Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Ο Marcellito και η διάσημη Σχολή του

 


Σε λίγες μέρες Χριστούγεννα, ο Marcellito, ένας ποντικός που ζούσε στο υπόγειο ενός σπιτιού, και φέτος την ίδια ευχή θα έκανε. Να ζει και να μη φοβάται για όλα, να μην τον κυνηγούν. Θέλει να ζήσει σαν τον γάτο, να είναι κάτω από το δέντρο μαζί με όλους, να μπορεί να κάθεται στο τζάκι, να χουζουρεύει, να τον έχουν στο γιορτινό τραπέζι και να υπάρχει κι ένα δώρο για τον ίδιο από τον Αϊ Βασίλη. Ήθελε να είναι χρήσιμος, να προσφέρει όπως όλοι στην οικογένεια που ζει στο ζεστό, όμορφο σπίτι. Θέλει να είναι περήφανος για ό,τι κάνει.    

Το αποφάσισε: θα άνοιγε μια σχολή. Ναι, ναι, μία σχολή για να βοηθάει, να προσφέρει και να μάθει σε όλα τα ποντικάκια καλούς τρόπους. Ευκαιρία τώρα που πλησίαζαν οι γιορτές, ντύθηκε Αϊ Βασίλης, στόλισε χριστουγεννιάτικα στολίδια, κρέμασε μια πινακίδα που έγραφε «Σχολή Savoir vivre για ποντικάκια!» και περίμενε τους μαθητές του.

Σε λίγο μαζεύτηκαν τρία ποντικάκια, μετά επτά κι αργότερα όλα τα μικρά ήταν εκεί και περίμεναν τι θα τους πει.

Τους μίλησε για τα Χριστούγεννα, για τη γέννηση του Χριστού, για τους μάγους, το αστέρι, τους μίλησε και για τον Άγιο μας, τον Άγιο Βασίλειο που βοηθούσε τους φτωχούς και δίδασκε τη γενναιοδωρία και την προσφορά. Τα ποντικάκια ενθουσιάστηκαν, ήθελαν να πηγαίνουν κάθε μέρα. Έτσι κατάφερε η σχολή του να γίνει ξακουστή και όλοι να θέλουν να του μοιάσουν. Είχε γίνει ο μετρ των καλών τρόπων και ο σεφ των καλών τυριών. Ναι, και των καλών τυριών γιατί εκτός από καλούς τρόπους μάθαινε στα ποντικάκια να τρώνε επιλεκτικά και σωστά! Όλοι οι έμποροι τυριών είχαν βρει την ησυχία τους. Τα αμπάρια και τα ψυγεία τους δεν κινδύνευαν, δεν είχαν απώλειες. Επίσης, όσοι τυροκόμοι διέθεταν προϊόν που δεν μπορούσε να πουληθεί, το προμήθευαν στη σχόλη του Marcellito και τους μαθητές του.

Και ξέρετε κάτι; Κάθε Χριστούγεννα ο Μarcellito και οι μικροί ποντικομαθητές στόλιζαν ένα μεγάλο κασέρι σε σχήμα δέντρου που το κατασκεύαζαν οι ίδιοι στο μάθημα των τυροκατασκευών! 

 

Στέλλα Κουρτζόγλου

Ο γκρινάρης Κουραμπιές

 


Το γιορτινό τραπέζι για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων ήταν στρωμένο. Η νοικοκυρά έβαζε τις τελευταίες πινελιές πριν έρθουν οι καλεσμένοι. Ακούμπησε την πιατέλα με τους κουραμπιέδες στον πάγκο της κουζίνας και πήγε να ετοιμαστεί.

Από την πιατέλα ακούστηκε ένας ήχος δυσαρέσκειας. Ο κύριος Κουραμπιές σηκώθηκε όρθιος κι έριξε μια ματιά απέναντι. Κούνησε το κεφάλι του και είπε θυμωμένα:

«Nτροπή! Εγώ, ο Κουραμπιές, το γλυκό των γλυκών, που με προσφέρουν στον κόσμο για αρραβώνες, για γάμους και για το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων να βρίσκομαι στο ίδιο τραπέζι μαζί με τα μελομακάρονα και τις δίπλες. Πού καταντήσαμε, πόσο πιο χαμηλά θα πέσω; Ποιος; Εγώ, να είμαι στο ίδιο τραπέζι με τους χειρότερους εχθρούς μου.»

Άρχισε να βηματίζει νευρικά πέρα δώθε. Τότε ακούστηκε η φωνή της γαλοπούλας από τον φούρνο.

«Τι έχεις, βρε γρουσούζη, και γκρινιάζεις χριστουγεννιάτικα; Από τα νεύρα σου θα πικρίσεις σαν φαρμάκι κι αλίμονο σε αυτόν που θα σε φάει.»

«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου. Όχι επειδή πήρες την θέση του χοιρινού να μας κάνεις κουμάντο! Μας ήρθες από τα ξένα κι έχεις άποψη; Ναι, να το μάθουν όλοι ότι παλιά τα Χριστούγεννα, εδώ στην Ελλάδα, ο κόσμος έτρωγε χοιρινό κρεάς αλλά έφτασαν τα αμερικάνικα έθιμα και πήρες θέση στο εορταστικό τραπέζι. Και θέλεις τώρα να μας το παίζεις ειρηνοποιός.»

«Σήμερα είναι μέρα χαράς. Γεννιέται ο Χριστός κι εσύ αντί να είσαι χαρούμενος, είσαι μέσα στη μαυρίλα. Κακώς είσαι άσπρος, μαύρος θα έπρεπε να είσαι, σαν το κάρβουνο. Τι έχουν τα μελομακάρονα κι οι δίπλες; Μια χαρά γλυκά είναι. Όλοι μας δουλεύουμε σαν ομάδα ώστε το εορταστικό τραπέζι να είναι νόστιμο κι αξέχαστο. Και, δεν μου λες, γιατί είσαστε εχθροί; Τι έχετε να χωρίσετε;»

Την κοίταξε τη γαλοπούλα ο κύριος Κουραμπιές θυμωμένα και απάντησε φωναχτά:

«Τι έχουμε να χωρίσουμε; Πλάκα μου κάνεις; Οι κύριοι θέλουν να μου πάρουν την πρωτιά στα εορταστικά γλυκά. Ιδίως τα μελομακάρονα που με τους νεοτερισμούς τους εμφανίζονται με νέα εμφάνιση, καλυμμένα με σοκολάτα. Έτσι οι άνθρωποι τα προτιμούν κι αφήνουν εμένα τον Κουραμπιέ στην άκρη, λες και δεν είμαι κι εγώ γλυκό Χριστουγέννων. Όσο για τις δίπλες, άσε, να μη μιλήσω και γι’ αυτές τις σιγανοπαπαδιές. Μου μοστράρονται στα μαγαζιά δίπλα στο σιρόπι μελιού και τα εξτρά καρύδια. Κι εκεί που ο πελάτης είναι έτοιμος να με αγοράσει, κερδίζουν το ενδιαφέρον του και ξεχνάει την ύπαρξη μου. Αυτό είναι αθέμιτος ανταγωνισμός. Εγώ έχω μόνο τη λευκή άχνη ζάχαρη. Ούτε στρώση σοκολάτας, ούτε επιπλέον σιρόπι μελιού και άλλα εφέ. Δεν θα τους αφήσω να μου πάρουν τον θρόνο.»

Η γαλοπούλα έβαλε τα γέλια

«Ποιον θρόνο, καλέ μου; Νομίζω αντί για αμύγδαλο στο μυαλό σου έχεις κουκούτσι. Τα κακόμοιρα τα μελομακάρονα κι οι δίπλες δεν είπαν τίποτα κακό. Άλλωστε αυτός είναι ο τρόπος παρασκευής τους. Πώς τολμάς να τους λες εχθρούς όταν δεν σε έχουν πειράξει; Και δίκιο να είχες, μάθε αυτό: ο Χριστός είπε Αγαπάτε αλλήλους. Πώς θέλεις να αποκαλείς τον εαυτό σου γλυκό των Χριστουγέννων, της γιορτής της αγάπης,  ενώ σκορπάς μίσος τριγύρω;»

Ο κύριος Κουραμπιές γύρισε το κεφάλι προς το τραπέζι με το πράσινο τραπεζομάντηλο. Αίσθημα ντροπής τον κατέλαβε. Είχε δίκιο κι ας τα τον πονούσαν τα λόγια της. Έπρεπε να επανορθώσει άμεσα. Πώς όμως; Το κατσουφιασμένο πρόσωπό του άλλαξε. Ένα χαμόγελο το φώτισε.

«Συγγνώμη, γαλοπούλα. Συγγνώμη, μελομακάρονα και δίπλες. Πάμε όλοι μαζί να κάνουμε το φετινό τραπέζι το καλύτερο που έχουν ζήσει μέχρι σήμερα οι καλεσμένοι μας. Καλά Χριστούγεννα σε όλους!»

Πήρε έναν αγιοβασιλιάτικο κόκκινο σκούφο και τον φόρεσε στο κεφάλι του. Αμέσως μετά πήρε ένα κομμάτι κόκκινο χαρτί και έφτιαξε πολλές καρδούλες. Επάνω τους έγραψε Καλά Χριστούγεννα. Μετά άρχιζε να μοιράζει τις καρδιές στους πρώην εχθρούς, στη γαλοπούλα και στη σαλάτα που δεν συμμετείχε καθόλου στη διένεξη.

Η ατμόσφαιρα άλλαξε αμέσως προς το καλύτερο.

Στο τραπέζι κατεφθαναν τα πιάτα και οι καλεσμένοι άρχιζαν να τρώνε ενώ έπιναν παράλληλα κρασί τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους ευχόμενοι Καλά Χριστούγεννα. Τραγούδια και κάλαντα πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα ενώ τα φώτα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο χρωμάτιζαν όμορφα τον χώρο.  Όλα κυλούσαν όπως έπρεπε. Λίγο μετά το φαγητό η οικοδέσποινα άδειασε το τραπέζι για να φέρει τα γλυκά.

Ο Κουραμπιές περίμενε, με τους φίλους του πια, τα μελομακάρονα και τις δίπλες, να κλείσουν την βραδιά του ρεβεγιόν με αγωνία. Η δικιά τους μεγάλη στιγμή πλησίαζε.  Θα άφηναν μια υπέροχη γλυκιά γεύση στο στόμα των καλεσμένων βάζοντας ένα όμορφο τέλος στο τραπέζι του ρεβεγιόν;

Ο κύριος Κουραμπιές χαιρέτησε με ένα χαμόγελο τους νέους του φίλους λίγο πριν τρία δάκτυλα τον αρπάξουν από την πιατέλα και τον βάλουν ξάπλα σε μια χαρτοπετσέτα που ήταν γεμμάτη με κόκκινους Αγιοβασίληδες. Καθώς βρισκόταν ψηλά στον αέρα φώναξε χαρούμενος δυνατά ενώ κουνούσε το χέρι του χαιρετώντας τους:

«ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!»

 Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει και είχε ένα μικρό τρακ. Ήταν το πρώτο γλυκό που διάλεξε κάποιος καλεσμένος.

 Ο νεαρός τον πρόσφερε σε μια κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Εκείνη πήρε τη χαρτοπετσέτα με το γλυκό. Ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει έναν τόσο νόστιμο κουραμπιέ. Η υπέροχη γεύση γέμισε το στόμα της ευχάριστα. Η αποστολή του κύριου Κουραμπιέ είχε στεφθεί από επιτυχία.

 

Σωκράτης Μπουζούκας

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

 


«Πολυαγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Εγώ έχω έναν σκύλο που τον λέμε Σπίκιο και που τρέμει από το κρύο. Η μαμά μου του έφτιαξε ένα πανωφόρι για το σπίτι, αλλά όταν είναι να βγει έξω, η μαμά τού το βγάζει, γιατί είναι γελοίο κι η μαμά ντρέπεται τον κόσμο που λέει: Κοίτα πώς βγάζουν έξω τον σκύλο τους! Να γιατί ο Σπίκιο μισεί τα Χριστούγεννα: γιατί η μαμά δεν θέλει να κάνει κακή εντύπωση.

Κοίτα να κάνεις κάτι ή με το κρύο ή με τη μαμά ή με τον κόσμο που γελάει. Μιλάω εκ μέρους του Σπίκιο.

Κιάρα-Τσισιταβέκια (Ρώμη)»

 

Από το βιβλίο Άγιε Βασίλη, δεν είσαι εντάξει! (εκατό γράμματα που «ανακαλύφθηκαν» από την Φεντερίκα Λαμπέρτι Ζανάρτι και την Μπρουνέλα Σκίζα), εκδόσεις Γνώση, μετάφραση Τότα Τσάκου-Κονβερτίνο)

 

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Μία ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Αλεξανδρή Ευσταθία

Τα παιδιά των ευχών

Μια φορά κι έναν καιρό,  σ’ έναν άλλο ουρανό, ζούσαν στη Συννεφούπολη δύο αγαπημένα αδέλφια, η Ροζουλίτα κι ο Ευχούλης. Περνούσαν τη μέρα τους ταξιδεύοντας στα σύννεφα, απολαμβάνοντας τη μεταξένια τους απαλότητα. Σαν δύο φωτεινά αγγελάκια είχαν αποστολή από το Νεφέλωμα τ’ ουρανού να ραίνουν με ευχές τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις θάλασσες κι όλα τα πλάσματα της φύσης.

Μια μέρα, εκεί που ταξίδευαν ανέμελα, τους πλησίασε η μικρή Πρασινοσουραδίτσα, το πουλάκι τ’ ουρανού που έφερνε το μήνυμα των Χριστουγέννων.

Τα παιδιά μόλις την είδαν κατάλαβαν ότι πλησιάζουν Χριστούγεννα.

«Ροζουλίτα, Ευχούλη, ελάτε στο δικό μου σύννεφο, σε λίγες ώρες γεννιέται ο Χριστός. Να προλάβουμε, να στείλουμε ευλογίες στους ανθρώπους.»

Η Ροζουλίτα κι ο Ευχούλης ξάπλωσαν στο πουπουλένιο σύννεφό της και μ’ ένα λευκό κερί και το σεντούκι των ευχών κίνησαν με το φως των αστεριών για τη γη.

Στο ταξίδι τους χαιρέτησαν όλους τους πλανήτες και, λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα, στάθηκαν πάνω από το χωριό του Αϊ Βασίλη όπου δέσποζε η εκκλησία, στη μέση της πλατείας.

«Ευχούλη, άνοιξε το σεντούκι» είπε η Ροζουλίτα. «Είναι ώρα για ευλογίες.» Κι ενώ οι άνθρωποι προσεύχονταν και υποδέχονταν τον Χριστούλη, τα δυο παιδιά έριχναν βροχή τις ευλογίες με τα χεράκια τους.

Αγάπη, υγεία, αφθονία, χαρά, ελπίδα, υπομονή, ειρήνη, αρμονία, δημιουργικότητα, ελευθερία, έμπνευση, θάρρος, πίστη, αισιοδοξία, τρυφερότητα, πληρότητα, σεβασμός στη φύση.

Την τελευταία ευλογία την έριξε η Πρασινοσουραδίτσα. Χριστότητα: να μοιάσουν οι άνθρωποι στην πραότητα και ταπείνωση του Χριστού.  Τότε ολόκληρο το χωριό καλύφθηκε από ένα φως μοναδικό.

 

Αργυροπούλου Βασιλεία

Το ταξίδι του Πάρη και της Λενούσκας

Μια φορά κι έναν χειμωνιάτικο καιρό, σε μια πόλη βορινή, ζούσαν δύο δίδυμα αδέρφια, ο Πάρης κι η Λενούσκα, που είχαν μία και μόνη επιθυμία: να ταξιδέψουν σαν τα πουλιά. Ήθελαν να δουν την πόλη τους από ψηλά. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισαν να στείλουν ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Και τι νομίζετε πως του ζήτησαν αντί για δώρο; Δύο ξύλινα φτερά για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους.

Ο Άγιος Βασίλης διάβασε το γράμμα  και προβληματίστηκε πολύ για το πώς θα τα βοηθούσε να πετάξουν ψηλά στον ουρανό. Έξυνε, έξυνε το κεφάλι του μέχρι που βρήκε τη λύση. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και ρώτησε ένα νεαρό λευκό σύννεφο:

«Θα μπορούσες, Συννεφούλι μου, να με ακολουθήσεις όταν θα πάω να μοιράσω τα δώρα στα παιδιά της γης; Σε έχουν ανάγκη δύο παιδιά» και του διάβασε το γράμμα.

«Και βέβαια, το συζητάς; Πολύ θα ήθελα να βοηθήσω» απάντησε το σύννεφο.

Ήρθαν επιτέλους τα Χριστούγεννα κι ο Άγιος Βασίλης έβαλε τα δώρα στο άρμα του. Το σύννεφο, συνεπές στον λόγο του, τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι των παιδιών. Μπρος ο Άγιος, πίσω εκείνο, μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του Πάρη και της Λενούσκας. Τον περίμεναν στο παράθυρο με ένα κερί αναμμένο.

Ο Άγιος Βασίλης τα χαιρέτησε, έκανε τις συστάσεις, άφησε τα υπόλοιπα δώρα κάτω απ’ το δέντρο κι έφυγε. Το σύννεφο κατέβηκε χαμηλά και τα πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα! Το συννεφάκι, μάλιστα, τα άφησε να σκορπίσουν νιφάδες χιονιού παντού. Κα έζησαν από εκείνη τη στιγμή ευτυχισμένα κι εμείς ακόμα πιο πολύ.

 

Νίκου Μαρία

Οι ορεσίβιοι κι η κατάρα των Χριστουγέννων

Σ’ ένα μακρινό χωριό, χτισμένο μέσα στα βουνά, ο χρόνος περνούσε μοναχά με τον καιρό.

Ρολόγια πουθενά. Οι άνθρωποι τις μέρες μετρούσαν απ’ τον ήλιο τα καλοκαίρια, το γαλάζιο τ’ ουρανού την άνοιξη, τη βροχή του φθινοπώρου και το χιόνι του χειμώνα. Λογάριαζαν έτσι τις εποχές και τις δουλειές.

Ένα φθινόπωρο, μάγισσα μοχθηρή ταξίδι ήρθε. Πέρα απ’ τα πέρατα της γης. Τους ορεσίβιους ζήλεψε. Πώς χάνονταν στον χρόνο, πώς γλεντούσαν στη στιγμή, πώς χαίρονταν την κάθε εποχή. Κι έριξε προτού φύγει κατάρα βαριά.

«Στον τόπο αυτόν χειμώνας μη φανεί.

Χριστούγεννα οι άνθρωποι να μη γιορτάσουν.

Ο κόσμος ξανά να μη χαρεί.

Και την κατάρα μου μονάχα οι βοηθοί του Αϊ Βασίλη να τη σπάσουν.»

Κι οι χωριανοί κόλλησαν στη βροχή. Οι μέρες περνούσαν, μα το φθινόπωρο εκεί. Άρχισαν τότε όλοι να κατσουφιάζουν, γίνονταν νευρικοί και μεταξύ τους μάλωναν. Όχι μόνο οι μεγάλοι. Και τα παιδιά δεν ’παιζαν, από φίλους χωρίσαν, τις γιορτές ξεχάσαν κι ούτε δώρα περιμέναν. Κι οι γονείς εντολή βαριά είχαν δώσει.

«Αν το χιόνι δεν φανεί, γράμμα κανένα στον Αϊ Βασίλη δε θα σταλεί.»

Όμως, υπήρξε ένα παιδί, ένα αγόρι, μικρότερο απ’ όλους, που ακόμη τίποτα άλλο παρά να γελά δεν γνώριζε κι απ’ την κατάρα ξέφυγε!

Άμαθο καθώς ήταν, ζωγραφιά σκοτεινή με τη μάγισσα τη μοχθηρή στον Αϊ Βασίλη έστειλε.

Κι ο Άγιος θύμωσε πολύ κι έδιωξε την κακιά μάγισσα απ’ τη γη. Όμως τα Χριστούγεννα ήταν ήδη εκεί και καθώς είχε δουλειά πολλή, έστειλε στο χωριό τους βοηθούς του, να σώσουν την κατάσταση, έστω και την τελευταία στιγμή.

Εκείνοι μόλις έφτασαν, σε σύννεφα ξαπλώσαν και, νιφάδα στη νιφάδα, με χιόνι το μακρινό χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη στρώσαν.

Ο χειμώνας φάνηκε. Τα δέντρα στολιστήκαν. Οι άνθρωποι αγκαλιαστήκαν. Τα παιδιά με παιχνίδια λουστήκαν.

Κι εκείνος ο μικρός σωτήρας ακόμη δεν έμαθε τίποτ’ άλλο παρά μόνο να γελά.

 

Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Τα αστεία του κύριου Κουραμπιέ

 


Μια φορά κι έναν καιρό, στο ράφι ενός ζαχαροπλαστείου, βρέθηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα χριστουγεννιάτικα γλυκά ο κύριος Κουραμπιές. Μόλις είχε βγει από τον φούρνο και ήταν αχνιστός. Αφράτος και βουτυρένιος, με μπόλικη άχνη ζάχαρη, είχε μια καρδιά ευγενική και καλοσυνάτη. Με το πλατύ χαμόγελό του ήθελε να γνωρίσει όλους τους συγκάτοικούς του για την περίοδο των Χριστουγέννων. Ευχόταν σε όλους γρήγορα να επιλέγονταν να βρεθούν σε κάποιο ζεστό σπιτικό, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για τον εαυτό του δεν φοβόταν. Αισιόδοξος από τη φύση του, πίστευε ότι η σειρά του δεν θα αργούσε.

Όλοι είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον κύριο Κουραμπιέ. Από τις δίπλες ως τις βασιλόπιτες κανένας δεν είχε το παραμικρό παράπονο, γιατί πάντα έφερνε το χαμόγελο στα χείλη τους με τα αστεία του. Μια φορά, μάλιστα, το κέικ φρούτων κόντεψε να κοπεί στα δυο από τα τρανταχτά γέλια, όταν ο κύριος Κουραμπιές, για να τους διασκεδάσει, τιναζόταν κι ύστερα έτρεχε να ξανακολλήσει πάνω του τη ζάχαρη άχνη. Ωστόσο όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου στον σοβαρό κύριο Μελομακάρονο. Ως βασιλιάς των χριστουγεννιάτικων γλυκών ήθελε να έχει την απόλυτη προσοχή, μα κανένας δεν μίλαγε για κείνον όσο υπήρχε ο κύριος Κουραμπιές. Προσπαθούσε να μη δώσει σημασία γιατί ήξερε ότι σύντομα θα έφευγε από κει, όμως το ποτήρι ξεχείλισε όταν μια μέρα τα πράγματα παρεκτράπηκαν. Ο κύριος Κουραμπιές δοκίμασε για πλάκα μερικές σταγόνες ζεστό κρασί που είχαν πέσει πάνω στον πάγκο και μέθυσε. Όλα τα γλυκά συγκεντρώθηκαν να δουν τι συνέβη και ο κύριος Κουραμπιές άρχισε να λέει ασυναρτησίες και να γελά φασαριόζικα. Ο κύριος Μελομακάρονο προσπάθησε να τον σταματήσει, όμως ο άλλος παραπάτησε και τον έσπρωξε κατά λάθος στο βάζο με το γαρύφαλλο. Όλοι γέλασαν μα ο κύριος Μελομακάρονο, χωρίς να πει κουβέντα, έριξε στον κύριο Κουραμπιέ ένα υποτιμητικό βλέμμα και πήγε στη θέση του, τινάζοντας από πάνω του την παραπανίσια σκόνη. Είχε θυμώσει πάρα πολύ και περίμενε την ώρα που θα τον διαλέξουν να φύγει από κει μέσα. Ώσπου ένα παιδάκι τον πλησίασε. «Μπαμπά! Να πάρουμε μελομακάρονα!» φώναξε κι ο κύριος Μελομακάρονο πέταξε απ’ τη χαρά του. «Ποια να βάλω στο κουτί;» είπε ο μπαμπάς του παιδιού κι ο κύριος Μελομακάρονο στήθηκε καμαρωτός. «Σίγουρα όχι αυτό. Μυρίζει απαίσια με τόσο πολύ γαρύφαλλο που έχει!» είπε το παιδάκι και ο κύριος Μελομακάρονο μόνο που δεν έκλαψε, όταν τους είδε να φεύγουν.

Όλα τα γλυκά ήταν ακούνητα σαν αγάλματα. Κανένα δεν τόλμαγε να πει κάτι. Ακόμα κι ο κύριος Κουραμπιές στενοχωρήθηκε για αυτό που είχε συμβεί, εξαιτίας του, κατά λάθος. Όμως δεν ήταν στη φύση του να σκύβει το κεφάλι. Έπρεπε κάτι να κάνει. Αφού σκέφτηκε λίγο, φόρεσε έναν αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Πλησίασε τον κύριο Μελομακάρονο και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, κύριε Μελομακάρονο! Είμαι ο Άγιος Βασίλης σου για φέτος! Θα σε στολίσω με αυτή την κατακόκκινη καρδιά ζαχαρωτό και όλοι θα θέλουν να σε πάρουν σπίτι τους!» Ο κύριος Μελομακάρονο συγκινήθηκε κι όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι, περίμεναν τους επόμενους πελάτες του ζαχαροπλαστείου.

Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!

Βασιλική Ρηγάτου

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Ένα ολόδικό σου αστέρι!

 


Κασσελούρη Αναστασία

Η ευχή της Δώρας

Ο γερο Χειμώνας φόρεσε το χοντρό του παλτό, τις γούνινες μπότες του και ξεκίνησε τη βόλτα του στη γη.

Στο πέρασμά του σκέπασε τα πάντα με ένα κάτασπρο πέπλο.

«Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα» ψιθύρισε η Δώρα.

Καθισμένη στην ξύλινη κουνιστή καρέκλα, μπροστά στο παράθυρο, κοίταζε τον ουρανό και μετρούσε αστέρια.

Η ματιά της έπεσε στο έλατο, που έστεκε στη μέση του κήπου κι έμοιαζε λυπημένο.

«Πόσο λαμπερό θα ήταν αν είχε στην κορυφή του ένα αστέρι όπως όλα τα άλλα» σκέφτηκε.

Και, κοιτώντας στον ουρανό, είδε ένα να πέφτει.

Έκανε γρήγορα μία ευχή. Να αποκτήσει ένα δικό της και να το βάλει στην κορυφή του δέντρου.

Την Παραμονή των Χριστουγέννων βλέπει έναν σκαντζόχοιρο που κουβαλούσε στην πλάτη του ένα αστέρι. Με προσοχή το ελευθέρωσε και φρόντισε τις πληγές του.

«Σε ευχαριστώ πολύ. Ήρθα να πραγματοποιήσω την ευχή σου» της είπε.

«Αλήθεια; Θα ήθελα να καθίσεις τις φετινές γιορτές στην κορυφή του δέντρου μου για να είναι λαμπερό και ευτυχισμένο όπως όλα τα υπόλοιπα.»

Το αστέρι σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου. Εκείνο έλαμψε τόσο πολύ που ξεχώριζε σε όλη τη γη.

Κι η Δώρα ήταν χαρούμενη που αυτά τα Χριστούγεννα είχε ένα αστέρι ολόδικό της!

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Το δέντρο που δεν μεγάλωνε και το θαύμα των Χριστουγέννων

Ένα μικρούτσικο, τοσοδούλικο δεντράκι φύτρωσε κάποτε, κάπου μακριά. «Σαν να μεγάλωσα κάπως σήμερα» μονολογούσε. Βαθιά μέσα του γνώριζε πως δεν ήταν αλήθεια. Παρόλ’ αυτά, κάθε πρωί, σηκωνόταν με την ίδια ελπίδα. Να μεγαλώσει, να γίνει ψηλό κι επιβλητικό.

Κάποτε το πήρε απόφαση. Έχασε κάθε διάθεση. Δεν χαμογελούσε στα πουλάκια ούτε υποδεχόταν με χαρά τις πρώτες χιονονιφάδες. Ένα βράδυ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όπως κοίταζε τ’ αστέρια, ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του. «Τι όμορφα που είστε, λαμπερά και φωτεινά. Και τι δεν θα ’δινα να βρισκόμουν, έστω για λίγο, στην παρέα σας…»

Οι βραδιές πριν τα Χριστούγεννα, λένε, είναι μαγικές. Κι αν ευχηθείς κάτι μέσα απ’ την καρδιά σου, θα πραγματοποιηθεί. Έτσι, όταν το δεντράκι μας ξύπνησε… «Για στάσου. Μα, εδώ… Εδώ πρέπει να είναι ο ουρανός.» Πράγματι! Είχε μεταφερθεί στον ουρανό! Δεκάδες αστέρια πλησίασαν και το αγκάλιασαν με το φως τους. Ένα χαριτωμένο κορίτσι με κόκκινο παλτό, η μικρότερη κόρη τ’ Ουρανού, έφτασε τρέχοντας. «Για σένα!» είπε κι έβαλε στην κορυφή του ένα λαμπερό αστέρι. Έτσι έζησε εκεί, μαζί τους για πάντα, και κάθε Χριστούγεννα κάνει μία ευχή: όλα τα πλάσματα του σύμπαντος ν’ αγαπάνε τον εαυτό τους και μην πάψουν ποτέ να πιστεύουν στα θαύματα.

 

Μήτσκου Παύλος

Το πεφταστέρι των Χριστουγέννων

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι ένας αγρότης με την οικογένειά του. Ήταν πολύ φτωχός και με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν είχε χρήματα να αγοράσει χριστουγεννιάτικο δέντρο -που τόσο πολύ λαχταρούσε η κορούλα του- ούτε στολίδια.

Έτσι πήρε το τσεκούρι, βγήκε στο δάσος και έκοψε ένα δεντράκι πολύ μικρό, ίσα ίσα να χωρέσουν οι λίγες χριστουγεννιάτικες μπάλες που είχε σε μία κούτα στην αποθήκη.

Μόλις το έφερε σπίτι, το κορίτσι άρχισε να κρεμάει τα στολίδια στα κλαδιά με ένα φωτισμένο από χαρά προσωπάκι.

«Τρίγωνα, κάλαντα μες τη γειτονιά…» τραγουδούσε συνεχώς, μέχρι που τελείωσε ο στολισμός, όμως δεν είχε αστέρι, να βάλει στην κορυφή του δέντρου.

Το βράδυ, που καθόταν στο δωμάτιο της, δίπλα στο παράθυρο, χαζεύοντας το χιόνι που έπεφτε και είχε σκεπάσει τα πάντα, είδε ένα πεφταστέρι να πέφτει στην αυλή του σπιτιού. Έτρεξε έξω, το πήρε στα χέρια της και το έβαλε στην κορυφή του δέντρου. «Ένα ολόδικό σου αστέρι» είπε, στάθηκε απέναντί του και θαύμαζε το ομορφότερο δέντρο που έχει υπάρξει ποτέ.

 

Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) και τον τίτλο «Ένα ολόδικό σου αστέρι» από μέλη της Αλατοπαρέας

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Τα… καρδουλένια δώρα του Γουίλι

 


Ο Γουίλι είναι ένας μικρός πιγκουίνος. Ζει σ’ έναν μακρινό και παγωμένο τόπο. Οι φίλοι του τον αγαπάνε πολύ γιατί είναι καλόκαρδος και τρέχει πάντα να βοηθήσει όποιον έχει ανάγκη. Εκείνες τις γιορτές η Πολική Αρκούδα τού έκανε δώρο ένα ζεστό, πολύχρωμο πουλόβερ. Κι ο Τάρανδος έναν σκούφο κι ένα κασκόλ. Γνώριζαν ότι, παρόλο που τα χρειαζόταν, δεν θα ζητούσε ποτέ οτιδήποτε από κανέναν. Όπως επίσης γνώριζαν πως λίγο καιρό θα τα κρατούσε. Σύντομα θα τα έδινε σε κάποιον που θα τα είχε περισσότερη ανάγκη από κείνον.

Κάθεται στο ταπεινό του ιγκλού και πονοκεφαλιάζει. «Οι φίλοι μου μου έκαναν τόσο όμορφα δώρα. Εγώ τι να τους χαρίσω;» Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, τίποτα. Έχει δώσει και πάλι τα πάντα. Το μοναδικά πράγματα που κράτησε για τον εαυτό του: ένα παλιό στρώμα και μια τριμμένη κουβέρτα. Μπαίνει, βγαίνει, πηγαίνει πάνω κάτω. «Τι να τους χαρίσω; Τι; Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν κι εγώ δεν έχω τίποτα». Λίγο πριν απογοητευτεί εντελώς, ο δυνατός άνεμος ανοίγει την πόρτα του. «Γεια σου, Άνεμε! Εύχομαι να είσαι καλύτερα…» Ακούγεται ένα δυνατό «Βουουου…» κι ένα πακέτο κατακόκκινα χαρτιά προσγειώνονται στα πόδια του. Το μυαλό του αρχίζει να δουλεύει. Τρέχει γρήγορα γρήγορα στο σπίτι της Λευκής Αλεπούς και δανείζεται το ψαλίδι της. Καθώς επιστρέφει, ο Χιονάνθρωπος τον σταματάει. «Έχω ένα μασουράκι ολοκαίνουργια κορδέλα, μήπως τη χρειάζεσαι;» Όλοι ξέρουν πως τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο αν τον δώσουν στον πιγκουίνο. Το παίρνει και λέει αμέτρητα ευχαριστώ.

Ξενυχτάει όλο το βράδυ. Κάνει με το κόκκινο χαρτί του Ανέμου δεκάδες καρδούλες. Τις δένει με την κορδέλα του Χιονάνθρωπου. Τις βάζει στο ελκηθράκι του. Και ξεκινάει.

Κάπου εδώ παρεμβαίνει ο Άγιος Βασίλης. Με δυο μαγικές κουβέντες και λίγη χρυσόσκονη κάνει τις καρδιές να λάμπουν σαν φωτάκια. Κάτι παράξενο συμβαίνει στη συνέχεια. Όσο ο Γουίλι μοιράζει καρδιές, τόσο το ελκηθράκι του γεμίζει. Ρούχα, παιχνίδια, φαγητά, δώρα. Λίγο πριν φτάσει σε μια φωλιά ή σε ένα ιγκλού, έχει, εκτός απ’ τη φωτεινή καρδούλα, και κάτι ακόμα. Με χαρά το δωρίζει κι αυτό! Κι όσο ο Γουίλι δωρίζει, δεκάδες καρδιές στολίζουν την περιοχή. Τα δέντρα γίνονται κατακόκκινα και καρδουλένια!

«Τι πάει να πει καρδουλένια, μαμά;»

Εκείνη δείχνει με το χέρι της τριγύρω. Όλα τα ζωάκια έχουν βγει έξω και θαυμάζουν το τοπίο. Καθένα κουβαλάει κι από κάτι και το χαρίζει στον διπλανό του. Αγκαλιές και γέλια. Γέλια και αγκαλιές. Και ευχαριστώ. Πολλά πολλά ευχαριστώ.

«Μαμά, το κατάλαβα!»

Είναι η σειρά του μικρούλη να δείξει με το δαχτυλάκι του τριγύρω.

«Αυτό θα πει καρδουλένια ε;»

Γιώτα Κοτσαύτη

Τυχερός μέσα στην ατυχία μου

 


Από τη στιγμή που μπήκα μέσα στη χριστουγεννιάτικη πιατέλα ένιωσα περήφανος και χαρούμενος. Κάθε χρόνο η κυρία Σόφι, όταν μας τακτοποιεί, κάτω κάτω βάζει τους κουραμπιέδες που δεν έχουν σχηματιστεί τόσο καλά και πάνω πάνω τους πιο όμορφους. Σε αυτή τη θέση βρίσκομαι κι εγώ φέτος, πρώτος και καλύτερος, χιονισμένος άψογα με την άχνη ζάχαρη και το μισοφέγγαρο σχήμα μου, χωρίς κανένα ψεγάδι.

Όλα θα κυλούσαν τέλεια, αν δεν αποφάσιζε να μεταφέρει την πιατέλα η δεκάχρονη Άλεξ. Πιάστηκε το ποδαράκι της στο χαλί και, χωρίς να το καταλάβει, δύο τρεις βρεθήκαμε στο πάτωμα. «Ευτυχώς μόνο η μία έσπασε στην άκρη» είπε η μητέρα της. Μπορείτε να φανταστείτε ποια ήταν; Ναι. Καλά το καταλάβατε. Η δική μου! Ένιωσα τόση απογοήτευση. Γιατί να μου συμβεί; Πάνω που θα καμάρωνα ήρθε το αδέξιο κορίτσι και… Μιλώντας με τον εαυτό μου έστρεψα το θυμωμένο βλέμμα μου πάνω της αλλά γρήγορα γλύκανε η ματιά μου σαν την είδα το ίδιο θλιμμένη. Αυτό που έκανε μετά δεν θα το ξεχάσω.

«Μαμά, αυτόν τον κουραμπιέ που έσπασε λίγο, μάλλον τον είχα πλάσει εγώ. Είχα βάλει τόσο κόπο και είναι κρίμα τώρα που έσπασε από δικό μου λάθος. Μπορώ να τον στολίσω και να τον ξαναβάλεις στην κορυφή; Σου υπόσχομαι ότι δεν θα φαίνεται το τραύμα στο κεφαλάκι του.» Συμφώνησε και σε λίγο, δεν θα το πιστέψετε, στεκόμουν και πάλι στην κορυφή της πιατέλας. Αυτή τη φορά φορούσα ένα αγιοβασιλιάτικο καπέλο από ζαχαρόπαστα  και μια καρδούλα εκεί ακριβώς που κάνει κούρμπα η κοιλίτσα μου και βρίσκεται και η αληθινή μου καρδιά. Είχε βουτήξει το παιδικό της δαχτυλάκι στη μαρμελάδα φράουλα και την είχε σχεδιάσει. Αν μπορούσε να με ακούσει και να με νιώσει, θα την αγκάλιαζα σφιχτά και θα της έλεγα ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!» από τα βάθη της ψυχής  μου.

Όταν τελείωσε και με είδε η μητέρα της, ενθουσιάστηκε. «Μπράβο, Άλεξ! Αυτός ο κουραμπιές αξίζει να βρίσκεται πάνω πάνω για να τον καμαρώνουν όλοι. Δεν είναι μόνο διαφορετικός αλλά και εμφανίσιμος!» Πράγματι, δεν είμαι πια ένας συνηθισμένος κουραμπιές σαν όλους τους άλλους. Είμαι ένα κουραμπιές με γέμιση, με γέμιση αγάπης και φροντίδας. Τελικά συνειδητοποίησα ότι όλα διορθώνονται αν υπάρχει καλή διάθεση και νοιάξιμο.

Έχω να σας πω ότι έκανα εντύπωση σε όλους. Κανείς δεν ήθελε να με φάει. Μόνο να με κοιτάνε. Κι εγώ κορδωνόμουν και ευχόμουν σε όλους «Καλά Χριστούγεννα!»

Μαρία Βακαλοπούλου

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Μια περιπέτεια για τον Κύριο Κουραμπιέ

 


Λίγες μέρες έμειναν για τα Χριστούγεννα. Όλοι είναι χαρούμενοι. Εμένα με πιάνει μελαγχολία. Όχι επειδή θα με φάνε κάποια στιγμή. Η καρδιά μου πονάει, γι’ αυτό την κρατάω, μήπως ηρεμήσει.

Κι αυτό το Μελομακάρονο το σκουντάω, μα τίποτα. Φίλος να σου πετύχει. Από τότε που γνώρισε το Σοκολατένιο Μελομακάρονο με ξέχασε. Ξετρελάθηκε μαζί του.

«Εδώ είμαι Ασπρούλη, δεν σ’ εγκατέλειψα. Φέρε ν’ αλείψω μέλι την καρδούλα σου, να γλυκαθεί. Νιώθεις καλύτερα; Θέλεις να κάνουμε σκανταλιές;»

«Μπα! Ο νέος φίλος σου δεν θα έχει αντίρρηση;»

«Ο Σοκολατένιος Καρυδόμελος είναι βαρύς. Εξάλλου εσύ είσαι ο κολλητός μου!»

Πηδάνε από την κόκκινη πιατέλα στο τραπεζομάντηλο με τα άσπρα έλατα και το χιονισμένο σπίτι.

«Από πού να ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Κουραμπιές.

«Από τις δίπλες» είπε το Μελομακάρονο. «Παρότι είμαστε φτιαγμένα από παρόμοια υλικά, είναι τεράστιες και άκαμπτες.»

Σκαρφαλώνουν στην ασημένια πιατέλα. Δεν κουνιούνται, μόνο ψιθυρίζουν.

«Τι κάνετε εδώ; Αφήστε μας στην ησυχία μας. Να πάτε αλλού να παίξετε.»

«Όπως τα είπες. Ξενέρωτες είναι. Πάμε στο Μπισκοτένιο Σπίτι. Ο Μπισκοτένιος Άνθρωπος θα μας μιλήσει.»

Τρέχουν ευτυχισμένα ανάμεσα σε σοκολατένια έλατα, σκουφιά, αστέρια, ταράνδους, χιονάνθρωπους και διάσπαρτες χρωματιστές μπάλες.

«Κοίτα πως φαίνεται από εδώ ο Άγιος Βασίλης. Τεράστιος! Την επόμενη φορά να του μιλήσουμε.»

Το Μπισκοτόσπιτο και ο Μπισκοτάνθρωπος τούς καλοδέχτηκαν.

«Να σας κεράσουμε σοκολατάκι; Είναι νεοφερμένα.»

«Προτιμάμε να παίξουμε.»

«Ποιός είναι ο προορισμός σας; Να έρθω μαζί σας;» ρώτησε το Μπισκότο.

«Φυσικά! Θα πάμε στην κούπα με τη σοκολάτα!»

«Πώς σκαρφαλώνουμε;»

«Θα σας πετάξω εγώ που είμαι ψηλός και θα ανέβω μετά από εσάς.»

Πράγματι το Μελομακάρονο με τον Κουραμπιέ, έβαλαν τα ειδικά αδιάβροχά τους, έπεσαν στη σοκολάτα με τη σαντιγί και κολύμπησαν. Όπως ανέβαινε όμως για να πάρει το δικό του αδιάβροχο, ο Μπισκοτάνθρωπος, γλίστρησε, έπεσε κι έσπασε το πόδι του. Έγινε δυο κομμάτια. Τριγύρω υπήρχαν θρύψαλα μπισκότου. Έκλαιγε κι η καρδιά του Κουραμπιέ ράγισε για άλλη μια φορά...

Κάτι έπρεπε να κάνουν για τον φίλο τους. Δεν πρόλαβαν να κουνηθούν, όταν είδαν ένα ανθρώπινο χέρι να πλησιάζει. Έκαναν ξανά βουτιά στη σοκολάτα. Τότε ακούστηκε η φωνή της μητέρας.

«Βασιλάκη, δεν σου είπα να μην πλησιάσεις το τραπέζι με τα γλυκά; Τόσα ζαχαρωτά έφαγες σήμερα. Αύριο πάλι. Πήγαινε να διαβάσεις.»

Το παιδί έφυγε δυσανασχετώντας. Κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν. Έτρεξαν στη γυάλινη άμαξα. Ήρθαν κι άλλοι να βοηθήσουν να μεταφέρουν τον τραυματισμένο. Τα ζαχαρωτά, τα cupcakes, ακόμα και οι δίπλες. Τον σήκωσαν, τον έβαλαν στην άμαξα και τον επέστρεψαν στο σπίτι του, για να αναρρώσει.

Η καρδιά του Κουραμπιέ ηρέμησε κάπως. Το βράδυ αποκοιμήθηκε δίπλα στο Μελομακάρονο.

Τα μεσάνυχτα ακούστηκε θόρυβος. Το παιδί στις μύτες των ποδιών του, ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι του στην κούπα με τη σοκολάτα. Την έφερε στο στόμα του. Ήπιε την πρώτη γουλιά και την απόλαυσε μέχρι που δεν άφησε σταγόνα.

«Περίεργη γεύση έχει» σκέφτηκε. «Σαν να έχει αναμιχθεί μελομακάρονο και κουραμπιές με σοκολάτα. Έχει δίκιο η μητέρα μου. Τρώω πολλά γλυκά και τα έχω μπερδέψει. Ας κοιμηθώ. Μπορεί να ονειρευτώ χριστουγεννιάτικα γλυκά σε περιπέτειες κι απόψε...»


Πένυ Διαμαντοπούλου

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Μία ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Βενετσανάκη Γεωργία

Ο άταχτος Ρίκο

«All I want for Christmas is youuuu!» τραγουδούσε η μικρή Ροζαλία κι ο γατούλης της ο Ρίκο κουνούσε την ουρά. «Τι να έχει μέσα στο ασημένιο αυτό πακέτο;» αναρωτιόταν κι άπλωνε την πατουσίτσα του να σκίσει το χαρτί. «Ρίκο, μη! Αυτό είναι το δώρο σου. Θα μπει κάτω από το δέντρο και θα το ανοίξουμε μαζί τα Χριστούγεννα. Το υπόσχεσαι;» «Νιαουυυυυ» διαμαρτυρήθηκε με μια φάλτσα νότα ο γατούλης.

Η Ροζαλία τού έκλεισε το μάτι καθώς ακουμπούσε το δώρο. Έπρεπε τώρα να βιαστεί.

Όταν ο Ρίκο όμως παιδιά έμεινε μονάχος, καμπανάκια άρχισαν να χτυπούν στην καρδιά!

«Make my wish come truuuuue» ακούστηκε και πάλι η Ροζαλία. Τώρα κρατούσε ένα ακόμη πακέτο. Τόσο μεγάλο που το προσωπάκι της είχε κρυφτεί. Και να! Μπουρδουκλώνεται, το πόδι της γλιστράει, τρώει μια τούμπα και βρίσκεται στο πάτωμα. «Ποιος μου ’βαλε τρικλοποδιά;» φωνάζει και ψάχνει να βρει το πειραχτήρι. Μα ο Ρίκο έχει κρυφτεί.

«Ψιτ, γατούλη μου, πού κρύβεσαι;» ρωτάει και βλέπει μια κόκκινη χοντρή κλωστή τριγύρω από το δέντρο. Τώρα όλα τα κατάλαβε! «Μικρέ μου Ρίκο, το ήξερα πως δεν θ’ αντισταθείς, γι’ αυτό κι εγώ σου έβαλα μες το κουτί μια μπάλα μάλλινη να παίζεις!» είπε η Ροζαλία κι αγκάλιασε τον άταχτο γατούλη.

 

Λύχνου Πέπη

Ωραία μου πηγαίνει ο κόκκινος φιόγκος. Πολύ… χριστουγεννιάτικος! Ταιριαστός με τα γάντια και το σκουφί της Μελίνας. Βρε, κοίτα τους πώς με θαυμάζουν! Έχουν ανοίξει διάπλατες τις ματάρες τους και δεν παίρνουν το βλέμμα τους από πάνω μου.

Σκέτη απόλαυση είναι…

Είμαι σίγουρος ότι προσπαθούν να μαντέψουν από το μέγεθος, το βάρος, το σχήμα μου τι έχω τυλίξει με το αστρικό μου περιτύλιγμα. Κι αυτό το χαζογατί γατζώθηκε στον ώμο της αγαπημένης μου και κοιτά. Τι κοιτά; θα περιμένει καμιά νόστιμη γατοτροφή, τίποτα gourmet - μεζέδες!

«Μπουουου!»

Μπα, τίποτα, κόλλησαν. Τους μαγνήτισα…

«Δεν με αφήνετε κάτω τώρα; Θα με κατσιάσετε. Μέχρι τα Χριστούγεννα δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα. Έτσι θα μείνω, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, πανέμορφο, στολισμένο με τα γκλίτερ μου, τα γυαλίσματά μου, τα αστεράκια και τον σγουρό, άλικο φιόγκο μου! Γιατί αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις, κάτι να σε κρατά σε αγωνία, να το μυρίζεις, να το ψαχουλεύεις, να το κοιτάς γύρω γύρω και να προσπαθείς να μαντέψεις τι θα σου φέρει τη νέα χρονιά, να είναι η αφορμή για ζεστές αγκαλιές και φιλιά, τι νόημα έχουν τα Χριστούγεννα;

 

Μήτσκου Παύλος

Γράμμα στον παππού και τη γιαγιά

«Αγαπημένοι μου παππού και γιαγιά, καλά Χριστούγεννα!

Σήμερα πήγαμε με τον μπαμπά να σας πάρουμε το ομορφότερο δώρο του κόσμου.

Ήταν πολύ ωραία. Μπήκαμε σ’ ένα τεράστιο μαγαζί που είχε ό,τι ήθελες. Ένα σωρό παιχνίδια, ρούχα και γλυκά. Όταν τα βλέπεις, γουργουρίζει η κοιλίτσα σου. Πουλούσαν την αγαπημένη μου σοκολάτα κι εκείνα τα ζαχαρωτά, που εσείς δεν μπορείτε να φάτε, γιατί δεν έχετε γερά δοντάκια σαν τα δικά μου, αλλά ψεύτικα.

Είδαμε και έναν Άγιο Βασίλη με τον οποίο μπορούσες να βγεις φωτογραφία και να του ζητήσεις ό,τι δώρο θέλεις. Εγώ του είπα πως θα ’θελα να είστε μαζί μας φέτος τα Χριστούγεννα, γιατί μου λείπετε πολύ. Είναι η πρώτη φορά που δεν θα κάνουμε γιορτές μαζί.

Δεν σας έγραψα το καλύτερο. Ο μπαμπάς μου αγόρασε ένα γατάκι. Είναι πολύ παλαβό. Συνέχεια τρίβει το κεφάλι του πάνω στο χέρι μου, κάθε φορά που το χαϊδεύω. Ανεβαίνει στον ώμο μου και γουργουρίζει στο αυτί μου. Στο σπίτι έχει μαδήσει όλα τα χαλιά. Όταν η μαμά το μαλώνει, αυτό δεν της δίνει σημασία, μόνο κάθεται και γλείφει τα πόδια του. Αποφάσισα να το ονομάσω Μπουμπού.

Σας στέλνω και μια φωτογραφία που βγήκα με την Μπουμπού και το δώρο σας.

Με αγάπη, Βιβή.»

 

Πουρίδου Κατερίνα

Χριστουγεννιάτικο δωράκι

Έβαλε το γκρι γούνινο παλτό και το κασκόλ της, φόρεσε στο κεφάλι μια κόκκινη αγιοβασιλιάτικη σκούφια και πέρασε στα χέρια τα κόκκινα γάντια της. Το είχε αποφασίσει. Η μικρή γατούλα ανέβηκε πάνω της -δεν θα την άφηνε να φύγει μόνη, μέσα στο κρύο. Η Λίζα έσκυψε μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, πήρε στα χέρια της ένα πακέτο κι έσιαξε λίγο τον κόκκινο φιόγκο του. Ναι, ήταν υπέροχη η ιδέα της.

«Μαμά, θα πεταχτώ λίγο μέχρι το σπίτι της Αμαλίας. Δεν θα αργήσω!» φώναξε μέσα από το σαλόνι για να την ακούσει η μαμά από την κουζίνα. Δίχως να περιμένει απάντηση, άνοιξε την πόρτα κι άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας. Σε τρία λεπτά είχε φτάσει στο κατώφλι της Αμαλίας, ένα μικρό χαμόσπιτο με μια μικρή αυλίτσα. Στο δεύτερο χτύπημα η πόρτα άνοιξε κι ένα ξανθό μουτράκι ξεπρόβαλε δειλά. «Καλησπέρα, Αμαλία. Έγινε ένα λάθος κι έτρεξα να το διορθώσω. Ο Άγιος Βασίλης μπερδεύτηκε κι έφερε το δικό σου δώρο στο δικό μας δέντρο. Ορίστε! Καλά Χριστούγεννα!» είπε με μιαν ανάσα η Λίζα και γύρισε πίσω τρέχοντας. Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό. Το κρύο πάγωνε τη μυτούλα της αλλά η χαρά ζέσταινε την καρδιά της.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Αγαποεπίσκεψη

«Γρήγορα, Άλφι! Μπες κάτω από το κασκόλ μου. Θα κρυώσεις στο χιόνι. Πρέπει να βιαστούμε, αν θες να προλάβουμε» είπε το κοριτσάκι στον γάτο κι εκείνος, λες και κατάλαβε, βιάστηκε να εκτελέσει την εντολή. Τον σκέπασε με το μάλλινο κασκόλ, φόρεσε τον κόκκινο σκούφο της, πήρε το καλοτυλιγμένο κουτί και βγήκαν στον δρόμο. Παρόλο που έκανε κρύο, δεν φάνηκε να ενοχλεί κανέναν από τους δύο. Πήγαιναν στον προορισμό τους χαρούμενοι. «Λες να τους αρέσει το δώρο, Άλφι;» ρώτησε το κοριτσάκι κι ο γάτος γουργούρισε καταφατικά.

Μετά από λίγο βρέθηκαν μπροστά από ένα μεγάλο, γκρι κτίριο. Το κοριτσάκι άνοιξε την πόρτα διακριτικά και προχώρησε μέχρι τον πάγκο της υποδοχής. «Καλησπέρα. Ψάχνω τον κύριο και την κυρία Μπόβεντυ. Σε ποιον όροφο είναι;» είπε στην υπάλληλο κι εκείνη πρόθυμα τη συνόδευσε μέχρι το δωμάτιο. «Γιαγιά! Παππού! Έκπληξη!» ξεφώνισε με το άνοιγμα της πόρτας. Οι δύο φιγούρες, που ήταν ξαπλωμένες στο κρεβάτι, σάστισαν. «Ιβ, τι κάνεις εδώ αγγελούδι μου; Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς» είπε η γιαγιά με μια ανοικτή αγκαλιά. «Χωρίς δώρο θα σας άφηνα; Έφερα και τον Άλφι μαζί, πρέπει να τον είχατε πεθυμήσει» απάντησε κι ανεβαίνοντας στο κρεβάτι αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί αγαπημένοι.


Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

«Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…»

 


Βακαλοπούλου Μαρία

Τι να χαρίσω

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…

Χαμόγελα αισιοδοξίας σε θλιμμένες φάτσες.

Ραβδιά μαγικά να μπορείς να κρατάς σε απόσταση την κακή διάθεση.

Ιστορίες που λέγονται κοντά σε αναμμένο τζάκι.

Στολίδια που αντανακλούν το φως τους στο σκοτάδι.

Τριγωνάκια που θα συντροφεύουν τα παιδιά στα κάλαντα.

Όνειρα που μπορούν να σε ταξιδέψουν όπου θες.

Υπομονή σε κάθε γονεϊκή ψυχή.

Γιρλάντες πολύχρωμες να στολίζουν με χρώμα τη ζωή μας.

Ελπίδα ότι πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι να μας ανεβάσουν ψηλότερα.

Νόστιμους κουραμπιέδες να γλυκάνουν κάθε πόνο.

Νοσταλγικές, αξέχαστες μυρωδιές κανέλας και ψημένου κάστανου.

Αγκαλιές εγκάρδιες, αληθινές, ζεστές.

Κι αν τα καταφέρω, θα ’ναι για μένα μια αρχή

πως θα ’ναι φωτεινή η νέα χρονιά που ξεκινάει.

 

Δαμιανίδου Πόπη

Το φως της ψυχής

Φέτος τα Χριστούγεννα

Θέλω να χαρίσω

Λίγο απ’ της ψυχής μου το φως

Ν’ ανοίξω όλες τις καρδιές

Και να τις γεμίσω με ηλιαχτίδες

Να δουν την ουσία της ζωής

Να διώξουν μακριά τις πίκρες

Κι όταν τα σύννεφα γεμίσουν τις ψυχές τους

Σαν το σφουγγάρι το φως μου

Να καθαρίσει όλες τις πληγές

 

Ζώρζου Ιωάννα

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω ευχές

από κάθε λογής λυχνάρι μαγικό

από το ραβδί της πιο όμορφης νεράιδας

από το πιο λαμπρό αστέρι τ’ ουρανού

Φέτος τα Χριστούγεννα

Θέλω να χαρίσω

σε ανθρώπους που βλέπουν μόνο το καλό

σε σκέψεις που αποστρέφονται τη μιζέρια

σε πράξεις που οδηγούνται από την ενσυναίσθηση

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω και να χαριστώ

σε καθετί που προστάζει την Αγάπη.

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Το κόκκινο στα μάγουλα

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω

ένα ελαφρύ κόκκινο στα μάγουλα.

 

Το κόκκινο που φέρνει η απρόσμενη χαρά.

Ο ενθουσιασμός.

Και η αγάπη.

 

Να το χαρίσω θέλω φέτος

αυτό το κόκκινο

που δεν θα είναι ούτε της ντροπής

ούτε του φόβου.

 

Θα ’ναι το κόκκινο των παιδιών

που στολίζουν τα Χριστούγεννα

κι ονειρεύονται ν’ αλλάξουν τον κόσμο!

 

Κουρτζόγλου Στέλλα

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω χρώμα

στα γκρίζα κτίρια

της Οδού Προσφυγιάς.

Θέλω να χαρίσω ζεστασιά

στους καταυλισμούς

και στα χωριά

που το χιόνι είναι πολύ

κι είναι εκεί η γιαγιά

κι ο παππούς.

Θέλω να χαρίσω την κούκλα μου

στη Φανούλα που τα χεράκια της παίζουν

με τα χαρτόκουτα στους δρόμους.

Φέτος θέλω να μου χαρίσεις ένα χαμόγελο

κι εγώ θα συνεχίσω!

 

Λιανού Σταυρούλα

Στιγμές ευτυχίας

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω στιγμές ευτυχίας.

Στο παιδί, που ζει τη φρίκη του πολέμου, θα χαρίσω ειρήνη, ζωή όπως παλιά κι ανεμελιά.

Στους γονείς, που ξενυχτούν για το παιδί τους, βοήθεια, υποστήριξη, ξεκούραση.

Στον ηλικιωμένο, ζεστό φαγητό και συντροφιά.

Στον άρρωστο, το φάρμακο που θα διώξει τον πόνο και την αρρώστια μακριά.

Στον «διαφορετικό», αποδοχή και ευκαιρίες για ισότιμη ζωή.

Ευτυχία, σε όλους, θα ήθελα να χαρίσω, μα είναι τόσοι πολλοί.

Ίσως αν με βοηθήσετε, από λίγο ο καθένας,

το όνειρό μου, αυτά τα Χριστούγεννα, να το πραγματοποιήσω!

 

Μαρκάτου Βιβή

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω

φιλιά πολλά,

άπειρες αγκαλιές,

και μια μικρή καρδιά.

Απ’ αυτή θα έβγαζα τον πόνο, τη ζήλια και τη λύπη.

Θα τ’ αντάλλαζα με αμέτρητα πουλιά.

Εκείνα θα ταξίδευαν σε νησιά και χώρες,

θα έσπαγαν τα δεσμά των ανθρώπων

και θα τους βοηθούσαν να έρθουν πιο κοντά.

Έτσι θα έκανα κι ας ήταν μικρή αυτή η καρδιά,

σαν ένα μικρό χωράφι.

Ξέρω πως θα τους χώραγε όλους.

Και, αλήθεια, είμαστε τόσοι μικροί

σ’ αυτόν τον τεράστιο κόσμο που ζούμε

για ένα τόσο μικρό... μεγάλο χωράφι που έχουμε...

 

Μήλιου Θεοδώρα

Το χαμόγελο της Ελπίδας

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω ένα χαμόγελο

Ένα χαμόγελο ελπίδας σ’ εκείνους που βουλιάζουν σε μια οικειοθελή μοναξιά

Σ’ εκείνους που υποφέρουν και προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μανία του ίδιου τους του εαυτού

Σ’ εκείνους που φοβούνται για τη ζωή τους εξαιτίας του μίσους του άλλου

Σ’ εκείνα τα παιδιά που είναι τρομαγμένα

και δεν υπάρχει κάτι λαμπερό

Για όλους τους μαχητές το χαμόγελο αυτό της ελπίδας, να γυρίσουν σπίτι τις γιορτές.

Ένα χαμόγελο Ελπίδας να διώξουμε ό,τι σε όλους μας φέρνει πόνο.

 

Μπόικου Θεοδώρα

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω ουράνια τόξα, τα παιδιά να κυλούν ανέμελα στα ιριδίζοντα χρώματα, πινέλα να χαράζουν με βαμβάκι την ψυχή τους για να είναι λευκή σαν τα σύννεφα ουράνιου πέρατος. Να χαρίσω νεράιδες με ραβδάκια ασημόσκονης, να ξορκίζουν τα δύσβατα μονοπάτια, κουδουνάκια δεμένα σε κόκκινη κορδέλα, θύμηση για τριγωνοκάλαντο μες τις γειτονιές. Μα, πιότερο, επιθυμώ την Αγάπη, να ξεναγήσει στην ομορφιά της τις καρδιές μας!

 

Μπουργάνη Ειρήνη

Η ζεστασιά των Χριστουγέννων

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω ζεστασιά.

Να φτάσει σε κάθε γωνιά παγωμένη

μα και στις καρδιές των ανθρώπων.

Ν’ ανάψει από μία φωτιά παντού

και γύρω της να μαζευτούν μικροί και μεγάλοι.

Να ζήσουν μοναδικές στιγμές

και να δημιουργήσουν όμορφες αναμνήσεις.

Να ψήσουν κάστανα και να πούνε ιστορίες

που θα είναι πασπαλισμένες με αστερόσκονη

και τους δράκους θα διώχνουν μακριά.

Με τη ζεστασιά λιώνουν οι πάγοι της ψυχής

κι όλοι γίνονται λίγο πιο όμορφοι.

 

Παναγιωτόγλου Φιλιππίνα

Το φόρεμα

Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω το πιο όμορφο δώρο:

ένα στολίδι μαγικό φτιαγμένο με αγάπη κι ένα σύννεφο από άχνη ζάχαρη.

Το δώρο αυτό σύμβολο θα το πω ή ακόμα και μετάλλιο.

Ύστερα από χρόνια βαρετά γεμάτα πόνο, απώλεια και αρρώστια

σήμερα, τώρα πια, γεμάτη δύναμη, υγεία και χαρά

σας δίνω αυτή τη μοναδική αρετή της Ελευθερίας κι ό,τι μπορεί να φέρει μαζί της.

Εκφράσου με κάθε δυνατή μορφή,

αφέσου να παρασυρθείς στα κύματα της ευτυχίας και της ξενοιασιάς.

Μη βαρυγκωμάς, μη φοβάσαι,

όλοι μαζί μια αγκαλιά,

τα παλιά να μη λησμονούμε τα

παρά να κεντήσουμε με πολύτιμα υλικά

το φόρεμα της καινούργιας μας ζωής.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Φέτος τα Χριστούγεννα

θέλω να χαρίσω

χρώματα και τραγούδια

σ’ όσους διψάνε για ζωή

μ’ αρνούνται να το πουν.

Πάρα πολλά χαμόγελα

σε όσους δεν γελάνε

κι όσοι χαμογελούσανε

να κλαίνε από χαρά.

Αγάπη σ’ όσους αγαπούν

διπλά να τη χαρίζουν.

Και σ’ όσους δεν την ένιωσαν,

να πρωτοαγαπηθούν.

Μοναδική μου ευχή:

η εσωτερική ομορφιά του κόσμου.

 

  

Γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) και τη φράση «Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…» από μέλη της Αλατοπαρέας