Ποιος
να ’ν’ αυτός ο «Κύριος Κανείς»;
Χτες,
σαν καθίσαμε να πιούμε τσάι,
μπράμ,
να σου τον, ένα φλιτζάνι σπάει
και
βρέχει το φουστάνι της Φανής,
ο
σκανταλιάρης «Κύριος Κανείς».
Κι
ύστερα τσίμπησε την άσπρη γάτα,
έσπασε
και δυο τρία καλά πιάτα,
εζούληξε
του Γιάγκου το καπέλο,
και
ξέσκισε της Έλλης μας το βέλο,
και
μούγκριζε φρικτά σαν Ερινύς,
ο
πεισματάρης «Κύριος Κανείς».
Έχει,
θαρρώ, κακήν ανατροφή,
γιατί
έβαλε μες στον καφέ μου αλάτι,
και
μου έμπηξε καρφίτσες στο κρεβάτι,
και
στο σκαμνί του μπέμπη ένα καρφί,
κι
ύστερα τον ρωτούσε «Πού πονείς;»
ο
κατεργάρης «Κύριος Κανείς».
Ποιος
να ’ναι; Μπα! κανείς μας δεν τον ξέρει,
κανείς
μας δεν τον είδε πουθενά…
Μ’
αυτός τα παιχνιδάκια μας χαλνά,
κι
έσπασε και της πλύσης το πανέρι.
Δεν
είναι, φαίνεται, καθόλου ευγενής
αυτός
ο μάγκας «Κύριος Κανείς».
Δεν
τον γνωρίζουμε! Ορκιζόμαστε.
Μα
η μητερούλα μας χαμογελά
και
λέγει πως τον ξέρουμε καλά
και
πως δεν πρέπει να κρυβόμαστε
και
ψέματα να λέμε στους γονείς,
γιατ’
είμαστε όλοι εμείς ο «Κύριος Κανείς».
Νικόλαος
Ποριώτης