Ο Χανς Κρίστιαν
Άντερσεν γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 σε μια μικρή πόλη της Δανίας, την
Όντενσε, που βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα της χώρας, την Κοπεγχάγη.
Ο
πατέρας του ονομαζόταν Χανς και ήταν παπουτσής. Η μητέρα του, η Αν Μαρί, ήταν
πλύστρα. Η οικογένειά του ζούσε σε ένα σπίτι που είχε μόνο ένα δωμάτιο και ήταν
πολύ φτωχή, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της Δανίας εκείνη την εποχή
(εξαιτίας των ναπολεόντειων πολέμων στους οποίους συμμετείχε η χώρα).
Ήταν
μοναχοπαίδι και οι γονείς του τον λάτρευαν. Ειδικά ο πατέρας του, τις ώρες που
δεν εργαζόταν, αφιέρωνε όλο του τον χρόνο σε εκείνον: του έλεγε διάφορες
ιστορίες, του διάβαζε τα βιβλία του Λούντβικ Χόλμπεργκ (Δανός λογοτέχνης) και
του Σαίξπηρ (Άγγλος θεατρικός συγγραφέας), του έφτιαχνε ξύλινα παιχνίδια και
ζωγραφιές, και, όποτε μπορούσε, τον πήγαινε ακόμα και στο θέατρο.
Δυστυχώς,
όμως, ο αξιολάτρευτος αυτός άνθρωπος πέθανε το 1816, όταν ο Χανς ήταν 11
χρονών. Ο θάνατος του πατέρα του τον βύθισε στη θλίψη. Δεν άντεχε να μένει στο
σπίτι και, έτσι, περνούσε τις περισσότερες ώρες του στο κανάλι της Όντενσε.
Εκεί έφτιαχνε μικρές χάρτινες βαρκούλες, τις έριχνε στο νερό και ονειρευόταν τη
μέρα που θα ταξίδευε σε όλο τον κόσμο, μακριά από τη δυστυχισμένη ζωή.
Η
δυστυχία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν η μητέρα του αποφάσισε πως ο μικρός
έπρεπε να δουλέψει. Αρχικά τον πήγε ως εργάτη σε ένα καπνοπωλείο, όμως το
παιδί, που είχε εύθραυστη υγεία, δεν άντεξε για πολύ. Υπέφερε τόσο που
αναγκάστηκε να τον πάρει από εκεί και να τον πάει σε ένα ραφείο, να μάθει τη
δουλειά. Ούτε εκεί ήταν εύκολο να συνηθίσει, γιατί, εκτός από τις κακές
συνθήκες εργασίας, το μυαλό του ήταν στο θέατρο. Ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός,
θεατρικός συγγραφέας, τραγουδιστής, ένας διάσημος καλλιτέχνης. Μάλιστα, είχε
τόσο υπέροχη φωνή, που η φήμη της έφτασε ως το παλάτι και ακόμα και ο πρίγκιπας
της Όντενσε του ζήτησε να τραγουδήσει μπροστά του.
Μεγάλη
παρηγοριά για τον Χανς Κρίστιαν ήταν η γιαγιά του, η μητέρα της μητέρας του, η
οποία εργαζόταν στο δημόσιο ψυχιατρείο της περιοχής. Πολύ συχνά έπαιρνε μαζί
της τον εγγονό της, που σύντομα έπιασε φιλίες με τους τρόφιμους. Σε αντίθεση με
τα παιδιά της ηλικίας του και τους υπόλοιπους ανθρώπους, εκείνοι τον άκουγαν με
μεγάλη προσοχή τις ιστορίες και τα τραγούδια του και τον αγαπούσαν πολύ.
Πολύ
ψηλός και αδύνατος για την ηλικία του, με μεγάλη μύτη και φουντωτά ξανθιά
μαλλιά, γινόταν συχνά στόχος για τους συνομηλίκους του, οι οποίοι τον κορόιδευαν
συνεχώς. Εκτός από την εμφάνισή του, τους φαινόταν αλλόκοτη και η συμπεριφορά
του και κανείς δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί του. Τον ίδιο ελάχιστα τον
απασχολούσε αυτό. Ήταν σίγουρος πως μια μέρα θα γίνει διάσημος και έκανε τα
πάντα για να πετύχει τον στόχο του. Διάβαζε μανιωδώς βιβλία και δεν άργησε να
γράψει τα δικά του θεατρικά έργα. Δεν ξεχνούσε ποτέ τα λόγια μια μάντισσας.
Όταν ήταν 7 χρονών η γυναίκα είπε στη μητέρα του: «Θα γίνει μεγάλος και τρανός.
Και μια μέρα ολόκληρη η Όντενσε θα φωτιστεί προς τιμήν του».
Δύο
χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου του πατέρα, η μητέρα του αποφάσισε να
ξαναπαντρευτεί. Ο Χανς Κρίστιαν ένιωθε πιο μόνος από ποτέ και, όταν έγινε 14
ετών, αποφάσισε να μετακομίσει την Κοπεγχάγη. Όταν έφτασε στη πόλη έβαλε τα
κλάματα από τη συγκίνηση και την ευτυχία. Ήταν σίγουρος πως, επιτέλους, είχε
έρθει η ώρα να πραγματοποιήσει τα όνειρά του! Μπορεί να είχε ελάχιστα χρήματα
στην τσέπη, ήταν όμως αποφασισμένος να τα καταφέρει! Γι’ αυτό, το πρώτο πράγμα
που έκανε μόλις βρήκε ένα δωμάτιο να μείνει, ήταν να πάει κατευθείαν για
ακρόαση στο Βασιλικό Θέατρο. Πίστευε πως εκεί θα έβρισκε δουλειά ως
τραγουδιστής, χορευτής ή ηθοποιός.
Για
τρία χρόνια προσπαθούσε χωρίς αποτέλεσμα και, έτσι, αποφάσισε να επικεντρωθεί
στη συγγραφή. Το 1822 έγραψε το πρώτο του έργο, με τίτλο «Νεανικές Απόπειρες»
και ακολούθησαν και μερικά ακόμη. Τα έργα αυτά κέντρισαν το ενδιαφέρον ενός από
τους σκηνοθέτες του Βασιλικού Θεάτρου, του Γιόνας Κόλινς, ο οποίος τον βοήθησε
να πάρει υποτροφία για να φοιτήσει σε ένα σχολείο. Τα πράγματα δεν ήταν όμως
όπως τα περίμενε. Ο διευθυντής του σχολείου ήταν πολύ αυστηρός και δεν
συμπαθούσε καθόλου τον Χανς Κρίστιαν. Τον πρόσβαλλε και τον τιμωρούσε με κάθε
ευκαιρία. Η μόνη του παρηγοριά ήταν και πάλι το διάβασμα και τα βιβλία. Παρ’
όλες τις αντιξοότητες κατάφερε όχι μόνο να τελειώσει το σχολείο, αλλά να γίνει
δεκτός και στο Πανεπιστήμιο! Γράφτηκε στη φιλολογία, αλλά δεν την τελείωσε
ποτέ, γιατί η συγγραφή τον είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά.
Τα
θεατρικά του έργα άρχισαν σιγά σιγά να γίνονται γνωστά με επιτυχία. Το ίδιο και
τα βιβλία του. Το 1835 εκδόθηκε και η πρώτη του συλλογή με παραμύθια, με τίτλο
«Παραμύθια για Παιδιά». Ακολούθησαν κι άλλες ιστορίες που γνώρισαν αμέσως την
επιτυχία.
Η
φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας. Ο απλός, μα ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο
έγραφε, αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους. Και δεν άργησε να πραγματοποιήσει
ένα ακόμη μεγάλο του όνειρο: τα ταξίδια. Επισκέφτηκε πολλές χώρες της Βόρειας,
Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων, ανάμεσά τους και την
Ελλάδα.
Το
1855 δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη ζωή του, «Το παραμύθι της ζωής μου», που τον
έκανε ακόμη πιο αγαπητό στο κοινό. Όλοι θαύμαζαν το αγόρι που ξεκίνησε από μια
φτωχογειτονιά και, με μόνο εφόδιο την επιμονή και τη φαντασία του, κατάφερε να
πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
Ο
ίδιος ένιωθε περήφανος για όσα πέτυχε. Παρ’ όλο που δεν ευτύχησε στην προσωπική
του ζωή -δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έκανε οικογένεια-, απέκτησε πολλούς
αγαπημένους φίλους, αλλά και φανατικούς θαυμαστές.
Μερικά
χρόνια πριν τον θάνατό του αναγορεύτηκε επίτιμος δημότης της Όντενσε. Η ημέρα
κηρύχθηκε αργία για τα σχολεία και η πόλη σημαιοστολίστηκε προς τιμήν του.
Υπήρχαν παντού πανό που έγραφαν «Ο Άντερσεν τιμά την Όντενσε» και όλα τα σπίτια
τοποθέτησαν στα παράθυρά τους αναμμένα κεριά. Η συγκίνηση του Άντερσεν ήταν
τεράστια. Ούτε ο ίδιος μπορούσε να πιστέψει πως κατάφερε να ξεπεράσει τόσες
δυσκολίες και να γνωρίσει αυτή τη μεγάλη επιτυχία. Θυμόταν σαν να ήταν χθες τις
κοροϊδίες και τους χλευασμούς των υπόλοιπων παιδιών, αλλά το χαμόγελο δεν
έφευγε από τα χείλη του: αυτό ήταν η απάντησή του σε όλους προσπάθησαν κάποτε
να τον πληγώσουν. Εκείνη η μέρα ήταν η ολοκλήρωση της επιτυχίας και της
ευτυχίας του.
Μερικά
χρόνια αργότερα, στις 4 Αυγούστου του 1875, σε ηλικία 70 ετών, έφυγε από τη ζωή
αθόρυβα, γαλήνιος, έχοντας εκπληρώσει όλα όσα ονειρεύτηκε.
Το
σπίτι στο οποίο έζησε τα παιδικά του χρόνια λειτουργεί σήμερα σαν μουσείο και
σε πολλές πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αναγερθεί μνημεία προς τιμήν του.
Στο λιμάνι της Κοπεγχάγης υπάρχει το άγαλμα μιας γοργόνας, η οποία υπήρξε
ηρωίδα ενός πασίγνωστου παραμυθιού του.
Το
2005, με τη συμπλήρωση 200 ετών από τη γέννησή του, οργανώθηκαν σε κάθε γωνιά
της γης άπειρες εκδηλώσεις αφιερωμένες στη μνήμη του –ελάχιστο δείγμα τιμής για
την προσφορά του στην παιδική λογοτεχνία.
«Ο Άντερσεν ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του,
ξεπέρασε τον χώρο και τον χρόνο. Οι ιστορίες του αγαπήθηκαν εξίσου από μικρούς
και μεγάλους, Βοήθησαν όσους τις διάβασαν να φορέσουν τα φτερά της φαντασίας
και να πετάξουν στη χώρα της καλοσύνης και της αλήθειας, αναζητώντας την
ομορφιά της ζωής. Στο μυαλό των παιδιών των επόμενων γενεών ο Άντερσεν είναι
ένας πνευματικός καθοδηγητής. Με τις ιστορίες του λέει στα παιδιά ότι η ζωή δεν
είναι τίποτε άλλο από ένα παραμύθι: Αν έχεις ένα όνειρο, μπορείς να γράψεις για
τον εαυτό σου μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία».
Μερικά από τα πιο
γνωστά παραμύθια του:
-Το ασχημόπαπο
-Η Τοσοδούλα
-Το κοριτσάκι με σπίρτα
-Η βασίλισσα του
χιονιού
-Η μικρή γοργόνα
-Η πριγκίπισσα και το
μπιζέλι
-Ο μολυβένιος
στρατιώτης
-Τα καινούργια ρούχα του
αυτοκράτορα
(Έγραψε συνολικά πάνω
από 160 ιστορίες για παιδιά)
Πηγές:
1.Hjordis Varmer-Lilian
Brogger, Το φτωχό αγόρι από την Όντενσε, Εκδόσεις Άγκυρα, μετάφραση: Πόλυ
Μοσχοπούλου.
2. Li-Jung-Kirill
Chelushkin, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν 1805-1875, Εκδόσεις Πατάκη, απόδοση:
Βαγγέλης Ηλιόπουλος.
3.Χανς Κρίστιαν
Άντερσεν: το παραμύθι της ζωής του και το ασχημόπαπο, Εκδόσεις
Μαλλιάρης-Παιδεία, κείμενο-επιμέλεια: Δουκαίνη Μπαχαράκη.
4.http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CE%BD%CF%82_%CE%9A%CF%81%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD_%CE%86%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B5%CE%BD