Αγγέλου
Αγάπη
Μια φορά κι έναν καιρό το Φεγγάρι νύσταξε
κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Μα μόλις έκλεισε τα μάτια του, ακούστηκαν χιλιάδες
παιδικές φωνούλες, σαν χορωδία:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό…»
Ευθύς άνοιξε τα μάτια και κοίταξε
τριγύρω.
Τ’ αστέρια ίσα που φαίνονταν. Κοίταξε το
ρολόι του.
«Μα είναι βράδυ, τι “Φέγγε μου να
περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό” λένε αυτά;»
Αποφάσισε να κατέβει πιο κάτω, να δει
από κοντά τι συμβαίνει.
Έφτασε σ’ ένα σπιτάκι με κεραμίδια. Τα
παραθύρια του ήταν ανοιχτά κι ένα κοριτσάκι ήταν στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
Την είδε να το χαϊδεύει και να το νανουρίζει.
«…να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάγματα...»
«Τι συμβαίνει;» είπε δυνατά.
«Σσσσς!» απάντησε η γιαγιά και έκλεισε
το μάτι.
«Είναι απλώς ένα νανούρισμα, μα έχει και
μια ιστορία».
Η μικρή άνοιξε τα μάτια της και είπε:
«Πες μας την ιστορία, γιαγιά».
«Μα το φεγγάρι νυστάζει, καρδούλα μου».
«Θέλω να την ακούσω…» απάντησε εκείνο.
«Νυστάζεις;» ρώτησε το κορίτσι.
«Ναι, λιγάκι».
Η μικρή χαμογέλασε κι έκανε χώρο.
«Έλα να κοιμηθείς εδώ, μαζί μου. Κοίτα
πόσο απαλά είναι».
Βολευτήκαμε και η γιαγιά ξεκίνησε:
«Μια φορά κι έναν καιρό...»
Γιανναδάκη
Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι
νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Η προηγούμενη νύχτα ήταν πολύ κουραστική.
Ήταν πανσέληνος και ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, ολόγιομο κι ολόλαμπρο, να φωτίσει
τις γειτονιές του κόσμου.
Κάποια στιγμή, πέρα μακριά, σε μια αυλή,
είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. «Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε το φεγγάρι. Αποφάσισε
να πλησιάσει πιο κοντά για να δει τι γίνεται.
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα και οι
λεμονανθοί σκορπούσαν τις μεθυστικές ευωδιές τους. Τα κάτασπρα πεζούλια
αντανακλούσαν το φως της πανσελήνου. Όμως τα πρόσωπα ήταν λυπημένα. Τότε
ακούστηκε μια φωνή και ύστερα το κλάμα ενός μωρού. Ήταν η Ισμήνη που έφερνε
στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Τα πράγματα έμοιαζαν δύσκολα. Γιατρός δεν υπήρχε
εκεί κοντά και το μωρό δεν έλεγε να βγει.
Οι γείτονες αγαπούσαν το νέο ζευγάρι που
είχε εγκατασταθεί στη γειτονιά τους πριν τρία χρόνια. Και τώρα που όλα πήγαν
κατ’ ευχήν και ήρθε η ώρα η Ισμήνη να γεννήσει, κατέφθασαν όλοι, να δώσουν την
καλή τους ενέργεια.
Έτσι μπήκε στην παρέα τους και το
φεγγάρι. Έλαμψε τόσο δυνατά, που οι ασημένιες του ακτίνες μπήκαν στη μικρή
κρεβατοκάμαρα κι έλουσαν τον χώρο μ’ ένα κρυστάλλινο φως.
Και τότε, λες κι έγινε θαύμα, το μωρό βγήκε
τσιρίζοντας! Ήταν κορίτσι. Η Ασημένια. Τόσο όμορφη! Στα μάτια της είχε τη λάμψη
του γιομάτου φεγγαριού.
Κασσελούρη Αναστασία
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι βγήκε
όπως κάθε βράδυ στον ουρανό, να φωτίσει το σύμπαν. Η βραδιά ήταν πάρα πολύ
ωραία και τα σύννεφα έκαναν τρελό χορό γύρω του. Η γη ήταν ντυμένη με λαμπιόνια
και στη θάλασσα ζωγραφισμένη η φεγγαρόστρατα. Η ηρεμία της ατμόσφαιρας το έκανε
να νυστάξει. Ξάπλωσε πάνω σ’ ένα κάτασπρο σύννεφο, έκλεισε τα μάτια του και
βυθίστηκε σε γλυκό ύπνο. Τ’ αστέρια το κοίταζαν έκπληκτα.
«Τι έγινε; Μήπως έπαθε κάτι;»
Μα το φεγγάρι απλώς απολάμβανε τον ύπνο
του στο μαλακό συννεφένιο του στρώμα.
Ξαφνικά ένα αεροπλάνο που πετούσε ψηλά
και πέρασε ανάμεσα από τα σύννεφα, παρέσυρε το φεγγάρι και το έσερνε μαζί του.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός που είδαν τι συνέβη, πιάστηκαν από το συννεφένιο στρώμα
και προσπάθησαν να το ξεκρεμάσουν από την ουρά του αεροπλάνου. Δεν τα κατάφεραν.
Φώναξαν και τα υπόλοιπα αστέρια για βοήθεια αλλά μάταια. Οι ώρες περνούσαν. Φάνηκε
ο ήλιος που παραξενεύτηκε μ’ αυτήν την τεράστια ουρά αστεριών πίσω από το
αεροπλάνο.
«Τι κάνετε εδώ;»
Αφού του εξήγησαν τι έγινε, φρόντισε να
πλησιάσει το φεγγάρι και να το ξυπνήσει. Εκείνο, όταν κατάλαβε τι συμβαίνει, κατέβηκε
από το σύννεφο και ξαναπήρε τη θέση του στον ουρανό. Ευχαρίστησε τους φίλους
του και υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάνει τέτοια απερισκεψία.
Κολιγιώτη Αλεξάνδρα
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε
κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Δεν είχε όμως μαζί του το αγαπημένο του μαξιλάρι. Το
είχε ξεχάσει στην καλή του τη γιαγιά. Τώρα; Τι θα έκανε; Δεν θα μπορούσε να
κλείσει μάτι όλη νύχτα. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Να πλησιάσει την κοντινότερη
παιδική χαρά και να κάνει τσουλήθρα. Ίσως έτσι να κουραζόταν και να μπορούσε να
το πάρει πιο εύκολα ο ύπνος.
Πράγματι, έτσι κι έκανε. Ήταν υπέροχα! Ανέβαινε
και κατέβαινε τη μεγάλη τσουλήθρα και το καταευχαριστήθηκε.
Ύστερα από λίγο άκουσε φωνές. Όλα τα
παιδιά του χωριού μαζεύτηκαν γύρω του.
«Φεγγάρι, θέλεις να γίνουμε φίλοι;»
Η παιδική χαρά γέμισε χαμόγελα, φωνές κι
αγάπη.
Ήταν τόσο όμορφα που τελικά ξέχασε το
αγαπημένο του μαξιλάρι. Όμως έπρεπε να βιαστεί. Είχε σχεδόν ξημερώσει κι οι
μικροί φίλοι έπρεπε να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους.
«Αντίο, φίλοι μου! Ο ύπνος είναι
απαραίτητος και δεν πρέπει να τον διακόπτουμε».
Το επόμενο βράδυ το φεγγάρι κοιτούσε με
νοσταλγία την παιδική χαρά. Κάπου εκεί διέκρινε ένα καινούργιο...μαξιλάρι!
Κουρέτα Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι
νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. «Πού να ξαποστάσω;» σκέφτηκε. Κοιτάζοντας από
ψηλά είδε μια γέρικη ιτιά κοντά στην άκρη ενός ποταμού. «Νομίζω ότι βρήκα το
ιδανικό μέρος» είπε. Βιαστικά χώθηκε σε μια διχάλα κι έκλεισε τα μάτια του. Σε
λίγο κοιμόταν βαθιά κι η ιτιά απέκτησε το δικό της φως.
Τ’ αστέρια όμως τ’ ουρανού, όταν τον είδαν
και το φεγγάρι κρυμμένο μέσα στο δέντρο, δεν άργησαν να το ακολουθήσουν. Ένιωθαν
πολύ μόνα τους χωρίς εκείνο. Έτσι απλώθηκαν σε όλα τα κλαδιά της ιτιάς που
έλαμψε ακόμη περισσότερο.
Η νύχτα τότε, μαγεμένη από το θέαμα,
δημιούργησε μια απαλή πάχνη για να φτιάξει ένα μαλακό πάπλωμα και να τα
σκεπάσει. Το ποτάμι, με τη σειρά του, αποφάσισε να πει ένα νανούρισμα. Το
δημιούργησε με τον ήχο από τα απαλά κυματάκια του. Οι πάπιες, που είχαν φτιάξει
τη φωλιά τους στην άκρη του ποταμού, πρόσθεσαν το δικό τους τραγούδι στον
παφλασμό των κυμάτων.
Τότε ήταν που η Ελπίδα ξύπνησε από τον
παράξενο αυτόν ήχο μέσα στη νύχτα. «Μπαμπά!» φώναξε. «Ξέχασες το παράθυρό μου
ανοιχτό και είδα το φεγγάρι. Είμαι σίγουρη ότι είναι εκείνο!»
Το φεγγάρι άνοιξε για λίγο τα μάτια του,
χαμογέλασε και κοιμήθηκε ξανά…
Μακαριάν Μαριάννα
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι
αποφάσισε να κοιμηθεί.
Κάθε νύχτα έβγαινε στο προσκήνιο και
τραγουδούσε με τα χιλιάδες αστέρια για ορχήστρα, ώστε κάθε ον να κοιμάται
γλυκά.
«Θ’ αφήσω στη θέση μου τον Άρη»
σκέφτηκε.
Μα ο μικρός κόκκινος πλανήτης δεν
μπορούσε να την καλύψει.
Αποφάσισε να μιλήσει στην Αφροδίτη κι
έπειτα στον Κρόνο.
Αδύνατον κι αυτό. Το δακτυλίδι του
Κρόνου δεν τον άφηνε να βγει, είχε κολλήσει αρκετό καιρό και δεν μπορούσε πλέον
να ξεκολλήσει.
Αχ, πόσο ανάγκη τον είχε τον ύπνο. Μια
νύχτα μόνο να μην τραγουδήσει και ν’ αναπαυτεί. Όμως κανένας πλανήτης δεν
μπορούσε να μετακινηθεί από τη θέση του.
Έτσι λοιπόν το πήρε απόφαση και μελαγχολικά
βγήκε στον νυχτερινό ουρανό.
Μερικά αστέρια αποφάσισαν να βοηθήσουν. Μπορούσαν
κι εκείνα να λάμπουν σαν το φεγγάρι. Τι κι αν ήταν μικρούλια; Όλα μαζί, αν
συνεργάζονταν, θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν για μερικές μέρες τον χρόνο.
Συγκινημένο το φεγγάρι έκρυψε τα δάκρυά
του με μια έκλειψη κι άφησε τ’ αστέρια να δημιουργήσουν μια φωτεινή μεγάλη
σφαίρα όμοια με την πανσέληνο.
Πανέμορφα κι ολόλαμπρα στόλισαν τον
ουρανό και ξεκίνησαν να τραγουδούν το πιο γλυκό νανούρισμα για το αγαπημένο
τους φεγγάρι.
Είναι το μυστικό τους. Κάνεις δεν
γνωρίζει ποιες νύχτες το φεγγάρι κοιμάται μα είναι αλήθεια πως αν κοιτάξεις
προσεχτικά την κατάλληλη νύχτα, θα δεις ίσως χιλιάδες αστέρια πιασμένα αγκαλιά
να τραγουδάνε μελωδίες για όνειρα γλυκά.
Ρηγάτου Βασιλική
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να
κοιμηθεί. Έκλεισε λοιπόν τα μάτια του κι έγειρε πάνω σ’ ένα αστέρι,
καθώς το έπαιρνε βαθιά και γλυκά ο ύπνος. Το κακόμοιρο το αστέρι όμως ήταν πολύ
μικρό για να μπορέσει να κρατήσει ολόκληρο το βάρος του φεγγαριού! Έβαλε τα
δυνατά του, μα οι δυνάμεις του το εγκατέλειπαν. Ευτυχώς ο διπλανός του κατάλαβε
τι γινόταν κι αποφάσισε να βοηθήσει. Συγκέντρωσε όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού για
να μπορέσουν να στηρίξουν το φεγγάρι που κοιμόταν. Στην προσπάθειά τους έβαλαν
τόση δύναμη που το φεγγάρι κοιμισμένο άρχισε να κατρακυλάει. «Ωχ, τι κάναμε;»
ακούστηκε μια φωνή. «Γρήγορα! Τρέξτε να το προλάβουμε!» ξεστόμισε μια άλλη κι
όλα μαζί ξεχύθηκαν να το κυνηγούν. Αν δεν το σταματούσαν, θα έφτανε στη μεριά
του Ήλιου! Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μα καθώς έβλεπαν σιγά σιγά γύρω
τους τον ουρανό να φωτίζεται, έχαναν την ελπίδα τους. «Μπουμ!» ακούστηκε
ξαφνικά ένας τεράστιος κρότος κι όλοι μαρμάρωσαν. Ποιος να το φανταζόταν ότι το
φεγγάρι είχε συγκρουστεί με τον Ήλιο! «Μα τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο ήλιος
έκπληκτος. Όταν είδε μαζεμένα γύρω του
το φεγγάρι και τ’ αστέρια. «Ωωω, τι ωραίο όνειρο! Είναι όλοι οι φίλοι μου εδω!
Μα γιατί κάνει τόση ζέστη;» μουρμούρισε το φεγγάρι τρίβοντας τα μάτια του. «Δεν
ονειρεύεσαι, φίλε μου!” είπε ο ήλιος γελώντας. «Ελάτε να φωτίσουμε όλοι μαζί,
να γεμίσει λάμψη όλη η γη!»
Τσιφοπούλου Όλγα
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε κι αποφάσισε να
κοιμηθεί. Τ’ αστέρια που το τριγύριζαν προσπάθησαν να το κρατήσουν ξάγρυπνο με
τη λάμψη τους Έκαναν έναν κύκλο γύρω του και ξεκίνησαν να τραγουδάνε. Δεν
ήθελαν να κοιμηθεί γιατί όταν έβγαινε, φώτιζε τους δρόμους και τα όνειρα των
ανθρώπων. Χωρίς τη λάμψη του όλοι θα ήταν σκυθρωποί και κακόκεφοι. Έτσι τα
όμορφα αστέρια το τράβηξαν σ’ ένα πανηγύρι ολονύκτιο, με τραγούδι και χορό.
Εκείνο παρασύρθηκε στο γλέντι και ξέχασε ότι ήθελε να κοιμηθεί. Κάθισε όλη τη στον
ουρανό, έλαμπε ακόμα πιο πολύ κι η
διάθεση του, χάρη στα φιλικά αστέρια, άλλαξε. Το φως του μάγεψε πολλές θάλασσες,
πολλά χωριά και πολιτείες. Ευτυχώς που ’ αστέρια, οι φίλοι του, δεν τον άφησαν
να κοιμηθεί και να σκοτεινιάσει η πλάση...
Φλογερά Ελένη
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι
νύσταξε κι αποφάσισε να κοιμηθεί. Κοίταξε γύρω του, να βρει κάποιο σύννεφο να
γείρει πάνω του, αλλά ο ουρανός δεν είχε καθόλου σύννεφα. Ήταν καλοκαίρι
βλέπετε.
Κοίταξε κάτω χαμηλά, να βρει μια γωνίτσα
πάνω στη γη, αλλά δεν έβλεπε κάτι που πάνω του θα μπορούσε να ξαπλώσει.
Τα κρινάκια της θάλασσας από χαμηλά
είδαν τα χασμουρητά του και τα νυσταγμένα του ματάκια και του φώναξαν:
«Ε! Φεγγαράκι, έλα ξάπλωσε πάνω μας. Θα
σου φτιάξουμε απαλό στρώμα».
«Ευχαριστώ, καλά μου κρινάκια, αλλά
φοβάμαι μη σας κάψω με το φως μου».
«Μη φοβάσαι, εμείς είμαστε συνηθισμένα,
φυτρώνουμε μέσα στην καυτή άμμο και το φως του καλοκαιριάτικου ήλιου μάς καίει
όλη μέρα. Έλα…»
Τελικά πείστηκε, πήγε και ξάπλωσε πάνω
στα κρινάκια της θάλασσας που του είχαν φτιάξει με τα άσπρα λουλούδια τους ένα
απαλό στρώμα. Μερικά ξάπλωσαν δίπλα του και του χάιδευαν το κεφαλάκι μέχρι να
το πάρει ο ύπνος.
Κάποια νυχτολούλουδα που ήταν εκεί
κοντά, φυτρωμένα στην αυλή ενός σπιτιού, ακούμπησαν απαλά πάνω στο φεγγάρι κι
έγιναν το σεντονάκι του.
Οι νυχτοπεταλούδες, παρακινημένες από το
φως του, πετούσαν γύρω του και δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει, μην τυχόν και
το ξυπνήσουν. Ως και η θάλασσα, που ήταν σιμά τους, με τα κυματάκια της του
τραγούδησε το πιο γλυκό νανούρισμα.
Το φεγγάρι, όταν ήρθε η αυγή και ξύπνησε,
δεν μπορούσε να καταλάβει αν όλ’ αυτά τα έζησε ή αν τα είχε ονειρευτεί.
Χρυσοπούλου Βέτα
Μια φορά κι έναν καιρό το φεγγάρι νύσταξε
κι αποφάσισε να κοιμηθεί.
«Αχ, πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ»
μονολογούσε. «Ο βραδινός ύπνος είναι ο καλύτερος, Σε ξεκουράζει περισσότερο, όπως
μου είπε και ο φίλος μου ο ήλιος. Αλλά πώς να καταφέρω να κοιμηθώ βράδυ όταν
όλοι με κοιτούν και με θαυμάζουν είτε είμαι μισό είτε ολόγιομο;»
Ένα μεγάλο λαμπερό αστέρι που ήταν δίπλα
του το άκουσε και το λυπήθηκε.
«Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις για να
κοιμηθείς όπως θέλεις χωρίς να σε βλέπει κανείς. Θα μιλήσω με το μεγάλο σύννεφο
και θα σε καλύψει. Όλους θα μας καλύψει κι έτσι θα μπορείς να κοιμηθείς όσο
θέλεις».
«Μα κι άλλη φορά μας κάλυψε, αλλά δεν
ήταν αρκετό».
«Θα του μιλήσω και θα μας καλύψει μέχρι
να βγει ο ήλιος, καλό μου φεγγάρι. Καταλαβαίνω πόσο θέλεις να ξεκουραστείς και
ν’ απολαύσεις κι εσύ επιτέλους ένα βραδινό ύπνο. Εμείς τ’ αστέρια, ξέρει,ς
μπορούμε να κοιμόμαστε όποτε θέλουμε, συνεννοούμαστε μεταξύ μας. Κοιμάται μια το
ένα, μια το άλλο και κανείς δεν καταλαβαίνει το παραμικρό».
Κι έτσι, την επομένη κιόλας βραδιά, το
λαμπερό αστέρι τα κανόνισε με το μεγάλο σύννεφο και τους κάλυψε μέχρι το πρωί.
Μέχρι να βγει ο ήλιος.
Πόσο χαρούμενο ένιωσε το φεγγάρι και
πόσο ξεκούραστο ήταν!
«Σας ευχαριστώ πολύ, δεν θα ξεχάσω ποτέ
αυτό που κάνατε για μένα, φίλοι μου. Σας αγαπώ πολύ!» φώναξε όσο πιο δυνατά
γινόταν. Τ’ αστέρια χαμογέλασαν κι ο ουρανός έγινε πιο φωτεινός από κάθε άλλη
φορά.
Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.
Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.