Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Κυνηγώντας τη Λευκή Τίγρη



Στα πολύ παλιά τα χρόνια ζούσε σ’ ένα χωριό κοντά στο βουνό Κουμγκάγκ της Κορέας ένα αγόρι με τη μητέρα του. Ο πατέρας είχε σκοτωθεί όταν ο γιος ήταν μωρό ακόμα από την τρομερή Λευκή Τίγρη που τυραννούσε τους ανθρώπους και τα ζώα της περιοχής αυτής. Το αγόρι είχε όνειρό του όταν μεγαλώσει να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας την τρομερή τίγρη. Από μικρό παιδί λοιπόν εκπαιδευόταν στο σημάδι για να γίνει ο καλύτερος σκοπευτής που είχε υπάρξει ποτέ. 

Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών είπε στη μητέρα του:

— Νομίζω ότι είμαι τέλειος σκοπευτής. Είναι καιρός να πάω να κυνηγήσω τη Λευκή Τίγρη.

Η μάνα του, που δεν ήθελε πέρα από τον άντρα της να χάσει και τον γιο της από το θηρίο, προσπαθούσε να βρει χίλιους τρόπους να το αναβάλει:

— Ο πατέρας σου ήταν πολύ καλός σκοπευτής, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να σκοτώσει την τίγρη. Κι όμως μπορούσε να χτυπήσει την κανάτα που έχω στο κεφάλι μου σημαδεύοντάς την από πεντακόσια μέτρα απόσταση.

Το παιδί τρόμαξε. Δεν ήταν σίγουρο ότι θα μπορούσε να το πετύχει αυτό χωρίς να χτυπήσει τη μητέρα του.  Αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη:

— Αν δεν γίνεις σκοπευτής σαν τον πατέρα σου, δεν θα σε αφήσω να φύγεις.

Το παιδί σημάδεψε από τα πεντακόσια μέτρα την κανάτα, αλλά δεν κατάφερε να τη χτυπήσει, χωρίς ευτυχώς να χτυπήσει ούτε τη μητέρα του. Για άλλα τρία χρόνια έκανε κάθε μέρα εξάσκηση στη σκοποβολή και τελικά μια μέρα μπόρεσε να χτυπήσει την κανάτα.

— Έχεις γίνει αρκετά καλός, του είπε η μητέρα του, αλλά δεν έχεις ακόμα φτάσει τον πατέρα σου που μπορούσε να περάσει τη σφαίρα μέσα από ένα δαχτυλίδι στα χίλια μέτρα.

Ο νέος αγωνίστηκε μερικά χρόνια ακόμα και στα είκοσι ένα είχε καταφέρει να περνάει τη σφαίρα μέσα από το δαχτυλίδι στα χίλια μέτρα.

Η μάνα του είχε μείνει έκπληκτη από την αποφασιστικότητα του γιου της. Στην πραγματικότητα ο πατέρας του ήταν μέτριος σκοπευτής. Δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει αυτά που πετύχαινε ο γιος της. Με κρύα καρδιά λοιπόν, αλλά και με θαυμασμό για την αποφασιστικότητά του, του έδωσε την ευχή της κι εκείνος ξεκίνησε για την περιοχή που βρισκόταν η τρομερή τίγρη.

Είχε περπατήσει αρκετές μέρες, είχε μπει στα πυκνά δάση του Κουμγκάγκ, όταν μια μέρα συνάντησε μια κοπέλα με καταξεσκισμένα ρούχα.

— Τι ζητάς εδώ ολομόναχη; τη ρώτησε ο νέος.

— Είμαι αιχμάλωτη της Λευκής Τίγρης, είπε τρομαγμένη εκείνη. Πριν από μερικές μέρες κατέβηκε στο χωριό μου και με άρπαξε χωρίς κανένας να μπορεί να τη συγκρατήσει. Τώρα περιμένω τη μέρα που θα με καταβροχθίσει.

— Και πού βρίσκεται η τίγρη τώρα; ρώτησε ο νέος.

— Κάπου στο δάσος. Λείπει μια-δυο μέρες κι έπειτα εμφανίζεται απότομα με άλλο ένα θύμα, άνθρωπο ή ζώο.

— Και γιατί δεν φεύγεις τώρα που λείπει το θηρίο;

— Δυο φορές το προσπάθησα κιόλας και να η κατάληξη... Και η κοπέλα έδειξε τα ρούχα της, καταξεσκισμένα από τα κλαδιά, τις πέτρες ακόμα και τα δόντια της τίγρης στην πλάτη του φουστανιού της. 

— Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει αν τον έχει βάλει στόχο η τίγρη. Ασφαλώς με παρακολουθεί από καιρό σε καιρό και θα χρειαστεί ελάχιστο χρόνο για να με ξαναπιάσει αν επιχειρήσω να φύγω. Το καλό που σου θέλω προσπάθησε να φύγεις το γρηγορότερο από το δάσος της.

— Μια ζωή εκπαιδεύομαι να σκοτώσω την τίγρη αυτή και θα φύγω τώρα που βρίσκομαι στα ίχνη της;

— Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τη Λευκή Τίγρη γι’ αυτό φύγε το γρηγορότερο, επέμεινε η νέα. Αλλά καθώς είδε στα μάτια του νέου μια αλύγιστη αποφασιστικότητα, συμπλήρωσε: 

— Χθες σκότωσε μπρος στα μάτια μου έναν κυνηγό σ’ αυτό εδώ το δέντρο. Ο κυνηγός μπορούσε με την πλάτη του γυρισμένη προς το δέντρο να στρέφει το όπλο του χωρίς να γυρίσει το κορμί του και να χτυπά το ψηλότερο φύλλο στο ψηλότερο κλαδί του δέντρου.

Ο νέος προσπάθησε να κάνει το ίδιο αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν έπαψε όμως να δοκιμάζει και, σε δυο-τρεις ώρες, μπορούσε να χτυπάει οποιοδήποτε φύλλο του δέντρου χωρίς καν να γυρίζει το κεφάλι του προς τα εκεί.

Η κοπέλα είχε αρχίσει να συμπαθεί τον νέο για την τόλμη του, αλλά δεν ήθελε να πάει αδικοχαμένος, γι’ αυτό προσπαθούσε να τον αποτρέψει.

— Έχω ακούσει ακόμα για κάποιον κυνηγό που μπορούσε να χτυπάει ένα σκαθάρι που μόλις διακρινόταν στον απέναντι λόφο. Αλλά ο δύστυχος δεν μπόρεσε να σκοτώσει την τίγρη.

Ο νέος δοκίμασε να χτυπήσει κάποιο σκαθάρι που μόλις διέκρινε στον απέναντι λόφο αλλά δεν τα κατάφερε. 

— Γι’ αυτό σου λέω, φύγε, τον παρακάλεσε η κοπέλα.

— Ήρθα εδώ για να εκδικηθώ για τον θάνατο του πατέρα μου. Τώρα έχω άλλον έναν λόγο: πρέπει να σώσω εσένα γιατί πρώτη φορά συναντώ μια κοπέλα που κάνει το παν να με αποτρέψει κι ας ξέρει τη δική της μοίρα. Θα μείνω κι ας το πληρώσω, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω.

Μετά από λίγες ώρες σκοποβολής ο νέος μπορούσε να χτυπάει ένα σκαθάρι στον απέναντι λόφο.

Αλλά και η κοπέλα συνέχισε να επιμένει, γιατί είχε αρχίσει να αγαπάει τον νέο και δεν ήθελε να πεθάνει κι αυτός.

— Ένας μάγος είχε πει κάποτε ότι αν θέλει κάποιος να σκοτώσει τη Λευκή Τίγρη πρέπει να την πυροβολήσει όσο αυτή είναι πολύ μακριά ακόμα, μια μικρή άσπρη τελεία που μόλις τη διακρίνει το μάτι, αλλιώς θα είναι πολύ αργά. Η τίγρη έρχεται συνήθως από εκείνο το βουνό. Και έδειξε με το χέρι της το αντικρινό βουνό.

Ο νέος σάρωσε προσεκτικά με το βλέμμα του το βουνό αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει κανένα άσπρο σημάδι. Σε λίγο το μάτι του είχε συνηθίσει κάθε μικρή λεπτομέρεια, κάθε δέντρο, κάθε θάμνο και κάθε πέτρα του απέναντι βουνού.

Είχε περάσει κάμποση ώρα και της είπε:

— Εννοείς μια μικρή άσπρη τελεία σαν αυτή που φαίνεται ανάμεσα στους δυο θάμνους εκεί στο βάθος της ρεματιάς; Μια τελεία που δεν υπήρχε μερικά δευτερόλεπτα πιο πριν; και την ίδια στιγμή πυροβόλησε.

Ακούστηκε ένα τρομερό μακρινό ουρλιαχτό και οι δυο νέοι έτρεξαν στο σημείο που είχαν δει το άσπρο σημαδάκι. Η τρομερή Λευκή Τίγρη ήταν νεκρή.

Η κοπέλα αγκάλιασε αυθόρμητα τον νέο και τον ευχαρίστησε που της έσωσε τη ζωή. 

— Κι εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω, της είπε αυτός. Όπως  και η μητέρα μου, έτσι κι εσύ έκανες το παν να με αποτρέψεις, κάνοντάς με την ίδια στιγμή όλο και πιο γενναίο και πιο καλό σκοπευτή. Μια και οι δυο μας ζούμε σχεδόν από θαύμα, θα μπορούσα να περάσω από τους δικούς σου και να σε ζητήσω σε γάμο; Σε λίγες ώρες νιώσαμε τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, που λέω να προσπαθήσουμε να ζήσουμε μαζί για να δούμε πώς θα είναι η ζωή μας χωρίς τον κίνδυνο της Λευκής Τίγρης!

(Κορέα)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΓΓΟΥΤΑΣ, Η Σοφία των Λαών, εκδόσεις Σαΐτα.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Μαρία Μέρκου.


Με λένε Μαρία Μέρκου, είμαι 19 χρονών και σπουδάζω στο Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στη Σύρο. Κατέχω το πτυχίο Proficiency Michigan στα Αγγλικά και το Β2 στα Γαλλικά. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω από 3 χρονών και παρακολουθούσα και μαθήματα σχεδίου για δύο χρόνια. Μου αρέσει πολύ να ζωγραφίζω-σχεδιάζω στον ελεύθερό μου χρόνο και να διαφοροποιώ τα σχέδια μου ανάλογα με τα συναισθήματά μου.

Η σελίδα της Μαρίας στο facebook:
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;