Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Μία ξεχωριστή γνωριμία


-          Τι όμορφα που είναι εδώ στην εξοχή. Είχα καιρό να βγω μια βόλτα και να αναπνεύσω τον καθαρό αέρα. Να και τα πρώτα λουλουδάκια που άνθισαν. Σαν πολύ ρομαντικός να έχω γίνει τελευταία.
-          Συγγνώμη, μπορώ να καθίσω μαζί σου, αγόρι μου;
-          Φυσικά. Μας χωράει και τους δύο το παγκάκι. Εγώ είμαι ο Μιχάλης. Εσύ;
-          Εγώ είμαι ο  κορονοϊός.
-          Κορονοϊός; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα! Στο σχολείο κανένα παιδάκι δεν έχει αυτό το όνομα. 
-          Χμ…  ναι, είναι λίγο ασυνήθιστο. Μήπως ξέρεις που μπορώ να βρω κάτι να φάω, Μιχάλη; Έχω γυρίσει όλο το όμορφο χωριό σας, όμως όλα είναι κλειστά. Ερημιά παντού.
-          Στην πλατεία. Πήγες στην πλατεία; Εκεί θα βρεις το ψιλικατζίδικο του χωριού. Το ΄χει ο κυρ-Παναγιώτης. Καλά το κατάλαβα από την αρχή ότι δεν είσαι από το χωριό. Και τα παπούτσια σου έτσι σκισμένα που είναι… σίγουρα θα έρχεσαι από μακριά.
-          Είσαι πολύ παρατηρητικός, μικρέ. Η αλήθεια είναι ότι έρχομαι από πολύ μακριά. Από την Κίνα. Από εκεί ξεκίνησα το ταξίδι μου.
-          Από τόσο μακριά; Είσαι πολύ τυχερός που έχεις κάνει ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Και για πες μου, έχεις πάει και σε άλλες χώρες εκτός από την Ελλάδα;
-          Μα φυσικά. Έχω ταξιδέψει πάρα πολύ. Θα σου πω, λοιπόν, μερικές από τις χώρες που επισκέφτηκα. Πήγα στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αμερική..
-          Στην Αμερική;
-           Ναι, ακόμα και στην Αμερική.  Και τώρα να ΄μαι εδώ, στην Ελλάδα. Είχα ακούσει για τις ομορφιές της από συγγενείς μου, που την επισκέπτονται κάθε χρόνο.  Και τώρα βλέπω αυτές  τις ομορφιές, όπως είναι αυτά τα ανθισμένα μωβ λουλούδια, με τα ίδια μου τα μάτια.
-          Σε ζηλεύω! Σε ζηλεύω πολύ!  Όταν μεγαλώσω θα κάνω και εγώ πολλά και μακρινά ταξίδια. Θα πάω σε ξένες χώρες, θα γνωρίσω νέους τόπους, θα κάνω βόλτες.  Όμως δεν νιώθεις μοναξιά που ταξιδεύεις μόνος σου;
-          Μοναξιά; Ας γελάσω. Δεν είμαι καθόλου μόνος, μικρέ μου Μιχάλη. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους  στο ταξίδι μου. Νέους, γέρους, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Με τα παιδιά, οφείλω να ομολογήσω, ότι κάνω την καλύτερη παρέα. Μα η πολυκοσμία με κουράζει καμιά φορά. Και τότε είναι που αποφασίζω να απομονωθώ, για να βρω την ησυχία μου.
-          Και εγώ το κάνω αυτό καμιά φορά. Πηγαίνω και κρύβομαι στη σοφίτα. Ε, δηλαδή δεν ξέρω αν κρύβομαι ακριβώς γιατί η μαμά μου έχει ανακαλύψει την κρυψώνα μου. Εσύ που κρύβεσαι;
-          Εγώ δεν κρύβομαι. Εγώ κάθομαι πάνω σε επιφάνειες.
-          Σε επιφάνειες;
-          Ναι! Για να σου δώσω να καταλάβεις μία επιφάνεια είναι το παγκάκι που καθόμαστε. Επιφάνεια είναι το γραφείο σου, η καρέκλα σου, το τετράδιό σου, ακόμα και το κουτί από  γάλα στο ψυγείο.
-          Το  γάλα στο ψυγείο; Δεν θα κρυβόμουν ποτέ μέσα στο ψυγείο!
-          Μιχάλη, Μιχάλη. Είναι έτοιμο το φαγητό.
-          Ωχ, η μαμά. Πρέπει να γυρίσω σπίτι. Χάρηκα που σε γνώρισα κορονοϊέ. Ελπίζω να περάσεις όμορφα στην Ελλάδα.
-          Γεια σου, μικρέ μου φίλε. Και μην ξεχάσεις τώρα που θα γυρίσεις σπίτι να πλύνεις τα χέρια σου σχολαστικά, με σαπούνι και νερό.
-          Αυτό μου το λέει συνέχεια η μαμά. Όλοι πρέπει να πλένουμε τα χέρια μας καλά για να φύγουν τα μικρόβια. Όχι τα χέρια στο πρόσωπο, όχι τα χέρια στο στόμα και τα μάτια. Αντίο, κορονοϊέ.

ΑΝΤΩΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ονομάζομαι Αντωνία Ζαφειροπούλου και αποφοίτησα το 2014 από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ. Είμαι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών στον τομέα της εκπαίδευσης και σήμερα εργάζομαι ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός. Η πρώτη μου συγγραφική απόπειρα ξεκίνησε στο δημοτικό και, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, στον ελεύθερό μου χρόνο με συνόδευε πάντα ένα βιβλίο!

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Το παλάτι της καλοσύνης


Μια φορά και έναν καιρό στα βάθη της Ασίας, ζούσε ο βασιλιάς Κορωναίος. Όλοι οι άνθρωποι της γης γνώριζαν το παλάτι της καλοσύνης και τον βασιλιά Κορωναίο.
Δεν είχε οικογένεια αλλά τα γέλια και οι φωνούλες των παιδιών που φιλοξενούσε, έδιναν ζωή στο παλάτι. Όλοι τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν, δεν προλάβαινε το προσωπικό να δέχεται τα αγαθά που είχε ο καθένας σπίτι του, όλα τα καλά του Θεού για τον αγαπημένο τους βασιλιά
Ένα βράδυ, όταν όλοι κοιμόντουσαν χτύπησε η πόρτα .
Τοκ, Τοκ,  Τοκ.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;»,  αναρωτήθηκε η πιστή οικονόμος.
Αφού έβαλε την ρόμπα της, ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα που οδηγεί στην ξύλινη πόρτα εισόδου και ρώτησε ποιος είναι.
«Είμαι ένας φτωχός άνθρωπος, δεν έχω που να πάω, πεινάω και θέλω φαγητό και νερό, καλή μου κυρία».
«Αχ βρε παιδί μου, και εσύ τέτοια ώρα, τι μου κάνεις, περίμενε να ρωτήσω τον βασιλιά.» Με μεγάλη δυσκολία ανέβηκε τη σκάλα για να ειδοποιήσει τον βασιλιά για την απρόσμενη επίσκεψη.
«Άνοιξε, καλή μου στον άνθρωπο, μην περιμένει μέσα στο κρύο, ωστόσο ντύνομαι και κατεβαίνω και εγώ», ακούστηκε από το βάθος η φωνή του βασιλιά.
Ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος με ταλαιπωρημένα ρούχα ήταν ο νυχτερινός επισκέπτης του παλατιού.  Αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο, έβαλε καθαρά ρούχα, μια ζεστή σούπα, τον περίμενε πάνω στο τραπέζι και ένα καρβέλι ψωμί για να γεμίσει το άδειο στομαχάκι του.
«Εδώ θα κοιμηθείς σήμερα παιδί μου», του είπε ο βασιλιάς και διέταξε να του στρώσουν το κρεβάτι με ζεστές κουβέρτες .
Η μέρα ξεκίνησε με τις φωνές της οικονόμου.
«Αχ τι πάθαμε, τι κακό μας βρήκε, βασιλιά μου, γιατί να είσαι τόσο καλός!»
Αναστάτωση επικρατούσε σε όλο το παλάτι, όλοι ήταν άνω κάτω, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που έγινε. Η κορώνα της καλοσύνης έλειπε από το βασιλικό  δωμάτιο. Ο ξένος άφαντος και η κορώνα επίσης. 

«Την έκλεψε σου λέω, τι δεν καταλαβαίνεις; Είχε τον σκοπό του, ο πονηρός που μας παρουσιάστηκε για ζητιάνος» είπε στον φύλακα γεμάτη στεναχώρια η πιστή οικονόμος.
Ο βασιλιάς πήρε την άμαξά του και μαζί με τους σωματοφύλακές του ξεκίνησε την αναζήτηση της κορώνα της καλοσύνης.
Περάσανε από το χωριό, ρωτήσανε τους χωρικούς αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ξαφνικά ακούσανε φωνές μέσα στο δάσος, καθώς πλησιάσανε βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη, ο νυχτερινός επισκέπτης του παλατιού δεχόταν άγρια επίθεση από δύο ληστές, η κορώνα πεταμένη κάτω. Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του,  πρώτα να μαζέψουν την κορώνα από κάτω και μετά να "τακτοποιήσουν" τους ληστές.
«Και αυτόν τι να τον κάνουμε;» ρώτησαν οι στρατιώτες τον βασιλιά.
Στο πρόσωπο του ζωγραφισμένη η ενοχή αλλά και η απορία για τη στάση του βασιλιά, τον έσωσε από βέβαιο θάνατο ενώ εκείνος τον έκλεψε. Έπεσε στα πόδια του βασιλιά με κλάματα παρακαλώντας να τον συγχωρέσει.
 Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του να τον πάρουν σπίτι και να τον περιποιηθούν.
Στο παλάτι ήρθε πάλι η χαρά, η αγάπη και η καλοσύνη αλλά μαζί με αυτές ήρθε και η συγχώρεση, οι άνθρωποι την αγάπησαν και  ευχαρίστησαν τον βασιλιά που τους την γνώρισε.
Και ‘ζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ




(Τα κείμενα δημοσιεύονται στην αρχική τους μορφή, όπως τα λάβαμε, χωρίς καμία παρέμβαση)








Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Η ξαπλώστρα χωρίς πόδια


Πού είναι τα πόδια μου; Όλοι αναρωτιέστε. Η αιτία είναι μία αγάπη που αγάπησα και με αγάπησε. Πού να φανταστείτε ότι ήταν ένα όμορφο, παιχνιδιάρικο κοχύλι.
Όλα άρχισαν μια καλοκαιριάτικη μέρα του Ιούλη. Καθόμουν μόνη μου, στο βάθος της παραλίας, κανείς δεν είχε καθίσει πάνω μου μόνο ένα κοχύλι είχα συντροφιά.
-Πώς σε λένε; το ρώτησα και αυτό μου απάντησε με βαριά φωνή «Είμαι ο Χιούγκο». Χιούγκο… άκου εκεί όνομα… αναρωτήθηκα. «Εσένα πώς σε λένε;» «Εμένα με λένε Εβελίνα»
-Ξέρεις εμείς τα κοχύλια δεν έχουμε πόδια
-Το ξέρω γλυκό μου κοχύλι.
Πέρασαν μέρες τα ίδια και τα ίδια .. την τελευταία μέρα του Αυγούστου μου είπε κάτι που δεν το περίμενα. «Θα μου κάνεις μια χάρη Εβελίνα; Ζηλεύω που εσύ έχεις τα πόδια σου και εγώ δεν τα έχω για αυτό θα ήθελα να σε παρακαλέσω να κόψεις τα πόδια σου».
-Να ξέρεις πως δε θέλω να κάνω ένα τόσο πολύ επικίνδυνο πράγμα πάνω μου αλλά μόνο για σένα θα το κάνω!
- Σε ευχαριστώ πολύ!!!
Πέρασαν πάρα πολλές μέρες … η Εβελίνα με κομμένα πόδια .. πού να ήξερε όμως ότι την περίμενε μια αρκετά χαρούμενη έκπληξη .. όπως ήταν στην στεριά είδε δύο παιδιά γύρω στα 4 με 5 χρονών να παίζουν με κάτι μεγάλα, ψηλά, όμορφα πόδια.
«Τα πόδια μου!!» φωνάζει και πάει σέρνοντας να τα πάρει. Τα παιδιά δεν κατάλαβαν τίποτα επειδή εκείνη την ώρα έπαιζαν με τα φτυάρια τους, τα κουβαδάκια τους και τα ποτιστήρια τους.
Τότε η Εβελίνα μπήκε στον πειρασμό να προσπαθήσει να βάλει τα πόδια της και αυτό που περιμένατε έγινε… ένιωσε τα πόδια της και χοροπήδησε από χαρά!
Τότε ο Χιούγκο της έγνεψε από μακριά…

Χρήστος Παπαθανασίου
10 ετών 


(Το κείμενο δημοσιεύεται στην αρχική του μορφή, όπως το λάβαμε, χωρίς καμία παρέμβαση)

Η κοτούλα η Συρταρού


Σήμερα με ξύπνησαν δυνατά κακαρίσματα. Μεγάλη ταραχή στην άκρη του χωραφιού που βρίσκεται το κοτέτσι μας. Έτρεξα γρήγορα προς τα εκεί. Πίσω μου έτρεξε κι η μαμά.

«Μην πλησιάζεις!» φώναξε. «Μπορεί να τριγυρίζει εκεί το αγριόσκυλο». Ξαφνικά, ακούστηκε μια κραυγή. «Κραά! Κραά!» Ένα πεινασμένο γεράκι στριφογύριζε στον αέρα πάνω απ' το κοτέτσι. Έπαιρνε φόρα κι ορμούσε, αλλά το ράμφος του χτυπούσε στο συρματόπλεγμα της περίφραξης. Όταν μας είδε, πέταξε ψηλά.

Στην καμαρούλα του κοτετσιού, μέσα μέσα στη γωνιά, κλώσησε τ' αυγά της η κότα μας η Συρταρού. Την ονόμασε έτσι η γιαγιά γιατί έχει για φωλιά ένα παλιό συρτάρι γεμάτο πριονίδι και άχυρο. Μέρες πολλές καθόταν στ' αυγά της, σαν καλή κλωσσομάνα, με στοργή και υπομονή. Τώρα σκεπάζει με τα πουπουλόφτερα της κοιλιάς της και τις πλατιές φτερούγες της τα μωροπούλια. Είναι έντεκα. Τέσσερα καφετιά, πέντε άσπρα και δυο πετραδωτά, ασπρόμαυρα. Η μαμά, όσο κλώσαγε η Συρταρού τ' αυγουλάκια της, έλεγε ένα τραγουδάκι, για γούρι.

Κλώσσα, τα πουλιά δεν τα ‘βγαλες σωστά.
Σου' βαλα εικοσιένα και δεν μου ‘βγαλες κανένα.

Αλλά η Συρταρού μας τα έβγαλε όλα ολόγερα, γιατί έπιασε το ξόρκι του τραγουδιού. Κι εγώ τραγουδούσα τη Συρταρού όταν πλάκωνε τ' αυγά της ολομόναχη. Και της έλεγα στιχάκια που τα ‘βγαζε η γιαγιά απ' την κοιλιά της. Γιατί οι γριούλες όλα απ' την κοιλιά τους τα βγάζουν και γεννούν τα στιχάκια τους όπως τα παιδάκια τους.

Ε! κοτούλα διαλεχτή, κακαρίστρα, κουνιστή,
κάθισε στ' αυγά σου και στ' αυγουλοπουλά σου.
Μια κότα στρουμπουλή, μια κάτασπρη πουλάδα,
ζήλεψε το σταχτί πουλί, τ' άστεγο στη λιακάδα.

Πότε πότε βγάζω έξω τη Συρταρού και τα πουλάκια της, για να τσιμπολογήσουν στο χωράφι. Την παρακολουθώ από κοντά. Αν την πλησιάσει κάποιος, μπορεί και ν’ αγριέψει. Φοβάται μην της αρπάξει κάποιο απ' τα μωρά. Και φουσκώνει και θυμώνει κλου-κλου-κλου, έτοιμη να χιμήξει. Αχ! όλες οι μαμάδες του κόσμου ένα φόβο έχουν: Να μην πάθουν κάτι κακό τα μωροπούλια τους.
Ξημέρωσε ένα καινούργιο σήμερα και είμαι λυπημένος. Άκουσα τον πατέρα να λέει πως τα πουλάκια μεγάλωσαν. Η Συρταρού σουλατσάρει στο κοτέτσι, είναι λαίμαργη και πάχυνε πολύ. Ήρθε η ώρα της, να την κάνουμε σούπα. «Σωστά», είπε η γιαγιά. «Η παχιά και γριά κότα έχει το νοστιμότερο ζουμί».

Η Συρταρού δεν μπορεί να βγει απ' το κοτέτσι, να τρέξει να σωθεί. Περπατάει και κουτσαίνει απ' το πάχος. Τι θλιβερό να είσαι φυλακισμένος σ' ένα κοτετσόσυρμα και να μην περνάει απ' το μυαλό σου ότι σ' έχουνε εκεί για να σε κάνουν σούπα αυγολέμονο με τα ίδια σου τ' αυγά!

Όμως σήμερα είναι ένα καινούργιο σήμερα. Μπήκα στο κοτέτσι, με το κουβαδάκι μου γεμάτο καλαμπόκι. Με κύκλωσαν οι κότες, οι πουλαδίτσες και τα κοκοράκια της Συρταρούς. Ήλθε κι εκείνη, συνάμενη κουνάμενη. Την άρπαξα αγκαλιά κι άρχισα να τρέχω. Έφτασα σ' ένα φουντωτό ελαιώνα με κοντούλια λιόδεντρα και την άφησα ελεύθερη. «Καλή τύχη» της είπα και τρέχανε τα μάτια μου.

Γύρισα στο σπίτι. Όλα ήσυχα. Σε λίγο βράδιασε. Καληνύχτα.

Σήμερα είναι ένα καινούργιο σήμερα. Με ξύπνησε το κουβεντολόι της μαμάς με τη γιαγιά. Μιλούσαν για τη Συρταρού.

«Ο μικρούλης μας θ' άφησε ανοιχτή τη πόρτα του κοτετσιού.»
«Και γιατί δεν βγήκανε και οι άλλες;»
«Καμιά φορά η πόρτα κλείνει μόνη της με τον αέρα.»
«Όχι. Την κλέψανε.»
«Μα ποιος; Ποιος τολμά να κάνει κάτι τέτοιο μέρα μεσημέρι;»

Δεν σηκώθηκα απ' το κρεβάτι. Ξαπλωμένος βλέπω απ' το παράθυρό μου ένα κομμάτι ουρανό. Ένα αεροπλάνο ακούγεται να περνά. Τώρα ξεχωρίζω τη συννεφένια άσπρη του ουρά. Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να ήμουν μέσα με τη Συρταρού, σ' ένα καλάθι με ψάθινο καπάκι. Να την πήγαινα μακριά σ' έναν κήπο με ζώα. Σ' ένα μέρος που σιχαίνονται να φάνε σούπα παχιάς γερασμένης κότας.

Δέκα μέρες μετά, όλοι είχαν ξεχάσει τη Συρταρού, εκτός από εμένα. Σήμερα είναι ένα καινούργιο σήμερα. Τι ξέχασε η μαμά και γυρίζει τρεχάτη πίσω; Μήπως το καλαμπόκι; Μήπως το νερό;

«Γύρισε! Η Συρταρού μας ήλθε. Μόλις την έκλεισα στο κοτέτσι.»

Πετάχτηκα έξω αστραπή. Έτρεξα στο κοτέτσι. Ήταν εκεί. Ήταν πίσω απ' το σύρμα και σκάλιζε και τσιμπολογούσε, όπως πάντα.

«Χαζόκοτα!» της φώναξα. «Δεν είσαι άξια για τίποτα. Κι εγώ που τραγουδούσα τη ζήλια σου για τη λευτεριά του σπουργιτιού στη λιακάδα! Βλακόκοτα. Τί σου βρήκα και σ' αγάπησα!».

Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Την έβαζα λέει σ' ένα πύραυλο μαζί μ' εκείνο το πιθηκάκι που το έστειλαν κάποτε στο διάστημα μόνο του κι έγινε ήρωας για την αφοβιά και τη τόλμη του.

Ξύπνησα, και το καλοσκέφτηκα. Και τι πειράζει που είναι χαζόκοτα η Συρταρού; Τάχα δεν μπορεί να γίνει μια βλακόκοτα η μοναδική ηρωίδα της κατάδικής της ζωής;

Όταν έλθει η μέρα της κοτόσουπας με αυγολέμονο, εγώ θα νηστέψω με ψωμί, ντομάτα και τσακιστές ελιές. Όπως κάνει η γιαγιά πριν τη Πασχαλιά. Κι αν με ρωτήσουν, θα τους πω πως αυτό που τρώνε δεν είναι το ζουμί της Συρταρούς και τα ψαχνά της. Η δική μου κότα σκαλίζει τώρα τα χέρσα χωράφια του Φεγγαριού. Είναι μια κότα ηρωίδα. Τη βλέπω να κατεβαίνει απ' τον πύραυλο στο Φεγγάρι χέρι χέρι με τον αστροναύτη πίθηκο.

Κάθε φορά που το φεγγάρι στέκεται πάνω απ' το τζάμι μου, τραβάω την κουρτίνα και βλέπω κομμάτια χρυσού. Μικρά μικρά φεγγαρίσια σπυριά καλαμποκιού. Καλή Όρεξη, Συρταρού! Καληνύχτα!

ΕΛΣΑ ΧΙΟΥ


H Έλσα Xίου κατάγεται από τη Σάμο. Zει μόνιμα στο νησί και ασχολείται με τη δημοσιογραφία, το ραδιόφωνο και τη λογοτεχνία. Κείμενά της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει πάρει πολλαπλά βραβεία για το λογοτεχνικό της έργο. Η νενέ η Σμυρνιά, το πρώτο της μυθιστόρημα, έχει βραβευτεί με το βραβείο IΠEKTΣI.
Την εικόνα έκανε ο Νίκος Πολυχρονόπουλος.



Γεννήθηκα στις 13 Ιουλίου του 1992. Από μικρός μου άρεσε να πλάθω δικούς μου κόσμους και να τους δίνω πνοή με τις ζωγραφιές μου. Δεν γνωρίζω αν οι αληθινοί καλλιτέχνες με εκτιμούν, μα με έχουνε πάντα δίπλα στην πένα και το πινέλο τους.

Ο Νίκος Πολυχρονόπουλος σπούδασε στο Τμήμα Εικαστικών κι Εφαρμοσμένων Τεχνών στην όμορφη και πολύχρωμη Φλώρινα.

Πέρα από τη ζωγραφική, ασχολείται με εικονογραφήσεις βιβλίων.

           2013 εικονογράφησε το βιβλίο του Δημόκριτου Τσουκάπα «Του ουρανού τα παραμύθια», Εκδόσεις Ζήτη.
           2014 εικονογράφησε το βιβλίο της Γεωργίας Σταυριανέα «Στίλης Τριφύλης- Ταξίδι στον πλανήτη Φις-Τι-Κιού», Εκδόσεις Φυλάτος.
           2014 εικονογράφησε το βιβλίο του Γιώργου Πολύδωρου «Ο καλύτερός μου φίλος», Εκδόσεις Φυλάτος.
           2015 έγραψε και εικονογράφησε το βιβλίο «Σταματίτιδα», Εκδόσεις Φυλάτος.
          2015 εικονογράφησε το Ημερολόγιο-Ανεκδοτολόγιο του Γιάννη Σερβετά «Ένα παιδί ακόμα μετράει τ’ άστρα», Εκδόσεις Ιανός.
           2016 Εικονογράφησε το εξώφυλλο και το εγχειρίδιο από το μουσικό CD «Δυόμιση χρόνια αργότερα» του συγκροτήματος «Κακώς Πρέπει».
           2016 Εικονογράφησε το βιβλίο του Θεοφάνη Θεοφάνους: «Όσα φέρνει η ώρα στης ποίησης τη χώρα», Εκδόσεις Άνεμος.
           2017 Εικονογράφησε το βιβλίο του Γιάννη Μύρτση: «Η πέτρα της τύχης», Εκδόσεις Φυλάτος.

Μόνιμος συνεργάτης της λογοτεχνικής στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» της Γιώτας Κοτσαύτη και του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Book Tour.

Το 2014 ολοκλήρωσε με επιτυχία τη Διευρυμένη Πρακτική Άσκηση στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Φλώρινας.

E-mail επικοινωνίας: eaglehead73@gmail.com