Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Γαλανόλευκη

 


Γακοπούλου Βάγια

Γαλανόλευκη,

σημαία της πατρίδας,

ιερό πανί.

Προσευχή στους ήρωες

είναι τ’ ανέμισμά σου!

 

Γιαμουρίδου Κική

Είναι ιερό,

της Πατρίδας έμβλημα,

γαλάζιο λευκό.

Χρώματα ελληνικά,

σεβασμός και καμάρι.

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Γαλανόλευκη,

το εθνικό σύμβολο

υμνούμε όλοι.

Παρέλαση μαθητών,

τιμή στους προγόνους μας.



Μαυρομάτη Σαββούλα

Γαλανόλευκη,

τις κορυφές στολίζεις.

Ελευθερία,

στη μνήμη μου τη φέρνεις,

το παρελθόν δεν ξεχνώ.

 

Φωτάκη Ελένη

Γαλανόλευκη,

τα χρώματά σου πάντα

ελευθερία

φωνάζουν στον αέρα,

περήφανη σε κοιτώ.

 

Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Το φθινόπωρο του Σέρχιο

 


Καρλή Πολίνα

Εκείνο το φθινόπωρο κάτι θα άλλαζε στο δάσος των τεσσάρων εποχών. Από το πρωί όλα τα ζωάκια έμοιαζαν ανήσυχα. Μια νέα οικογένεια σκίουρων θα μετακόμιζε στο μεγάλο δέντρο. Κάποιοι έλεγαν ότι οι νέοι τους γείτονες αναγκάστηκαν να φύγουν από το δάσος τους, αφού οι άνθρωποι έκοβαν τα δέντρα το ένα μετά το άλλο. Σε λίγο καιρό θα έχαναν όλοι τις φωλιές τους. Ο Σέρχιο ήταν λυπημένος. Ακολουθούσε αμίλητος τη μαμά και τον μπαμπά κι ένιωθε να του λείπει ήδη το σπίτι του.

«Άραγε πώς θα είναι εκεί;» σκεφτόταν στη διαδρομή. «Θα κάνω καινούργιους φίλους;»

Η νύχτα έπεσε γρήγορα και η οικογένεια των σκίουρων, που είχε φτάσει στο δάσος, μπήκε στη φωλιά της. Οι γονείς του είχαν σκοπό να μαζέψουν το πρωί όλα τα υλικά που θα χρειάζονταν για να φτιάξουν όμορφα το σπιτάκι τους πριν έρθει ο χειμώνας.

Ο Σέρχιο δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Στενοχωριόταν. Όμως, πριν καλά καλά το καταλάβει, ξημέρωσε. Είχε ακόμα κλειστά τα μάτια του του όταν άκουσε έναν θόρυβο από το παραθυράκι. Σηκώθηκε να δει. Ένας μικρός σκαντζόχοιρος κι ένα λαγουδάκι βρίσκονταν κάτω από το δέντρο. Για μια στιγμή τα τρία ζωάκια κοιταχτήκαν στα μάτια. Έπειτα οι νέοι του γείτονες φώναξαν προς το μέρος του Σέρχιο: «Πώς σε λένε; Θα κατέβεις να παίξουμε;»

 

Πάτση Ελένη

Το φθινόπωρο είναι μια όμορφη εποχή. Είναι όμως και προετοιμασία για τον χειμώνα. Για όλους μας. Ακόμα και για τον Σέρχιο, τον σκίουρο. Όλη μέρα μάζευε καρπούς, φρούτα, γέμιζε τη φωλιά και την κοιλίτσα του. Ήταν προκομμένο σκιουράκι. Μια μέρα όμως μια καταιγίδα κι ένας δυνατός αέρας έφραξαν τη φωλιά του. Πάλι καλά που δεν ήταν μέσα. Πάλεψε για να τη σώσει. Μάταιος κόπος… Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε να τρέμει, να βήχει να φτερνίζεται. Είχε κρυώσει. «Γκουχ γκουχ» ακουγόταν σε όλο το δάσος .Έκλεισε τα μάτια απογοητευμένος. «Σέρχιο, φίλε μας, τι σου συμβαίνει;» Είχαν έρθει οι φίλοι του οι σκίουροι. «Η βροχή κατέστρεψε το σπίτι μου» απάντησε.

Τότε οι φίλοι του του έδωσαν ένα ζεστό παλτό, μια κούπα τσάι κι όλοι μαζί, ενωμένοι σαν αλυσίδα, άρχισαν να σπρώχνουν τα σπασμένα ξερόκλαδα από τη φωλιά του ώσπου την ελευθέρωσαν. Ο Σέρχιο τούς ευχαρίστησε συγκινημένος, μοίρασε καρπούς για κέρασμα κι όλοι μαζί ξεκίνησαν να βρουν μια καινούργια, πιο ασφαλή φωλιά. Θα τη γέμιζαν με καρπούς και αγάπη. Έτσι δεν είναι οι φίλοι; Πάντα δίπλα μας!

 

Τζιάκη Δέσποινα

Ο Σέρχιο είδε τα σύννεφα στον ουρανό, είδε τα ταξιδιάρικα πουλιά να φεύγουν και... κατάλαβε!

Ξεκίνησε να μαζεύει φύλλα ξερά. Τα πήγε στην κουφάλα της καρυδιάς για να έχει ένα μαλακό και ζεστό στρώμα. Πήρε και μπόλικα καρύδια, τα έβαλε μέσα στη φωλιά του. Μα ήθελε και ποικιλία. Πήγε μέχρι τη βελανιδιά, έφερε βελανίδια και μετά στη φουντουκιά για λίγα φουντούκια.

Την άλλη μέρα έκανε μια μεγάλη βόλτα στο δάσος, βρήκε μανιτάρια κι έφαγε ένα σωρό. Λίγο παραπανίσιο φαγητό δεν θα έβλαπτε, ίσα ίσα, θα τον βοηθούσε να αντέξει το κρύο του χειμώνα. Αφού χαιρέτησε τους φίλους του, ήταν έτοιμος να βολευτεί στη φωλιά του.

Μα τι πρόβλημα κι αυτό! Η φουντωτή ουρά και τα πισινά του πόδια δεν χωρούσαν με τίποτα μέσα στη φωλιά. Την είχε γεμίσει με φύλλα και προμήθειες. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί.

«Καλή σου μέρα, Σέρχιο» ακούστηκε η φωνή του Μέρχιο.

Ο Μέρχιο, ο γέρικος σκίουρος, είχε τη φωλιά του εκεί κοντά.

«Γειά σου, φίλε Μέρχιο. Πάνω στην ώρα! Μια στιγμή, να σε φιλέψω λίγα καρύδια».

Του έδωσε αρκετά και δοκίμασε ξανά να μπει μέσα. Τώρα χωρούσε άνετα!

«Μια καλή πράξη πάντα βοηθάει» σκέφτηκε ο Σέρχιο καθώς έπεφτε για ύπνο.

 

Τσαγκαράκη Εύη

Φθινοπώριασε κι ο Σέρχιο αποφάσισε να περιηγηθεί ολομόναχος στο δάσος. Είχε πια μεγαλώσει. Το κατάλαβε την ημέρα που η καστανή τριχωτή ουρά του φούντωσε. Την κούνησε πέρα δώθε κι εκείνη έριξε από τα δέντρα καρπούς. Ο Σέρχιο τούς μάζεψε και γέμισε τις τσέπες του.

«Μπορώ να βρίσκω μόνος μου τροφή αρκεί να κουνάω την ουρά μου» είπε στους φίλους του την ώρα του αποχαιρετισμού για το μεγάλο ταξίδι.

Και ξεκίνησε. Δέντρο περνούσε, δέντρο άφηνε. Η καστανή τριχωτή φουντωτή ουρά έριχνε καρπούς. Ο Σέρχιο τούς μάζευε μα δεν ένιωθε ευχαρίστηση στη σκέψη πως εκείνος θα είχε τροφή κι οι φίλοι του όχι. Κι άρχισε να μαζεύει καρπούς και για εκείνους. Υπολόγιζε τουλάχιστον έναν καρπό για κάθε φίλο. Μετρούσε τους φίλους, μετρούσε και τους καρπούς. Κι είχε πολλούς φίλους ο Σέρχιο. Οι τσέπες του γέμισαν. Δεν χωρούσαν τίποτα για τον ίδιο. Ωστόσο ξεκίνησαν να πέφτουν τα πρωτοβρόχια. Η φουντωτή καστανή τριχωτή ουρά του βράχηκε. Βάρυνε και δεν πήγαινε πέρα δώθε.

Καθόλου δεν τον ένοιαζε. Η σκέψη του ήταν μόνο στη χαρά που θα έπαιρναν οι φίλοι του όταν θα ροκάνιζαν τους καρπό τους. Όσο για τον ίδιο; Θα έκανε ένα καινούριο, ξεχωριστό ταξίδι.

Ευτυχισμένος άραξε στον κορμό μιας καστανιάς περιμένοντας να σταματήσει η βροχή και να στεγνώσει η ουρά του.

 

Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676

 

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Ο Πάρης και ο Χάρης

 


Ο Πάρης είναι ένα αγόρι. Ο Χάρης είναι ένα άλογο. Ο Πάρης ζει με την οικογένειά του σ’ ένα σπίτι. Ο Χάρης ζει σε μια φάρμα. Ο Πάρης πηγαίνει σχολείο, σ’ ένα ειδικό σχολείο. Δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Όταν προσπαθεί να μιλήσει, δεν τον καταλαβαίνουν, μόνο οι γονείς του κάποιες φορές μαντεύουν τι θέλει να πει. Έτσι του είναι δύσκολο να εκφράσει τις ιδέες και τα συναισθήματά του. Αυτό τον θυμώνει πολύ και τότε κάνει πράγματα που πληγώνουν τον ίδιο και τους υπόλοιπους. Όπως εκείνο το μεσημέρι που επέστρεψε από το σχολείο αναστατωμένος κι ανήσυχος. Γυρνούσε αδιάκοπα γύρω γύρω από τον εαυτό του και κουνούσε τα χέρια του νευρικά. Η κοπέλα που τον φρόντιζε μέχρι να έρθουν οι γονείς του από τη δουλειά προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Μα  δεν ησύχαζε κι όταν τον έβαλε στο τραπέζι για φαγητό, σηκώθηκε απότομα και πέταξε το πιάτο μακριά.

Έμεινε νηστικός και περίμενε τους γονείς του. Όταν ήρθαν, ούτε κι εκείνοι κατάφεραν να τον ηρεμήσουν. Ο Πάρης θύμωσε ακόμα περισσότερο γιατί κανένας δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ένιωθε τον θυμό να φουσκώνει μέσα του και να φουσκώνει, σαν μπαλόνι έτοιμο να εκραγεί. Και τι κρίμα. Ήταν Τρίτη. Μακάρι να ήταν Πέμπτη γιατί κάθε Πέμπτη πήγαιναν στο κέντρο ιππασίας και για μια ολόκληρη ώρα έκανε βόλτα με το άλογο, τον Χάρη.

Ποιος ξέρει; Ίσως να υπήρχε και σήμερα κάποιο ελεύθερο άλογο, σίγουρα θα τον βοηθούσε πολύ αν πήγαινε για ιππασία. Πάντα τον βοηθούσε! Κάθε φορά που πήγαινε εκεί, ένα χαμόγελο ζωγράφιζε το πρόσωπό του για όλη την υπόλοιπη μέρα. Σήμερα  στο πρόγραμμά τους είχαν να πάνε για ψώνια. Όμως αυτό θα μπορούσε να αλλάξει για μια φορά. Οι αλλαγές δεν άρεσαν καθόλου στον Πάρη και προσπαθούσαν ν’ ακολουθούν το αυστηρά πρόγραμμά τους, όμως οι γονείς του καταλάβαιναν ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη ιδέα για εκείνη τη μέρα. Τελικά στάθηκαν τυχεροί γιατί όχι μόνο υπήρχε ελεύθερο άλογο στο κέντρο ιππασίας αλλά αυτό ήταν ο Χάρης του!

Όταν έφτασαν, το άλογο τον περίμενε ξεκούραστο κι έτοιμο για βόλτα. Ο εκπαιδευτής βοήθησε το αγόρι να ιππεύσει. Κι εκείνο έκατσε με άνεση στη σέλα, έπιασε τα γκέμια κι ακούμπησε τα πόδια του στην κοιλιά του αλόγου. Τότε η ζεστασιά απ’ το κορμί του ζώου μεταφέρθηκε στο σώμα του Πάρη. Ξεκίνησαν για το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος κι ο Πάρης ένιωθε την κίνηση του αλόγου σ’ όλο του το σώμα. Ήταν σαν να περπατούσε κι ο ίδιος γιατί άλογο και παιδί είχαν γίνει ένα! Σε κάθε καλπασμό ο Πάρης ένιωθε ότι οι φόβοι, που είχαν πλακώσει το στήθος του σαν ένας τεράστιος βράχος, άνοιγαν χαραματιές, έσπαγαν σε μικρότερα κομμάτια. Κι όσο κάλπαζαν, τόσο αυτά τα κομμάτια μίκραιναν μέχρι που έγιναν σκόνη κι εξαφανίστηκαν. Ο Πάρης τράβηξε απαλά τα γκέμια του αλόγου κι εκείνο κάλπασε λίγο πιο γρήγορα. Όσο άκουγε την ανάσα του αλόγου, τόσο καλύτερα ένιωθε, ηρεμούσε σιγά σιγά. Θα ’λεγε κανείς πως όταν ξεφυσούσε το άλογο, έπαιρνε τον αέρα από εκείνο το μεγάλο μπαλόνι του θυμού του και το έβγαζε έξω. Κι όσο το άλογο κάλπαζε και ξεφυσούσε, τόσο το μπαλόνι ξεφούσκωνε, ξεφούσκωνε, ξεφούσκωνε μέχρι που άδειασε εντελώς. Τώρα έπαψε να τον πιέζει και να τον στεναχωρεί. Κάποια στιγμή έσφιξε τα γκέμια για να το κάνει να σταματήσει. Ο Χάρης υπάκουσε κι έμεινε ακίνητος. Τότε το μικρό αγόρι ξάπλωσε πάνω του, του χάιδεψε τη χαίτη και του αγκάλιασε τον λαιμό. Μιλούσαν ο ένας στον άλλο με τον δικό τους τρόπο. Ο Πάρης έλεγε στο άλογο όλα αυτά που ήθελε να πει στους συμμαθητές του, στον δάσκαλό του, στους γονείς του. Όλα αυτά που ήθελε να πει και δεν μπορούσε να τα πει με λόγια. Κι έτσι όπως ήταν καβάλα στον τετράποδο φίλο του, ένα κύμα ηρεμίας απλώθηκε πάνω του. Ένα αστραφτερό χαμόγελο περιπλανήθηκε ανέμελα στο πρόσωπό του. Ο Χάρης, για μια ακόμα φορά, χάρισε αγάπη και χαρά στον φίλο του. Γιατί ο Πάρης έβρισκε τη χαρά του στο άλογο! Το άλογο ήταν ο φίλος κι ο σύντροφός του. Αυτό το περήφανο άλογο είχε τον τρόπο να χαρίζει χαρά, χαμόγελο και ελπίδα στο αγόρι. Έλεγαν ο ένας στον άλλο τα μικρά και μεγάλα μυστικά τους. Είχαν τον δικό τους μαγικό τρόπο να επικοινωνούν, να μιλούν με σιωπές,  ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον.

 

Τζιάκη Δέσποινα

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Τα μαγικά κυκλάμινα της γιαγιάς

 


Γακοπούλου Βάγια

Ένας από τους λόγους που ήθελα να πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό, εκτός βέβαια από την ίδια τη γιαγιά που υπεραγαπούσα, ήταν τα κυκλάμινα που δεν έλειπαν ποτέ από τον κήπο της. Τα είχε σε όλα τα χρώματα. Ανάμεσα στα πορτοκαλιά και κίτρινα χρώματα του φθινοπώρου ήταν μια παραφωνία, μια αντίδραση, μια επανάσταση. Μου θύμιζαν τον εαυτό μου. Εφηβεία, αν ξέρετε τι σημαίνει. Η γιαγιά τα αγαπούσε τόσο πολύ, σχεδόν όσο αγαπούσε εμένα. Μου είπε μάλιστα ότι ήταν μαγικά. Και ήταν αλήθεια! Τους έλεγα τα μυστικά μου, τα προβλήματά μου κι αυτά με άκουγαν με προσοχή κουνώντας τα ντελικάτα κεφαλάκια τους, μουρμουρίζοντας ένα σιγανό τραγούδι. Ούτε συμβουλές, ούτε επιπλήξεις. Κι όταν ήμουν λυπημένη ή θυμωμένη, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω, μου χάριζαν τα φυλλαράκια τους, ίδια καρδούλες, σαν να μου έλεγαν απλώς «Σ’ αγαπώ. Υπομονή, θα περάσει». Και περνούσε. Κι όλα ησύχαζαν μέσα μου. Μαγεία! Αν πάτε στο χωριό μου, περάστε από τη γιαγιά μου. Θα σας περιμένει μια μεγάλη αγκαλιά. Μην ξεχάσετε όμως να στείλετε ένα φιλί στα κυκλάμινά μου και να ακούσετε το μαγικό τραγούδι της αγάπης τους!

 

Δάρα Νάσια

Πασχαλιές, τριανταφυλλιές, βιολέτες, λεβάντες και πολλά δέντρα. Τον κήπο αυτόν τον φρόντιζε η γιαγιά Ασήμω κι ο παππούς Άγγελος.

Τα λουλούδια που ξεχώριζαν όμως ξεφύτρωναν μέσα στο χειμώνα. Ήταν τα κυκλάμινα, που έμοιαζαν με πεταλούδες πάνω στο λευκό χιόνι. Τα μόνα που επιζούσαν στο κρύο. Χωρίς φροντίδα, χωρίς λιπάσματα και ποτίσματα, τα κυκλάμινα θέριευαν και γέμιζαν με τα χρώματα τους τον κήπο.

Η γιαγιά, μια χιονισμένη μέρα, βγήκε και μάζεψε ένα από κάθε χρώμα. Τα δώρισε στην εγγονούλα της και είπε: «Αυτά είναι για σένα, λουλούδι μου». «Ευχαριστώ, γιαγιά μου» απάντησε η μικρή. Τα έβαλε σ’ ένα βάζο στο σαλόνι και το βράδυ, αφού τα μύρισε και τα χάιδεψε, πήγε για ύπνο.

Όταν κοιμήθηκε, κάτι παράξενο συνέβη. Δεκάδες νότες βγήκαν από τα μπουμπούκια. Χορεύοντας έφτασαν ως το δωμάτιο του κοριτσιού. Έπλεξαν ένα υπέροχο τραγούδι και τρύπωσαν μέσα στην κουβέρτα, στο μαξιλάρι και τελικά στ’ αυτάκια του! Η εγγονούλα, όταν ξύπνησε, νόμιζε ότι είδε όνειρο. Κατευθύνθηκε στο πιάνο της μαμάς και, σαν από θαύμα, έπαιξε τον σκοπό που άκουσε το βράδυ από τα  κυκλάμινα. Τότε άρχισαν κι εκείνα να χορεύουν στο βάζο. Μια γιορτή είχε ξεκινήσει μέσα στο σπίτι.. Το κορίτσι κατάλαβε ότι είχαν μαγευτεί από την αγάπη της γιαγιάς της για εκείνη…

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Τα μαγικά κυκλάμινα της γιαγιάς πάντα θα μυρίζουν ευωδία και ζεστασιά, όπως ακριβώς η αγκαλιά της. Κάθε Κυριακή όλα τα εγγόνια μαζευόμασταν στο σπίτι και δεν ξεχνούσαμε ποτέ να τα φροντίζουμε. «Αν μιλάς στα κυκλάμινα με καλοσύνη, αυτά μεγαλώνουν κι ανθίζουν απότομα. Την καταλαβαίνουν την αγάπη τα λουλούδια, όπως και οι άνθρωποι» έλεγε συχνά η γιαγιά καθώς φρόντιζε τις γλάστρες. Αυτήν την εικόνα κρατάω στη μνήμη μου για σένα, γιαγιά, μαζί με το μεθυστικό άρωμα των κυκλάμινων. Θα με συντροφεύουν για πάντα τα γλυκά σου λόγια, η αγκαλιά σου και... τα μπουκέτα από κυκλάμινα που συνηθίσαμε να φτιάχνουμε παρέα. Αντίο, γιαγιά, σε αγαπάμε και δεν σε ξεχνάμε!

 

Κολιαστάση Δήμητρα

Ο πίνακας στο σπίτι της γιαγιάς κρεμόταν στο ίδιο σημείο του τοίχου από όσ’ θυμόταν τον εαυτό της. Το σπίτι με τις κότες, τη γατούλα και τη μητέρα που τα τάιζε.

Το τοπίο ήταν καταπράσινο με δέντρα και λουλούδια πολλά και χρωματιστά. Καθόταν στο τραπέζι, πλάι στην φοντανιέρα με τα αρωματικά λουκούμια. Το τετράδιο της αντιγραφής μπορούσε να περιμένει λίγο. Ήθελε να ταξιδέψει μέσα στον πίνακα με τη φαντασία της, να κρυφτεί πίσω από τη μηλιά και να παίξει, να τρέξει και να κόψει ένα μπουκέτο απ’ αυτά τα πανέμορφα άνθη. Να τα δωρίσει στη Μαρία, τη γιαγιά της. Θα ήταν τόσο όμορφα στο ανθοδοχείο! Μα έπειτα σκέφτηκε πως μετά από λίγο θα μαραίνονταν.

Βγήκε από τον πίνακα. Ήταν υπέροχα, σαν τα παραμύθια. Την επόμενη μέρα θα επισκεπτόταν ξανά το γνώριμο πια μέρος. Είχε μάθει κάθε σπιθαμή του. Η γιαγιά, μπαίνοντας στο δωμάτιο, την είδε που είχε απορροφηθεί κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα. Χαμογέλασε κρυφά. Το ίδιο έκανε κι εκείνη όταν ήταν μικρή. Τον είχε η μητέρα της και τον κράτησε σαν ενθύμιο.

«Το σπίτι με τα κυκλάμινα», έτσι λεγόταν. Το έγραφε στην πίσω πλευρά.


Μαυρομάτη Σαββούλα

Όταν ήμουν παιδί, την πρώτη εβδομάδα του Οκτώβρη πηγαίναμε στη γιαγιά Διονυσία. Όλη η οικογένεια μαζευόταν εκεί, για να γιορτάσουμε το όνομά της. Οι χώροι μύριζαν πάντα κανέλα και ψημένα μήλα. Περισσότερο απ’ όλα με ενθουσίαζε το δασάκι πίσω από το σπίτι της. Κάθε φθινόπωρο γέμιζε γυμνά δέντρα και το χώμα του ξερά φύλλα. Όλα τριγύρω ήταν στις αποχρώσεις του καφέ και του σκούρου κίτρινου. Αυτό όμως που το έκανε μαγικό ήταν τα μοβ μικρά λουλούδια που πετάγονταν ανάμεσα από τα ξερά φύλλα. Η γιαγιά τα ονόμαζε «κυκλάμινα», εγώ τα έλεγα «τα μαγικά κυκλάμινα της γιαγιάς». Σίγουρα ήταν μαγικά γιατί ήταν αυτά που έφερναν την άνοιξη μέσα στο φθινόπωρο.

 

Παπασεβαστού Κατερίνα

«Τι είναι εκείνο που σε κάνει να φροντίζεις με τόση προσοχή αυτά τα λουλούδια;» ρώτησε η μικρή εγγόνα τη γιαγιά της.

«Είναι η σπάνια μαγεία που κρύβουν μέσα τους. Ακολούθησέ με, θα σου δείξω» αποκρίθηκε η γιαγιά.

Στην πίσω αυλή του κήπου, η κυρία Βασιλική είχε δημιουργήσει έναν επίγειο παράδεισο με χιλιώ λογιώ άνθη. Όλα μοσχοβολιστά, πολύχρωμα. Στη μέση όμως του κήπου, επιβλητικά, στόλιζαν καμαρωτά το στρόγγυλο πηγάδι, ροζ και λευκά κυκλάμινα. Ξεδίπλωναν δειλά τους αροδαμούς τους, αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα.

«Κοίτα, παιδί μου, όσο τα κόβεις, τόσο θεριεύουν κι ανθίζουν, λες και πεισμώνουν, σαν να μην θέλουν να χαθούν».

Το κορίτσι πλησίασε, κάθισε στην κρεμαστή κούνια δίπλα στο πηγάδι, ανάμεσα στα κυκλάμινα, παρατηρώντας τα χαμογελαστό.

Να το, συνέβη πάλι, αυτή η μυρωδιά της ανάμνησης, ήταν ίδια η μητέρα της. Για μιας πλανεύτηκε η γιαγιά.

 

Σακελλαροπούλου Γεωργία

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μεγάλη πόλη γεμάτη γκρίζες πολυκατοικίες, υπήρχε ένα μικρό, πανέμορφο και πολύχρωμο σπιτάκι με έναν κήπο με κυκλάμινα. Τα κυκλάμινα αυτά ήταν ροζ και ήταν διαφορετικά!

Διαφορετική ήταν όμως και η γιαγιά Ελπίδα, που έμενε στο σπιτάκι και τα φρόντιζε. Η γιαγιά ήταν ευγενική, σε αντίθεση με τους υπόλοιπου κατοίκους της πόλης, που ήταν αγενείς. Όσο βρισκόταν στον κήπο, χαιρετούσε όποιον περνούσε γλυκά, όμως όποιος της απαντούσε, ήταν απλώς για να της ζητήσει κυκλάμινο. Αυτή δεν έδινε σε κανέναν. Ούτε στα μικρά δίδυμα εγγονάκια της λέγοντάς τους ότι δεν τα έχουν ανάγκη. «Μα τα θέλουμε» γκρίνιαζαν. «Όταν θα τα θελήσετε πραγματικά, θα τα έχετε» απαντούσε η γιαγιά.

Και να που είχε δίκιο! Ξημέρωσε μια φθινοπωρινή Κυριακή. Βρήκε τα διδυμάκια ανήσυχα και φοβισμένα που θα πήγαιναν πρώτη φορά σχολείο. Οι περισσότεροι δεν τους έλεγαν τι θα κάνουν εκεί. Κι όσοι το έκαναν, τα άγχωναν. Όταν έφτασε το βράδυ, τα διδυμάκια έπλυναν τα δόντια τους με βαριά καρδιά και πήγαν στα κρεβάτια τους. Ξαφνικά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Τα κρεβάτια ήταν γεμάτα με τα ροζ κυκλάμινα της γιαγιάς! Τότε κατάλαβαν, παρόλο που ήταν μικρά, ότι τα κυκλάμινα είχαν την μαγική ικανότητα της Ελπίδας, όπως έλεγαν και τη γιαγιά τους.

 

Τζιάκη Δέσποινα

Θυμάμαι τη γιαγιά μου να πηγαίνει μπροστά στο στενό μονοπάτι κι εγώ ν’ ακολουθώ. Κάθε τόσο σταματούσε, μου έδειχνε τις ομορφιές του τόπου, το ρυάκι, έναν θάμνο, ένα πουλάκι, ένα μανιτάρι, τα κυκλάμινα.

Τα κυκλάμινα ήταν τ’ αγαπημένα της! Άλλα άσπρα, άλλα απαλό ροζ και κάποια μοβ, μα όλα με το διακριτικό τους άρωμα ν’ απλώνεται γύρω.

«Για τα κυκλάμινα ερχόμαστε απ’ το μονοπάτι» μου έλεγε. «Υπάρχει και πιο σύντομος δρόμος ως το χωράφι».

Κάθε φορά διαλέγαμε το μονοπάτι δίπλα στο ρυάκι για να δούμε και να μυρίσουμε τα κυκλάμινα. Μα μόνο τα βλέπαμε, δεν τα κόβαμε ποτέ.

«Χάνουν την ομορφιά τους όταν τα κόψουμε, μαραίνονται. Εδώ να τα χαρούμε. Εδώ έχουν αξία» έλεγε η γιαγιά.

Και τα καμαρώναμε να ξεπετιούνται ανάμεσα απ’ τα βράχια, δίπλα στα βρύα, καθώς περπατούσαμε στο σκιερό μονοπάτι. Το τραγούδι του ποταμού τα νανούριζε, το κελάηδημα του κότσυφα τα καλημέριζε. Κι εγώ ακολουθούσα τα βήματα της γιαγιάς.

Πέρασαν τα χρόνια, η γιαγιά δεν περπατάει πια στο μονοπάτι. Μα εγώ πηγαίνω. Και κάθε φορά ακούω τα βήματά της, ακούω τα λόγια της. Ακούω το τραγούδι του ποταμού και το πετάρισμα από τα τρυφερά φύλλα των κυκλάμινων, όταν ο άνεμος μας συντροφεύει.

 

Τσαγκαράκη Εύη

Η γιαγιά μου έχει δύο αγάπες. Η μία είμαι εγώ κι η άλλη τα κυκλάμινα της. Μαζί απασχολούμαι τη σκέψη της. Μας φωνάζει αγριολούλουδα.

Μας χαϊδεύει, μας αγκαλιάζει και λέει πως είμαστε μαγικά πλάσματα γιατί ομορφαίνουμε τη ζωή της.

Τα κυκλάμινα, για να ευχαριστήσουν τη γιαγιά, σχηματίζουν καρδούλες με τα φύλλα τους. Εγώ σκαρφαλώνω επάνω της και τη γεμίζω φιλιά.

Τα κυκλάμινα της γιαγιάς είναι ροζ, μοβ, κόκκινα και λευκά. Το δικό μου χρώμα είναι λευκό, θα μπορούσε όμως να είναι μαύρο, όπως του φίλου μου του Νικ.

Τα κυκλάμινα δεν αγαπούν τη ζέστη. Κοιμούνται και ξυπνούν κάτω από το μεγάλο δέντρο του κήπου της. Εγώ που θέλω ζεστασιά, κοιμάμαι και ξυπνώ στο κρεβάτι μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού της.

Καμιά φορά δεν μας παίρνει ο ύπνος. Τα κυκλάμινα φορτώνουν το άρωμά τους πάνω σ’ ένα κουνούπι και το στέλνουν κατευθείαν στο κρεβάτι μου. Εγώ το μυρίζω και, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου μην ξυπνήσω τη γιαγιά, κατεβαίνω κοντά τους.

Ένα βράδυ το κουνούπι δεν με βρήκε και πήγε στο κρεβάτι της γιαγιάς. Εκείνη ανησύχησε και βγήκε στον κήπο.

«Τα βράδια τα αγριολούλουδα αποζητούν συντροφιά» είπε.

Με χάιδεψε και κάθισε δίπλα μου.


Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/photo/?fbid=10229719094995075&set=a.10201219933733855

Μπορείτε ν’ αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.

 

Από δω και στο εξής τα παιχνίδια γραφής θα αναρτώνται στην παρακάτω ομάδα, ώστε να μπορούν όσες/όσοι επιθυμούν, να συμμετέχουν:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

1ος λογοτεχνικός διαγωνισμός-Εκδόσεις Αλάτι (κατηγορία παραμύθι)

 


Διαγωνισμός παραμυθιού-Εκδόσεις Αλάτι

 

«Οτιδήποτε βλέπεις μπορεί να γίνει ένα παραμύθι

και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία απ’ οτιδήποτε αγγίξεις».

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

 

Οι Εκδόσεις Αλάτι ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΟΥΝ

τον 1ο λογοτεχνικό διαγωνισμό τους.

 

ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

1.Γράψτε ένα παραμύθι (για ηλικίες 5-9 ετών) με ελεύθερο θέμα, ως 300 το πολύ λέξεις. Γραμματοσειρά Times New Roman. Γράμματα 12άρια. Μονό διάστιχο.

Τα παραμύθια να είναι γραμμένα σε πεζό λόγο, να μην εμπεριέχουν καθόλου ποιητικό λόγο  και ομοιοκαταληξία ούτε να είναι έμμετρα.

Θα πρέπει, επίσης, να είναι ανέκδοτα, να μην έχουν δημοσιευθεί και να μην έχουν βραβευτεί σε άλλον διαγωνισμό.

 

2.Στείλτε το ταχυδρομικά (με απλή επιστολή), σε οχτώ δακτυλογραφημένα και εκτυπωμένα αντίγραφα, 

-ΠΡΟΣΟΧΗ! Πάνω δεξιά στα αντίγραφά σας να αναγράφεται μονολεκτικό ψευδώνυμο-

στη διεύθυνση:

Γιώτα Κοτσαύτη, Λεβαία Φλώρινας, 53200, Δήμος Αμυνταίου, με την ένδειξη «Για τον διαγωνισμό παραμυθιού».

Στο όνομα αποστολέα θα βάλετε ΜΟΝΟ το ψευδώνυμό σας.


Σε μικρότερο, κλειστό φάκελο, να υπάρχουν τα στοιχεία επικοινωνίας (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο, μέιλ, ψευδώνυμο και τίτλος παραμυθιού). Στο εξωτερικό μέρος του φακέλου να αναγράφεται το ψευδώνυμο και ο τίτλος του παραμυθιού.

 

Συμμετοχές δεκτές από 31 Οκτωβρίου 2024 (όχι νωρίτερα!)

έως 31 Ιανουαρίου 2025 (όχι αργότερα!).

 

Αποδεκτά θα γίνονται μόνο έργα ενηλίκων, από Ελλάδα, Κύπρο ή/και από το εξωτερικό, αρκεί να είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα.

 

 

Τα παραμύθια θα αξιολογηθούν από οκταμελή επιτροπή και τα ονόματα των νικητών θα ανακοινωθούν 2 Απριλίου 2025, την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου.

 

Συμμετοχές που δεν θα ακολουθούν τους όρους του διαγωνισμού, θα απορρίπτονται χωρίς προειδοποίηση.

 

Για οποιαδήποτε  πληροφορία ή διευκρίνιση σχετικά με τον διαγωνισμό μπορείτε να επικοινωνείτε στο e-mail: ekdoseisalati@gmail.com

 

ΕΠΑΘΛΑ

1ο βραβείο: βιβλία των Εκδόσεων Αλάτι αξίας 150 ευρώ.

2ο βραβείο: βιβλία των Εκδόσεων Αλάτι αξίας 100 ευρώ.

3ο βραβείο: βιβλία των Εκδόσεων Αλάτι αξίας 50 ευρώ.

 

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Θεοφάνης Θεοφάνους

Άλκηστη Καλλινίκου

Ιωάννα Καλοστεφάνου

Γιώτα Κοτσαύτη

Διονύσης Λεϊμονής

Μαρία Παπακυριακού

Κατερίνα Πουρίδου

Ρούλα Σωτηροπούλου


Θεοφάνης Θεοφάνους

Ζει και εργάζεται στη Φλώρινα. Είναι παντρεμένος και έχει δυο κόρες. Συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής για μαθητές σχολικής ηλικίας και εκπαιδευτικούς στο «Εργαστήριο Συγγραφής-Εκδόσεις Αλάτι». Είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών «Εκπαίδευση και τεχνολογίες σε συστήματα εξ αποστάσεως διδασκαλίας και μάθησης» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει βραβευθεί για το έργο του από ελληνικούς και κυπριακούς φορείς και προτάθηκε τέσσερις φορές για το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου με ποιητικές συλλογές του. Έργα του θα βρείτε στην Άνεμος Εκδοτική, Ελληνοεκδοτική, Εκδόσεις Άλλωστε, Εκδόσεις Περί Τεχνών και Εκδόσεις Αλάτι.

 

Άλκηστη Καλλινίκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αφού εργάστηκε για αρκετά χρόνια στον ιδιωτικό τομέα, βρήκε το αληθινό της κάλεσμα -επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στην Αγγλική γλώσσα και Λογοτεχνία (BA, University of London) και τη Δημιουργική γραφή (ΜΑ, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο). Είναι υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου με τη διπλωματική της να πραγματεύεται την παιδική και νεανική λογοτεχνία φαντασίας και τα παραμύθια. Ασχολείται με την επιμέλεια, τη μετάφραση και την κριτική βιβλίων και αυτήν την περίοδο γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα.

 

Ιωάννα Καλοστεφάνου

Από την παιδική της ηλικία, έχοντας έμφυτο ταλέντο στη ζωγραφική, εκδήλωσε μεγάλη αγάπη για την τέχνη. Σπούδασε Art & Design–3D Animation και έγινε εκπαιδευτικός ψηφιακού σχεδιασμού. Εργάστηκε για πολλά έτη στη συγγραφή προγραμμάτων σπουδών για τον ψηφιακό σχεδιασμό και ασχολήθηκε με την εκπαίδευση μαθητών αλλά και καθηγητών Πληροφορικής σε αυτό το αντικείμενο. Τα τελευταία έτη ασχολείται κυρίως με το παιδικό βιβλίο και συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους στην εικονογράφηση, τη σελιδοποίηση, τον σχεδιασμό εξωφύλλου και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Έχει λάβει αρκετά βραβεία και επαίνους για τη δουλειά της και από το 2003 δημιουργεί τα έργα της στο ιδιωτικό ατελιέ της.

 

Γιώτα Κοτσαύτη

Γεννήθηκε το 1981 και μεγάλωσε στη Λεβαία Φλώρινας. Είναι συγγραφέας, απόφοιτη του Τμήματος Νηπιαγωγών και του μεταπτυχιακού «Δημιουργικής Γραφής» Ε.Α.Π.-Π.Δ.Μ. Έχει παρακολουθήσει τα σεμινάρια: «Δημιουργική Ανάγνωση και Γραφή της Πεζογραφίας», «Ειδική Αγωγή: Διεπιστημονικές Πρακτικές Σύγκλισης» και «Το παραμύθι στην Εκπαίδευση»  (Ε.Κ.Π.Α.). Αυτήν την περίοδο ολοκληρώνει τα σεμινάρια «Αυτισμός: κατανόηση, εκπαίδευση και παρέμβαση» και «Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση» (Ε.Κ.Ε.Κ. Athena-Πανεπιστήμιο Πατρών). Κείμενά της έχουν βραβευτεί σε αρκετούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η αγάπη της για την παιδική, εφηβική, νεανική λογοτεχνία την οδήγησε στη δημιουργία του δημοφιλούς ιστολογίου «Ένα κείμενο, μία εικόνα». Τον Ιούλιο του 2018 ανέλαβε εθελοντικά τη δημιουργία βιβλιοθήκης-χώρου δημιουργικής απασχόλησης στην περιοχή της. Απ’ το φθινόπωρο του 2019 συντονίζει εργαστήρια συγγραφής και είναι υπεύθυνη για τις Εκδόσεις Αλάτι. Είναι παντρεμένη με τον Θεοφάνη Θεοφάνους, έχουν δύο κόρες και κατοικούν στον νομό Φλώρινας.

 

Διονύσης Λεϊμονής

Γεννήθηκε στο Αιτωλικό. Από πολύ νωρίς στράφηκε στη συγγραφή παιδικών και νεανικών ιστοριών. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων. Ζει στη Νέα Ιωνία Βόλου και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ασχολείται με την αρθρογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων. Ασχολείται με την επιμέλεια και κριτική έργων για παιδιά και ενήλικες, τη διοργάνωση σεμιναρίων δημιουργικής γραφής για παιδιά και ενήλικες, αλλά και σε εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής γραφής του Ε.Α.Π. και υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. Επιμελήθηκε και παρουσίαζε για 8 χρόνια τη λογοτεχνική ραδιοφωνική εκπομπή  «Μιλάμε για το βιβλίο». Είναι υπεύθυνος επικοινωνίας με συγγραφείς, και δημιουργούς τα στο Φεστιβάλ παιδικού και εφηβικού βιβλίου σε συνεργασία με την Ένωση Συλλόγων γονέων και κηδεμόνων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Βόλου. Διατηρεί τη στήλη «11+1 ερωτήσεις» στο Bookia.gr με συνεντεύξεις συγγραφέων και εικονογράφων. Διδάσκει Παιδική Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Βοηθών Νηπιοβρεφοκόμων Ιδιωτικού ΙΕΚ. Συμμετέχει σε επιτροπές συγγραφέων για κρίση παιδικών βιβλίων.

 

Έργα του: «Η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ», Παππάς 2007

«Το μυστικό της Δαγκάνας (Εκδόσεις  Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου 2009), 

«Το Χαμένο ταίρι», Εκδόσεις Ακρίτας 2009

«Τα Τίμια δώρα», Ήρα Εκδοτική, 2013

«Το δέκατο έβδομο κιβώτιο», σειρά «Περιστέρια», Εκδόσεις Πατάκη, 2014

«Το τέταρτο αλογάκι», σειρά «Περιστέρια», Εκδόσεις Πατάκη, 2017

«Δημιουργική γραφή στην τάξη, Εκδόσεις Γράφημα, 2018

«Ο θαλασσοσφυριχτής», Αρτέον Εκδοτική, 2018

«Ημερολόγιο δημιουργικής γραφής», Εκδόσεις Γράφημα 2019

«Τα χέρια της θεάς», σειρά «Περιστέρια», Εκδόσεις Πατάκη 2020

«Το παιδί με τη φουστανέλα», Αρτέον Εκδοτική 2020

«Άρωμα Ευγένειας», Εκδόσεις Νάμα 2022

 

Μαρία Παπακυριακού

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρόδο. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο τμήμα Ψυχολογίας, όπου και αποφοίτησε το 2006.

Το 2007 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα, «Σπουδές στην Αναπηρία» (MSc) στο Manchester Metropolitan University.

Έχει εκπαιδευτεί στη Συστημική & Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία από τον καταξιωμένο εκπαιδευτή και ψυχοθεραπευτή Αναστάσιο Ζήση. Επίσης, έχει ολοκληρώσει την ενός έτους εκπαίδευση στη Συστημική θεραπεία Παιδιών και Εφήβων από τη Συστημική Θεραπεύτρια και Εκπαιδεύτρια Άννα Εμμανουηλίδου.

Το έτος 2021-22 ολοκλήρωσε τον μονοετή κύκλο ειδίκευσης στη Γνωστική - Κλινική Υπνοθεραπεία στο Κέντρο Ψυχοθεραπείας και Μοντέρνας Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας.

Το 2008 εργάστηκε στο Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Ρόδου. Την ίδια χρονιά εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη, στην Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer.

Το ακαδημαϊκό έτος 2008-2009 εργάστηκε ως εκπαιδεύτρια στα Δημόσια ΙΕΚ Θέρμης.

Από το 2010 διατηρεί το ιδιωτικό της γραφείο στην πόλη της Φλώρινας.

Από το 2021 έως το 2023 βρέθηκε σε θέσεις αναπληρώτριας ψυχολόγου σε σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Επίσης, από το 2021 μέχρι και σήμερα, μαζί με τη συνεργάτιδά της Γιαννουτάκη Ιωάννα, ειδική λογοθεραπεύτρια, δημιούργησαν και εφαρμόζουν το ψυχο-εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ζω…γραφίζω», που απευθύνεται σε γονείς και παιδιά.

Έχει συμμετοχές σε πολλά συνέδρια και ημερίδες, καθώς και εισηγήσεις σε διάφορα σεμινάρια και εισηγήσεις.

 

Κατερίνα Πουρίδου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη για να ταξιδέψει με το επάγγελμά της σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Σπούδασε νηπιαγωγός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ενώ ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την Διοίκηση Ολικής Ποιότητας στην Εκπαίδευση και σε ερευνητικό επίπεδο. Συνέχισε με περαιτέρω σπουδές πάνω στους τομείς της σχολικής ψυχολογίας, της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, της σεξουαλικής αγωγής καθώς και στον τομέα του σχολικού εκφοβισμού πάνω στον οποίο διοργανώνει σεμινάρια-βιωματικά εργαστήρια στο πλαίσιο σχολών γονέων. Ασχολείται με την έρευνα και τη συγγραφή ενώ αρθρογραφεί, κατά καιρούς, σε διάφορα sites. Αγαπά μέρη κι ανθρώπους μα η αδυναμία της είναι τα μικρά παιδιά. Της αρέσει να μαθαίνει συνεχώς, να ταξιδεύει, να γελάει. Αφηρημένη μέχρι παρεξηγήσεως σε όλα τα μικρά της ζωής αλλά συγκεντρωμένη στην ουσία. Κάθε μέρα είναι και μια πρό(σ)κληση για μια νέα περιπέτεια!

 

Σωτηροπούλου Ρούλα

Γεννήθηκε το 1970 και μεγάλωσε στην Πάτρα, όπου κατοικεί μόνιμα. Είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στις «Σπουδές στην Εκπαίδευση» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ε.Α.Π. Πρώτη συγγραφική απόπειρα το 2019 με το διήγημα «Το ντόμινο» στο συλλογικό έργο «8 πρόσωπα της πόλης», Εκδόσεις Έναστρον. Κείμενά της υπάρχουν επίσης στα συλλογικά βιβλία «Σε μια κόλλα λευκή», «Μικρά και Χριστουγεννιάτικα» και «Μικρά και Πασχαλινά», «Τα “Μικρά” πάνε σχολείο!», Εκδόσεις Αλάτι. Είναι παντρεμένη και έχει έναν γιο. Στον ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει.

 

Καλή επιτυχία!

 

 

 

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

«Ο Οκτώβρης ξεκίνησε και…»

 


Γακοπούλου Βάγια

Οκτώβριος

Ο Οκτώβριος ξεκίνησε και, με μια αγκαλιά, αποχαιρετώντας τον αδερφό του, τον Σεπτέμβρη, του πήρε τη σκυτάλη.

Φίλησε τα φύλλα της Λεύκας κι αυτή του έστρωσε το πιο λαμπερό της κίτρινο χαλί να περάσει.

Έριξε δροσοσταλίδες στα Αγιοδημητριάτικα χρυσάνθεμα κι αυτά τον έλουσαν με το φως τους.

Φύσηξε δυνατά και οι γαλανόλευκες στα μπαλκόνια στάθηκαν προσοχή στέλνοντας, με την πνοή του, το τραγούδι τους ψηλά στων ηρώων τους κήπους.

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε και γέμισε η πλάση χρυσοκαφετί χαλιά.

Φοράμε τις γαλότσες μας,

ανοίγουμε τις ομπρέλες μας

κι ανεβαίνουμε στο φθινοπωρινό χαλί.

Παίζουμε με τις σταγόνες της βροχής.

Στριφογυρίζουμε ανέμελα, σαν να είμαστε κι εμείς φύλλα που πέφτουν.

Τι όμορφο που είναι το φθινόπωρο!

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε κι έχει μαζί του μια πολύχρωμη ομπρέλα.

Θα τη γυρίσει ανάποδα, αντί για καλάθι,

θα τη γεμίσει με φύλλα ξερά, με χρυσάνθεμα,

με μήλα, αχλάδια, κυδώνια,

θα βάλει μέσα μια μικρή γαλανόλευκη,

ένα τετράδιο, μολύβι και γόμα,

μερικά δώρα για τους φίλους του, τη Δήμητρα και τον Δημήτρη.

Κι αν ψιχαλίσει, τι πειράζει;

Το ουράνιο τόξο δεν αργεί!

 

Λάγιου Ζωή

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε,

ζωηρός και παιχνιδιάρης.

Μια ζέστη, μια κρύο,

μια βροχή, μια ήλιος!

Στολίζει τα μαλλιά του με χρυσαφένια φύλλα

και στριφογυρίζει την πολύχρωμη ομπρέλα του.

Χαιρετάει τα πουλιά που ταξιδεύουν

και πλατσουρίζει,

όλος χαρά, στα νερά της βροχής.

Καλωσόρισες, σκανταλιάρη, γιορτινέ και πονηρέ!

 

Μακαριάν Μαριάννα

Στο τώρα

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε.

«Μα πώς περνά έτσι ο καιρός;»

Δεν περνά, εμείς βιαζόμαστε και τον αφήνουμε να φεύγει.

Αχ, δες τα χρώματα, πορφύρα και χρυσό, νιώσε τη βροχή, μύρισε το μουσκεμένο χώμα.

Στο τώρα.

Γέμισε ο αέρας με παιδικές φωνές, ευωδιές που κρέμονται από τα φύλλα να τις κλέψεις και ήχους φθινοπωρινούς που αλλάζουν κάθε μέρα. Βούτηξε στο σήμερα και με τις πέντε σου αισθήσεις.

Βίωσε το κάθε σου βήμα.

Την κάθε σου ανάσα.

Και τη μελαγχολία σου ακόμα.

Όχι αύριο, όχι εχθές... στο τώρα!

 

Μαυρομάτη Σαββούλα

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε και μύρισε χωματένια βροχή.

Ανοίγω το παράθυρο να μπει η δροσιά.

Μου ήρθε μια ιδέα!

Θα βγω να μαζέψω τα πρώτα κίτρινα φύλλα.

Θα πάω στη δασκάλα μου το πιο όμορφο κολάζ.

Μα ξαφνικά τα σύννεφα φεύγουν και ο ήλιος μού χαμογελά.

Θα πάρω το καπέλο μου.

Τελικά Οκτώβρη ήρθες;

 

Μουργελά Βασιλική

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε κι εγώ φοράω τις γαλότσες μου και βγαίνω στη βροχή.

«Σκαντζόχοιρε, πού κρύβεσαι; Θέλεις να παίξουμε;»

«Παίρνω τα πινέλα μου κι έρχομαι να ζωγραφίσουμε τα φύλλα των δέντρων».

«Έλα να μπεις κάτω από την ομπρέλα μου».

«Μονάχα μην αργήσουμε πολύ γιατί πρέπει να κοιμηθώ».

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε κι εγώ νιώθω μεγάλη ευτυχία που σε έχω δίπλα μου, μικρέ μου σκαντζόχοιρε .

 

Μπαφούτσου Χρύσα

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε

κι εγώ αγκαλιά τον κρατώ τρυφερά.

Του χαμογελώ και με κερνά

μουσταλευριά και μέλι.

Χορεύουν γύρω του οι βροχούλες και τα φθινοπωρινά φύλλα τραγουδούν τα μυστικά του.

Ο ήλιος με τον Οκτώβρη παίζει κρυφτό

κι εμείς στο σχολείο με φωτεινές πινελιές αλλάζουμε τον κόσμο.

Με ζεστή ζακέτα και βροχή συντροφιά,

μας καλεί να σχηματίσουμε το πιο όμορφο ουράνιο τόξο.

Γλυκέ μας Οκτώβρη, σε προσμένουμε ξανά.

 

Νικολετσέα Σταυρούλα

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε παιδιά,

με την πολύχρωμη ομπρέλα του στο χέρι,

έτοιμος, όπως πάντα, για τις βροχούλες που θα ξεδιψάσουνε τη γη.

Στην πλάτη κουβαλά σακίδιο γεμάτο

με χίλια πράγματα.

Για δείτε, φανταστικά χρώματα!

Καφέ, πράσινο, πορτοκαλί και κίτρινο και κόκκινο.

Χρυσάνθεμα ευωδιαστά, στρουμπουλά ρόδια, κάστανα και μήλα κατακόκκινα!

Κι ένα ασπρογάλανο πανί.

Μας γνέφει με χαρά:

«Περιμένετε, σε λίγο φτάνω».

 

Παράκοιλα Γιώτα

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε

και σταματημό δεν έχει.

Ντυμένος ζεστά,

με χρώμα πορτοκαλί

και άρωμα χρυσάνθεμου,

ταξιδεύει στον χρόνο.

Για συντροφιά

κρατά μια τσάντα από βροχή

και μια βαλίτσα παιδικά γέλια

κεντημένη σε σχολικό καμβά.

Στην πλάτη του περήφανος

κουβαλά τους ήρωες του ’40

κι ένα κομμάτι ασπρογάλανο πανί.

Αυτό το λίγο φτάνει

να ντύσει την ελευθερία!

 

Πάτση Ελένη

Οκτώβρη γιορτινέ

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε κι έχω χαρά μεγάλη! Τα γενέθλιά μου έφτασαν και θα γιορτάσω ξανά. Οκτώβρη μου, μήνα γιορτινέ, δώσε σε όλους χαρές. Ετοίμασε βροχούλες και πλούσιο αεράκι, καλά τα δέντρα τίναξε, δρόσισε από άκρη σε άκρη την πλάση που σε λαχτάρα. Όλα τα παιδιά μποτάκια, ομπρέλες, ζακετούλες κι ένα φιλί από τη μαμά συντροφιά μας στο σχολείο.

Οκτώβρη μου, που δεν έχεις «μη», είσαι χαρά, γιορτή, χρυσάνθεμο ολάνθιστο στο χέρι μου.

 

Τσιμερίκα Θωμαή

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε κι

έκοψε εισιτήριο.

Για τη χώρα των ανθρώπων.

Κουβαλά στην πλάτη ομπρέλες.

Στην αγκαλιά χρυσοκίτρινα φύλλα.

Στις χούφτες του, ο αέρας κοιμάται

Όταν ακουμπάει την καρδιά του,

ο ήλιος βγαίνει για σεργιάνι.

Η βροχούλα τον αγγίζει πού και πού.

Του αρέσει το σχολείο.

Οι εκδρομές στην πλάση.

Φέρνει το μάζεμα της πράσινης ελιάς.

Μαζί του έρχονται γιορτές.

Του Αγίου Δημητρίου.

Και η επέτειος του ΟΧΙ.

 

Φλογερά Ελένη

Ο Οκτώβρης ξεκίνησε και μου έστειλε πρόσκληση.

Με κάλεσε στον χορό των φύλλων, στο δρυόδασος.

«Καλέ μου μήνα, δεν έχω ντάμα» του είπα

κι εκείνος μου έστειλε ένα μπουκέτο υπέροχα φύλλα.

Διάλεξα για ντάμα μου ένα χρυσοκόκκινο πλατανόφυλλο

και μαζί στροβιλιζόμαστε όλη τη βραδιά

υπό τους ήχους μιας μεθυστικής μουσικής.

Είμαστε ακόμη μαζί. Από κείνη τη βραδιά και για πάντα.

 

Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/photo?fbid=10229631018593220&set=a.10201219933733855

Μπορείτε ν’ αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.