Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Οι δώδεκα μήνες



Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.

  Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:

  – Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.

  Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.

  Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της:

  – Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.

  Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.

  Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.

  Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.

  Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.

  Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
  Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.

  Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:

  – Καλώς τη θείτσα, κάθησε.

  Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.

  Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:

  – Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;

  – Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.

  Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:

  – Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;

  Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:

  – Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.

  Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:

  – Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;

  – Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.

  Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:

  – Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;

  – A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.

  Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:

  – Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.

  Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:

  – Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.

  – Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.

  Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.

  Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.

  Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.

  Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.

  Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.

  Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:

  – Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;

  – Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.

  – Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;

  – Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.

  – Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;

  – Μη χειρότερα, αποκρίνεται.

  – Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.

  – Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.

  Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:

  – Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.

  – Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.

  Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον. Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».

ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Αθηνά Αλεξοπούλου Παππά.


Καλλιτεχνικό εργαστήριο σε Αχαρνές

ηλεκτρονική διεύθυνση: pappa.athina@yahoo.gr

ιστοσελίδες:  www.alexopouloupappa.wordpress.com



Γεννημένη το 1958. Φιλόλογος, εκπαιδευτικός, ζωγράφος και αγιογράφος. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στη σχολή ABC. Διακρίθηκε σε ζωγραφικούς διαγωνισμούς των μαθητικών κοινοτήτων. Μαθήτευσε κάποιο χρονικό διάστημα στη ζωγράφο Κάκια Ναταρίδου.  Παρακολούθησε σεμινάρια ιστορίας της τέχνης των Αθηνά Σχοινά, Κατερίνας Ρώτα και Ντόρας Ηλιοπούλου Ρογκάν στη ΧΕΝ Αθηνών.

Υπήρξε πρώτα εθελοντικό και στη συνέχεια επαγγελματικό στέλεχος της ΧΕΝ Ελλάδος, υπεύθυνη για τα προγράμματα νεολαίας και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, καθώς και Γ. Γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Οργανώσεων Νέων Ελλάδος.

Βαλκανιονίκης, μέλος της Εθνικής Ομάδας Σκοποβολής.

Ασχολήθηκε με τη συγγραφή ποίησης, παραμυθιού και φανταστικής λογοτεχνίας. Διακρίθηκε σε πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και υπήρξε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.

Μετέφρασε βιβλία από τη γαλλική και ισπανική βιβλιογραφία.

Παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας από την Λιάνα Γκριτζέλα, ζωγράφo/αγιογράφο, υπό τους αγιογράφους Γιώργο Μπαρούνη και Γιώργο Μεγαρίτη στον Δήμο Αθηναίων, καθώς και στο εργαστήριο βυζαντινής αγιογραφίας του Ι.Ν.Αγ.Γεωργίου Διονύσου με την αγιογράφο Φωτεινή Παπαντωνίου. Συμμετείχε σε μαθήματα αγιογραφίας και θεολογίας της εικόνας της Ι.Μονής Αγ.Κυπριανού και Ιουστίνης Φυλής υπό τον αγιογράφο Φίλιππο Μαρκόπουλο και μοναχούς της Ι.Μ. μέσω διαδικτύου. Έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις των ανωτέρω εργαστηρίων, καθώς και σε καλλιτεχνικούς εκθεσιακούς χώρους της Αττικής.

Τιμητική διάκριση Λ' Πανελλήνια Έκθεση Εικαστικών Τεχνών του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός” (2010)

Πρώτη ατομική έκθεση βυζαντινής φορητής εικόνας στο πολιτιστικό κέντρο του Αρνάδου Τήνου,  στα πλαίσια του ετήσιου πολιτιστικού φεστιβάλ του Δήμου Τήνου (2011). Φορητές εικόνες της και ελαιογραφίες της κατέχουν ιδιώτες, ενώ έργα της υπάρχουν σε δημόσιους και ιδιωτικούς ναούς.

Μαθήτευσε στα πειραματικά εργαστήρια σχεδίου, ξυλογλυπτικής, συντήρησης και βαφών ξύλου του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ υπό τον Κ.Γουργιώτη, οπότε και  επικεντρώθηκε στην ξυλόγλυπτη φορητή εικόνα.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Η Μαριγώ και το σταμνί της



Η Μαριγώ περπατούσε γοργά κουβαλώντας πάνω στο κεφάλι της μια στάμνα γεμάτη γάλα. Περπατούσε και τραγουδούσε χαρούμενη.

Η πολιτεία δεν ήταν μακριά και η μικρή σκεφτόταν ότι σε λίγο θα πουλούσε το φρέσκο γάλα της.

«Με τα λεφτά που θα πάρω πουλώντας το γάλα, θ’ αγοράσω καμιά εκατοστή αυγά!» έλεγε μέσα της.

«Τα αυγά με τη βοήθεια της κλώσσας θα σκάσουν κάποιο πρωί κι ένα σωρό πουλάκια θα ξεπηδήσουν από μέσα… Αχ! τι όμορφα που θα είναι τα κοτοπουλάκια! Και τι ωραία να τα βλέπεις να γυρνάνε γύρω από το κοτέτσι!».

«Κλο, κλο, κλο, θα λέει η κλώσσα. Ελάτε, μικρά μου. Να εδώ έχει σπυράκια ρυζιού».

Και τα κοτοπουλάκια θα λένε:

«Πίο, πίο, πίο. Δώσε μας, μανούλα. Δώσε μας!».

Καλέ τι ωραία που είναι να πλάθεις όνειρα το δροσερό αυτό πρωινό! Η Μαριγούλα γινόταν όλο και πιο χαρούμενη και έλεγε:

«Τα πουλάκια θα μεγαλώσουν γρήγορα και με λίγα έξοδα. Το κοτέτσι μου θα γεμίσει κότες. Εμείς που μένουμε στην εξοχή μεγαλώνουμε πολύ γρήγορα τις κότες και χωρίς μεγάλους κόπους. Αλλά αν έλθει η αλεπού; Α, την πονήρω! Τίποτα δεν θα μπορέσει να τους κάνει, γιατί θα τις προσέχω τις κότες μου εγώ. Και μια μέρα θα πουλήσω τις πιο παχουλές και θ’ αγοράσω ένα γουρουνάκι, αφού το διαλέξω να είναι όμορφο».

Νόμιζε κανείς ότι το έβλεπε μπροστά της. Ρόδινο, χαριτωμένο, με τη στριφτή ουρίτσα του. θα γρύλλιζε αστεία «γκρουν γκρουν» και θα κυλιόταν στα άχυρα, σε μια γωνιά του στάβλου.

«Πάει, το αποφάσισα», σιγοτραγουδούσε η Μαριγούλα. «Θ’ αγοράσω το παχουλό γουρουνάκι και θα το τρέφω με βελανίδια και πίτουρα. Έτσι θα παχύνει πολύ. Τότε θα το κουβαλήσω στην αγορά πάνω στο κάρο που έχουμε για τα λαχανικά. Όλοι θα το καμαρώνουν. Έπειτα θα μου ζητάνε πολλά λεφτά  για να το αγοράσουν, μα εγώ θα το πουλήσω μόνο σ’ εκείνον που θα μου δώσει ένα σακουλάκι ασημένια φράγκα. Μ’ αυτά τα λεφτά στην τσέπη μου θα με περνάνε όλοι για μεγάλη κυρία! Θα πάω στα μαγαζιά και θα ξοδέψω πολλά για ν’ αγοράσω ωραία φουστάνια».

Η Μαριγώ είχε σταματήσει λιγάκι το βήμα της, χωρίς να το καταλάβει, και η ανάλαφρη φούστα της ανέμιζε στον αέρα.

«Τι ν’ αγοράσω;» έλεγε. «Τι ν’ αγοράσω, Θεέ μου; Πρέπει να προσέξω να μη με κοροϊδέψουν. Δεν είναι και τόσο εύκολο να ξοδεύεις τα λεφτά σου».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε ένα δυνατό μούγκρισμα. Γύρισε και είδε μια γελάδα που έβοσκε στο λιβάδι και, καθώς ήταν ενθουσιασμένη με τα όνειρά της, συνέχισε:

«Να!» φώναξε γελαστή. «Τώρα σκέφτηκα τι να πάρω άμα πουλήσω το γουρούνι. Θ’ αγοράσω μια γελάδα. Ναι, μια όμορφη γελάδα που να μου δίνει μπόλικο γάλα. Δεν φτάνει όμως μια γελάδα. Πρέπει να πάρω κι ένα βόδι. Έχω να δώσω λόγο σε κανέναν; Δικά μου θα είναι τα λεφτά. Θα βάλω λοιπόν τη γελάδα και το βόδι στον στάβλο και θα τα βγάζω να βόσκουν στο γειτονικό λιβάδι. Η γελάδα θα πηγαίνει αργά αργά βόσκοντας το χορτάρι που φυτρώνει στο χαντάκι. Και το βόδι… Αχ, τι όμορφα που θα είναι…».

Η Μαριγούλα, που ήταν τόσο πολύ ενθουσιασμένη με τα όνειρά της, χοροπήδησε και σκόνταψε σε μια πέτρα που βρέθηκε στα πόδια της χωρίς να τη δει. Η στάμνα που κρατούσε της ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε και γίνηκε χίλια κομματάκια. Το γάλα χύθηκε όλο και σε μια στιγμή έγινε ένας μεγάλος άσπρος λεκές επάνω στη γη. 

Γεια σου, βόδι αγαπημένο, που βόσκεις στο λιβάδι.

Γεια σου, αγελάδα μου καλή, με το άφθονο γάλα.

Γεια σου, γουρουνάκι παχουλό, με το νόστιμο κρέας.

Γεια σας, κοτούλες, καμάρι του σπιτιού.

Γεια σας, κοτοπουλάκι, τρισχαριτωμένα.

Γεια σας, αυγά.

Η Μαριγούλα έκλαιγε απαρηγόρητα και αναστενάζοντας έλεγε:

«Φτωχό μου σταμνάκι… Μαζί με το γάλα έχασα όλα μου τα όνειρα. Τι θα πουν τώρα στο κτήμα, όταν γυρίσω με άδεια χέρια;».

Είχε και μια τρομάρα μήπως τη μαλώσουν και τη δείρουν. Μα, ευτυχώς, όλοι γέλασαν σαν άκουσαν την ιστορία της.

Το αφεντικό της μάλιστα της είπε:

«Δεν πειράζει, καλό μου κοριτσάκι. Όλοι μας ονειρευόμαστε με ανοιχτά τα μάτια. Μόνο πρόσεχε μην το κάνεις πολύ συχνά, γιατί το ξύπνημα είναι πολύ άσχημο!».

Μύθος του Αισώπου

Ο κόσμος των παραμυθιών (τόμος 3), Εκδοτικός Οργανισμός Χρυσός Τύπος Α.Ε.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Γεωργία Κοκκινάκη.


Τελείωσα τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Ως δασκάλα δούλεψα σε πολλά μέρη όπως: Πάρο, Σαντορίνη, Αριδαία, Βερολίνο… 

Είμαι εγγονή, κόρη, ανιψιά και σύζυγος εκπαιδευτικών. Η ίδια ως εκπαιδευτικός ασχολούμαι με τη ζωγραφική, τις κατασκευές, τη συγγραφή ποιημάτων, θεατρικών  και παραμυθιών για τις ανάγκες της δουλειάς μου ώστε να εμπλουτίζω και να κάνω ελκυστικό το μάθημα.

Σήμερα ζω και εργάζομαι στο Κιλκίς με τον σύζυγό μου και τα τρία παιδιά μας.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ο τζίτζικας και το μυρμήγκι



Το καλοκαιράκι ο τζίτζικας το πέρασε μέσα σε μιαν αδιάκοπη χαρά. Ο ήλιος έκαιγε δυνατά κι εκείνος πηδούσε μέσα στα καταπράσινα φυλλώματα τραγουδώντας. Τι τραγούδι ήταν εκείνο! Ούτε λεπτό δεν έπαψε να τραγουδά… Μα εντελώς ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, τα φύλλα των δέντρων άρχισαν να κιτρινίζουν και να πέφτουν, ο ουρανός μέχρι τότε καταγάλανος, γέμισε σύννεφα κι ένα παγερό επίμονο αεράκι άρχισε ν’ ασχημίζει την εξοχή. Ύστερα άρχισε και η βροχή. Ο φτωχούλης ο τζίτζικας δεν είχε τίποτε να φάει, ούτε και ρούχα για να ζεσταθεί.

-Τι θα κάνω τώρα; αναρωτήθηκε με τρόμο στη σκέψη του χειμώνα που πλησίαζε. Θα πεθάνω σίγουρα από την πείνα και το κρύο.

Καθώς συλλογιζόταν όλα αυτά, θυμήθηκε το μυρμήγκι που κατοικούσε σ’ ένα ζεστό υπόγειο κάτω από τη γη, όπου συγκέντρωνε προμήθειες όλο το καλοκαίρι.

Σέρνοντας με κόπο τα πόδια του που είχαν αρχίσει να ξυλιάζουν από το κρύο, έφτασε στην καλύβα του μυρμηγκιού και κτύπησε δειλά την πόρτα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Το μυρμήγκι του άνοιξε την πόρτα κρατώντας ένα παλιό λυχνάρι.

-Τι θέλεις; τον ρώτησε με εχθρικό ύφος που έκανε τον τζίτζικα να παγώσει ακόμη περισσότερο.

-Πεινώ και κρυώνω… μουρμούρισε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Πίσω του η γη ήταν κάτασπρη, σκεπασμένη από τα χιόνια. Το πλατύ καλοκαιρινό του καπέλο και το βιολί που κουβαλούσε στη ράχη του ήταν κι αυτά χιονισμένα.

-Α, μπα; Έκανε περιφρονητικά το μυρμήγκι. Εγώ το καλοκαίρι δεν στάθηκα ούτε λεπτό, μόνο και μόνο για να μαζέψω τροφές για τον χειμώνα. Εσύ τι έκανες τις όμορφες ηλιόλουστες καλοκαιρινές μέρες;

-Εγώ… τα ‘χασε ο τζίτζικας. Εγώ… τραγουδούσα, τραγουδούσα, τραγουδούσα…

-Τι άλλο έκανες;

-Τίποτε άλλο. Εγώ είμαι πλασμένος για να τραγουδώ και να ζω αμέριμνα χωρίς σκοτούρες.

-Ώστε τραγουδούσες, ε; Τώρα λοιπόν χόρευε!

Το μυρμήγκι τού έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα κι ο καημένος ο τζίτζικας με βαριά την καρδιά απομακρύνθηκε με αργά βήματα και χαμηλωμένα τα φτερά του στη σκυθρωπή εξοχή.

Μύθος του Αισώπου

Ο κόσμος των παραμυθιών (τόμος 3), Εκδοτικός Οργανισμός Χρυσός Τύπος Α.Ε.



Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Ζαχαρούλα Μπόνγκαρντ.



Η Ζαχαρούλα Μπόνγκαρντ γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε ναυτιλιακά στο St. George. Για δύο χρόνια έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στο εργαστήριο του Δ. Τηνιακού και για τέσσερα χρόνια μαθήτευσε στη σχολή Εικαστικών Τεχνών Γλυφάδας. Το 2001 παρακολούθησε σεμινάρια χαρακτικής στο Saint Martins College of Fine Arts and Design του Λονδίνου. Το 2006 παρακολούθησε σεμινάρια τοιχογραφίας (fresco) στο μουσείο Μπενάκη. Το 2009 παρακολούθησε σεμινάρια λιθογραφίας και χαρακτικής σε σχολή στη Βενετία (Scuola Internazionale di Grafica Venezia. Το 2011 παρακολούθησε σεμινάρια με ειδικές γνώσεις στο digital art. Όλες οι σπουδές ολοκληρώθηκαν με βαθμό «Άριστα».

Έχει συμμετάσχει σε 6 ατομικές και 17 ομαδικές εκδόσεις. Έχει παρουσιάσει αρκετές φορές έργα της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε γκαλερί, σε διεθνή φεστιβάλ, σε διαγωνισμού στο Ντουμπάι, σε Ινστιτούτα, πινακοθήκες, στην Αθηναΐδα και στα Ποσειδώνια. Στις 20 Μαρτίου 2015 πήρε την τρίτη τιμητική διάκριση για το διαγωνισμό Stop Syria War Art Contest. Έργα της υπάρχουν σε συλλογές ιδιωτών στην Ιταλία, Αγγλία, Ρουμανία, Ιαπωνία και στη ναυτιλιακή λέσχη του Πειραιά.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: