Οι γονείς του ήταν φτωχοί χωρικοί από τα βουνά της Γαλλίας. Δεν είχε μάθει γράμματα. Κι όταν μεγάλωσε, έγινε κλαδευτής. Δε φαινόταν και τόσο έξυπνος. Ο χαρακτήρας τους ήταν μάλλον μελαγχολικός. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός. Είχε μόνο μια χήρα αδερφή, μεγαλύτερή του, με εφτά παιδιά. Στο σπίτι της φιλοξενήθηκε όσο ζούσε ο άντρας της. Μα τον έχασε κάποια μέρα, κι από τότε ο Γιάννης Αγιάννης, που δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, ανέλαβε δυσφορώντας καθήκοντα οικογενειάρχη. Δούλευε σκληρά κι έβγαζε ελάχιστα. Το βράδυ γύριζε αμίλητος, ξεθεωμένος από την κούραση. Φυσικά, δούλευε και η αδερφή του. Μα πώς να τα βγάλουν πέρα με εφτά παιδιά;
Το χειμώνα έμεινε άνεργος. Πεινούσαν. Ήταν Κυριακή βράδυ κι ο φούρναρης της γειτονιάς ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι του, όταν ακούει κρότο από τζάμια που σπάνε. Κάποιο χέρι χτύπησε τη γυάλινη βιτρίνα κι άρπαξε ψωμί. Κυνήγησε τον κλέφτη και τον έπιασε. Την κλεψιά την έκανε ο Γιάννης Αγιάννης. Βρισκόμαστε στο 1795.
Δικάστηκε ο κλέφτης και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή. Του φόρτωσαν κλοπή, διάρρηξη και παράνομη οπλοφορία, γιατί έβγαινε κυνήγι, ενώ απαγορευόταν. Με την αλυσίδα στα πόδια, δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όσα γίνονταν γύρω του. Μετά έκλαψε. Τα δάκρυα κυλούσαν καυτά στα μάγουλά του. Η φωνή του μόλις ακουγόταν να λέει:
-Ήμουν κλαδευτής στη Φαβερόλ…
Κι έδειχνε με το χέρι πως δούλευε για εφτά ανήλικα. Το κάτεργο βρισκόταν στην Τουλόν. Είκοσι εφτά ολόκληρες μέρες ταξίδεψε με κάρο και με την αλυσίδα στο λαιμό. Τα περασμένα έσβησαν πια. Τώρα ήταν ο κατάδικος 24601 με την κόκκινη καζάκα. Τι θα γινόταν η αδερφή του με εφτά κουτσούβελα; Πώς θα τα βόλευε ολομόναχη; Α, θα τους κατάπινε το σκοτάδι, όπως κάθε απροστάτευτο φτωχό.
Η οικογένεια του Γιάννη Αγιάννη βρέθηκε σε λίγο μακριά από τον τόπο της. Κι ο ίδιος άρχισε σιγά σιγά να τους ξεχνά. Μα, ύστερα από τέσσερα χρόνια, έτυχε ν’ ακούσει κάτι για τη δύστυχη την αδερφή του. Ένας γνωστός τους την είδε, λέει, στο Παρίσι. Μαζί της είχε μονάχα το ένα παιδί. Τι να απέγιναν τα άλλα; Δούλευε σε τυπογραφείο από τις έξι το πρωί. Και το παιδί, για να πάει στο σχολείο, που βρισκόταν στο ίδιο κτίριο με το τυπογραφείο, περίμενε, χειμώνα καιρό, μια ώρα στην αυλή, μέχρι να φτάσει εφτά, γιατί έφευγε με τη μητέρα του. Δεν ήθελαν το μικρό στο τυπογραφείο. Το έβρισκαν ενοχλητικό. Κι εκείνο, ξεπαγιασμένο, νυσταγμένο, καθόταν στις πέτρες κι αποκοιμιόταν πολλές φορές πάνω στο καλαθάκι του. Με τη βροχή ήταν πιο τυχερό. Το λυπόταν η γριά θυρωρός και το μάζευε στη γυμνή της καμαρούλα. Εκεί ζεσταινόταν λίγο δίπλα στη γάτα και το ‘παιρνε ο ύπνος. Μόλις άνοιγε το σχολείο, στις εφτά, ο μικρούλης έμπαινε μέσα.
Ο Γιάννης Αγιάννης έμαθε τούτα τα θλιβερά νέα και του φάνηκε για μια στιγμή, αστραπιαία, σαν ν’ άνοιξε με ορμή κάποιο παράθυρο στη μοίρα των αγαπημένων του εκείνων ανθρώπων. Και μετά όλα ξανάκλεισαν μονομιάς. Έκτοτε δεν έμαθε τίποτα για τους δικούς του. Ούτε τους ξαναείδε ποτέ.
Όταν κόντευε να συμπληρωθεί η τέταρτη χρονιά της φυλάκισής του, ο Γιάννης Αγιάννης, όπως και τόσοι άλλοι κατάδικοι, δραπέτευσε. Τον βοήθησαν σ’ αυτό σύντροφοί του. Πώς μπορούσε να μείνει πιο πολύ στο μαρτυρικό εκείνο μέρος;
[…]
Τον έπιασαν προς το βράδυ της δεύτερη μέρας. Ήταν νηστικός κι άυπνος τριάντα έξι ολόκληρες ώρες.
Τον καταδίκασαν για τη δραπέτευση αυτή άλλα τρία χρόνια. Μόλις έφτασε στον έκτο χρόνο, ήρθε η σειρά του να ξαναδραπετεύσει. Δεν το πέτυχε. Τον ανακάλυψαν νύχτα, κρυμμένο μέσα σ’ ένα μισοτελειωμένο πλοίο. Θέλησε ν’ αντισταθεί. Του έβαλαν άλλα πέντε χρόνια κάτεργο, για αντίσταση κατά της Αρχής και δραπέτευση. Δέθηκε με διπλή αλυσίδα. Τα χρόνια της καταδίκης έγιναν δεκατρία.
Η σειρά του ήρθε πάλι το δέκατο χρόνο. Ξανάκανε απόπειρα. Αποτυχία άλλη μια φορά. Καινούρια καταδίκη, τρία χρόνια τώρα. Δεκαέξι όλα μαζί. Όταν πλησίασε στο δέκατο τρίτο χρόνο θέλησε, φαίνεται, να ξανακάνει τα ίδια. Τον έπιασαν τέσσερις ώρες αργότερα και του φόρτωσαν άλλα τρία χρόνια.
Η καταδίκη του, συνολικά, έφτασε τα δεκαεφτά χρόνια.
Αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 1815.
Όλη αυτή η τραγωδία είχε αρχίσει από την κλεψιά ενός ψωμιού.
Με μια αγγλική στατιστική αποδεικνύεται πως στο Λονδίνο οι τέσσερις κλεψιές στις πέντε γίνονται από πείνα. Μπήκε στο κάτεργο αναστενάζοντας και κλαίγοντας ο Γιάννης Αγιάννης, και βγήκε απ’ αυτό απόλυτα απαθής. Μπήκε με ψυχικό σπαραγμό και βγήκε με την καρδιά του πιο σκληρή κι από πέτρα.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ
Οι άθλιοι (α’ τόμος), εκδοτικός οίκος Α.Α.Λιβάνη, μετάφραση: Γιάννης Κουχ.