Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας γίγαντας ψηλός σαν κυπαρίσσι. Το όνομα του ήταν Άρης και έβγαινε απ’ το γκρινιάρης. Κάθε μέρα ξυπνούσε με νεύρα κι όλο κάτι του έφταιγε. Ζούσε απομονωμένος σε ένα πυκνό, καταπράσινο δάσος και η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να μουρμουρίζει για όλα τα στραβά και τα ανάποδα. Δεν του άρεσε καθόλου ο εαυτός του. «Είμαι τόσο ψηλός που χτυπάω το κεφάλι μου στο ταβάνι» γκρίνιαζε τη μέρα. «Σε λίγο δεν θα με χωράει ούτε το δάσος τόσο γίγαντας που είμαι» μονολογούσε τη νύχτα. «Ποια θα με ερωτευτεί με τέτοια μούρη ασχημομούρη;» τον έτρωγε το μαράζι.
Ένα ήσυχο, ηλιόλουστο πρωινό, καθώς έκανε τον καθημερινό του περίπατο στο δάσος με μούτρα κατεβασμένα, συνάντησε τον Χάρη, τον πιο χαρούμενο βάτραχο του δάσους. Πλατσούριζε ανέμελος μέσα στον βάλτο. Όλοι συμπαθούσαν τον Χάρη, γιατί ήταν πάντα γελαστός. Ακόμα κι όταν δεν έβρισκε ούτε μια μύγα να φάει, δεν έχανε τη χαρά του και σύντομα έβρισκε λύση.
-Κουάάάξ! κάνει ο βάτραχος τρομαγμένος μόλις βλέπει τον γίγαντα.
-Μην ανησυχείς. Δεν θα σε φάω. Άλλωστε είμαι χοντρός και κάνω δίαιτα μπας και «μαζέψω» λίγο, μούγκρισε ο γίγαντας.
- Μα αυτό είναι υπέροχο νέο! Σε ευχαριστώ! Έτσι μου ‘ρχεται να σε φιλήσω!
- Αν με φιλήσεις, λες να γίνω πρίγκιπας; ρώτησε με κρυφή ελπίδα.
- Όχι, χαζέ! Αυτά γίνονται μόνο στα παραμύθια! απάντησε ο βάτραχος.
-Τότε να μου λείπει το βύσσινο.
-Μα γιατί είσαι τόσο κακόκεφος;
- Δεν μ’ αρέσει που είμαι γίγαντας. Είμαι τεράστιος και δεν χωράω πουθενά και καμία δεν θα με αγαπήσει και μου τη σπας κι εσύ που με αυτό το χαζό χαμόγελό σου.
- Τότε…ανταλλάζουμε ρόλους; πρότεινε ο Χάρης συνωμοτικά.
-Δηλαδή; ο Άρης απορεί.
-Ξέρω ένα ξόρκι μαγικό! Θα γίνω εσύ κι εσύ εγώ!
-Ας γίνω βάτραχος τότε! Πολύ καλύτερα από γίγαντας. Θα πλατσουρίζω ανέμελος, θα χοροπηδάω ευλύγιστα, θα τρώω μύγες και όλοι θα με συμπαθούν.
Ο Χάρης κεφάτος αρχίζει να τραγουδάει κάτι βατραχικούς ψαλμούς μια και δυο και τσουπ! Γίνεται ο Άρης Χάρης και ο Χάρης Άρης!
Πέρασε μια εβδομάδα όταν ο Χάρης αποφάσισε να πάει στον βάλτο, να θυμηθεί τα παλιά του λημέρια. Στον δρόμο σφύριζε χαρούμενος, ώσπου βλέπει τον Άρη, να κοάζει θυμωμένα δίπλα σε ένα νούφαρο.
-Έιιι βατραχ-Άρη! Πώς παν τα κέφια;
- Κοάάάξ! Ήρθες επιτέλους! Χάλια μαύρα! Δεν μ΄ αρέσει το νερό. Παθαίνω ναυτία. Οι μύγες είναι άνοστες και κουράστηκα να χοροπηδώ δίπλα σε αυτό το χαζονούφαρο. Είμαι εκνευριστικά μικροσκοπικός κι αυτή η πράσινη στολή δεν μου πάει καθόλου.
- Αα, μα εσύ δεν ευχαριστιέσαι με τίποτα! Πρέπει να σε φάω να γλιτώσουμε όλοι από την γκρίνια σου είπε ο Χάρης που τώρα ήταν γίγαντας και είχε ανοίξει λίγο η όρεξή του.
- Όχι! Σε παρακαλώ, μη με φας! Δεν θα γκρινιάξω ποτέ ξανά. Το υπόσχομαι! Κάνε με μόνο γίγαντα ξανά και θα σου χρωστάω χάρη, Χάρη μου!
- Μμμμ, τέλος πάντων θα κάνω το ξόρκι μου ξανά και κανόνισε να μην ξεχάσεις την υπόσχεσή σου. Η χάρη που θα ήθελα να μου κάνεις είναι από εδώ κι εμπρός να αγαπάς τον εαυτό σου όπως ακριβώς είναι. Η φύση μας έπλασε σοφά, μην το ξεχνάς!
Από την επόμενη μέρα κανείς δεν αναγνώριζε τον γίγαντα. Ήταν άλλος άνθρωπος ή μάλλον άλλος γίγαντας! Έλαμπε από χαρά και είχε έναν καλό λόγο για όλους μα πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό του… Τα ζώα του δάσους άρχισαν να τον συμπαθούν, η Κοκκινοσκουφίτσα, που πάντα τον απέφευγε στον δρόμο για τη γιαγιά τη,ς πλέον τον καλημέριζε καθημερινά με ένα χαμόγελο, ενώ με τον βάτραχο έγιναν πια οι καλύτεροι φίλοι!
ΑΡΙΣΤΗ ΚΟΡΔΩΝΗ
Γράφηκε με αφορμή την καρτέλα του γίγαντα: http://enakeimenomiaeikona.blogspot.com/2016/04/blog-post_5.html