Καρλή Πολίνα
Εκείνο το
φθινόπωρο κάτι θα άλλαζε στο δάσος των τεσσάρων εποχών. Από το πρωί όλα τα
ζωάκια έμοιαζαν ανήσυχα. Μια νέα οικογένεια σκίουρων θα μετακόμιζε στο μεγάλο
δέντρο. Κάποιοι έλεγαν ότι οι νέοι τους γείτονες αναγκάστηκαν να φύγουν από το
δάσος τους, αφού οι άνθρωποι έκοβαν τα δέντρα το ένα μετά το άλλο. Σε λίγο
καιρό θα έχαναν όλοι τις φωλιές τους. Ο Σέρχιο ήταν λυπημένος. Ακολουθούσε
αμίλητος τη μαμά και τον μπαμπά κι ένιωθε να του λείπει ήδη το σπίτι του.
«Άραγε πώς θα
είναι εκεί;» σκεφτόταν στη διαδρομή. «Θα κάνω καινούργιους φίλους;»
Η νύχτα έπεσε
γρήγορα και η οικογένεια των σκίουρων, που είχε φτάσει στο δάσος, μπήκε στη
φωλιά της. Οι γονείς του είχαν σκοπό να μαζέψουν το πρωί όλα τα υλικά που θα
χρειάζονταν για να φτιάξουν όμορφα το σπιτάκι τους πριν έρθει ο χειμώνας.
Ο Σέρχιο
δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Στενοχωριόταν. Όμως, πριν καλά καλά το καταλάβει, ξημέρωσε.
Είχε ακόμα κλειστά τα μάτια του του όταν άκουσε έναν θόρυβο από το παραθυράκι.
Σηκώθηκε να δει. Ένας μικρός σκαντζόχοιρος κι ένα λαγουδάκι βρίσκονταν κάτω από
το δέντρο. Για μια στιγμή τα τρία ζωάκια κοιταχτήκαν στα μάτια. Έπειτα οι νέοι
του γείτονες φώναξαν προς το μέρος του Σέρχιο: «Πώς σε λένε; Θα κατέβεις
να παίξουμε;»
Πάτση Ελένη
Το φθινόπωρο
είναι μια όμορφη εποχή. Είναι όμως και προετοιμασία για τον χειμώνα. Για όλους μας.
Ακόμα και για τον Σέρχιο, τον σκίουρο. Όλη μέρα μάζευε καρπούς, φρούτα, γέμιζε
τη φωλιά και την κοιλίτσα του. Ήταν προκομμένο σκιουράκι. Μια μέρα όμως μια
καταιγίδα κι ένας δυνατός αέρας έφραξαν τη φωλιά του. Πάλι καλά που δεν ήταν
μέσα. Πάλεψε για να τη σώσει. Μάταιος κόπος… Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε να
τρέμει, να βήχει να φτερνίζεται. Είχε κρυώσει. «Γκουχ γκουχ» ακουγόταν σε όλο
το δάσος .Έκλεισε τα μάτια απογοητευμένος. «Σέρχιο, φίλε μας, τι σου συμβαίνει;»
Είχαν έρθει οι φίλοι του οι σκίουροι. «Η βροχή κατέστρεψε το σπίτι μου»
απάντησε.
Τότε οι φίλοι του
του έδωσαν ένα ζεστό παλτό, μια κούπα τσάι κι όλοι μαζί, ενωμένοι σαν αλυσίδα,
άρχισαν να σπρώχνουν τα σπασμένα ξερόκλαδα από τη φωλιά του ώσπου την
ελευθέρωσαν. Ο Σέρχιο τούς ευχαρίστησε συγκινημένος, μοίρασε καρπούς για
κέρασμα κι όλοι μαζί ξεκίνησαν να βρουν μια καινούργια, πιο ασφαλή φωλιά. Θα τη
γέμιζαν με καρπούς και αγάπη. Έτσι δεν είναι οι φίλοι; Πάντα δίπλα μας!
Τζιάκη Δέσποινα
Ο Σέρχιο είδε τα
σύννεφα στον ουρανό, είδε τα ταξιδιάρικα πουλιά να φεύγουν και... κατάλαβε!
Ξεκίνησε να
μαζεύει φύλλα ξερά. Τα πήγε στην κουφάλα της καρυδιάς για να έχει ένα μαλακό
και ζεστό στρώμα. Πήρε και μπόλικα καρύδια, τα έβαλε μέσα στη φωλιά του. Μα
ήθελε και ποικιλία. Πήγε μέχρι τη βελανιδιά, έφερε βελανίδια και μετά στη
φουντουκιά για λίγα φουντούκια.
Την άλλη μέρα
έκανε μια μεγάλη βόλτα στο δάσος, βρήκε μανιτάρια κι έφαγε ένα σωρό. Λίγο
παραπανίσιο φαγητό δεν θα έβλαπτε, ίσα ίσα, θα τον βοηθούσε να αντέξει το κρύο
του χειμώνα. Αφού χαιρέτησε τους φίλους του, ήταν έτοιμος να βολευτεί στη φωλιά
του.
Μα τι πρόβλημα
κι αυτό! Η φουντωτή ουρά και τα πισινά του πόδια δεν χωρούσαν με τίποτα μέσα
στη φωλιά. Την είχε γεμίσει με φύλλα και προμήθειες. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί.
«Καλή σου μέρα,
Σέρχιο» ακούστηκε η φωνή του Μέρχιο.
Ο Μέρχιο, ο
γέρικος σκίουρος, είχε τη φωλιά του εκεί κοντά.
«Γειά σου, φίλε
Μέρχιο. Πάνω στην ώρα! Μια στιγμή, να σε φιλέψω λίγα καρύδια».
Του έδωσε αρκετά
και δοκίμασε ξανά να μπει μέσα. Τώρα χωρούσε άνετα!
«Μια καλή πράξη
πάντα βοηθάει» σκέφτηκε ο Σέρχιο καθώς έπεφτε για ύπνο.
Τσαγκαράκη Εύη
Φθινοπώριασε κι
ο Σέρχιο αποφάσισε να περιηγηθεί ολομόναχος στο δάσος. Είχε πια μεγαλώσει. Το
κατάλαβε την ημέρα που η καστανή τριχωτή ουρά του φούντωσε. Την κούνησε πέρα
δώθε κι εκείνη έριξε από τα δέντρα καρπούς. Ο Σέρχιο τούς μάζεψε και γέμισε τις
τσέπες του.
«Μπορώ να βρίσκω
μόνος μου τροφή αρκεί να κουνάω την ουρά μου» είπε στους φίλους του την ώρα του
αποχαιρετισμού για το μεγάλο ταξίδι.
Και ξεκίνησε.
Δέντρο περνούσε, δέντρο άφηνε. Η καστανή τριχωτή φουντωτή ουρά έριχνε καρπούς.
Ο Σέρχιο τούς μάζευε μα δεν ένιωθε ευχαρίστηση στη σκέψη πως εκείνος θα είχε
τροφή κι οι φίλοι του όχι. Κι άρχισε να μαζεύει καρπούς και για εκείνους.
Υπολόγιζε τουλάχιστον έναν καρπό για κάθε φίλο. Μετρούσε τους φίλους, μετρούσε
και τους καρπούς. Κι είχε πολλούς φίλους ο Σέρχιο. Οι τσέπες του γέμισαν. Δεν
χωρούσαν τίποτα για τον ίδιο. Ωστόσο ξεκίνησαν να πέφτουν τα πρωτοβρόχια. Η
φουντωτή καστανή τριχωτή ουρά του βράχηκε. Βάρυνε και δεν πήγαινε πέρα δώθε.
Καθόλου δεν τον
ένοιαζε. Η σκέψη του ήταν μόνο στη χαρά που θα έπαιρναν οι φίλοι του όταν θα
ροκάνιζαν τους καρπό τους. Όσο για τον ίδιο; Θα έκανε ένα καινούριο, ξεχωριστό
ταξίδι.
Ευτυχισμένος άραξε
στον κορμό μιας καστανιάς περιμένοντας να σταματήσει η βροχή και να στεγνώσει η
ουρά του.
Γράφτηκαν με αφορμή
το παιχνίδι γραφής εδώ:
https://www.facebook.com/groups/1006082537869676
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;