Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Τα μαγικά κυκλάμινα της γιαγιάς

 


Γακοπούλου Βάγια

Ένας από τους λόγους που ήθελα να πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό, εκτός βέβαια από την ίδια τη γιαγιά που υπεραγαπούσα, ήταν τα κυκλάμινα που δεν έλειπαν ποτέ από τον κήπο της. Τα είχε σε όλα τα χρώματα. Ανάμεσα στα πορτοκαλιά και κίτρινα χρώματα του φθινοπώρου ήταν μια παραφωνία, μια αντίδραση, μια επανάσταση. Μου θύμιζαν τον εαυτό μου. Εφηβεία, αν ξέρετε τι σημαίνει. Η γιαγιά τα αγαπούσε τόσο πολύ, σχεδόν όσο αγαπούσε εμένα. Μου είπε μάλιστα ότι ήταν μαγικά. Και ήταν αλήθεια! Τους έλεγα τα μυστικά μου, τα προβλήματά μου κι αυτά με άκουγαν με προσοχή κουνώντας τα ντελικάτα κεφαλάκια τους, μουρμουρίζοντας ένα σιγανό τραγούδι. Ούτε συμβουλές, ούτε επιπλήξεις. Κι όταν ήμουν λυπημένη ή θυμωμένη, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω, μου χάριζαν τα φυλλαράκια τους, ίδια καρδούλες, σαν να μου έλεγαν απλώς «Σ’ αγαπώ. Υπομονή, θα περάσει». Και περνούσε. Κι όλα ησύχαζαν μέσα μου. Μαγεία! Αν πάτε στο χωριό μου, περάστε από τη γιαγιά μου. Θα σας περιμένει μια μεγάλη αγκαλιά. Μην ξεχάσετε όμως να στείλετε ένα φιλί στα κυκλάμινά μου και να ακούσετε το μαγικό τραγούδι της αγάπης τους!

 

Δάρα Νάσια

Πασχαλιές, τριανταφυλλιές, βιολέτες, λεβάντες και πολλά δέντρα. Τον κήπο αυτόν τον φρόντιζε η γιαγιά Ασήμω κι ο παππούς Άγγελος.

Τα λουλούδια που ξεχώριζαν όμως ξεφύτρωναν μέσα στο χειμώνα. Ήταν τα κυκλάμινα, που έμοιαζαν με πεταλούδες πάνω στο λευκό χιόνι. Τα μόνα που επιζούσαν στο κρύο. Χωρίς φροντίδα, χωρίς λιπάσματα και ποτίσματα, τα κυκλάμινα θέριευαν και γέμιζαν με τα χρώματα τους τον κήπο.

Η γιαγιά, μια χιονισμένη μέρα, βγήκε και μάζεψε ένα από κάθε χρώμα. Τα δώρισε στην εγγονούλα της και είπε: «Αυτά είναι για σένα, λουλούδι μου». «Ευχαριστώ, γιαγιά μου» απάντησε η μικρή. Τα έβαλε σ’ ένα βάζο στο σαλόνι και το βράδυ, αφού τα μύρισε και τα χάιδεψε, πήγε για ύπνο.

Όταν κοιμήθηκε, κάτι παράξενο συνέβη. Δεκάδες νότες βγήκαν από τα μπουμπούκια. Χορεύοντας έφτασαν ως το δωμάτιο του κοριτσιού. Έπλεξαν ένα υπέροχο τραγούδι και τρύπωσαν μέσα στην κουβέρτα, στο μαξιλάρι και τελικά στ’ αυτάκια του! Η εγγονούλα, όταν ξύπνησε, νόμιζε ότι είδε όνειρο. Κατευθύνθηκε στο πιάνο της μαμάς και, σαν από θαύμα, έπαιξε τον σκοπό που άκουσε το βράδυ από τα  κυκλάμινα. Τότε άρχισαν κι εκείνα να χορεύουν στο βάζο. Μια γιορτή είχε ξεκινήσει μέσα στο σπίτι.. Το κορίτσι κατάλαβε ότι είχαν μαγευτεί από την αγάπη της γιαγιάς της για εκείνη…

 

Κιζιρίδου Γεωργία

Τα μαγικά κυκλάμινα της γιαγιάς πάντα θα μυρίζουν ευωδία και ζεστασιά, όπως ακριβώς η αγκαλιά της. Κάθε Κυριακή όλα τα εγγόνια μαζευόμασταν στο σπίτι και δεν ξεχνούσαμε ποτέ να τα φροντίζουμε. «Αν μιλάς στα κυκλάμινα με καλοσύνη, αυτά μεγαλώνουν κι ανθίζουν απότομα. Την καταλαβαίνουν την αγάπη τα λουλούδια, όπως και οι άνθρωποι» έλεγε συχνά η γιαγιά καθώς φρόντιζε τις γλάστρες. Αυτήν την εικόνα κρατάω στη μνήμη μου για σένα, γιαγιά, μαζί με το μεθυστικό άρωμα των κυκλάμινων. Θα με συντροφεύουν για πάντα τα γλυκά σου λόγια, η αγκαλιά σου και... τα μπουκέτα από κυκλάμινα που συνηθίσαμε να φτιάχνουμε παρέα. Αντίο, γιαγιά, σε αγαπάμε και δεν σε ξεχνάμε!

 

Κολιαστάση Δήμητρα

Ο πίνακας στο σπίτι της γιαγιάς κρεμόταν στο ίδιο σημείο του τοίχου από όσ’ θυμόταν τον εαυτό της. Το σπίτι με τις κότες, τη γατούλα και τη μητέρα που τα τάιζε.

Το τοπίο ήταν καταπράσινο με δέντρα και λουλούδια πολλά και χρωματιστά. Καθόταν στο τραπέζι, πλάι στην φοντανιέρα με τα αρωματικά λουκούμια. Το τετράδιο της αντιγραφής μπορούσε να περιμένει λίγο. Ήθελε να ταξιδέψει μέσα στον πίνακα με τη φαντασία της, να κρυφτεί πίσω από τη μηλιά και να παίξει, να τρέξει και να κόψει ένα μπουκέτο απ’ αυτά τα πανέμορφα άνθη. Να τα δωρίσει στη Μαρία, τη γιαγιά της. Θα ήταν τόσο όμορφα στο ανθοδοχείο! Μα έπειτα σκέφτηκε πως μετά από λίγο θα μαραίνονταν.

Βγήκε από τον πίνακα. Ήταν υπέροχα, σαν τα παραμύθια. Την επόμενη μέρα θα επισκεπτόταν ξανά το γνώριμο πια μέρος. Είχε μάθει κάθε σπιθαμή του. Η γιαγιά, μπαίνοντας στο δωμάτιο, την είδε που είχε απορροφηθεί κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα. Χαμογέλασε κρυφά. Το ίδιο έκανε κι εκείνη όταν ήταν μικρή. Τον είχε η μητέρα της και τον κράτησε σαν ενθύμιο.

«Το σπίτι με τα κυκλάμινα», έτσι λεγόταν. Το έγραφε στην πίσω πλευρά.


Μαυρομάτη Σαββούλα

Όταν ήμουν παιδί, την πρώτη εβδομάδα του Οκτώβρη πηγαίναμε στη γιαγιά Διονυσία. Όλη η οικογένεια μαζευόταν εκεί, για να γιορτάσουμε το όνομά της. Οι χώροι μύριζαν πάντα κανέλα και ψημένα μήλα. Περισσότερο απ’ όλα με ενθουσίαζε το δασάκι πίσω από το σπίτι της. Κάθε φθινόπωρο γέμιζε γυμνά δέντρα και το χώμα του ξερά φύλλα. Όλα τριγύρω ήταν στις αποχρώσεις του καφέ και του σκούρου κίτρινου. Αυτό όμως που το έκανε μαγικό ήταν τα μοβ μικρά λουλούδια που πετάγονταν ανάμεσα από τα ξερά φύλλα. Η γιαγιά τα ονόμαζε «κυκλάμινα», εγώ τα έλεγα «τα μαγικά κυκλάμινα της γιαγιάς». Σίγουρα ήταν μαγικά γιατί ήταν αυτά που έφερναν την άνοιξη μέσα στο φθινόπωρο.

 

Παπασεβαστού Κατερίνα

«Τι είναι εκείνο που σε κάνει να φροντίζεις με τόση προσοχή αυτά τα λουλούδια;» ρώτησε η μικρή εγγόνα τη γιαγιά της.

«Είναι η σπάνια μαγεία που κρύβουν μέσα τους. Ακολούθησέ με, θα σου δείξω» αποκρίθηκε η γιαγιά.

Στην πίσω αυλή του κήπου, η κυρία Βασιλική είχε δημιουργήσει έναν επίγειο παράδεισο με χιλιώ λογιώ άνθη. Όλα μοσχοβολιστά, πολύχρωμα. Στη μέση όμως του κήπου, επιβλητικά, στόλιζαν καμαρωτά το στρόγγυλο πηγάδι, ροζ και λευκά κυκλάμινα. Ξεδίπλωναν δειλά τους αροδαμούς τους, αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα.

«Κοίτα, παιδί μου, όσο τα κόβεις, τόσο θεριεύουν κι ανθίζουν, λες και πεισμώνουν, σαν να μην θέλουν να χαθούν».

Το κορίτσι πλησίασε, κάθισε στην κρεμαστή κούνια δίπλα στο πηγάδι, ανάμεσα στα κυκλάμινα, παρατηρώντας τα χαμογελαστό.

Να το, συνέβη πάλι, αυτή η μυρωδιά της ανάμνησης, ήταν ίδια η μητέρα της. Για μιας πλανεύτηκε η γιαγιά.

 

Σακελλαροπούλου Γεωργία

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μεγάλη πόλη γεμάτη γκρίζες πολυκατοικίες, υπήρχε ένα μικρό, πανέμορφο και πολύχρωμο σπιτάκι με έναν κήπο με κυκλάμινα. Τα κυκλάμινα αυτά ήταν ροζ και ήταν διαφορετικά!

Διαφορετική ήταν όμως και η γιαγιά Ελπίδα, που έμενε στο σπιτάκι και τα φρόντιζε. Η γιαγιά ήταν ευγενική, σε αντίθεση με τους υπόλοιπου κατοίκους της πόλης, που ήταν αγενείς. Όσο βρισκόταν στον κήπο, χαιρετούσε όποιον περνούσε γλυκά, όμως όποιος της απαντούσε, ήταν απλώς για να της ζητήσει κυκλάμινο. Αυτή δεν έδινε σε κανέναν. Ούτε στα μικρά δίδυμα εγγονάκια της λέγοντάς τους ότι δεν τα έχουν ανάγκη. «Μα τα θέλουμε» γκρίνιαζαν. «Όταν θα τα θελήσετε πραγματικά, θα τα έχετε» απαντούσε η γιαγιά.

Και να που είχε δίκιο! Ξημέρωσε μια φθινοπωρινή Κυριακή. Βρήκε τα διδυμάκια ανήσυχα και φοβισμένα που θα πήγαιναν πρώτη φορά σχολείο. Οι περισσότεροι δεν τους έλεγαν τι θα κάνουν εκεί. Κι όσοι το έκαναν, τα άγχωναν. Όταν έφτασε το βράδυ, τα διδυμάκια έπλυναν τα δόντια τους με βαριά καρδιά και πήγαν στα κρεβάτια τους. Ξαφνικά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Τα κρεβάτια ήταν γεμάτα με τα ροζ κυκλάμινα της γιαγιάς! Τότε κατάλαβαν, παρόλο που ήταν μικρά, ότι τα κυκλάμινα είχαν την μαγική ικανότητα της Ελπίδας, όπως έλεγαν και τη γιαγιά τους.

 

Τζιάκη Δέσποινα

Θυμάμαι τη γιαγιά μου να πηγαίνει μπροστά στο στενό μονοπάτι κι εγώ ν’ ακολουθώ. Κάθε τόσο σταματούσε, μου έδειχνε τις ομορφιές του τόπου, το ρυάκι, έναν θάμνο, ένα πουλάκι, ένα μανιτάρι, τα κυκλάμινα.

Τα κυκλάμινα ήταν τ’ αγαπημένα της! Άλλα άσπρα, άλλα απαλό ροζ και κάποια μοβ, μα όλα με το διακριτικό τους άρωμα ν’ απλώνεται γύρω.

«Για τα κυκλάμινα ερχόμαστε απ’ το μονοπάτι» μου έλεγε. «Υπάρχει και πιο σύντομος δρόμος ως το χωράφι».

Κάθε φορά διαλέγαμε το μονοπάτι δίπλα στο ρυάκι για να δούμε και να μυρίσουμε τα κυκλάμινα. Μα μόνο τα βλέπαμε, δεν τα κόβαμε ποτέ.

«Χάνουν την ομορφιά τους όταν τα κόψουμε, μαραίνονται. Εδώ να τα χαρούμε. Εδώ έχουν αξία» έλεγε η γιαγιά.

Και τα καμαρώναμε να ξεπετιούνται ανάμεσα απ’ τα βράχια, δίπλα στα βρύα, καθώς περπατούσαμε στο σκιερό μονοπάτι. Το τραγούδι του ποταμού τα νανούριζε, το κελάηδημα του κότσυφα τα καλημέριζε. Κι εγώ ακολουθούσα τα βήματα της γιαγιάς.

Πέρασαν τα χρόνια, η γιαγιά δεν περπατάει πια στο μονοπάτι. Μα εγώ πηγαίνω. Και κάθε φορά ακούω τα βήματά της, ακούω τα λόγια της. Ακούω το τραγούδι του ποταμού και το πετάρισμα από τα τρυφερά φύλλα των κυκλάμινων, όταν ο άνεμος μας συντροφεύει.

 

Τσαγκαράκη Εύη

Η γιαγιά μου έχει δύο αγάπες. Η μία είμαι εγώ κι η άλλη τα κυκλάμινα της. Μαζί απασχολούμαι τη σκέψη της. Μας φωνάζει αγριολούλουδα.

Μας χαϊδεύει, μας αγκαλιάζει και λέει πως είμαστε μαγικά πλάσματα γιατί ομορφαίνουμε τη ζωή της.

Τα κυκλάμινα, για να ευχαριστήσουν τη γιαγιά, σχηματίζουν καρδούλες με τα φύλλα τους. Εγώ σκαρφαλώνω επάνω της και τη γεμίζω φιλιά.

Τα κυκλάμινα της γιαγιάς είναι ροζ, μοβ, κόκκινα και λευκά. Το δικό μου χρώμα είναι λευκό, θα μπορούσε όμως να είναι μαύρο, όπως του φίλου μου του Νικ.

Τα κυκλάμινα δεν αγαπούν τη ζέστη. Κοιμούνται και ξυπνούν κάτω από το μεγάλο δέντρο του κήπου της. Εγώ που θέλω ζεστασιά, κοιμάμαι και ξυπνώ στο κρεβάτι μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού της.

Καμιά φορά δεν μας παίρνει ο ύπνος. Τα κυκλάμινα φορτώνουν το άρωμά τους πάνω σ’ ένα κουνούπι και το στέλνουν κατευθείαν στο κρεβάτι μου. Εγώ το μυρίζω και, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου μην ξυπνήσω τη γιαγιά, κατεβαίνω κοντά τους.

Ένα βράδυ το κουνούπι δεν με βρήκε και πήγε στο κρεβάτι της γιαγιάς. Εκείνη ανησύχησε και βγήκε στον κήπο.

«Τα βράδια τα αγριολούλουδα αποζητούν συντροφιά» είπε.

Με χάιδεψε και κάθισε δίπλα μου.


Γράφτηκαν με αφορμή το παιχνίδι γραφής εδώ:

https://www.facebook.com/photo/?fbid=10229719094995075&set=a.10201219933733855

Μπορείτε ν’ αφήσετε και τις δικές σας εκδοχές στα σχόλια.

 

Από δω και στο εξής τα παιχνίδια γραφής θα αναρτώνται στην παρακάτω ομάδα, ώστε να μπορούν όσες/όσοι επιθυμούν, να συμμετέχουν:

https://www.facebook.com/groups/1006082537869676


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;