Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Το τελευταίο φύλλο



«Βοήθεια, βοήθεια, πιάστε με, πέφτω... Βοήθεια...» έσκουξε το τελευταίο φύλλο της μουριάς. Ένα ψυχρούτσικο αεράκι βασάνιζε αλύπητα τον αδύναμο μίσχο του και το γέμιζε φόβο. Έβγαινε πια το φθινόπωρο και τα κλαδιά τριγύρω είχανε μείνει ολόγυμνα.
«Πέσε λοιπόν, να τελειώνουμε.» Η φωνή της μάνας του έμοιαζε ανυπόμονη, νευριασμένη. Βιαζότανε άλλωστε να πάει για ύπνο.
«Μανούλα να σου πετύχει» σκέφτηκε το φύλλο πικραμένο από τα λόγια ετούτα. Και η σκέψη του γύρισε πίσω. Στην άνοιξη και στο καλοκαίρι που η μουριά κανάκευε τα παιδάκια της νύχτα και μέρα. «Δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Είστε η ζωή μου.» επαναλάμβανε ανάμεσα σε τραγούδια, νανουρίσματα και καλοπιάσματα σωρό. Εκείνα τότε ένιωθαν σιγουριά και απέραντη αγάπη για τη μαμά τους. Μελετούσαν μάλιστα πολύ προσεχτικά το κάθε τους σάλεμα και κανόνιζαν να την προστατεύουν τόσο από τις καφτερές ακτίνες του ήλιου, όσο και από τον αέρα που ερχότανε ζεστός. «Δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Είστε η ζωή μου.» Δεν σταματούσε στιγμή να τους το λέει. Κι εκείνα πάλι χαιρόντουσαν τόσο πολύ να το ακούνε...
«Βοήθεια... Πέφτω...» Το φύλλο τα χρειάστηκε πάλι.
«Πέσε λοιπόν, να τελειώνουμε...»
Αυτή τη φορά η φωνή ήρθε από χαμηλά. Κατευθείαν από τα στόματα των αδελφιών του που είχανε πέσει ήδη και είχαν στρωθεί φαρδιά πλατιά στο χώμα.
Έριξε μια τελευταία ματιά ολόγυρα. Γύμνια παντού. Μονάχα σε μια κληματαριά, κάτω από ένα μπαλκονάκι, αργοσάλευαν λιγοστά κληματόφυλλα στο χρώμα της σκουριάς.
«Πρέπει να πέσω. Άργησα.» σκέφτηκε πάρα πολύ σοβαρά. «Τι σήμερα. Τι αύριο. Μια ψυχή θα βγει που θα βγει...»
Έκλεισε τα μάτια και κράτησε την αναπνοή του. Το ίδιο αεράκι φύσηξε πάλι κι όλα έγιναν ξάφνου πολύ εύκολα.
«Ααααχ...» στέναξε βαθιά το φύλλο. Είχε πονέσει λιγάκι την ώρα που ο μίσχος του ξεκόλλησε από το κλαδί.
Η πτώση του φάνηκε ατέλειωτη. Ολόκληρο ταξίδι. Όλο τσαλίμια και τσιριμόνιες. Όλο στροφές και κωλοτούμπες. Όλο βουτιές και πισωγυρίσματα. Περιπέτεια σωστή. Μόλις όμως προσγειώθηκε μαλακά πάνω στον σωρό με τ’ αδέλφια του, τα ξέχασε όλα κι αναστέναξε με ανακούφιση.
«Ουφ... Ώστε αυτό ήτανε λοιπόν; Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο.»
«Φοβιτσιάρη» μουρμούρισαν τα πεσμένα φύλλα κοροϊδευτικά.
«Όλα καλά τώρα πια. Δεν έμεινε πίσω κανένας. Προσπαθήστε να κοιμηθείτε» τα συμβούλεψε η μητέρα τους και χασμουρήθηκε. «Εγώ πάω για ύπνο. Είμαι τόσο νυσταγμένη. Όνειρα γλυκά. Και μην ξεχνάτε. Δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Είσαστε η ζωή μου.»
«Τι λες, καλέ» νευρίασε το τελευταίο φύλλο. «Ακούς εκεί, δεν θα χωρίσουμε ποτέ... Πώς γίνεται να είμαστε η ζωή σου; Αφού μας έριξες στο χώμα, αφού μας πέταξες, αφού δεν κράτησες ούτε ένα σου παιδί στα κλαδιά σου... Αφού.. .αφού... αφού...» Πόσα παράπονα πια.
«Κάποια μέρα θα με καταλάβεις» ψέλλισε καρτερικά η μουριά λιγάκι πικραμένη. Ύστερα έκλεισε τα μάτια κι αμέσως βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ.
Τα πεσμένα φύλλα τη μιμήθηκαν. Μοναχά εκείνο το τελευταίο έμεινε ξάγρυπνο. Δεν του κόλλαγε ύπνος. Τα λόγια της μάνας του το έριξαν σε μεγάλη συλλογή.
«Μια μέρα θα καταλάβω... Μα τι να καταλάβω; Δεν καταλαβαίνω τίποτα...»
Και θέλοντας και μη πέρασε κι αυτό σιγά σιγά στον κόσμο των ονείρων...
Η μέρα όμως που του έλεγε η μητέρα του δεν άργησε να έρθει.
Ύστερα από τις φθινοπωρινές και τις χειμωνιάτικες βροχές, το φύλλο δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό του. Πρώτα άλλαξε το χρώμα του. Από πράσινο έγινε κίτρινο κι από κίτρινο χρυσαφί. Πήρε την όψη της σκουριάς κι όλο σκούραινε. Πέρασε από όλους τους τόνους του καφέ για να καταλήξει στο τέλος μαύρο, κατράμι. «Τι κατάντημα» σκεφτόταν και μελαγχολούσε.
Μα και το σχήμα του άλλαξε. Δεν έμοιαζε πια με παλάμη. Στην αρχή ξέφτισε στις άκρες κι αργότερα παντού. Γέμισε τρύπες σαν κουρελιασμένο παλιόρουχο. Στο μεσοχείμωνο πια ήταν ένας σωρός σκόνη.
«Ήρθε το τέλος...» κατέληξε. Μα πράγμα παράξενο... Δεν φοβότανε πια. Ήταν κι εκείνος ο ύπνος ο γλυκός σαν μέλι που το πήρε και το σεργιάνισε παντού. Σε όλα τα μέρη που έβλεπε από ψηλά κι απορούσε πως να είναι άραγε από κοντά αφού τρόπος να τα πλησιάσει δεν υπήρχε...
Το τέλος όμως δεν είχε έρθει βέβαια. Μονάχα βροχές ήρθανε κι άλλες. Έσπρωξαν τη σκόνη του μαζί με τις σκόνες των αδελφών του και τις πατίκωσαν βαθιά στο χώμα. Και κάτι άλλα φύλλα πήγανε και δεν ήρθανε. Κάτι φύλλα που δεν του έμοιαζαν καθόλου καθώς ανήκαν στο ημερολόγιο...
Αλλόκοτο ταξίδι που κράτησε όσο κράτησε. Ώσπου μια γλυκιά ζέστη τρύπωσε παντού. Έφτασε μέχρι τον ύπνο του τον βαθύ και παραμέρισε τα όνειρα και τη νάρκη. Σαν να μην έφτανε αυτό, μια φασαρία κι ένα κακό χάλασε τον τόπο. Φωνές, μουσικές, τραγούδια, χάχανα και τρεχαλητά. Γιορτές. Ένας χαμός. Και η νύστα κόπηκε μαχαίρι.
Το φύλλο είχε σαστίσει πια. Αισθανόταν κι ένιωθε τα πάντα χωρίς να έχει σώμα. Χωρίς να υπάρχει καν. Και η σαστισμάρα του μεγάλωσε όταν στα ρουθούνια του κάποια στιγμή έφτασε επιπλέον μια γνώριμη και τόσο αγαπημένη μυρωδιά. Ήταν σκοτάδι, μα ένιωθε πως δεν είχε ανάγκη το φως. Ήξερε χωρίς να βλέπει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και καταλάβαινε πως ακόμα και δίχως να σαλεύει ζύγωνε κι όλο ζύγωνε σε μιαν ανοιχτή, ορθάνοιχτη αγκαλιά. Ήταν το σώμα της μητέρας του. Ήταν οι ρίζες της κάτω από τη γη που ξυπνούσαν επιτέλους και ζωντάνευαν. Κι αναζητούσαν τον ήλιο, τον αέρα και την άνοιξη με τις ομορφιές της.
«Μάνα μου... Σε ξαναβρίσκω…» ξεφώνισε μες στην καλή χαρά.
Και την άλλη στιγμή σαν μελωδία, σαν χάδι απαλό και σαν κανάκεμα, λόγια παλιά που τα είχε ξανακούσει, το γέμισαν ευτυχία και χαρά.
«Καλώς ήρθες, μικρό μου. Ξυπνητούρια. Επιτέλους πια. Καλώς ήρθατε κι όλα τα παιδιά μου. Μα δεν σας τα έλεγα; Δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Είσαστε η ζωή μου...»


ΝΙΤΣΑ ΚΙΑΣΣΟΥ


Γεννήθηκα το 1962 στον 'Ορμο Μαραθοκάμπου της Σάμου και ζω πάντα εκεί. Εμφανίστηκα στον χώρο της λογοτεχνίας το 1990 μ' ένα θεατρικό έργο για παιδιά που τιμήθηκε με το Β' Κρατικό βραβείο. Στη συνέχεια βραβεύτηκα επίσης από τη ΓΛΣ για μια ποιητική συλλογή και δυο μυθιστορήματα. Συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με τοπικές εφημερίδες και περιοδικά. Συνεχίζω να γράφω παραμύθια για παιδιά και ιστορίες για μεγάλους. Τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΥ KAI ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ.

Ζωγραφιά: Αθηνά Πετούλη

1 σχόλιο :

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;