Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Το ξωτικό που έπεσε από το έλκηθρο

Όλα ήταν έτοιμα!

Αυτό για το οποίο εργαζόμασταν σκληρά όλο τον χρόνο, είχε φτάσει!

Τα Χριστούγεννα είναι και πάλι εδώ!

Πρώτη μαρτυριάρα ήταν η κυρία Βροχούλα και οι φίλες της, οι νιφάδες που έφεραν τον Δεκέμβρη. Αμέσως μετά ήρθε να αποκαλύψει το μυστικό ο αέρας, ο κύριος Τσουχτερούλης που μας παγώνει κάθε χειμώνα τα χέρια και τη μύτη και μας κάνει να φοράμε κασκόλ, γάντια και σκούφους. Ε, μόλις τα λαμπιόνια άναψαν, τα δέντρα στολίστηκαν, τα μελομακάρονα μύρισαν, οι κουραμπιέδες άσπρισαν και το γραμματοκιβώτιο γέμισε με επιστολές παιδιών, όλοι στο μικρό μας το χωριό ήξεραν ότι η γιορτή της αγάπης είχε ξεκινήσει και φέτος!

Σαν να άκουγα και εγώ τις μπάλες των δέντρων να φωνάζουν ρυθμικά "Σας περιμένουμε, σας περιμένουμε!", τις κάλτσες στο τζάκι να τραγουδούν "Ο Αϊ-Βασίλης πάλι θα 'ρθει" και τα παιδάκια να ονειρεύονται ότι παίζουν μαζί μας και κρυφοκοιτάζουμε τον Άγιο χέρι-χέρι.

Είμαι ο Φωκάς το ξωτικό και, φέτος, θα κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα!

Θα γνωρίσω τα παιδιά! Εκείνα που μας στέλνουν τα γράμματα και, αν και δεν είναι δική μου αρμοδιότητα αλλά του μπαμπά, διαβάζω τις ευχές τους ξανά και ξανά. Μετά, όλοι μαζί, φτιάχνουμε παιχνίδια, πολλά παιχνίδια, που βασικό τους υλικό είναι η αγάπη του Αγίου Βασίλη για τα παιδιά. Τα παιχνίδια αυτά είναι πολύ ζωηρά, αλλά αυτή, είναι μία άλλη ιστορία...

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ανεβήκαμε όλοι στο Έλκηθρο! Παιχνίδια, σάκος, ξωτικά, όλοι είχαμε πάρει θέση! ''1,2,3 ξεκινάμε!" φώναξε ο Άγιος και με μιας οι τάρανδοι μάς πήγαν πολύ πολύ ψηλά...

Προσγειωθήκαμε στο πρώτο σπίτι και, αν και  όλοι έλεγαν "ευτυχώς που δεν ξυπνήσαμε κανέναν", εγώ σκουντούσα τα παιδιά μήπως και ξυπνήσουν για να παίξουν μαζί μου -μα ,αυτά, βρε αδερφέ, ήταν πολύ μεγάλοι υπναράδες!

Το ίδιο έκανα και στο  δεύτερο, στο τρίτο, στο τέταρτο... στο δέκατο ένατο...

Είχε φτάσει η ώρα να φύγουμε και κανένα παιδί δεν είχε ξυπνήσει για να παίξει μαζί μου… Τι στεναχώρια… Η μαμά με αγκάλιασε και μού είπε "Ίσως αν είσαι τυχερός....... του χρόνου!"

Καθώς φεύγαμε, κοίταζα κάτω, μήπως έρθει κάποιο παιδί που έτυχε να ξυπνήσει από τα σκουντήματά μου... Τίποτα... «1...2...3...!», άκουσα από τις μπροστινές θέσεις, εξακολουθώντας να κοιτάζω κάτω.

-Αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα…

Ένα σκούντημα με ξύπνησε. Το κεφάλι μου πονούσε και ήθελα να κοιμηθώ κι άλλο, αλλά, από την άλλη, ήθελα να δω ποιος ήταν αυτός που με σκούντησε, γι’ αυτό άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου.
Στεκόταν εκεί, ακίνητος, να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

-Ουάου! Τί...τί είσαι;

-Είμαι ο Φωκάς. Εσύ πρέπει να είσαι παιδί!

-Όχι, είμαι μεγάλος τώρα, χθες έκλεισα τα 5! Με λένε Νίκο.

-Πού βρίσκομαι;

-Γιατί τα αυτιά σου είναι τόσο περίεργα;

-Όχι, γιατί τα δικά σου αυτιά είναι τόσο περίεργα; Και γιατί δεν φοράς το σκουφί σου;

-Δεν έχω σκουφί!

-Δεν έχεις σκουφί; Και σε αφήνει η μαμά σου να γυρίζεις χωρίς σκουφί;

Με μιας, μου βγάζει το σκουφί και το φαλακρό μου κεφάλι αρχίζει να κρυώνει.

Ο Νίκος γελάει. Δεν καταλαβαίνω γιατί γελάει.

"Σε συμπαθώ",  μου λέει τελικά. "Πάμε να σε γνωρίσω στους φίλους μου."

Μόλις ο Νίκος με πήγε στο σπίτι με το ωραίο χριστουγεννιάτικο δέντρο, άρχισα να καταλαβαίνω τί συνέβαινε. Ήμουν στον κόσμο των ανθρώπων! Εγώ, ένα μικρό ξωτικό!

-Και τώρα; είπα

-Α, είναι πολύ απλό! Θα μείνεις μαζί μου, μην στεναχωριέσαι!

Προσπάθησα να μην στεναχωριέμαι και να μην σκέφτομαι πόσο πολύ μου έλειπε η Καισαρεία.
Λίγη ώρα μετά, ήρθαν οι φίλοι του Νίκου, ο καθένας με το δικό του παιχνίδι. Τσακώνονταν για το ποιο ήταν πιο ωραίο. Είχαν αρχίσει να με κουράζουν..... και γω που νόμιζα ότι ήξεραν το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων....

Μέχρι που ήρθε η Μαρία. "Εσύ Μαρία τί δώρο πήρες;" είπε ο Νίκος.

-Α, εγώ δεν πήρα κάτι φέτος, απάντησε το κορίτσι.

Όλοι την κοίταξαν με απορία. Η Μαρία εξήγησε: "Δεν έχω ανάγκη από παιχνίδια. Υπάρχουν παιδάκια πιο φτωχά από εμένα που τα χρειάζονται. Έτσι, κάθε χρόνο κάνω μια ευχή. Τα φτωχά παιδάκια να έχουν ζέστη, φαγητό και ένα αρκουδάκι να τους κρατά συντροφιά! Εγώ είμαι πολύ καλά!".

Κόντεψα να κλάψω με την καλοσύνη της Μαρίας. Έτσι εξηγούνται όλα εκείνα τα ζεστά αρκουδάκια.....

Ξάφνου τα παιδιά σταμάτησαν να τσακώνονται, αγκάλιασαν το δώρο που με τόση αγάπη τους είχε φτιάξει ο Άγιος Βασίλης και έφτιαξαν πολλές πολλές φανταστικές ιστορίες όλα μαζί. Τότε, και το δικό μου όνειρο έγινε πραγματικότητα, γιατί μπήκα στο παιχνίδι τους.

Παιχνίδι δεν είχα, αλλά αυτό ήταν εύκολο. Με την Μαρία πήραμε από μία καλτσούλα, βάλαμε κλωστή για μαλλιά και κουμπιά για μάτια. Η δική μου είχε και σκουφί.

Παίζαμε και τραγουδούσαμε για ώρες τα κάλαντα, ώσπου βράδιασε.

Έπρεπε να πέσουμε για ύπνο, αλλά εγώ δεν νύσταζα. Σκουντούσα τον Νίκο αλλά κοιμόταν του καλού καιρού!

"Φωκά!Φωκά!" σαν να άκουσα.

Στο παράθυρο ήταν ο Ταρανδούλης ο φίλος μου. Κατάλαβαν ότι χάθηκα και έκανε όλο αυτό το ταξίδι για να έρθει να με πάρει.

"Μα... Δεν μπορούμε να καθίσουμε λίγο ακόμα;"

"Του χρόνου ξανά, Φωκά μου, του χρόνου.... Κάνε υπομονή! Έχουμε ακόμα να κάνουμε πολλά όνειρα πραγματικότητα όλο τον χρόνο, όχι μόνο στις γιορτές! Δεν θα μας βοηθήσεις;"

-Έχεις δίκιο.

Άφησα το σκουφί μου στον Νίκο και δίπλα ένα γράμμα που έγραφε:

«Είμαι ξωτικό, γι’ αυτό έχω παράξενα αυτιά.»

 Ανέβηκα στον Ταρανδούλη  και το ταξίδι της επιστροφής ξεκίνησε…!

Η Καισαρεία ήταν βαρετή χωρίς τον Νίκο και τα παιδιά.

Αλλά ήταν τόσο ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να βοηθάμε τα παιδιά όλου του κόσμου!

Και ξέρετε κάτι;

Ανακάλυψα πως δώρα δεν είναι μόνο οι κούκλες και τα αυτοκινητάκια.

Ο Νίκος κάθε Χριστούγεννα ζητάει για δώρο... εμένα!

Όταν κατεβαίνουμε στη γειτονιά του, με αφήνουν εκεί και παίζουμε μαζί μέχρι να ξημερώσει η 1η Ιανουαρίου.

Είμαι ο Φωκάς και δεν είμαι μόνο ένα ξωτικό.

Είμαι το δώρο Xριστουγέννων του Νίκου.

Και είμαστε οι καλύτεροι φίλοι... παρότι έχει τα πιο παράξενα αυτιά! :)

ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΒΩΚΑ (ανέκδοτο κείμενο)


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Αθηνά Πετούλη.


 Γεννήθηκα στην Κόρινθο, μεγάλωσα και σπούδασα στην Αθήνα, όπου παρακολούθησα μαθήματα σχεδίου (γραμμικό-ελεύθερο) και ζωγραφικής. Διαμένω μόνιμα στο νησί της Σάμου με τον σύζυγο και τα τρία παιδιά μας. Σε εικαστικό εργαστήρι στο νησί συνέχισα τη σπουδή στο χρώμα, σε υλικά και μικτές τεχνικές . Ασχολούμαι με τη ζωγραφική (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, ακρυλικά, έργα για παιδικά δωμάτια, τοιχογραφίες), τη φωτογραφία, την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων και την εκμάθηση ζωγραφικής σε παιδιά. Έχω λάβει μέρος σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας κι έχω εικονογραφήσει 5 παιδικά βιβλία (4 παραμύθια για παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας και ένα βιβλίο με ποιήματα για παιδιά). Η εικαστική προσέγγιση ενός παραμυθιού, κειμένου ή ποιήματος με γοητεύει. Η ζωγραφική είναι για μένα ένα παιχνίδι με τα χρώματα και το φως κι έχω φυλάξει μέσα μου ένα κομμάτι παιδικότητας που με οδηγεί δημιουργικά.

Η σελίδα της Αθηνάς στο facebook:

Το κείμενο έγραψε η Σταματία Καλλιβωκά.


 Με λένε Σταματία Καλλιβωκά.

Σπουδάζω στο Τμήμα Επιστημών Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Πάτρας και η πρακτική στο Νηπιαγωγείο είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί.

Προτιμώ να περνώ το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μου με τα παιδιά γιατί δεν τσιγκουνεύονται αγκαλιές και μου διδάσκουν πολύτιμα μαθήματα, όπως το ότι ένα ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, αδιαμφισβήτητα, είναι το πιο σημαντικό γεγονός της ημέρας!

Θεωρώ πως τα παραμύθια είναι ένας τρόπος  να εκφραζόμαστε, να επικοινωνούμε και να γινόμαστε ξανά παιδιά!

Γραφώ για να μεταδώσω αισιοδοξία και προβληματισμό!

Τα σημαντικότερα στην ζωή είναι η υγεία και, φυσικά, τα ουράνια τόξα!
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Καμπανούλες, καμπανούλες,
κρεμαστές μικρές χαρούλες,
και μπαμπάκι αντί για χιόνια
στα μικρά του δέντρου κλώνια.

Μπάλες, μπάλες και κεράκια
κι αναμμένα φαναράκια
και παιχνίδια κι αγγελούδια
κι άλλα χίλια δυο καλούδια.

Κάτω χαμηλά στη βάση
μάγοι και βοσκοί έχουν φτάσει,
και προς της κορφής τα μέρη
φέγγει λαμπερό ένα αστέρι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΡΕΛΗΣ, Ο αγέρας παίζει φλογέρα, εκδόσεις Τήνος, Αθήνα, 1977.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η  Έλλη Ζαρίφη.


 Με λένε Ελλη Ζαρίφη και σπούδασα Διαφήμιση και Μάρκετινγκ. Για κάποια χρόνια εργάστηκα στον χώρο των εκδόσεων, μέχρι που απέκτησα την πρώτη μου κόρη και εγκατέλειψα την καριέρα μου για να αφοσιωθώ στα παιδιά μου. Η ζωγραφική ήταν πάντα κάτι που αγαπούσα. Ξεκίνησα να ασχολούμαι πιο δυναμικά για χάρη των κοριτσιών μου, που τους άρεσε να τους ζωγραφίζω διάφορες παραστάσεις και εικόνες. Σιγά σιγά, άρχισαν να μου ζητάνε ζωγραφιές και οι φίλες τους με αποτέλεσμα να μπει η ζωγραφική στην καθημερινότητά μου. Ζωγραφίζω κυρίως για παιδιά αλλά και για μεγαλύτερα παιδιά διότι είναι μια ασχολία που γεμίζει τη ζωή μου, με χαλαρώνει και μου προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση. Τα περισσότερα «έργα» μου, βρίσκονται στη σελίδα :
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:



Πάρτυ ξωτικών

Τα μικρά ξωτικά του Δάσους αγναντεύουν από μακριά τα πολύχρωμα λαμπιόνια, που αναβοσβήνουν μαγικά στις γειτονιές των  πλουσιόσπιτων.

Οι χαρούμενες φωνές αντηχούν στη σιγαλιά της δικής τους παραμονής Χριστουγέννων. Τα μικρά  ξωτικά  νιώθουν τώρα ακόμη πιο  δυστυχισμένα. Καθώς κοιτάζουν γύρω τους  το μόνο που αντικρίζουν είναι τα σκοτεινά και  βαρυφορτωμένα με χιόνι έλατα...
Ξάφνου ένας παγωμένος άνεμος φέρνει μπρος στα πόδια του Γερο-Σοφού Ξωτικού ένα κομμάτι χρυσαφένιας γιρλάντας!

 -Έχω μια ιδέα! ανακοινώνει  χαρούμενος. Οι  άνθρωποι εκεί κάτω είναι αχάριστοι και άπληστοι. Κάθε χρόνο θέλουν να αγοράζουν καινούρια στολίδια, όλο και πιο μεγάλα δέντρα. Τα παλιά τα πετούν στα σκουπίδια… Αν, λοιπόν, κατέβουμε να μαζέψουμε εκείνα που είναι άχρηστα γι’ αυτούς, για εμάς  θα γίνουν πολύτιμα αποκτήματα!

Έτσι κι έγινε… Τα μικρά ξωτικά χώθηκαν μέσα στα μισοσκισμένα χαρτόκουτα, μάζεψαν στις αγκαλιές τους σπασμένες μπάλες, κομματάκια από χρυσοκόκκινες γιρλάντες, χαλασμένα λαμπιόνια και  μια πανέμορφη ξύλινη φάτνη από την οποία είχαν ξεκολλήσει όλοι οι ένοικοί της. Στάθηκαν μπροστά στο τεράστιο Έλατο που κατοικούσε ολομεσίς στο ξέφωτο του Δάσους και βάλθηκαν με μια  τρελή ε-ξωτική χαρά να του φορέσουν για πρώτη φορά μια φορεσιά αλλιώτικη!

Μα κάτι έλειπε…

Το Φως!

Πώς στο καλό να βρούνε ηλεκτρικό ρεύμα καταμεσής του δάσους;

Και πάλι ο Σοφός  Γερο-Ξωτικός βρήκε  την λύση:

μάζεψε πευκοβελόνες, κάλεσε όλες τις πυγολαμπίδες και τους ανέθεσε τον πιο σημαντικό ρόλο της ζωής τους: να φωτίσουν με πάθος το ΔΕΝΤΡΟ! 

Ήταν τώρα η σειρά των πλουσιόπαιδων να κολλήσουν τα μουτράκια τους στα παράθυρα
και να προσπαθούν να μαντέψουν τι στο καλό  γινόταν εκεί έξω!

Ήταν τα πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα των Μικρών Ξωτικών του Παλαιού Δάσους!

Στο χωριό στολίδια χίλια
και χαμόγελα στα χείλια
όλα  τα παιδιά.
Και τα ξωτικά του δάσους
μ’ έλατα  ανάμεσά τους
 κι  αδειανά  κλαδιά

Μες στο χιόνι το αφράτο
ένα ξωτικό κεφάτο
όλους συγκαλεί!
Γιορτινά να ντύσουν φύλλα
ν’ ανατρέψουν  τη μαυρίλα:
αυτό έχει σκαρφιστεί!

Τρελαμένη η παρέα
απ’ την πρωτότυπη ιδέα
‘τρέξαν  στο χωριό!
Βρήκαν μπάλες και σιρίτια
πεταμένα απ’ τα σπίτια
στο σκουπιδαριό.

Έτοιμο το ελατό τους
το Χριστουγενιάτικό τους
μα ....δεν είχαν φως!
Στύψαν  λίγο το μυαλό τους,
ρώτησαν το δάσκαλό τους
βρήκε εκείνος.... πώς!

Ανακάλυψε τον τρόπο,
δίχως χρήματα και κόπο,
λάμπες δίχως φις.
Πευκοβέλονες  οι παγίδες
κι έπιασαν πυγολαμπίδες,
φως όπου στραφείς!

Κει στο ξέφωτο του δάσους
(έλα ...μπες  ανάμεσά τους)
πάρτυ Ξωτικών!
Η ζωή ΄ναι πιο ωραία
στης αγάπης τα σπουδαία
χάρη των παιδιών!!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΝΑΝΤΙΝΑ (ανέκδοτο κείμενο)


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε ο Νίκος Πολυχρονόπουλος.


«Γεννήθηκα στον Πειραιά στις 13 Ιουλίου του 1992. Ο κόσμος με δέχτηκε απλόχερα… Τον δέχτηκα κι εγώ… έτσι ήρθα πραγματικά στον κόσμο».

Ο Νίκος Πολυχρονόπουλος τελείωσε το 1ο ΕΠΑΛ Πειραιά. Τώρα είναι πεμπτοετής φοιτητής στο Τμήμα Εικαστικών κι Εφαρμοσμένων Τεχνών στην όμορφη και πολύχρωμη Φλώρινα. 

Πέρα από τη ζωγραφική, ασχολείται με την εικονογράφηση.

Έχει εικονογραφήσει τα βιβλία:
1.«Του ουρανού τα παραμύθια»,  Τσουκάπας Δημόκριτος, εκδόσεις Ζήτη.
2.«Στίλης Τριφύλης- Ταξίδι στον πλανήτη Φις-Τι-Κιου», Γεωργία Σταυριανέα, εκδόσεις Φυλάτος.
3.«Ο καλύτερός μου φίλος», Γιώργος Πολύδωρος, εκδόσεις Φυλάτος.

Είναι σταθερός συνεργάτης της Γιώτας Κοτσαύτη και της στήλης της «Ένα κείμενο, μία εικόνα».

 Το 2014 ολοκλήρωσε τη Διευρυμένη Πρακτική Άσκησή του στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Φλώρινας.

Η σελίδα του Νίκου στο facebook:

Το κείμενο έγραψε η Κωνσταντίνα Ναντινά (ψευδώνυμο).


Η Κωνσταντίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη,
Που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Πόλη.
Ήταν ένας απλός , συνηθισμένος άνθρωπος, ώσπου μια νύχτα
ήρθε  στη ζωή της η ποίηση!
Όλα άλλαξαν από τότε! 
Χάθηκε μέσα στις  λέξεις , τις ρούφηξε σαν το  νερό  της λησμονιάς
 κι  έτσι  έχασε τη Μνήμη της και ξέχασε ακόμα και το όνομά της!
Μα ήρθε   η σελήνη με  μια βροχή από αστέρια
 και  την ξαναβάπτισε :
΄΄ Ναντινά΄΄!
Από τότε ζει   σ’  έναν  δικό της   ΄΄Αληθονειρικό΄΄  κόσμο!
Εκεί  δεν υπάρχουν  ψέματα,  κυβερνά η  ΄΄Αλήθεια της Ψυχής΄΄.
Όλες οι  πικρές  αλήθειες του κόσμου  ντύνονται  με   ρίμα
και  μοιάζουν  με παραμύθια  !
Μονάχα τις μέρες επιστρέφει στα Πραγματικά 
και   ζει  μια απλή ζωή σαν συνηθισμένος άνθρωπος
 για χάρη  της αγάπης των  μικρών  της   Β. Α.  Β.
Αυτή είναι  η Κωνσταντίνα  Ναντινά 
και αυτό δεν είναι παραμύθι!
Γιατί η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία...
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:



Το σπίτι των Χριστουγέννων

Ο αέρας φυσούσε μανιασμένος ακόμα και μες στα σοκάκια της πόλης κάνοντας το περπάτημα της Νόρας περισσότερο δύσκολο. Το μάλλινο φόρεμά της ανέμιζε στην κατεύθυνσή του, το ίδιο και τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της κρύβοντας το πρόσωπό της το οποίο ήταν παγωμένο και σφιχτό από το κρύο που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες. Κάτασπρες ήταν οι νιφάδες του χιονιού που έπεφταν από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων κάνοντας το τοπίο ακόμα πιο ταιριαστό με το γιορτινό κλίμα εκείνων των ημερών.

Παρόμοια ήταν και η εικόνα της αδελφής της Νόρας, που αυτήν την παραμονή της γέννησης του Χριστού οι δυο τους θα έκαναν τ’ όνειρό τους πραγματικότητα. Κρατούσαν τριγωνάκια στα χέρια και περιφέρονταν σ’ όλες τις γειτονιές ψέλνοντας τα κάλαντα. Δύο δίδυμα κορίτσια, λοιπόν, η Νόρα και η Αρετή, που δεν ξεπερνούσαν τα εφτά χρόνια ζωής, από το πρωί εκείνης της ημέρας έφυγαν από το δικό τους σπίτι όπου ζούσαν μαζί  με τους γονείς τους, και ο τελικός προορισμός τους θα ήταν το ξακουστό σπίτι των Χριστουγέννων κάπου προς την άκρη της πόλης. Έτσι είχαν ονομάσει αυτό το σπίτι οι κάτοικοι πολλά χρόνια πριν, και από γενιά σε γενιά η ονομασία αυτή διατηρούνταν μέχρι την σημερινή εποχή. Αυτός ήταν και ο διακαής πόθος των δύο κοριτσιών: η επίσκεψη σ’ αυτό το σπίτι, για να δουν από κοντά όλα αυτά που άκουγαν να τους διηγούνται οι μεγαλύτεροι, αλλά ποτέ έως τότε δεν είχαν δει.

Ο μύθος έλεγε πως στο σπίτι αυτό ζούσε κάποτε μια πλούσια οικογένεια που είχε δύο κόρες και για όλους τους κατοίκους εκείνες ήταν κάτι σαν τις αρχόντισσες του τόπου ή καλύτερα σαν βασίλισσες, αφού, κατ’ αυτόν τον τρόπο, λατρεύονταν από όλους. Το σπίτι τους ήταν ένα πραγματικό παλάτι με πολλά δωμάτια, μεγάλες αίθουσες, και τα ζωγραφιστά ταβάνια ήταν άξια θαυμασμού. Τα βαριά σκαλιστά έπιπλα φερμένα από την Μασσαλία, οι δάδες που φώτιζαν όλους τους εσωτερικούς χώρους και τα διάσπαρτα γλυπτά κοσμούσαν από την μια άκρη ως την άλλη ολόκληρο το σπίτι. Ο εξωτερικός χώρος του αυτός ήταν καταπράσινος, γεμάτος με κάθε λογής λουλούδια και εξωτικά δέντρα. Πλήθος και τα χρώματα από τις μαργαρίτες τα γαρύφαλλα αλλά και τα αρωματικά τριαντάφυλλα που τ’ αρώματά τους ξεχείλιζαν όλες τις εποχές του έτους. Όσο για την αφθονία και τον πλούτο των καρπών ήταν για πολλά χρόνια σημείο αναφοράς για το σπίτι των Χριστουγέννων από τους κατοίκους της, και όχι μόνο απ’ αυτούς, αφού η φήμη του έφτασε να ξεπεράσει τα στενά σύνορα της πόλης.

Η κατασκευή του σπιτιού ήταν πέτρινη, επιβλητικό με την πρώτη ματιά και η κατασκευή του χρονολογούνταν κάπου στα βάθη των αιώνων.

Η  τοπική παράδοση έκανε λόγο πως οι πρώτοι ιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού είχαν καταφέρει να σώσουν ολόκληρη την πόλη από τους πειρατές που ανήμερα των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς είχαν εισβάλει με σκοπό να την κατακτήσουν. Αφού λεηλάτησαν άλλους τόπους, και γειτονικούς ως προς αυτήν, έφτασαν εκεί δείχνοντας τις άγριες και αιμοβόρες διαθέσεις τους. Η εξυπνάδα όμως των ιδιοκτητών αυτού του σπιτιού έσωσε από ένα προφανέστατο ολοκαύτωμα την πόλη της Νόρας και της Αρετής πολλά-πολλά χρόνια πριν γεννηθούν εκείνες.

Έτσι λοιπόν προσκάλεσαν τους δύο αρχηγούς των πειρατών στο σπίτι τους προσφέροντάς τους όλα τα πλούτη που είχαν στην δική τους κατοχή, όπως ασήμι και χρυσό, με αντάλλαγμα την ειρηνική αποχώρηση των πειρατών από την πόλη. Εκείνοι συμφώνησαν και οι οικοδεσπότες τους πρότειναν να γιορτάσουν αυτή την συμφωνία μαζί μ’ όλους τους πειρατές  κάνοντάς τους το δείπνο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Το κρασί έρεε άφθονο, ομοίως και κάθε λογής λιχουδιά που ήταν στρωμένη πάνω στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Το πανούργο σχέδιο των ιδιοκτητών του σπιτιού άμεσα μπήκε σε εφαρμογή και τα πλοία των πειρατών καταστράφηκαν. Όσο δε για τους ίδιους, εύκολα παραδόθηκαν στο μεθύσι με αποτέλεσμα όλοι να αιχμαλωτιστούν από τους κατοίκους που κι αυτοί είχαν ενεργό ρόλο στο έξυπνο αυτό σχέδιο. Από εκείνα τα Χριστούγεννα, το σπίτι πήρε την ονομασία αυτή και ο οικοδεσπότης λατρεύτηκε από τους συντοπίτες του σαν βασιλιάς, όπως άλλωστε και ολόκληρη η οικογένειά του -μια μικρή τιμή που κατάφεραν κι έσωσαν την πόλη. Από γενιά σε γενιά ο άτυπος αυτός τίτλος πέρασε σ’ όλους τους απογόνους τους και όσοι έζησαν μες στο σπίτι αυτό αλλά και στην πόλη ήταν οι βασιλιάδες της.  Με την πάροδο όμως των χρόνων το σπίτι έμεινε ακατοίκητο κι έρημο αφού δεν υπήρξε πια άλλος απόγονος εκείνης της οικογένειας.

Απ’ αυτήν την ημέρα και μετέπειτα, λένε πως την παραμονή και ανήμερα των Χριστουγέννων, κάθε χρόνο, όλα ξαναζωντανεύουν στο σπίτι αυτό και ζουν τους ρυθμούς της γιορτινής ατμόσφαιρας της πόλης. Αρκεί αυτοί που θα επισκεφθούν πρώτοι το σπίτι την παραμονή ή ανήμερα των Χριστουγέννων να είναι παιδιά.

Με αργά και φοβισμένα βήματα πλησίασαν στην βαριά καγκελόπορτα του σπιτιού η Νόρα και η Αρετή, και σπρώχνοντας την για ν’ ανοίξει ξεπρόβαλλαν μπροστά τους τ’ ανθισμένα λουλούδια, τα μυρωδάτα τριαντάφυλλα, ενώ από κάπου ακουγόταν μια χαρμόσυνη Χριστουγεννιάτικη μουσική. Ολοζώντανοι άγγελοι με κάτασπρα ολόσωμα φορέματα έψελναν για την γέννηση του θείου βρέφους και καμπανάκια σήμαναν για τον ερχομό του. Η Νόρα και η Αρετή δεν πίστευαν στ’ αυτιά ούτε στα μάτια τους γι’ αυτό που άκουγαν και έβλεπαν. Προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού και μια μεγάλη φάτνη είχε στηθεί στην είσοδό του, που την ώρα αυτή οι τρεις μάγοι μόλις που έκαναν την εμφάνισή τους δίπλα στο θείο βρέφος. Τα ρούχα και των τριών γυαλιστερά κάτι που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στη Νόρα, και τα δώρα που κρατούσαν στα χέρια τους τ’ ακούμπησαν δίπλα στον Χριστό. Το άρωμα του λιβανιού, της σμύρνας και η λάμψη του χρυσού που ακτινοβολούσε, περιέλουσε όλο το εσωτερικό του σπιτιού και οι πρωτόγνωρες θεϊκές  μυρωδιές μπήκαν μες στα παιδικά ρουθούνια της Νόρας και της Αρετής.

Τα δυο κορίτσια θαύμαζαν μαγεμένα από τις όμορφες εικόνες που έβλεπαν και παραμέρισαν δίπλα από την κυρία είσοδο τους σπιτιού κάνοντας χώρο στους αμνούς, που με την ανάσα τους θα ζέσταιναν το νεογέννητο.

Πλησίασαν όσο περισσότερο μπορούσαν την φάτνη υπακούοντας δίχως δεύτερη σκέψη στο κάλεσμα των τριών μάγων.  Ήταν πια μια ανάσα από την Παναγία και μητέρα του Χριστού που θα μπορούσαν ακόμα και ν’ αγγίξουν το βρέφος με τα μικρά δάχτυλά τους. Οι τρεις μάγοι άρχισαν να τους διηγούνται πόσο δρόμο έκαναν από ποια μέρη πέρασαν ώσπου να φτάσουν εκεί ακολουθώντας το πιο φωτεινό αστέρι που τους οδήγησε μέχρι την δική τους πόλη και ως το σπίτι των Χριστουγέννων.
Ο ένας από τους τρεις μάγους, ο Βαλτάσαρ, αγκάλιασε τα δυο κορίτσια λέγοντάς τους πως κάθε χρόνο από τις παραμονές της θείας γέννησης του Χριστού ξεκινούν αυτό το μακρινό ταξίδι για κάποιο σπίτι των Χριστουγέννων. Φέτος ήταν η σειρά της πόλης της Νόρας και της Αρετής και για το δικό τους σπίτι.  Αυτό των Χριστουγέννων. 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΛΟΥΤΣΟΣ (ανέκδοτο κείμενο)


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Μαριλένα Παππά.


Η Μαριλένα Παππά γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1988. Μεγάλωσε στην Αθήνα, γράφει και ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της! Σπούδασε Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στην Ακαδημία Σπουδών Επικοινωνίας. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ( Ο πλανήτης που χαμογελά, Φεγγαροκουταλιές, Ο κύκλος των χαμένων εποχών, Ερωτικές καταλήξεις, Ερωτικές επιστολές στον κύριο Π.Β.), ενώ έχει στήσει πολυάριθμες παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα με τη θεατρική της ομάδα. Η εικονογράφηση του πρώτου της βιβλίου έγινε από την ίδια. Κείμενά της έχουν αναρτηθεί σε πολλά blogs και sites. 

Περισσότερα για εκείνη θα βρείτε στο προσωπικό της blog «Σκέφτομαι και γράφω» http://marilena99.blogspot.gr!

Στοιχεία επικοινωνίας:
...
Το κείμενο έγραψε ο Κώστας Βελούτσος.


Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1966 στο Πλωμάρι της Λέσβου. Είναι έγγαμος, πατέρας δυο παιδιών και στο επάγγελμα πυροσβέστης. Έργα του είναι το Σεργιάνι στη ζωή (2011), Τελευταία φορά (2013),  Ζωή από τον θάνατο (2014) και Κόκκινα Φεγγάρια. Άρθρα και  διηγήματά του δημοσιεύονται κατά διαστήματα σε ηλεκτρονικές εφημερίδες.

Η σελίδα του Κώστα στο facebook:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Το παιδί στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού

Είμαι μυθιστοριογράφος και νομίζω πως μια «ιστορία» την έπλασα μόνος μου. Γιατί γράφω «νομίζω», αφού το ξέρω πως εγώ την έπλασα; Κι όμως πάντα μου ‘ρχεται στο μυαλό ότι αυτό έχει συμβεί κάπου και κάποτε, και συνέβη ακριβώς την παραμονή των Χριστουγέννων, σε κάποια πελώρια πόλη και σε τρομακτικό κρύο.

Φαντάζομαι ένα αγοράκι, αλλά πολύ μικρό, ίσαμε έξι χρονών ή και πιο μικρό ακόμα. Το αγοράκι αυτό ξύπνησε το πρωί σ’ ένα υγρό και κρύο υπόγειο. Φορούσε μια ποδίτσα και έτρεμε. Η ανάσα του έβγαινε αχνός κι αυτό, καθισμένο στη γωνιά, πάνω σ’ ένα σεντούκι, μην έχοντας τι να κάνει, ξεφυσούσε με το στόμα του αυτόν τον αχνό επίτηδες και περνούσε την ώρα του βλέποντας πώς βγαίνει. Πεινούσε πολύ, όμως, πολύ. Μερικές φορές από το πρωί ζύγωνε στα ξύλα που σχημάτιζαν ένα κρεβάτι, όπου σε στρωσίδι στεγνό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μπόγο για μαξιλάρι, κειτόταν η άρρωστη μάνα του.  Πώς βρέθηκε εκεί μέσα; Φαίνεται πως ήλθε με το αγοράκι της από μιαν άλλη πόλη και έξαφνα αρρώστησε.

[…]

Το παιδάκι βρήκε κάπου στην είσοδο νερό για να πιεί, μα πουθενά δεν μπόρεσε να βρει ένα ξεροκόμματο και κάπου για δέκατη φορά σκούντησε τη μάνα του να την ξυπνήσει. Ένιωσε τρομάρα στο τέλος από τη σκοτεινιά. Το βράδυ είχε πέσει από ώρα και δεν άναψαν φως. Βρίσκοντας ψηλαφιστά το πρόσωπο της μαμάς, το παιδί ξαφνιάστηκε που δεν σάλεψε καθόλου κι έγινε το ίδιο κρύα με τον τοίχο. «Πολύ κρύο κάνει εδώ», σκέφθηκε το αγοράκι· στάθηκε για λίγο εκεί, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του πάνω στον ώμο της μακαρίτισσας, ύστερα χαμήλωσε τα δαχτυλάκια του και ξαφνικά, βρίσκοντας πάνω στο κρεβάτι το σκουφάκι του, σιγά-σιγά, ψηλαφιστά τράβηξε έξω από το υπόγειο. Θα ‘φευγε νωρίτερα, μα φοβόταν το μεγάλο σκυλί πάνω στη σκάλα, που ούρλιαζε όλη μέρα στην πόρτα των γειτόνων. Το σκυλί όμως δεν ήταν εκεί, και το παιδάκι ξαφνικά βρέθηκε στο δρόμο. 


Θεέ μου, τι πολιτεία! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Εκεί απ’ όπου ήρθε, τις νύχτες το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο, ένα φανάρι για όλον τον δρόμο. Τα ξύλινα χαμηλά σπιτάκια κλείνουν τα παντζούρια τους. Στον δρόμο μόλις σκοτεινιάσει δεν βρίσκεις ψυχή. Όλοι κλειδώνονται στα σπίτια τους και μόνο κοπάδια τα σκυλιά ουρλιάζουν, εκατό και χίλια, μουγκρίζουν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Εκεί όμως ήταν ζέστη και του έδιναν να φάει, μα εδώ -Θεέ μου, ας έβρισκε να φάει!

[…]

Να κι άλλος δρόμος, κοίτα τι πλατύς! Εδώ σίγουρα θα το τσαλαπατήσουν. Πόσο φωνάζουν όλοι, τρέχουν με τα πόδια και τ’ αμάξια, και πόσο φως, πόσο φως! Κι αυτό πάλι, τι είναι; Αχ, τι μεγάλο τζάμι, με κάμαρα, και μέσα στην κάμαρα ένα δέντρο ως το ταβάνι: είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο, και πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο τόσα πολλά φωτάκια, τόσα χρυσόχαρτα και μήλα γύρω γύρω, εδώ πάλι, κουκλάκια, μικρά αλογάκια. Και μες στην κάμαρα τρέχουν παιδάκια στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και τρων και πίνουν. Να ένα κοριτσάκι που άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι· τι χαριτωμένο κοριτσάκι! Να κι η μουσική, ακούγεται μέσα από το τζάμι. Το αγοράκι βλέπει, θαυμάζει και γελάει πια, μα του πονάνε πια και τα δαχτυλάκια και τα πόδια του, και τα χεράκια του έγιναν κατακόκκινα και δεν λυγάνε πια και πονάει να τα σαλέψει. Και ξαφνικά θυμήθηκε το παιδί πως του πονάνε τόσο πολύ τα δαχτυλάκια του, έβαλε τα κλάματα και έτρεξε παραπέρα.

[…]

Του φάνηκε ξαφνικά πως κάποιος τον έπιασε από την ποδιά. Ένα μεγάλο κακό αγόρι στεκόταν δίπλα του και ξαφνικά του έδωσε μια κατακεφαλιά, του άρπαξε το σκουφί του, ενώ από κάτω του έδινε μια γονατιά. Κατρακύλησε το παιδάκι χάμω, γύρω ‘βάλαν τις φωνές, τα σάστισε αυτό, πετάχθηκε πάνω και το ‘βαλε στα πόδια, κι έτρεχε, έτρεχε και έξαφνα μπήκε τρέχοντας κάπου, δεν ήξερε πού, σε μεγάλη αυλόπορτα, σε ξένη αυλή –και κοντοκάθισε πίσω από τα καυσόξυλα:
«Εδώ δεν θα με βρουν, είναι και σκοτεινά».

[…]

-Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγόρι μου, είπε ψιθυριστά από πάνω μια σιγανή φωνή.

Σκέφθηκε στην αρχή πως είναι πάντα η μαμά του· αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος, λοιπόν, τον φώναξε;  Δεν έβλεπε, μα κάποιος έσκυψε και το αγκάλιασε στα σκοτεινά. Κι αυτό του άπλωσε το χεράκι και… κι άξαφνα –αχ, τι φως είναι αυτό! Τι ωραίο δέντρο! Μα ούτε χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι, ποτέ δεν είδε τέτοια δέντρα! Πού  να ‘ναι τώρα:  όλα λάμπουν, όλα φέγγουν και γύρω είναι όλο κουκλάκια. Μα δεν είναι κουκλάκια, είναι αγοράκια και κοριτσάκια, μα τόσο φωτεινά· όλα στριφογυρίζουν γύρω του, πετάνε, όλα τον φιλάνε, τον παίρνουν μαζί τους, κι αυτός πετάει και βλέπει:  τον κοιτάει η μαμά του και γελάει χαρούμενη.

-Μαμά! Μαμά! Πόσο καλά είναι εδώ, μαμά! της φωνάζει το αγοράκι και πάλι φιλιέται με τα παιδιά. 

«Ποιοι είσαστε σεις αγοράκια; Ποιοι είσαστε, κοριτσάκια;» τα ρωτάει με γέλια και αγάπη γι’ αυτά.

-Είναι το «χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», του αποκρίνονται. Ο Χριστός πάντα τέτοια μέρα έχει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο για τα μικρά παιδάκια, που εκεί κάτω δεν έχουν δικό τους δέντρο…

Κι έμαθε το παιδάκι πως όλα εκείνα τ’ αγοράκια και κοριτσάκια είναι παιδάκια σαν κι αυτό· πως άλλα πάγωσαν ακόμα στα πανέρια τους, που μ’ αυτά τα είχαν παρατήσει στα σκαλιά, στις εξώπορτες των κρατικών λειτουργών στην Πετρούπολη· κι άλλα έπαθαν ασφυξία στις χωριάτισσες της Τσούχνα, που τα ‘παιρναν από το βρεφοκομείο για να τ’ αναστήσουν· άλλα πάλι πέθαναν στο στερεμένο στήθος της μητέρας τους (όταν στην περιοχή της Σαμάρα ήταν λιμός)· κι άλλα που έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τη δυσωδία. Και τώρα όλα αυτά τα παιδιά είναι εδώ, όλα τους είναι σαν αγγελούδια όλα καλεσμένα του Χριστού και Αυτός εν τω μέσω αυτών απλώνει προς αυτά τα χέρια Του και τα ευλογεί, μαζί με τις αμαρτωλές μανάδες τους…

Κι οι μανάδες των παιδιών αυτών στέκουν εδώ πάλι, παράμερα και κλαίνε. Η κάθε μια  αναγνωρίζει το αγοράκι ή το κοριτσάκι της, κι αυτά τις ζυγώνουν πετώντας και τις φιλούνε, τους σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χεράκια τους και τις παρακαλούν να μην κλαίνε, γιατί εδώ νιώθουν τόσο καλά!...

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Φ.Μ.Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Gutenberg.


Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διήγηματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Απολλώνια Παραμυθιώτη.


 Ονομάζομαι Απολλώνια Παραμυθιώτη. Είμαι 20 ετών και η καταγωγή μου είναι από την Παραμυθιά και την Κέρκυρα. Είμαι αυτοδίδαχτη ζωγράφος και τα πρώτα μου βήματα άρχισαν από πολύ μικρή ηλικία. Συμμετείχα σε διαγωνισμούς και εκθέσεις ζωγραφικής -από τους περισσότερους απέσπασα διακρίσεις. Όπως π.χ. στον Πανευρωπαϊκό και Πανελλήνιο Διαγωνισμό του 2009 με θέμα "Έρευνα και Καινοτομία".

Έχω εικονογραφήσει για τον Ιταλικό οίκο Aletti Editore το παραμύθι της συγγραφέως Γεωργίας Χαϊδεμενοπούλου με τίτλο "7 Favole... 7 Colori dell' arcobaleno". 
Συμμετέχω εθελοντικά ως εικονογράφος στις Εκδόσεις Σαΐτα.

Δύο νέες δουλειές εικονογραφημένες από την Απολλώνια:
1.Η πηγή της γνώσης και άλλα παραμύθια (Γεωργίας Χαϊδεμενοπούλου, εκδόσεις Πένα)
2.Δεν θέλω αδερφάκι (Γαντζούδη Χάρη, εκδόσεις Bookstars)

Η ομάδα της στο facebook:

...
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: