Α’ ΜΕΡΟΣ
1.
Μήνυμα
IBBY
2015
«Μιλάμε
πολλές γλώσσες κι έχουμε ρίζες διαφορετικές
Μοιραζόμαστε
όμως ίδιες ιστορίες
Παγκόσμιες
ιστορίες… Λαϊκά παραμύθια
Είναι
η ίδια ιστορία που μας έχουν πει
Με
διαφορετικές φωνές
Με
διαφορετικά χρώματα
Δεν
αλλάζει όμως ποτέ
Αρχή…
Μέση…
Και
τέλος…
Είναι
η ίδια ιστορία που ξέρουμε και την αγαπάμε
Την
ακούσαμε όλοι
Σε
διαφορετικές εκδοχές, με διαφορετικές φωνές
Αλλά
είναι πάντα η ίδια
Υπάρχει
ένας ήρωας… μία πριγκίπισσα… ένας κακός
Δεν
έχει σημασία η γλώσσα
Τα
ονόματα
Ή
τα πρόσωπα
Είναι
πάντα η ίδια
Αρχή
Πλοκή
Και
τέλος
Πάντα
εκείνος ο ήρωας, εκείνη η πριγκίπισσα, εκείνος ο κακός
Αναλλοίωτοι
από αιώνες
Μας
κρατούν συντροφιά
Μας
ψιθυρίζουν στα όνειρά μας
Μας
νανουρίζουν το βράδυ
Οι
φωνές τους έχουν σβήσει από καιρό
Αλλά
ζουν για πάντα στην καρδιά μας
Γιατί
μας φέρνουν κοντά σε μια χώρα μυστηρίου και φαντασίας
Κι
έτσι οι διάφοροι πολιτισμοί ενώνονται όλοι
Σε
μια ιστορία»
Μήνυμα:
MARWA
AL
AQROUBI-Ηνωμένα
Αραβικά Εμιράτα
Αφίσα:
NASIM
ABAEIAN-Ιράν
…
Η δεύτερη μέρα του
Απριλίου έχει καθιερωθεί παγκοσμίως ως Ημέρα Παιδικού Βιβλίου.
«Την
μέρα καθιέρωσε η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (IBBY-International Board on Books for Young People) το 1966. Από τότε, κάθε χρόνο,
ένα διαφορετικό εθνικό τμήμα της οργάνωσης αυτής ετοιμάζει ένα μήνυμα και μία
αφίσα, που διανέμονται σε όλο τον κόσμο, με σκοπό να τονίσουν την αξία των
βιβλίων και της ανάγνωσης, και να ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία για την
ανάπτυξη και τη διάδοση της παιδικής λογοτεχνίας.
Σε
όλες τις χώρες τα παιδιά, οι συγγραφείς, οι εικονογράφοι, οι μεταφραστές, οι
βιβλιοθηκάριοι, οι εκδότες, οι εκπαιδευτικοί, γιορτάζουν την παγκόσμια αυτή
μέρα με διάφορες εκδηλώσεις σε σχολεία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, πλατείες και
άλλους χώρους, δείχνοντας έτσι την αγάπη και το ενδιαφέρον τους για το βιβλίο
και το διάβασμα».
Στην Ελλάδα αντίστοιχος
υπεύθυνος φορέας, τμήμα της IBBY,
είναι ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Greek IBBY), ο οποίος φροντίζει κάθε χρόνο να
μεταφραστεί το μήνυμα και, σε συνεργασία με έναν εκδοτικό οίκο, να τυπωθεί η
αφίσα. Το φετινό μήνυμα μετέφρασε η συγγραφέας Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου
και η αφίσα διανέμεται με την ευγενική χορηγία των εκδόσεων Πατάκη.
Το 2004 το κείμενο για
όλο τον κόσμο έγραψε η συγγραφέας Αγγελική Βαρελλά, ενώ την αφίσα φιλοτέχνησε ο
εικονογράφος Νικόλας Ανδρικόπουλος.
2.
Γιατί
επιλέχθηκε αυτή η συγκεκριμένη μέρα (2 Απριλίου) ως Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού
Βιβλίου
Προς
τιμήν του Δανού Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ο οποίος γεννήθηκε 2 Απριλίου και
υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες όλων των εποχών.
3.
Λίγα
λόγια για τη ζωή του
Ο
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 σε μια μικρή πόλη της
Δανίας, την Όντενσε, που βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα της χώρας, την
Κοπεγχάγη.
Ο
πατέρας του ονομαζόταν Χανς και ήταν παπουτσής. Η μητέρα του, η Αν Μαρί, ήταν
πλύστρα. Η οικογένειά του ζούσε σε ένα σπίτι που είχε μόνο ένα δωμάτιο και ήταν
πολύ φτωχή, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της Δανίας εκείνη την εποχή
(εξαιτίας των ναπολεόντειων πολέμων στους οποίους συμμετείχε η χώρα).
Ήταν
μοναχοπαίδι και οι γονείς του τον λάτρευαν. Ειδικά ο πατέρας του, τις ώρες που
δεν εργαζόταν, αφιέρωνε όλο του τον χρόνο σε εκείνον: του έλεγε διάφορες
ιστορίες, του διάβαζε τα βιβλία του Λούντβικ Χόλμπεργκ (Δανός λογοτέχνης) και
του Σαίξπηρ (Άγγλος θεατρικός συγγραφέας), του έφτιαχνε ξύλινα παιχνίδια και
ζωγραφιές, και, όποτε μπορούσε, τον πήγαινε ακόμα και στο θέατρο.
Δυστυχώς,
όμως, ο αξιολάτρευτος αυτός άνθρωπος πέθανε το 1816, όταν ο Χανς ήταν 11
χρονών. Ο θάνατός του πατέρα του τον βύθισε στη θλίψη. Δεν άντεχε να μένει στο
σπίτι και, έτσι, περνούσε τις περισσότερες ώρες του στο κανάλι της Όντενσε.
Εκεί έφτιαχνε μικρές χάρτινες βαρκούλες, τις έριχνε στο νερό και ονειρευόταν τη
μέρα που θα ταξίδευε σε όλο τον κόσμο, μακριά από τη δυστυχισμένη ζωή.
Η
δυστυχία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν η μητέρα του αποφάσισε πως ο μικρός
έπρεπε να δουλέψει. Αρχικά τον πήγε ως εργάτη σε ένα καπνοπωλείο, όμως το
παιδί, που είχε εύθραυστη υγεία, δεν άντεξε για πολύ. Υπέφερε τόσο που
αναγκάστηκε να τον πάρει από εκεί και να τον πάει σε ένα ραφείο, να μάθει τη
δουλειά. Ούτε εκεί ήταν εύκολο να συνηθίσει, γιατί, εκτός από τις κακές
συνθήκες εργασίας, το μυαλό του ήταν στο θέατρο. Ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός,
θεατρικός συγγραφέας, τραγουδιστής, ένας διάσημος καλλιτέχνης. Μάλιστα, είχε
τόσο υπέροχη φωνή, που η φήμη της έφτασε ως το παλάτι και ακόμα και ο πρίγκιπας
της Όντενσε του ζήτησε να τραγουδήσει μπροστά του.
Μεγάλη
παρηγοριά για τον Χανς Κρίστιαν ήταν η γιαγιά του, η μητέρα της μητέρας του, η
οποία εργαζόταν στο δημόσιο ψυχιατρείο της περιοχής. Πολύ συχνά έπαιρνε μαζί
της τον εγγονό της, που σύντομα έπιασε φιλίες με τους τρόφιμους. Σε αντίθεση με
τα παιδιά της ηλικίας του και τους υπόλοιπους ανθρώπους, εκείνοι τον άκουγαν με
μεγάλη προσοχή τις ιστορίες και τα τραγούδια του και τον αγαπούσαν πολύ.
Πολύ
ψηλός και αδύνατος για την ηλικία του, με μεγάλη μύτη και φουντωτά ξανθιά
μαλλιά, γινόταν συχνά στόχος για τους συνομηλίκους του, οι οποίοι τον
κορόιδευαν συνεχώς. Εκτός από την εμφάνισή του, τους φαινόταν αλλόκοτη και η
συμπεριφορά του και κανείς δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί του. Τον ίδιο ελάχιστα
τον απασχολούσε αυτό. Ήταν σίγουρος πως μια μέρα θα γίνει διάσημος και έκανε τα
πάντα για να πετύχει τον στόχο του. Διάβαζε μανιωδώς βιβλία και δεν άργησε να
γράψει τα δικά του θεατρικά έργα. Δεν ξεχνούσε ποτέ τα λόγια μια μάντισσας.
Όταν ήταν 7 χρονών η γυναίκα είπε στη μητέρα του: «Θα γίνει μεγάλος και τρανός. Και μια μέρα ολόκληρη η Όντενσε θα
φωτιστεί προς τιμήν του».
Δύο
χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου του πατέρα, η μητέρα του αποφάσισε να
ξαναπαντρευτεί. Ο Χανς Κρίστιαν ένιωθε πιο μόνος από ποτέ και, όταν έγινε 14
ετών, αποφάσισε να μετακομίσει την Κοπεγχάγη. Όταν έφτασε στη πόλη έβαλε τα
κλάματα από τη συγκίνηση και την ευτυχία. Ήταν σίγουρος πως, επιτέλους, είχε
έρθει η ώρα να πραγματοποιήσει τα όνειρά του! Μπορεί να είχε ελάχιστα χρήματα
στην τσέπη, ήταν όμως αποφασισμένος να τα καταφέρει! Γι’ αυτό, το πρώτο πράγμα
που έκανε μόλις βρήκε ένα δωμάτιο να μείνει, ήταν να πάει κατευθείαν για
ακρόαση στο Βασιλικό Θέατρο. Πίστευε πως εκεί θα έβρισκε δουλειά ως τραγουδιστής,
χορευτής ή ηθοποιός.
Για
τρία χρόνια προσπαθούσε χωρίς αποτέλεσμα και, έτσι, αποφάσισε να επικεντρωθεί
στη συγγραφή. Το 1822 έγραψε το πρώτο του έργο, με τίτλο «Νεανικές Απόπειρες» και ακολούθησαν και μερικά ακόμη. Τα έργα αυτά
κέντρισαν το ενδιαφέρον ενός από τους σκηνοθέτες του Βασιλικού Θεάτρου, του
Γιόνας Κόλινς, ο οποίος τον βοήθησε να πάρει υποτροφία για να φοιτήσει σε ένα
σχολείο. Τα πράγματα δεν ήταν όμως όπως τα περίμενε. Ο διευθυντής του σχολείου
ήταν πολύ αυστηρός και δεν συμπαθούσε καθόλου τον Χανς Κρίστιαν. Τον πρόσβαλλε
και τον τιμωρούσε με κάθε ευκαιρία. Η μόνη του παρηγοριά ήταν και πάλι το
διάβασμα και τα βιβλία. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες κατάφερε όχι μόνο να
τελειώσει το σχολείο, αλλά να γίνει δεκτός και στο Πανεπιστήμιο! Γράφτηκε στη
φιλολογία, αλλά δεν την τελείωσε ποτέ, γιατί η συγγραφή τον είχε απορροφήσει
ολοκληρωτικά.
Τα
θεατρικά του έργα άρχισαν σιγά σιγά να γίνονται γνωστά με επιτυχία. Το ίδιο και
τα βιβλία του. Το 1835 εκδόθηκε και η πρώτη του συλλογή με παραμύθια, με τίτλο «Παραμύθια για Παιδιά». Ακολούθησαν κι
άλλες ιστορίες που γνώρισαν αμέσως την επιτυχία.
Η
φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας. Ο απλός, μα ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο
έγραφε, αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους. Και δεν άργησε να πραγματοποιήσει
ένα ακόμη μεγάλο του όνειρο: τα ταξίδια. Επισκέφτηκε πολλές χώρες της Βόρειας,
Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων, ανάμεσά τους και την
Ελλάδα.
Το
1855 δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη ζωή του, «Το
παραμύθι της ζωής μου», που τον έκανε ακόμη πιο αγαπητό στο κοινό. Όλοι
θαύμαζαν το αγόρι που ξεκίνησε από μια φτωχογειτονιά και, με μόνο εφόδιο την
επιμονή και τη φαντασία του, κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
Ο
ίδιος ένιωθε περήφανος για όσα πέτυχε. Παρ’ όλο που δεν ευτύχησε στην προσωπική
του ζωή -δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έκανε οικογένεια-, απέκτησε πολλούς
αγαπημένους φίλους, αλλά και φανατικούς θαυμαστές.
Μερικά
χρόνια πριν τον θάνατό του αναγορεύτηκε επίτιμος δημότης της Όντενσε. Η ημέρα
κηρύχθηκε αργία για τα σχολεία και η πόλη σημαιοστολίστηκε προς τιμήν του.
Υπήρχαν παντού πανό που έγραφαν «Ο
Άντερσεν τιμά την Όντενσε» και όλα τα σπίτια τοποθέτησαν στα παράθυρά τους
αναμμένα κεριά. Η συγκίνηση του Άντερσεν ήταν τεράστια. Ούτε ο ίδιος μπορούσε
να πιστέψει πως κατάφερε να ξεπεράσει τόσες δυσκολίες και να γνωρίσει αυτή τη
μεγάλη επιτυχία. Θυμόταν σαν να ήταν χθες τις κοροϊδίες και τους χλευασμούς των
υπόλοιπων παιδιών, αλλά το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη του: αυτό ήταν η
απάντησή του σε όλους προσπάθησαν κάποτε να τον πληγώσουν. Εκείνη η μέρα ήταν η
ολοκλήρωση της επιτυχίας και της ευτυχίας του.
Μερικά
χρόνια αργότερα, στις 4 Αυγούστου του 1875, σε ηλικία 70 ετών, έφυγε από τη ζωή
αθόρυβα, γαλήνιος, έχοντας εκπληρώσει όλα όσα ονειρεύτηκε.
Το
σπίτι στο οποίο έζησε τα παιδικά του χρόνια λειτουργεί σήμερα σαν μουσείο και
σε πολλές πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αναγερθεί μνημεία προς τιμήν του.
Στο λιμάνι της Κοπεγχάγης υπάρχει το άγαλμα μιας γοργόνας, η οποία υπήρξε
ηρωίδα ενός πασίγνωστου παραμυθιού του.
Το
2005, με τη συμπλήρωση 200 ετών από τη γέννησή του, οργανώθηκαν σε κάθε γωνιά
της γης άπειρες εκδηλώσεις αφιερωμένες στη μνήμη του –ελάχιστο δείγμα τιμής για
την προσφορά του στην παιδική λογοτεχνία.
Η
ΙΒΒΥ, εκτός από την καθιέρωση της Παγκόσμια Ημέρας Παιδικού Βιβλίου τη μέρα
των γενεθλίων του, έχει καθιερώσει και το βραβείο «Χανς
Κρίστιαν Άντερσεν», που απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε έναν συγγραφέα και έναν
εικονογράφο. Το βραβείο συνοδεύεται από ένα χρυσό μετάλλιο και αποτελεί τη
μεγαλύτερη διάκριση για τους συντελεστές των παιδικών βιβλίων, γι’ αυτό πολλοί
το ονομάζουν «Μικρό Νόμπελ». Φέτος υποψήφιες
από τη χώρα μας για το βραβείο Άντερσεν είναι η συγγραφέας Ελένη Δικαίου και η
εικονογράφος Λήδα Βαρβαρούση.
«Ο Άντερσεν ξεπέρασε τα σύνορα της
χώρας του, ξεπέρασε τον χώρο και τον χρόνο. Οι ιστορίες του αγαπήθηκαν εξίσου από
μικρούς και μεγάλους, Βοήθησαν όσους τις διάβασαν να φορέσουν τα φτερά της
φαντασίας και να πετάξουν στη χώρα της καλοσύνης και της αλήθειας, αναζητώντας
την ομορφιά της ζωής. Στο μυαλό των παιδιών των επόμενων γενεών ο Άντερσεν
είναι ένας πνευματικός καθοδηγητής. Με τις ιστορίες του λέει στα παιδιά ότι η
ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παραμύθι: Αν έχεις ένα όνειρο, μπορείς να
γράψεις για τον εαυτό σου μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.Hjordis Varmer-Lilian Brogger, Το φτωχό αγόρι από την Όντενσε,
εκδόσεις Άγκυρα, μετάφραση: Πόλυ Μοσχοπούλου.
2. Li-Jung-Kirill Chelushkin, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν 1805-1875,
εκδόσεις Πατάκη, απόδοση: Βαγγέλης Ηλιόπουλος.
3.Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: το παραμύθι
της ζωής του και το ασχημόπαπο, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, κείμενο-επιμέλεια:
Δουκαίνη Μπαχαράκη.
4.
Μερικά
από τα πιο γνωστά παραμύθια του
-Το
ασχημόπαπο
-Η
Τοσοδούλα
-Το
κοριτσάκι με σπίρτα
-Η
βασίλισσα του χιονιού
-Η
μικρή γοργόνα
-Η
πριγκίπισσα και το μπιζέλι
-Ο
μολυβένιος στρατιώτης
-Τα
καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα
(Έγραψε
συνολικά πάνω από 160 ιστορίες για παιδιά)
5.
Το
ασχημόπαπο
Ήταν
καλοκαίρι. Στα χωράφια τα χρυσά στάχυα είχαν ψηλώσει. Είχαν μόλις θερίσει τα
σανά και όλα μοσχοβολούσαν. Οι πεταλούδες πετούσαν γύρω από τα λουλούδια και
άκουγες τις μέλισσες να ζουζουνίζουν.
Κοντά
στη λιμνούλα, στη σκιά των θάμνων, μία πάπια κλώσαγε τ’ αυγά της. Τα είχε
κλωσήσει πολλές μέρες και σκέφτηκε ότι αργούσαν πολύ τα παπάκια της να βγουν
από τ’ αβγά. Βαριόταν περιμένοντας και σηκώθηκε για να δει αν υπήρχε κάποια
κίνηση. Όμως μάταια! Τα αβγά ήταν ακόμα ακίνητα.
Τελικά
κάποτε έγινε αυτό που λαχταρούσε. Ένα ένα τα αβγά έσπασαν. Κι από μέσα βγήκαν
κάτι μικρά αστεία παπάκια, που κοίταζαν γύρω τους έκπληκτα.
«Πίιιπ!» φώναξαν τα παπάκια κοιτάζοντας ολόγυρα με γουρλωμένα
μάτια. «Πίιιπ! Πόσο μεγάλος είναι ο έξω
κόσμος και πόσο όμορφα μοιάζουνε όλα!».
«Περιμένετε!» είπε η μητέρα πάπια. «Υπάρχουν πολλά ακόμα που θα δείτε στο μεγάλο κόσμο. Πολύ περισσότερα
απ’ όσα βλέπετε σ’ αυτή τη λιμνούλα».
Η
μητέρα πάπια άρχισε να φροντίζει τα παπάκια της. Τα εξέτασε προσεκτικά για να
δει αν ήταν όλα εκεί. Όμως όχι, δεν είχαν βγει όλα από τ’ αβγά. Ένα αβγό, το
μεγαλύτερο απ’ όλα δεν είχε σπάσει.
Η
μητέρα πάπια αναστέναξε και κάθισε ξανά στ’ αβγό της. Δεν της άρεσε καθόλου
αυτό. Προτιμούσε να κολυμπήσει στο νερό με τα παπάκια της.
«Πώς τα πας; Δεν τελείωσες ακόμα;» τη ρώτησε μια γριά πάπια που της άρεσε να μαθαίνει
τα πάντα.
«Αυτό το μεγάλο αβγό δε λέει να
σκάσει. Κάθομαι πάνω του τόσον καιρό! Τα άλλα παπάκια βγήκαν όλα από τ’ αβγά.
Πώς σου φαίνονται; Δεν είναι τα ωραιότερα παπάκια του κόσμου;»
Η
γριά πάπια συνέχισε να φλυαρεί και δεν κοίταξε ούτε μια φορά τα παπάκια.
«Τι παράξενο αβγό είναι αυτό που
κάθεσαι πάνω του! Άφησέ με να το κοιτάξω καλά. Μοιάζει περισσότερο με αβγό
γάλου. Έτυχε και σε μένα κάποτε αυτό. Νόμιζα πως είχα ένα ακόμα παπάκι, αλλά
ήταν γαλοπουλάκι. Και, φυσικά, θα άφηνα το αβγό και θα πήγαινα να κολυμπήσω με
άλλα παιδιά μου».
Η
μητέρα πάπια όμως δεν το ήθελε αυτό. Ήθελε να σκάσει το αυγό, όπως όλα τ’ άλλα.
Η γριά πάπια βρήκε παράξενο το πείσμα της μαμάς πάπιας που επέμενε να κάθεται
τόσες μέρες πάνω στο αβγό. Κούνησε το κεφάλι της, ανασήκωσε τους ώμους και
ξεμάκρυνε.
Κάποτε
το μεγάλο αβγό έσκασε κι ένα μεγάλο γκρίζο -και πολύ άσχημο παπί βγήκε από
μέσα.
Η
μητέρα πάπια ανησύχησε. «Λες να είναι
γαλόπουλο;» αναρωτήθηκε και έριξε άλλη μια ματιά σ’ αυτό το άσχημο παπί.
Εκείνο πάλι αντιγύρισε τη ματιά της και είπε: «Καλημέρα, μητέρα! Πού είναι τα αδελφάκια μου; Χαίρομαι που βγήκα από
τ’ αβγό. Ήταν πολύ ζεστά εκεί μέσα!».
Την
άλλη μέρα η μητέρα πάπια πήγε να κολυμπήσει στο ρυάκι μαζί με τα παπάκια της.
Πήδηξαν όλα στο νερό ακόμα και το γκρίζο παπί.
«Ωραία!» αναστέναξε η μητέρα πάπια. «Δεν είναι γαλόπουλο. Μπορεί να κολυμπήσει και κολυμπάει, μάλιστα, πολύ
καλά».
Οδήγησε
τα μικρά παπάκια κοντά στις άλλες πάπιες που ήταν ήδη στη λιμνούλα. «Κοιτάχτε!» φώναξαν. «Ένα σωρό καινούριες πάπιες! Τι πολλές που
είμαστε! Δε μας αρέσει όμως αυτό το γκρίζο παπάκι, δε θέλουμε να παίξουμε μαζί
του». Μια χοντρή πάπια δάγκωσε μάλιστα το γκρίζο παπάκι στο λαιμό.
Η
μητέρα πάπια θύμωσε πολύ. «Άφησέ το
ήσυχο!» της φώναξε.
«Δεν πρέπει να το πειράζετε, γιατί μπορεί να κολυμπήσει όσο καλά κολυμπάτε κι εσείς».
«Πιστεύουμε πως είναι πολύ μεγάλο και
άσχημο και δε μας αρέσει»
είπε με κακία η χοντρή πάπια. Ήρθε άλλη μια πάπια να ρίξει μια ματιά. «Είναι όλα τόσο χαριτωμένα! Κρίμα που αυτό
είναι τόσο άσχημο!» είπε.
«Κολυμπάει όμως καλύτερα από τα
αδέλφια και τις αδελφές του!»
αντιγύρισε η μητέρα πάπια. «Και μπορεί να
μην είναι τόσο όμορφο τώρα, αλλά μεγαλώνοντας θα ομορφύνει». Χάιδεψε απαλά
το παπάκι με το ράμφος της. «Εσείς
πηγαίνετε τώρα να παίξετε στο νερό» είπε στα παιδιά της. Αυτά όμως κακομεταχειρίζονταν
το γκρίζο παπάκι.
Όπως
οι υπόλοιπες πάπιες, το ίδιο και τα κοτόπουλα στην αυλή του σπιτιού το
έσπρωχναν μακριά και η γαλοπούλα το κυνηγούσε συνέχεια. Η κατάσταση πήγαινε από
το κακό στο χειρότερο. Όλοι το έσπρωχναν και το βασάνιζαν. Ακόμα και τ’
αδελφάκια του το αποκαλούσαν με άσχημα ονόματα.
Το
γκρίζο παπάκι ήταν πολύ δυστυχισμένο. Απέφευγε τις άλλες πάπιες.
«Είμαι τόσο άσχημο που τους θυμώνω
και τους τρομάζω!»
έλεγε κλαίγοντας. «Θα φύγω. Θα πάω να
ζήσω αλλού. Κάπου όπου κανένας δε θα λέει πως είμαι άσχημο».
Κι
αυτό ακριβώς έκανε. Κοίταξε για τελευταία φορά τη μητέρα του, δακρυσμένο, γιατί
η μητέρα του δεν του είχε φερθεί ποτέ άσχημα. Τα άλλα όμως πουλιά το
κακομεταχειρίζονταν. Γι’ αυτό έφυγε! Αφού περπάτησε ώρα πολλή έφτασε σ’ ένα μεγάλο
βάλτο. Εκεί ζούσαν άγριες πάπιες. Βρήκε μια θέση στα καλάμια όπου δεν μπορούσε
να κοιμηθεί άνετα.
Δεν
μπόρεσε όμως να κοιμηθεί πολλή ώρα, επειδή δύο πάπιοι που το ανακάλυψαν πήγαν
κοντά του και άρχισαν να το βασανίζουν. Το γκρίζο παπάκι τρόμαξε πολύ, αλλά
πριν προλάβουν οι πάπιοι να του κάνουν κακό, ακούστηκα πυροβολισμοί και έπεσαν
και οι δύο νεκροί στο νερό.
Υπήρχαν
κυνηγοί στο βάλτο. Στέκονταν ολόγυρα πυροβολώντας τις αγριόπαπιες μαζί με τα
σκυλιά τους που έψαχναν να τις βρούνε. Το παπάκι φοβήθηκε και κρύφτηκε όσο
καλύτερα μπορούσε.
Κάποτε
βράδιασε και όλα ησύχασαν. Οι κυνηγοί είχαν φύγει και το παπάκι τόλμησε να βγει
από την κρυψώνα του.
Έτρεξε
όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έπρεπε να βρεθεί όσο γινόταν πιο μακριά από τον
επικίνδυνο βάλτο. Διέσχισε τρέχοντας τα χωράφια και τα λιβάδια, αλλά δεν ήξερε
που έπρεπε να πάει.
Είχαν
περάσει πολλές ώρες και ήταν πολύ κουρασμένο, όταν έφτασε σε μια αχυρένια μικρή
καλύβα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και το παπάκι μπήκε προσεκτικά μέσα.
Στην
καλύβα ζούσε μια γριά κυρία με τη γάτα της και μια κότα. Όταν είδε το παπάκι η
γάτα άρχισε να νιαουρίζει και η κότα να κακαρίζει. Η γριά κυρία δεν μπορούσε να
δει πολύ καλά και πίστεψε πως είχε μπει στο σπίτι ένα όμορφο παπάκι.
«Τι όμορφη πάπια!» είπε. «Τώρα
τουλάχιστον θα έχω αβγά πάπιας».
Το
παπάκι έμεινε κοντά στη γριά κυρία. Του άρεσε εκεί, επειδή η γάτα και η κότα
δεν το πείραζαν πολύ. Όμως ύστερα από λίγες εβδομάδες η γριά κυρία που το
εξέταζε για να δει αν είχε αβγό και δεν έβρισκε κανένα, άρχισε ν’ αναρωτιέται
αν η πάπια της ήταν αληθινή πάπια. Την ίδια περιέργεια είχαν η κότα και η γάτα.
Γιατί αυτή η πάπια δεν έκανε αυγά;
«Δεν μπορείς να κάνεις αβγά;» ρώτησε η κότα το παπάκι.
«Όχι!» είπε εκείνο έκπληκτο.
«Μπορείς να καμπουριάσεις την πλάτη
σου;» ρώτησε η γάτα.
«Όχι! Δεν έμαθα ποτέ να κάνω κάτι
τέτοιο!» είπε το παπάκι ακόμα πιο
έκπληκτο.
«Τότε δεν είσαι αληθινό παπάκι!» δήλωσαν η κότα και η γάτα.
Το
παπάκι πήγε στη γωνία κι άρχισε να κλαίει. Ένιωθε τόσο άνετα εκεί! Τώρα όμως
όλα είχαν στραβώσει ξανά.
Εκείνο
το απόγευμα ο ήλιος έλαμπε και μια δροσερή αύρα διαπερνούσε το σπίτι. Ξαφνικά
το παπάκι δεν ήθελε πια να ζήσει εκεί. Προτιμούσε να κολυμπήσει.
Τέντωσε
τα φτερά του και τα δοκίμασε. Τι περίεργο, μπορούσε να πετάξει! Στις λίγες
εβδομάδες που είχε περάσει με τη γριά κυρία είχε μεγαλώσει και είχε δυναμώσει.
Τώρα τα φτερά του μπορούσαν να κρατήσουν το βάρος του.
Πέταξε
μακριά και έφτασε σε μια πανέμορφη μεγάλη λίμνη.
Στο
μεταξύ, το καλοκαίρι είχε τελειώσει. Τα φύλλα στα δέντρα είχαν πάρει ένα όμορφο
κόκκινο χρώμα. Αργότερα θα έπεφταν στο χώμα. Στο παπάκι άρεσε η ζωή στη λίμνη.
Το
βράδυ έβλεπε συχνά κάτι θαυμάσια λευκά πουλιά με μακρύ λαιμό να πετάνε πάνω από
το κεφάλι του. Αυτά τα πουλιά πήγαιναν σε πιο ζεστές χώρες. Τα παρακολουθούσε
ως τη στιγμή που τα έχανε από τα μάτια του. Ήταν κύκνοι! Καμιά φορά βούρκωναν
τα μάτια του καθώς τα κοίταγε και σκεφτόταν πόσο όμορφα ήταν.
Κάποτε
ήρθε ο χειμώνας· ένας κρύος, σκληρός χειμώνας. Το παπάκι έπρεπε να κινείται για
να διατηρείται ζεστό. Σιγά σιγά η επιφάνεια της λίμνης πάγωσε. Κι όταν ήθελε να
κολυμπήσει έπρεπε να χτυπάει δυνατά τα πόδια του γιατί, διαφορετικά, το νερό
πάγωνε γύρω τους. Το νερό όμως πάγωνε όλο και περισσότερο και τελικά η λίμνη
πάγωσε ολόκληρη κι έγινε σαν στεριά. Το παπάκι ήταν εξαντλημένο και κρύωνε.
Ήταν τόσο παγωμένο που δεν μπορούσε να κινηθεί.
Με
δυσκολία σύρθηκε στην όχθη της λίμνης. Μόλις που πρόλαβε, γιατί είχε ήδη
σχηματιστεί ένα λεπτό στρώμα πάγου στο σημείο που κολυμπούσε λίγο πριν. Έμεινε
ακίνητο. Ήταν τόσο παγωμένο και κουρασμένο, που δεν μπορούσε να προχωρήσει.
Ευτυχώς,
το άλλο πρωί το βρήκε ένας γεωργός. Το παπάκι ήταν σχεδόν μισοπεθαμένο. Ο
γεωργός το πήρε στο σπίτι του και το έδειξε στα παιδιά του. Τα παιδιά ήθελαν να
παίξουν μαζί του, αλλά το καημένο το παπάκι ήταν πολύ τρομαγμένο.
Προσπάθησε
να πετάξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μακριά από τα παιδιά και να μη βρεθεί ξανά
στο σπίτι του γεωργού. Το δοκίμασε, αλλά αυτό αποδείχτηκε τελικά μεγάλο λάθος,
γιατί προσγειώθηκε σ’ έναν κουβά με γάλα κι ύστερα σ’ ένα βαρέλι γεμάτο αλεύρι.
Αμέσως μετά βγήκε τρέχοντας από το καλύβι και πέταξε μακριά.
Η
γυναίκα του γεωργού και τα παιδιά προσπάθησαν να το πιάσουν ξανά, αλλά το
παπάκι είχε ήδη εξαφανιστεί.
Πέταξε
πάλι για ώρα πολλή. Κρύφτηκε κάπου μέσα στο χιόνι κι έμεινε για πολύ καιρό
εκεί. Έβρισκε ευτυχώς κάθε τόσο λίγα φύλλα και παρόλο που τα έτρωγε ένιωθε όλη
μέρα πεινασμένο.
Εκείνος
ο χειμώνας κράτησε πολύ. Το παπάκι ένιωθε μόνο και δυστυχισμένο. Δεν είχε
κανέναν για να παίξει και κρύωνε πολύ.
Αλλά
μια μέρα ο ήλιος άρχισε να λάμπει ξανά και τότε όλα τα πουλιά άρχισαν να
κελαηδάνε. Το έδαφος ζεστάθηκε και το παπάκι ένιωσε χαρούμενο. Είχε αρχίσει η
άνοιξη. Το παπάκι ήταν τώρα ευτυχισμένο. Ένιωθε όμορφα. Στο διάστημα του
χειμώνα είχε μεγαλώσει κι είχε γίνει πιο δυνατό. Μπορούσε να χτυπάει τα φτερά
του και να πετάει μακρύτερα απ’ όσο πέταγε πριν. Κι αυτό του άρεσε περισσότερο
από καθετί άλλο. Του άρεσε πολύ να πετάει!
Το
παπάκι πέταξε στον αέρα και συνέχισε ως τη στιγμή που είδε κάτωθέ του ένα πάρκο
με μια μεγάλη λίμνη. Είδε ακόμα ένα πανέμορφο δέντρο με μεγάλα κλαριά στην όχθη
της λίμνης και τρεις πανέμορφους κύκνους που κολυμπούσαν κοντά στο δέντρο. Το
παπάκι κολύμπησε επιφυλακτικά προς αυτούς. Φοβόταν πολύ ότι θα το έδιωχναν
ξανά, επειδή ήταν τόσο άσχημο. Οι κύκνοι όμως δεν το έδιωξαν. Αντίθετα του
φέρθηκαν πολύ καλά. Το άφησαν μάλιστα να κολυμπήσει μαζί τους. Το παπάκι
ξαφνιάστηκε. Πώς ήταν δυνατόν, όταν όλοι οι άλλοι το πείραζαν επειδή ήταν τόσο
άσχημο, αυτοί οι κύκνοι, τα πιο όμορφα πουλιά του κόσμου, να του φέρονται με
τόση καλοσύνη!
Το
παπάκι βγήκε από το νερό και στάθηκε στην όχθη. Κοιτάχτηκε και είδε τον εαυτό
του μέσα στο νερό. Αυτό κι αν ήταν ξάφνιασμα! Είχε αλλάξει ολότελα στη διάρκεια
του χειμώνα. Δεν ήταν πια το άσχημο γκρίζο παπάκι… Είχε γίνει κι αυτό ένας
όμορφος κύκνος! Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κοίταγε τον εαυτό του στο νερό
ξανά και ξανά, επειδή φοβόταν ότι έβλεπε όνειρο.
Όμως
όχι, οι τρεις κύκνοι μπορούσαν κι αυτοί να το δούνε. Κολύμπησαν κοντά του και
το χάιδεψαν με το ράμφος τους.
Και
δεν ήταν μόνον αυτό. Οι άνθρωποι σκόρπιζαν ψωμί στο νερό και τα παιδιά που
στέκονταν στην όχθη της λίμνης κοίταγαν τους κύκνους και έλεγαν πως αυτός ήταν
ο πιο όμορφος απ΄ όλους!
Αυτό
έκανε το μικρό κύκνο να ντρέπεται λίγο. Έκρυβε βιαστικά το κεφάλι του κάτω απ’
το φτερό του κι ύστερα κοίταγε κρυφά μέσα από τα πούπουλα. Κοίταξε ξανά τον
εαυτό του στο νερό. Ήταν πράγματι τόσο όμορφο όσο έλεγαν τα παιδιά;
Ήταν
πάντως πολύ ευτυχισμένο, επειδή όλοι το αγαπούσαν. Κανένας πια δεν το πείραζε
και δεν το κακομεταχειριζόταν. Μπορούσε να ζήσει για πάντα με τους άλλους
κύκνους. Κι όλ’ αυτά, παρόλο που πίστευε πριν πως ήταν ένα άσχημο παπί.
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: το παραμύθι
της ζωής του και το ασχημόπαπο, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, κείμενο-επιμέλεια:
Δουκαίνη Μπαχαράκη.
Β’ ΜΕΡΟΣ
1.
Πώς
φτιάχνεται ένα έντυπο παιδικό βιβλίο (το ταξίδι του από τον συγγραφέα ως το
βιβλιοπωλείο)
-Η
αρχή γίνεται με τον συγγραφέα, ο οποίος εμπνέεται κάτι και ξεκινάει να το
γράφει.
-Όταν
ολοκληρώσει το κείμενό του, το στέλνει σε κάποιον εκδοτικό οίκο.
-Αν
η ιδέα αρέσει στον εκδότη, υπογράφεται ένα συμβόλαιο, και το κείμενο πηγαίνει
στον επιμελητή. Ο επιμελητής, που τις περισσότερες φορές είναι φιλόλογος ή ένας
άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία στον χώρο του βιβλίου, διορθώνει τα τυχόν λάθη που
μπορεί να υπάρχουν (ορθογραφικά, συντακτικά κλπ.), ενώ, ταυτόχρονα, όταν είναι
απαραίτητο, βοηθάει τη ροή του κειμένου (αν κάποια σημεία είναι δυσνόητα τα
βελτιώνει, αντικαθιστά λέξεις που επαναλαμβάνονται με άλλες συνώνυμες κλπ.).
-Μετά
τον επιμελητή το βιβλίο φτάνει στα χέρια του εικονογράφου, ο οποίος έχει να
κάνει μία από τις σημαντικότερες δουλειές: προσπαθεί μέσα από τις εικόνες του να αποδώσει
και να συμπληρώσει το νόημα του κειμένου.
-Ο
επόμενος επαγγελματίας που θα αναλάβει τη μέχρι τώρα δουλειά είναι ο γραφίστας.
Είναι αυτός που θα σελιδοποιήσει το βιβλίο, θα τοποθετήσει στη σειρά τις
εικόνες και το κείμενο με όμορφο τρόπο, θα επιμεληθεί το εξώφυλλο και το
οπισθόφυλλο και, γενικά, θα δώσει την τελική μορφή του βιβλίου.
-Ήρθε
η ώρα για το τυπογραφείο! Το βιβλίο τυπώνεται και είναι πανέτοιμο να
κυκλοφορήσει!
-Προτελευταίος
κρίκος αυτής της αλυσίδας είναι ο βιβλιοπώλης: εκείνος θα φροντίσει να φτάσει
το βιβλίο στα ράφια του.
-Από
δω και πέρα αναλαμβάνει ο αναγνώστης! Το βιβλίο πανέτοιμο βρίσκεται πλέον στα
χέρια του για να τον ταξιδέψει στον μαγικό του κόσμο…
2.
Εξώφυλλο-οπισθόφυλλο:
οι πρώτοι φίλοι του αναγνώστη
Το
οπισθόφυλλο και το εξώφυλλο είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία ενός βιβλίου. Σ’
αυτά βρίσκονται οι βασικές πληροφορίες, οι οποίες θα βοηθήσουν τον υποψήφιο
αναγνώστη να επιλέξει τι θα αγοράσει.
Τα
στοιχεία που, συνήθως, παίρνουμε από το εξώφυλλο είναι (ενδεικτικά):
-Ο
τίτλος
-Το
ονοματεπώνυμο του συγγραφέα
-Το
ονοματεπώνυμο του εικονογράφου
-Το
όνομα του εκδοτικού οίκου
-Και,
φυσικά, μία κεντρική εικόνα που μας προϊδεάζει για το ύφος και το περιεχόμενο
του βιβλίου
Στο
οπισθόφυλλο, συνήθως, υπάρχει η περίληψη του κειμένου και, πολλές φορές, οι
ηλικίες στις οποίες απευθύνεται η ιστορία.
3.
Συμβουλές
για την προστασία και τη συντήρηση των έντυπων βιβλίων
Ο
Δεκάλογος για την προστασία του βιβλίου:
1.Πρέπει
να φυλάσσονται σε χώρους με όσο το δυνατό χαμηλότερα επίπεδα υγρασίας και χωρίς
μεγάλες μεταβολές θερμοκρασίας.
2.Δεν
πρέπει να τσακίζουμε τις σελίδες τους, ώστε να σημαδεύουμε το σημείο όπου
έχουμε προχωρήσει την ανάγνωση. Για το λόγο αυτό υπάρχουν οι σελιδοδείκτες.
3.Αποφεύγουμε
την επαφή με νερό και με άλλα υγρά.
4.Τα
τινάζουμε και τα ξεσκονίζουμε συχνά.
5.Δεν
σκίζουμε σελίδες.
6.Υπογραμμίζουμε
μόνο με μολύβι.
7.Προσέχουμε
τα εξώφυλλα, ώστε να μην τσακίζουν και να μη φθείρονται κατά τη χρήση ή από την
επαφή τους με άλλα βιβλία.
8.Αερίζουμε
συχνά τους χώρους όπου τα φυλάσσουμε.
9.Δεν
τοποθετούμε βαριά αντικείμενα πάνω στα βιβλία.
10.Δεν
τα εκθέτουμε στον ήλιο.
Πηγή: Βιβλιολογείον, Ένα Βιβλίο για
το Βιβλίο, Εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα, 2001.
4.
Τα
δικαιώματα του μικρού αναγνώστη
Το
1992 ο Γάλλος συγγραφέας Ντανιέλ Πενάκ πρότεινε ένα δεκάλογο για «Τα Δικαιώματα
του Αναγνώστη»:
1.
Το δικαίωμα να μη διαβάζεις
2.
Το δικαίωμα να προσπερνάς σελίδες
3.
Το δικαίωμα να μην τελειώνεις το βιβλίο
4.
Το δικαίωμα να ξαναδιαβάζεις το βιβλίο
5.
Το δικαίωμα να διαβάζεις οτιδήποτε
6.
Το δικαίωμα να δραπετεύεις από το βιβλίο
7.
Το δικαίωμα να διαβάζεις οπουδήποτε
8.
Το δικαίωμα να ξεφυλλίζεις
9.
Το δικαίωμα να διαβάζεις δυνατά
10.
Το δικαίωμα να μην υπερασπίζεσαι τα αναγνωστικά σου γούστα
Τα
δικαιώματα του μικρού αναγνώστη όπως τα έθεσε ο συγγραφέας Βαγγέλης Ηλιόπουλος:
Κάθε
παιδί είναι ένας μικρός αναγνώστης που έχει δικαίωμα:
1.
Να έχει πρόσβαση σε βιβλία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία.
2.
Να έχει γύρω του βιβλία πριν ακόμα μάθει να διαβάζει και να μεγαλώνει με αυτά.
3.
Να διαβάζει όσες φορές θέλει τα δικά του βιβλία, και να τα παίρνει μαζί του
όπου θέλει, όπως κάνει με τα παιχνίδια του.
4.
Να έχει βιβλία όλων των ειδών, που έχουν όλες τις απόψεις, και σε αυτά να
αναζητά την αλήθεια.
5.
Να έχει τα εφόδια να επιλέγει τα βιβλία που διαβάζει, να μπορεί να τα κρίνει,
να τα αξιολογεί, χωρίς να τον εξαναγκάζει κανείς να διαβάσει κάποιο που δεν
θέλει.
6.
Να μεταφέρεται μέσα από τα βιβλία σε όποιον τόπο και σε όποια εποχή θέλει: στο
παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον.
7.
Να συζητά με τους γονείς, τους δασκάλους και τους φίλους του για τα βιβλία του,
και να τα διαβάζει δυνατά σε όποιον θέλει.
8.
Να έχει βιβλία με εικόνες που του αρέσουν και τον ταξιδεύουν πέρα από το
κείμενο.
9.
Ν’ απολαμβάνει το βιβλίο του σ’ έναν χώρο χωρίς τηλεόραση ή οποιοδήποτε άλλο
μέσο τού αποσπά την προσοχή.
10.
Να παίζει με τους ήρωες των βιβλίων, να φτιάχνει με τη φαντασία του νέες
περιπέτειες τους, να γράφει τα δικά του βιβλία.
5.
Έντυπο
και ηλεκτρονικό βιβλίο
Τα
τελευταία χρόνια τα ηλεκτρονικά βιβλία κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος.
Ηλεκτρονικό βιβλίο είναι το βιβλίο που δεν τυπώνεται, αλλά μπορεί να το
διαβάσει κανείς μέσα από τον υπολογιστή, το tablet, το e-reader του ή άλλες
παρόμοιες συσκευές.
Παρ’
όλη την απήχησή που έχουν, πολλοί αναγνώστες είναι ακόμα «δύσπιστοι» απέναντι
στο ηλεκτρονικό ή ψηφιακό βιβλίο (e-book). Σίγουρα οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι
αν είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στις δύο μορφές θα επέλεγαν το έντυπο, την άμεση
επαφή με το χαρτί, τη μυρωδιά, την υφή του, όμως, καλό θα ήταν να μην
στεκόμαστε αρνητικά απέναντι στις νέες καινοτομίες. Και το ηλεκτρονικό βιβλίο
έχει πλεονεκτήματα και, μάλιστα πολλά.
Ενδεικτικά:
-Μπορεί
να ταξιδέψει παντού (φτάνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη, χωρίς τη μεσολάβηση των
φυσικών καταστημάτων. Η αγορά του γίνεται πανεύκολα μέσω των ηλεκτρονικών
βιβλιοπωλείων, που είναι προσβάσιμα σε κάθε χρήστη του διαδικτύου οπουδήποτε κι
αν βρίσκεται).
-Είναι
πιο οικονομικό.
-Έχει
οικολογική συνείδηση (δεν χρειάζεται να κοπούν δέντρα για να φτιαχτεί).
-Δεν
πιάνει καθόλου χώρο στο σπίτι.
-Είναι
προσβάσιμο άνα πάσα στιγμή.
-Μπορεί
να είναι διαδραστικό (να περιλαμβάνει παιχνίδια και δραστηριότητες που απαιτούν
τη συμμετοχή του αναγνώστη).
-Μπορεί
να υποστηρίζει πολυμέσα (τραγούδια, βίντεο, άμεσες παραπομπές σε ιστοσελίδες
κλπ.)
-Ταξιδεύει
πιο γρήγορα (σε ελάχιστα λεπτά μπορεί να φτάσει στην οθόνη του αναγνώστη ένα
βιβλίο από οποιαδήποτε χώρα).
-Είναι
πιο εύκολη η αλληλεπίδραση αναγνώστη-δημιουργού.
-Είναι
αναπροσαρμοσμένο στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της εποχής.
6.
Δράσεις
με τα παιδιά που μπορούν να γίνουν στο σχολείο («Γιορτάστε το παιδικό βιβλίο»)
Α.
Ετοιμάζουμε το βιβλίο της τάξης μας (κείμενα και ζωγραφιές)
«Για μένα βιβλίο σημαίνει…»
«Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι…»
Β.
Μία αφίσα για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου (ομαδική εργασία)
Σε χαρτί του μέτρου κολλάμε φωτοτυπίες από Παραμύθια του Άντερσεν και άλλες σχετικές εικόνες, τα παιδιά τα χρωματίζουν, ζωγραφίζουν ό,τι άλλο θέλουν, γράφουν τα ονόματά τους και η αφίσα της τάξης τους είναι έτοιμη!
Γ.
Φτιάχνουμε τους δικούς μας σελιδοδείκτες
Σελιδοδείκτης:
ο καλύτερος φίλος του βιβλίου
Δ.
Ακούμε τραγούδια για το βιβλίο/κάνουμε τα δικά μας χορευτικά
Ε.
Βλέπουμε βίντεο για το βιβλίο και για τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και
κουβεντιάζουμε με βάση αυτά
7.
Ιδέες
για να γιορτάσουν τα παιδιά στο σπίτι με τους φίλους τους:
-Ζητήστε
από κάθε φίλο σας να φέρει το αγαπημένο του βιβλίο και κάνετε πάρτι
λογοτεχνικών ηρώων
-Ζητήστε
από τους γονείς σας να σας διαβάσουν το αγαπημένο παραμύθι των παιδικών σας
χρόνων
-Φτιάξτε
με τη βοήθεια κάποιου μεγάλου τούρτα-βιβλίο
-Τακτοποιήστε
τις βιβλιοθήκες σας και ανταλλάξτε βιβλία
-Ντυθείτε
ο αγαπημένος σας ήρωας από κάποιο βιβλίο
-Δραματοποιήστε
το αγαπημένο σας παραμύθι
-Φτιάξτε
αφίσες που να προωθούν το βιβλίο
-Φτιάξτε
φυλλάδια που προωθούν το βιβλίο και μοιράστε τα στη γειτονιά
-Γράψτε
στίχους που προωθούν το βιβλίο και τραγουδήστε τους σε μελωδίες από γνωστά
τραγούδια
Πηγή: Περιοδικό Παράθυρο Junior, τεύχος 8 (Μάρτιος-Απρίλιος 2010)
8.
Άλλες
δραστηριότητες
Πηγή: Βιβλιολογείον,
Δραστηριότητες Γνωριμίας με το Βιβλίο και τη Βιβλιοθήκη, Εκδόσεις Τυπωθήτω,
Αθήνα, 2001.
ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ, Φλώρινα 2015
ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ, Φλώρινα 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;