Κάπου στα βάθη της
Αμερικής, κοντά σ' ένα δάσος, τα πολύ παλιά τα χρόνια, γεννήθηκε ένα όμορφο αγοράκι. Οι γονείς του
ήταν μελαμψοί και το παιδάκι είχε σκούρο δέρμα, σχεδόν μαύρο. Τα δοντάκια και
το άσπρο των ματιών του, μόνο, ακτινοβολούσαν στον ήλιο. Το αγόρι αγαπούσε υπερβολικά
να λιάζεται και να παίζει ατελείωτα στο φως του. Πολλές φορές οι γονείς του το
κάθιζαν στις σκιές των δέντρων, των σπιτιών. Εκείνο, μπουσουλώντας ακόμα, κινιόταν
προς το φως.
Μια μέρα, οι γονείς
του, μαζεύοντας φρούτα στο δάσος, δοκίμασαν κάποιο άγνωστο φρούτο. Δυστυχώς
ήταν γεμάτο δηλητήριο κι έτσι δεν ξαναγύρισαν πίσω.
Το παιδί έμεινε ολομόναχο στον κόσμο. Χωρίς να γνωρίζει τίποτα από ορφάνια, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται ακόμα πολλά και
χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει αποτελεσματικά. Το μόνο που έκανε μόνιμα ήταν να
πηγαίνει όπου χτυπούσε ο ήλιος με τις ακτίνες του. Το τραβούσε το φως, όπως
ένας μαγνήτης το μέταλλο.
Όμως σιγά σιγά άρχισε
να φοβάται πολύ στη μοναξιά. Πεινούσε αφόρητα, δεν μπορούσε να επιβιώσει μόνο του κι
έκλαιγε απαρηγόρητα. Τα ζώα και τα όρνεα ήταν τεράστια απειλή γι’ αυτό. Μια μέρα κάποια καλή θεότητα του δάσους το άκουσε. Το λυπήθηκε τόσο, που θέλησε να το βοηθήσει. Και τότε με τα μάγια της το μίκρυνε, το μίκρυνε, ώσπου το μεταμόρφωσε σ’ ένα τόσο δα μικρό μαύρο
σποράκι. Και δεν μπορούσαν να το βλάψουν πια τ’ άγρια θηρία. Ηλιόσπορο το ονόμασε, μια κι έβλεπε ν’ αναζητάει
απεγνωσμένα τον ήλιο. Το σποράκι από τότε, είτε με τον αέρα, είτε με τη βροχή,
κυλούσε από δω κι από κει. Πάντα, όμως, προσπαθούσε να βρίσκεται, όπου
ήταν το ηλιακό φως.
Κάποια μέρα έν’
αγριογούρουνο, σκάβοντας με τη μουσούδα του το χώμα για τροφή, σκέπασε το
σποράκι, χωρίς ούτε καν να το δει. Ο σπόρος απελπίστηκε, όταν έχασε
το φως του ήλιου, που αγαπούσε παθιασμένα. Βασανιζόταν να βρει λύση, να επινοήσει κάτι, για να το ξανασυναντήσει. Άρχισε να ρουφάει νερό από τη γη. Ν' αναπνέει βαθιά όσον αέρα έβρισκε, παίρνοντας οξυγόνο. Προσπαθούσε, με
κάθε τρόπο, να βγει προς την επιφάνεια του εδάφους φουσκώνοντας.
Σε λίγες μέρες,
πράγματι, το μαύρο σποράκι με τις άσπρες μικρές ριγούλες του, έσκασε και
φύτρωσε. Κι έδωσε ένα πολύ ψηλό φυτό, που, απ' το πρωί μέχρι το βράδυ, το λουλούδι του κοιτάζει προς τον ήλιο και το φως. Κι αυτό αλήθεια
μοιάζει με φωτεινό ήλιο. Ολοστρόγγυλο, έχει γύρω γύρω κίτρινες πανέμορφες
ακτίνες σαν του ήλιου και στο κέντρο του πολλά μαύρα σποράκια. Στρέφεται μόνιμα
προς αυτόν. Ακολουθεί με πάθος την πορεία του. Και κάθε πρωί στρέφει το κεφάλι του προς την ανατολή. Τον περιμένει με άπειρη ανυπομονησία,
σαν ερωτευμένο, τον κοιτάει κατάματα ασταμάτητα και παίρνει ζωή απ’ αυτόν.
Το φυτό αυτό, από τότε,
οι άνθρωποι το ονόμασαν ηλιοτρόπιο. Τα λουλούδια του τα είπαν ηλίανθους. Τα
καμαρώνουν για την ομορφιά και το δεσμό τους με τον ζωοδότη ήλιο. Τους σπόρους
του τους αποκαλούν ηλιόσπορους και τους γεύονται με κάθε ευκαιρία. Και είναι
αλήθεια πεντανόστιμοι, αφού είναι γεμάτοι με φως.
Δήμητρα
Γκιντίδου
Το κείμενο προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω,
γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ» των εκδόσεων Αλάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;