Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Ο μύθος της Ντάλιας


Στην πόλη Αζτλάν των Αζτέκων, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, με καστανά μαλλιά, μεγάλα γκρίζα μάτια και ροζ μάγουλα. Το κορίτσι αυτό ήταν η κόρη ενός φτωχού χωρικού, του Αζεκίλ. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα κι ο πατέρας του αναγκάστηκε να το μεγαλώσει μόνος του. Το ονόμασε Ντάλια.

Καθώς μεγάλωνε το νεαρό κορίτσι γινόταν όλο και πιο όμορφο. Πολλοί νέοι την πλησίαζαν και ζητούσαν να γίνει γυναίκα τους, χωρίς όμως να παίρνουν κάποια θετική απάντηση. Ο πατέρας της της θύμιζε συχνά πως η θέση της είναι δίπλα σ’ έναν άντρα με σκοπό τη δημιουργία οικογένειας, κάτι το οποίο νευρίαζε την Ντάλια.

Μία μέρα, η όμορφη κοπέλα πήγε στο ποτάμι για να πλύνει κάποια ρούχα. Έκατσε στην όχθη του ποταμού κι άρχισε να τραγουδάει. Το τραγούδι της άκουσε ο Ουιτζιλοπότστλι, ο θεός του πολέμου και του ήλιου, ο οποίος μαγεύτηκε τόσο από την φωνή της όσο κι από την ομορφιά της. Έτσι κατέβηκε στη γη με τη μορφή ενός άντρα και πλησίασε την Ντάλια.

Εκείνη, μόλις τον είδε, θαμπώθηκε αμέσως από την ομορφιά του. Ο Ουιτζιλοπότστλι την πλησίασε κι έτσι οι δυο τους γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν. Η Ντάλια έμαθε την αλήθεια για τον αγαπημένο της, αλλά δεν την τρόμαζε η θεία μορφή του. Ο θεός κατέβαινε κάθε μέρα στη γη για να μπορεί να περνάει χρόνο με τη νεαρή γυναίκα. Αυτό όμως εξόργισε τη μητέρα του, την Κοατλίκουε, που πίστευε ότι η Ντάλια δεν ήταν αντάξια ενός θεού.

Έτσι, μία μέρα που η Ντάλια κατέβηκε στο ποτάμι για να πλύνει τα ρούχα της, η Κοατλίκουε πήρε την μορφή φιδιού, την πλησίασε και με μία μόνο κίνηση την δάγκωσε στο πόδι. Ένα δάγκωμα που ήταν θανατηφόρο. Λίγο αργότερα, ο Ουιτζιλοπότστλι κατέβηκε στη γη για να βρει την αγαπημένη του, αλλά δεν μπόρεσε να τη βρει πουθενά.

Σε μία τελευταία προσπάθεια να την εντοπίσει, πήγε στο ποτάμι στο οποίο πρωτογνωρίστηκαν. Εκεί είδε το άψυχο σώμα της Ντάλιας να κείτεται στην όχθη του ποταμού. Η καρδιά του έγινε χίλια κομμάτια. Πλησίασε την αγαπημένη του, την κράτησε στην αγκαλιά του και δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. Τα δάκρυα αυτά έπεσαν στο σώμα της Ντάλιας και στο έδαφος γύρω της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το σώμα της κοπέλας να χαθεί και στη θέση του να εμφανιστεί ένα όμορφο ροζ λουλούδι. Το λουλούδι αυτό πήρε το όνομα Ντάλια και, όπως και κείνη, αγαπούσε τόσο πολύ τον Ουιτζιλοπότστλι, που για να μπορέσει να ζήσει χρειαζόταν το φως του Ήλιου.

Έτσι, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, η Ντάλια ανθίζει για να περνάει σχεδόν όλη τη μέρα κάτω από το φως του αγαπημένου της.

Χριστίνα Γκουτή

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» των εκδόσεων Αλάτι.

 


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Ερωτευμένο λουλούδι

 


Κάπου στα βάθη της Αμερικής, κοντά σ' ένα δάσος, τα πολύ παλιά τα χρόνια, γεννήθηκε ένα όμορφο αγοράκι. Οι γονείς του ήταν μελαμψοί και το παιδάκι είχε σκούρο δέρμα, σχεδόν μαύρο. Τα δοντάκια και το άσπρο των ματιών του, μόνο, ακτινοβολούσαν στον ήλιο. Το αγόρι αγαπούσε υπερβολικά να λιάζεται και να παίζει ατελείωτα στο φως του. Πολλές φορές οι γονείς του το κάθιζαν στις σκιές των δέντρων, των σπιτιών. Εκείνο, μπουσουλώντας ακόμα, κινιόταν προς το φως.

Μια μέρα, οι γονείς του, μαζεύοντας φρούτα στο δάσος, δοκίμασαν κάποιο άγνωστο φρούτο. Δυστυχώς ήταν γεμάτο δηλητήριο κι έτσι δεν ξαναγύρισαν πίσω.

Το παιδί έμεινε ολομόναχο στον κόσμο. Χωρίς να γνωρίζει τίποτα από ορφάνια, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται ακόμα πολλά και χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει αποτελεσματικά. Το μόνο που έκανε μόνιμα ήταν να πηγαίνει όπου χτυπούσε ο ήλιος με τις ακτίνες του. Το τραβούσε το φως, όπως ένας μαγνήτης το μέταλλο.

Όμως σιγά σιγά άρχισε να φοβάται πολύ στη μοναξιά. Πεινούσε αφόρητα, δεν μπορούσε να επιβιώσει μόνο του κι έκλαιγε απαρηγόρητα. Τα ζώα και τα όρνεα ήταν τεράστια απειλή γι’ αυτό. Μια μέρα κάποια καλή θεότητα του δάσους το άκουσε. Το λυπήθηκε τόσο, που θέλησε να το βοηθήσει. Και τότε με τα μάγια της το μίκρυνε, το μίκρυνε, ώσπου το μεταμόρφωσε σ’ ένα τόσο δα μικρό μαύρο σποράκι. Και δεν μπορούσαν να το βλάψουν πια τ’ άγρια θηρία. Ηλιόσπορο το ονόμασε, μια κι έβλεπε ν’ αναζητάει απεγνωσμένα τον ήλιο. Το σποράκι από τότε, είτε με τον αέρα, είτε με τη βροχή, κυλούσε  από δω κι από κει. Πάντα, όμως, προσπαθούσε να βρίσκεται, όπου ήταν το ηλιακό φως.

Κάποια μέρα έν’ αγριογούρουνο, σκάβοντας με τη μουσούδα του το χώμα για τροφή, σκέπασε το σποράκι, χωρίς ούτε καν να το δει. Ο σπόρος απελπίστηκε, όταν έχασε το φως του ήλιου, που αγαπούσε παθιασμένα. Βασανιζόταν να βρει λύση, να επινοήσει κάτι, για να το ξανασυναντήσει.  Άρχισε να ρουφάει νερό από τη γη. Ν' αναπνέει βαθιά όσον αέρα έβρισκε, παίρνοντας οξυγόνο. Προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να βγει προς την επιφάνεια του εδάφους φουσκώνοντας.

Σε λίγες μέρες, πράγματι, το μαύρο σποράκι με τις άσπρες μικρές ριγούλες του, έσκασε και φύτρωσε. Κι έδωσε ένα πολύ ψηλό φυτό, που, απ' το πρωί μέχρι το βράδυ, το λουλούδι του κοιτάζει προς τον ήλιο και το φως. Κι αυτό αλήθεια μοιάζει με φωτεινό ήλιο. Ολοστρόγγυλο, έχει γύρω γύρω κίτρινες πανέμορφες ακτίνες σαν του ήλιου και στο κέντρο του πολλά μαύρα σποράκια. Στρέφεται μόνιμα προς αυτόν. Ακολουθεί με πάθος την πορεία του. Και κάθε πρωί στρέφει το κεφάλι του προς την ανατολή. Τον περιμένει με άπειρη ανυπομονησία, σαν ερωτευμένο, τον κοιτάει κατάματα ασταμάτητα και παίρνει ζωή απ’ αυτόν.

Το φυτό αυτό, από τότε, οι άνθρωποι το ονόμασαν ηλιοτρόπιο. Τα λουλούδια του τα είπαν ηλίανθους. Τα καμαρώνουν για την ομορφιά και το δεσμό τους με τον ζωοδότη ήλιο. Τους σπόρους του τους αποκαλούν ηλιόσπορους και τους γεύονται με κάθε ευκαιρία. Και είναι αλήθεια πεντανόστιμοι, αφού είναι γεμάτοι με φως.

Δήμητρα Γκιντίδου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» των εκδόσεων Αλάτι.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Ο μύθος του Ηλίανθου

 


Ο θεός Ήλιος από μικρό παιδί τα είχε όλα δικά του. Μόλις γεννήθηκε, ένα φως σκέπασε τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη σαν να την αγκάλιαζε. Μια λάμψη ακτινοβολίας απλώθηκε παντού φωτίζοντας το σκοτάδι.

Καθισμένος στον ολόχρυσο θρόνο του, ο θεός Ήλιος έβλεπε τη γη από ψηλά. Χάριζε τις ηλιαχτίδες του στα μικρά παιδιά, όταν ήθελαν να παίξουν στην εξοχή χωρίς βροχή. Βοηθούσε τους αγρότες, χαρίζοντάς τους ηλιόλουστες μέρες για τα χωράφια τους. Πολλές φορές έπαιρνε τη μορφή ανθρώπου και κατέβαινε στη γη.

Μία απ’ αυτές τις φορές που κατέβηκε στη γη, μαγεύτηκε από μια κοινή θνητή. Το όνομά της Δήμητρα. Έτσι του συστήθηκε τουλάχιστον. Ήταν ψυχρή κι απόμακρη μαζί του, αλλά τον μάγεψε με την ομορφιά της. Ο θεός Ήλιος είχε πάρει τη μορφή ενός ψαρά, νεόφερτου στην περιοχή. Τη Δήμητρα την έβλεπε συνέχεια στο λιμάνι, στη βάρκα του πατέρα της, να τον βοηθά. Την ερωτεύθηκε αμέσως, ήθελε απεγνωσμένα να την κάνει γυναίκα του. Εκείνη όμως τον αγνοούσε και τον απέφευγε συστηματικά.

Ο θεός Ήλιος δεν έμαθε ποτέ τον λόγο. Όταν κατάλαβε ότι η Δήμητρα δεν θα του έδινε την καρδιά της, πήρε την απόφαση να φύγει.

Επέστρεψε στο βασίλειό του και στον ολόχρυσο θρόνο του. Και μια μέρα, καθώς έβλεπε την Δήμητρα από ψηλά, άφησε ένα δάκρυ του να πέσει στη γη. Σε κείνο το σημείο φύτρωσε ένα λουλούδι, ο ηλίανθος. Κι όπως ο θεός Ήλιος ερωτεύθηκε τη Δήμητρα ένα καλοκαίρι, έτσι κι ο ηλίανθος άνθιζε μόνο το καλοκαίρι.

Σοφία Μπαλάσκα

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» των εκδόσεων Αλάτι.

 

 

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Πώς γεννήθηκε η γαρδένια

 


In memoriam

 

Η Βάσω, οκτώ ετών ανέμελο κορίτσι, παίζει στην ακροθαλασσιά. Διαλέγει πετραδάκια με στρογγυλεμένες άκρες, διάφανες στον ήλιο. Δίπλα της, μια σιωπηλή μητέρα, την παρακολουθεί. Ο ήλιος καυτός, τσουρουφλίζει τους αδύνατους ώμους της. Τα μυρμήγκια ξεπηδούν ανάμεσα από τα βότσαλα, τρέχοντας να φτιάξουν τη φωλιά τους. Σε κοντινή απόσταση, ένα αγόρι λιγνό, μελαχρινό, ο αδελφός της, παρατηρεί τις κινήσεις της. Είναι μεγαλύτερος. Με βλέμμα βλοσυρό. Έτοιμος να χιμήξει και να τσαλαπατήσει τα παιχνίδια της αδελφής του. Εκείνη θα του φωνάξει απελπισμένα, για ακόμα μια φορά, πως είναι ανυπόφορος. Ο Συμεών θα εξαφανιστεί τρέχοντας και καλπάζοντας. Η μητέρα θα σφίξει ακόμα πιο πολύ τις γωνίες των χειλιών της.

Η εικόνα αλλάζει και τα δυο αδέλφια στέκονται αντίκρυ με τη φωτιά της ζήλιας να σιγοκαίει. Οι γονείς φρουροί αμίλητοι. Μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Χρόνια ολόκληρα τα δάκρυά τους, οι ικεσίες προς τον γιο τους, πέφτουν στο κενό. Ο Σίμος έχει ένα και μοναδικό σκοπό. Να εξοντώσει την αδελφή του. Το γνωρίζουν οι ίδιοι. Εκείνος βιώνει την απόλυτη ελευθερία της άρνησής του να συμβιβαστεί με τα φαρμακευτικά σκευάσματα και τον εγκλεισμό.

Η Βάσω ετών σαράντα τεσσάρων, κάθε απόγευμα μάζευε την υπομονή της, τις αντοχές της και τις ανοχές της και τις έκλεινε ασφυκτικά σ’ ένα μπουκάλι. Καθόταν στην καρέκλα μπροστά στο μαγαζί του πατέρα της, καπνίζοντας τον καημό της. Βυθισμένη στις σκέψεις της, κουβαλώντας το βάρος της οικογενειακής τραγωδίας, των κλειστών παντζουριών ,της κραυγής, η οποία δεν ακούγεται. Ο ήλιος έκαιγε πάλι ανελέητος τους ώμους της στο μπαλκόνι. Απέναντί της, στο γήπεδο του μπάσκετ, ο αδελφός της χειρονομούσε απειλώντας την. Εκείνη πέταξε το κινητό στον ακάλυπτο. Ύστερα άνοιξε τα φτερά της και πέταξε στον ίδιο ακάλυπτο. Τα δάκρυα των γονιών της, οι ανοχές της, η υπομονή της, τα πρέπει και τα μη συμπυκνώθηκαν σ’ ένα μυρωδάτο φυτό. Η γαρδένια σκορπίζει κάθε απόγευμα, από την ίδια καρέκλα, το άρωμά της στους περαστικούς. Για τη μνήμη της Βάσως.

Μυρσίνη Καλογεροπούλου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» των εκδόσεων Αλάτι.

 

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Η ιστορία ενός λουλουδιού-Η τουλίπα

 


Ζούσε και βασίλευε κάποτε στην Αρμενία, πριν πολλά πολλά χρόνια, ο Αράξης, ένας βασιλιάς αγαπητός και σεβαστός απ’ τους απλούς πολίτες της χώρας. Ο ίδιος είχε μια δεμένη οικογένεια και με καμάρι έβλεπε τον λαό του να μοχθεί και να δουλεύει προς όφελος όλων. Στα χρόνια του η Αρμενία άκμασε σε πολιτισμό και ευημερία. Δεν ήταν υπέρμαχος της βίας, αλλά ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί τα σύνορα αν προέκυπτε ανάγκη. Κάποια στιγμή οι Πέρσες φάνηκαν να απειλούν τη χώρα. Ζήτησε χρησμό για τον επερχόμενο πόλεμο. Ο Μάντης, τότε, τον συμβούλευσε να θυσιάσει τις δυο παρθένες κόρες του στους θεούς, αν ήθελε να έχει την εύνοιά τους. Ο Αράξης κεραυνοβολήθηκε! Δεν πίστευε ποτέ ότι θα περνούσε μια τέτοια δοκιμασία. Μετά από πολλά μερόνυχτα περισυλλογής αποφάσισε να θυσιάσει τις κόρες του, την Τουλίπα και τη Φοστεριάνα. Τα άμοιρα κορίτσια δεν έκλαψαν. Δέχτηκαν την απόφαση του πατέρα τους και τον ακολούθησαν αμίλητα στην εκτέλεσή της. Η μάνα τους, όμως, η Λίλυ, δεν άντεξε την τραγωδία κι αφού ξερίζωσε τα μαλλιά της, έφυγε τρέχοντας στο δάσος που περιέβαλλε την πόλη. Ο μύθος λέει ότι οι Πέρσες τη φυλάκισαν και τη σκότωσαν κατά την πολιορκία που ακολούθησε. Ο ίδιος ο Αράξης, αμέσως μετά τη θυσία των θυγατέρων του, ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα κι έπεσε στα νερά του ποταμού που πήρε το όνομά του. Στις όχθες του φύτρωσαν κάτι πανέμορφα λουλούδια, που οι κάτοικοι ονόμασαν τουλίπες προς τιμήν της μεγάλης του κόρης. Έτσι σήμερα υπάρχουν ποικιλίες τουλίπας με τ’ όνομα Φοστεριάνα και Λίλυ, όπως της αδελφής και της μαμάς της κοπέλας. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο πατέρας δεν χωρίστηκε ποτέ από τις κόρες του -κυλούσε πάντα δίπλα τους...

Σοφία Ευθαλίδου

Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» των εκδόσεων Αλάτι.

 


Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Πώς γεννήθηκε το λουλούδι Οινοθήρα

 


Κάποτε, στη Βόρεια Αμερική, ζούσε ένα μικρό κορίτσι. Οι γονείς του δεν ήταν πλούσιοι, μα όλη η οικογένεια ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει, με όποιον τρόπο μπορούσε, εκείνους που είχαν ανάγκη. Άλλοτε μ’ ένα πιάτο φαγητό, άλλοτε μ’ ένα ρούχο που δεν χρειαζόταν, άλλοτε με μια καλή κουβέντα.

 Ο καιρός περνούσε, το κορίτσι μεγάλωνε κι έγινε μια όμορφη κοπέλα. Κι όσο άνθιζε σε ομορφιά, τόσο δυνάμωνε και το χάρισμά της. Δεν υπήρχε άρρωστος που να μην μπορεί να γιατρέψει. Οι κακές γλώσσες ψιθύριζαν πως ήταν μάγισσα. Όταν όμως προέκυπτε ένα πρόβλημα υγείας, έτρεχαν να τη βρουν χωρίς δεύτερη σκέψη.

 Μια μέρα έφτασε στον τόπο τους ένας νεαρός. Παρόλο που ήταν βρόμικος και κουρασμένος, η υψηλή του καταγωγή ήταν αδύνατον να κρυφτεί. Τα χαρακτηριστικά του ήταν λεπτά κι οι τρόποι του ευγενικοί. Πριν προλάβει να δώσει πληροφορίες από πού έρχεται και για ποιο λόγο, έπεσε ξέπνοος στον δρόμο. Οι περαστικοί έτρεξαν αμέσως να φωνάξουν την κοπέλα.

 Εκείνη, όταν πλησίασε και είδε τον άντρα, παραπάτησε εντυπωσιασμένη απ’ τη σπάνια ομορφιά του. Μα όσα απ’ τα γιατρικά της κι αν χρησιμοποίησε, δεν κατάφερε να τον κρατήσει στη ζωή. Έσβησε στα χέρια της.

 Έκλαψε τόσο πολύ, που τα δάκρυά της στέρεψαν. Μετά από λίγες μέρες τη βρήκαν πεθαμένη πάνω απ’ τον πρόχειρο τάφο του άγνωστου νεαρού. Λίγο αργότερα, στο ίδιο σημείο άνθισε ένα λουλούδι. Το είπαν «Οινοθήρα» προς τιμήν της κοπέλας, γιατί αυτό ήταν τ’ όνομά της.

Από τότε η οινοθήρα ανθίζει με μεγάλη ευκολία και χωρίς ιδιαίτερη περιποίηση παντού για να μας θυμίζει πως ακόμα κι ένα ταπεινό φυτό μπορεί να προσφέρει, με την παρουσία του και μόνο, παρηγοριά. (Λένε, μάλιστα, πως τα φύλλα του έχουν και μία μαγική ιδιότητα, αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία…)

ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ

 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: yotakotsafti1@yahoo.gr

Facebook profile:  https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous/