. Λιγουρεύτηκε τραγανά βελανίδια και κάστανα,  καρύδια και φουντούκια, το καθαρό νεράκι της πηγής, τη γαλήνη. Ονειρεύτηκε και τη σκιουρίνα με τα καφετιά τα’ αμυγδαλωτά της μάτια. Αχ... Και να τα δάκρυα πάλι...

   «Σου βρήκα φωλιά. Ποιός μπορεί να ξέρει καλύτερα από την αράχνη σκέφτηκα. Και δεν έπεσα έξω. Χρυσή καρδιά. Έλα τι κάθεσαι... πάμε να σου τη δείξω.» Η φιλενάδα του η κουρούνα είχε καλά νέα.

   Ήταν μια κατασκότεινη κουφάλα παγωμένη, βρώμικη, γεμάτη αράχνες, σκουπίδια και υγρασία. «Φοβάμαι» κλαψούρισε τρομοκρατημένος ο μικρός σκίουρος μόλις την είδε. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ ολομόναχος...»

   «Και βέβαια μπορείς. Δεν έχεις κι άλλη επιλογή. Θα μείνεις. Μα δεν θα είσαι ολομόναχος. Τι κουβέντα... Κανείς δεν είναι ολομόναχος αν θες να ξέρεις. Για όλους υπάρχει ένας πολύτιμος σύντροφος...»

   «Σύντροφος; Ποιος; Δεν βλέπω κανέναν»

   «Η ελπίδα, κουτέ. Που βέβαια δεν τη βλέπεις.»  Και δίχως άλλη κουβέντα το καλόψυχο πουλί  πέταξε ψηλά γυρεύοντας ένα ήσυχο μέρος να κουρνιάσει.

  Εκείνο το βράδυ ο σκίουρος δείπνησε με κάτι σκαθάρια και κάτι μυρμήγκια που ανακάλυψε να σεργιανούν στον κορμό του δέντρου. Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, αλλά δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Φοβόταν, πεινούσε, κρύωνε. «Ελπίδα, πού είσαι;. Έλα να μου κάνεις συντροφιά.». Ελπίδα. Τι να  ήταν άραγε αυτό το πράγμα; Όλο το φώναζε και ποτέ εκείνο δεν ερχόταν...

   Η μέρα που ξημέρωσε ήταν γλυκιά και ζεστή. Χάρηκε το απαλό φθινοπωρινό φως και η χαρά του έγινε ακόμα πιο μεγάλη, όταν στην είσοδο της κουφάλας του βρήκε λίγα βατόμουρα, ένα μικρό καρύδι και μπόλικα ζουμερά κούμαρα. Η κουρούνα ορκίστηκε πως δεν ήξερε ποιος τα είχε φέρει. Με χαρά όμως τα μοιράστηκε μαζί του. Τι καλά... Κι όπως δεν είχε ανάγκη για την ώρα να ψάξει για τροφή βάλθηκε να καθαρίζει σκεφτικός τη φωλιά του. Κάποιος τον νοιάστηκε... Μα ποιος; Άρα δεν ήταν όλος ο κόσμος εχθρός του. Να ήταν άραγε η ελπίδα; Ναι. Ναι. Μάλλον αυτή. Και χαμπάρι δεν πήρε κάτι ανήσυχα ματάκια που τον παρακολουθούσαν άγρυπνα, τον συμπονούσαν και κρυφά απ όλους πάσχιζαν να τον βοηθήσουν. Ελπίδα.

   Η βοήθεια συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Καθημερινά στην πόρτα του έβρισκε χρειαζούμενα πράγματα, ολόκληρο νοικοκυριό. Στο τέλος το σπιτικό του δεν χωρούσε άλλα. Για το ποιος τα έφερνε δεν αναρωτήθηκε ποτέ. Μονάχα την αόρατη σύντροφό του δεν σταμάτησε να ψάχνει ούτε στιγμή. Αχ ελπίδα.

   Ώσπου την είδε μια μέρα βροχερή να περνάει από μπροστά του. Επιτέλους. Ήτανε λίγο πιο αδύνατη, θλιμμένη και η γούνα της η καστανοκόκκινη τού φάνηκε θαμπή σαν να είχε ξάφνου παλιώσει. Το πηδηχτό της πάντως περπάτημα ήταν πιο χαριτωμένο από ποτέ.

   «Ελπίδα» φώναξε με όλη τη δύναμή του κι έτρεξε μαλλιά κουβάρια να την προφτάσει... «Ελπίδα» επανέλαβε και κλείνοντας τον δρόμο της. Εκείνη ανοιγόκλεισε της μακριές βλεφαρίδες της και του χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Ελπίδα;» παραξενεύτηκε. «Ελπίδα... Ναι... Εσύ θα είσαι κι άλλη καμιά...» Για λίγο δεν μιλούσε κανένας. Κοιτάζονταν μονάχα ώρα πολλή. «Ελπίδα» παραδέχτηκε κάποτε αυτή σπάζοντας πρώτη τη σιωπή. «Ελπίδα» συμφώνησε στο τέλος.

    Του έδωσε το χεράκι της κι εκείνος το έσφιξε στη φούχτα του απαλά. Τι ευτυχία. Περπάτησαν μαζί σ’ εκείνα τα άγνωστα μονοπάτια χωρίς να μιλούν.  Έκλαιγαν μόνο και οι δυο από χαρά τώρα πια και τα όμορφα καστανά τους μάτια έλαμπαν πιο πολύ κι από τον ήλιο.

ΝΙΤΣΑ ΚΙΑΣΣΟΥ



Γεννήθηκα το 1962 στον Όρμο Μαραθοκάμπου της Σάμου και ζω πάντα εκεί. Εμφανίστηκα στον χώρο της λογοτεχνίας το 1990 μ’ ένα θεατρικό έργο για παιδιά που τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό βραβείο. Στη συνέχεια βραβεύτηκα επίσης από τη ΓΛΣ για μια ποιητική συλλογή και δυο μυθιστορήματα. Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Συνεχίζω να γράφω παραμύθια για παιδιά και ιστορίες για μεγάλους. Τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΥ KAI ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ.

Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη