Μια φορά κι έναν καιρό
ζούσαν σε κάποιο χωριό δυο γυναίκες σε δυο γειτονικά σπίτια. Η μια ήταν πλούσια
και φιλάργυρη, η άλλη θα μοίραζε ό,τι κι αν είχε, αλλά ήταν πάμφτωχη.
Μια μέρα κάποιος
γέροντας ζητιάνος έφτασε στο χωριό και ζήτησε απ’ την πλούσια γυναίκα να τον
λυπηθεί και να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά εκείνη τον έδιωξε με τις
κλοτσιές, φωνάζοντας πίσω του:
-Πήγαινε με τους δικούς
σου, δεν έχω τίποτα να σου δώσω.
Ο ζητιάνος πήγε στη
φτωχή γυναίκα, κι εκείνη τον κάλεσε στο σπιτάκι της, του 'δωσε τη φρατζόλα το
ψωμί που ετοίμαζε για τα παιδιά της.
-Ό,τι έχω σου το δίνω,
είπε. Δεν είναι πολύ, μα δεν έχω περισσότερα.
Ο ζητιάνος την
ευχαρίστησε ευγενικά κι έφυγε λέγοντας:
-Ο Θεός να σ’ ευλογεί.
Ό, τι αρχίσεις να κάνεις τώρα, συνέχισέ το μέχρι να δύσει ο ήλιος!
Όταν έφυγε ο φτωχός
γέρος, η γυναίκα κάθισε να σκεφτεί τι μπορούσε να δώσει στα παιδιά της να φάνε.
Δεν είχε πια πατάτες και την τελευταία φρατζόλα ψωμί την είχε δώσει στον ζητιάνο. Είχε μόνο λίγο ύφασμα και υπολόγιζε να ράψει πουκάμισα για τα παιδιά.
Αλλά επειδή έπρεπε και να φάνε, αποφάσισε να πουλήσει εκείνο το ύφασμα, για ν’
αγοράσει ψωμί.
Πήρε λοιπόν το ύφασμα
κι άρχισε να το μετράει. Μετρούσε, μετρούσε, αλλά το ύφασμα δεν είχε τελειωμό.
Συνέχισε έτσι να μετράει μέχρι το απόγευμα και μέτρησε έτσι αρκετές χιλιάδες
μέτρα. Θυμήθηκε τότε τα λόγια του ζητιάνου και κατάλαβε πως την είχε
αποζημιώσει γενναιόδωρα.
Η φτωχή γυναίκα πήρε το
ύφασμα και πήγε να το πουλήσει στην αγορά. Με τα κέρδη αγόρασε δυο αγελάδες,
ένα κομμάτι γης κι ένα λιβάδι και της περίσσεψαν κι άλλα χρήματα. Κατάφερε έτσι
να ζήσει ήσυχη με τα παιδιά της κι ευχαρίστησε τον ζητιάνο για τη βοήθεια που
της έδωσε.
Όταν η πλούσια
γειτόνισσά της έμαθε τι είχε συμβεί, μετάνιωσε που είχε κυνηγήσει τον ζητιάνο.
Πέρασε ένας χρόνος και
μια ωραία μέρα να σου εμφανίστηκε ξανά στο χωριό ο γερο-ζητιάνος. Η πλούσια,
μόλις τον είδε, τον κάλεσε στο σπίτι της και του πρόσφερε ό,τι καλύτερο είχε. Ο
ζητιάνος έφαγε του σκασμού, την ευχαρίστησε κι έφυγε λέγοντας:
-Ο Θεός να σ’ ευλογεί!
Ό,τι αρχίσεις να κάνεις τώρα, συνέχισε να το κάνεις μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Η γυναίκα είχε
ετοιμάσει λίγο ύφασμα κι αποφάσισε να αρχίσει αμέσως να το μετράει. Αλλά εκείνη
τη στιγμή μια κότα μπήκε στο σπίτι και η γυναίκα προσπάθησε να την κυνηγήσει.
Μάταια όμως, γιατί η κότα κατάφερνε πάντα να ξεφεύγει. Όλο το απόγευμα
προσπαθούσε να την πιάσει.
Τα κατάφερε μονάχα όταν
έδυσε ο ήλιος.
(Πολωνία)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΑΠ’ ΌΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
…
Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Την εικόνα έκανε η Ιωάννα Μπαλή.
Γεννήθηκα στην Αθήνα,
την 1η Ιουνίου 1987, όπου και έζησα μέχρι που αποφοίτησα από το λύκειο και πήγα
να σπουδάσω στην Καλαμάτα, Τεχνολόγος Γεωπόνος. Εφόσον τελείωσα με αυτό όμως,
πάντα μου άρεσε και το σχέδιο, γι' αυτό και φοίτησα 2 χρόνια Σχέδιο Μόδας στον
ΑΚΤΟ. Έτσι τώρα, αν και απόφοιτη δύο σχολών, ζω στην Ερατεινή Φωκίδας με τον
άντρα μου και τα δύο πολύ μικρά μας κοριτσάκια (4 μηνών και 4 χρόνων) και δεν
εργάζομαι, παρά μόνο φτιάχνω διάφορα χειροποίητα αντικείμενα και τα παρουσιάζω
σε τοπικές εκθέσεις αλλά και στη σελίδα μου www.facebook.com/ibeebyioannabali.
e-mail: baliioanna@yahoo.com
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα του «Ένα
κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;