Στην πόλη Αζτλάν των Αζτέκων, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, με καστανά μαλλιά, μεγάλα γκρίζα μάτια και ροζ μάγουλα. Το κορίτσι αυτό ήταν η κόρη ενός φτωχού χωρικού, του Αζεκίλ. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα κι ο πατέρας του αναγκάστηκε να το μεγαλώσει μόνος του. Το ονόμασε Ντάλια.
Καθώς μεγάλωνε το νεαρό
κορίτσι γινόταν όλο και πιο όμορφο. Πολλοί νέοι την πλησίαζαν και ζητούσαν να
γίνει γυναίκα τους, χωρίς όμως να παίρνουν κάποια θετική απάντηση. Ο πατέρας
της της θύμιζε συχνά πως η θέση της είναι δίπλα σ’ έναν άντρα με σκοπό τη
δημιουργία οικογένειας, κάτι το οποίο νευρίαζε την Ντάλια.
Μία μέρα, η όμορφη
κοπέλα πήγε στο ποτάμι για να πλύνει κάποια ρούχα. Έκατσε στην όχθη του ποταμού
κι άρχισε να τραγουδάει. Το τραγούδι της άκουσε ο Ουιτζιλοπότστλι, ο θεός του
πολέμου και του ήλιου, ο οποίος μαγεύτηκε τόσο από την φωνή της όσο κι από την
ομορφιά της. Έτσι κατέβηκε στη γη με τη μορφή ενός άντρα και πλησίασε την
Ντάλια.
Εκείνη, μόλις τον είδε,
θαμπώθηκε αμέσως από την ομορφιά του. Ο Ουιτζιλοπότστλι την πλησίασε κι έτσι οι
δυο τους γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν. Η Ντάλια έμαθε την αλήθεια για τον
αγαπημένο της, αλλά δεν την τρόμαζε η θεία μορφή του. Ο θεός κατέβαινε κάθε
μέρα στη γη για να μπορεί να περνάει χρόνο με τη νεαρή γυναίκα. Αυτό όμως
εξόργισε τη μητέρα του, την Κοατλίκουε, που πίστευε ότι η Ντάλια δεν ήταν
αντάξια ενός θεού.
Έτσι, μία μέρα που η
Ντάλια κατέβηκε στο ποτάμι για να πλύνει τα ρούχα της, η Κοατλίκουε πήρε την
μορφή φιδιού, την πλησίασε και με μία μόνο κίνηση την δάγκωσε στο πόδι. Ένα
δάγκωμα που ήταν θανατηφόρο. Λίγο αργότερα, ο Ουιτζιλοπότστλι κατέβηκε στη γη
για να βρει την αγαπημένη του, αλλά δεν μπόρεσε να τη βρει πουθενά.
Σε μία τελευταία
προσπάθεια να την εντοπίσει, πήγε στο ποτάμι στο οποίο πρωτογνωρίστηκαν. Εκεί
είδε το άψυχο σώμα της Ντάλιας να κείτεται στην όχθη του ποταμού. Η καρδιά του έγινε
χίλια κομμάτια. Πλησίασε την αγαπημένη του, την κράτησε στην αγκαλιά του και
δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. Τα δάκρυα αυτά έπεσαν στο σώμα της Ντάλιας και
στο έδαφος γύρω της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το σώμα της κοπέλας να χαθεί και
στη θέση του να εμφανιστεί ένα όμορφο ροζ λουλούδι. Το λουλούδι αυτό πήρε το
όνομα Ντάλια και, όπως και κείνη, αγαπούσε τόσο πολύ τον Ουιτζιλοπότστλι, που
για να μπορέσει να ζήσει χρειαζόταν το φως του Ήλιου.
Έτσι, από την άνοιξη
μέχρι το φθινόπωρο, η Ντάλια ανθίζει για να περνάει σχεδόν όλη τη μέρα κάτω από
το φως του αγαπημένου της.
Χριστίνα
Γκουτή
Το κείμενο
προέκυψε στα πλαίσια του εργαστηρίου «Διαβάζω, γράφω, μοιράζομαι, αλληλεπιδρώ»
των εκδόσεων Αλάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;