Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

…Εμείς είμαστε περήφανοι…



ΧΧΙ

…Και να τους πεις ακόμη
Πως ζούμε φρυγμένοι, πεινασμένοι
Μα όχι απελπισμένοι.
Οι απελπισμένοι πες ζούνε μπρούμυτα.
Με φοβισμένα μάτια.
Με σκεπασμένα λόγια.
Με δαρμένη φωνή.
Όχι, δεν είμαστε απελπισμένοι.
Οι απελπισμένοι μόνο τρέμουν.
Μόνο σκύβουν.
Μόνο συμφωνούν.
Όχι πες! Εμείς δεν είμαστε απελπισμένοι.
Εμάς τα μάτια μας
Πηδούν πάνω απ’ τις κορυφογραμμές.
Εμάς η φωνή μας ξεπερνά πες τα σύννεφα.
Εμείς είμαστε περήφανοι.
Και δεν καλοπιάνουμε.
Δε θυμιατίζουμε.
Δεν προσκυνάμε.
Αυτή είν’ η Χάρτα μας εμάς.
Αυτό το Σύνταγμά μας.
Να, τι να τους πεις, προξενητή
Και τώρα: Ώρα σου καλή.
Και κοίταξε να μην ξαναβρείς το δρόμο…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ (Από τη συλλογή Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Ο πατέρας μου



Σαν περπατώ, σαν τρέχω, σαν παίζω χαρωπά
 κάποιος για μένα πάντα κρυφά καρδιοχτυπά.

Στη ζέστη, το λιοπύρι, στο χιόνι, στη βροχή
για μένα όλο δουλεύει, δε σταματά στιγμή.

Σαν με κρατά απ’ το χέρι στα πόδια έχω φτερά
τίποτα δε φοβάμαι κι έχω κρυφή χαρά.

Πώς θέλω να του μοιάσω, να γίνω όπως κι αυτός,
γεμάτος καλοσύνη, ψηλός και δυνατός!

«Πατέρα» , του φωνάζω και μου χαμογελά,
σκύβει και μ’ αγκαλιάζει και με γλυκοφιλά.

ΧΑΡΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ



Η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντου.



Η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντου μόλις τελείωσε το νηπιαγωγείο. Της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει και να κάνει γυμναστική. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει εικονογράφος και αθλήτρια.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


Η Αννούλα και ο ανθρωπάκος



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια χήρα γυναίκα που είχε ένα κοριτσάκι. Ήσαν πολύ φτωχές και δεν είχαν καλά-καλά να φάνε. Ένα πρωινό είπε η μητέρα στο κοριτσάκι της:

-Αννούλα μου, θα πάω να ζυμώσω και να ψήσω το ψωμί της ξαδέρφης μου κι εκείνη μπορεί να μου δώσει κανένα κομμάτι για τον κόπο μου. Εσύ πάρε το καλαθάκι σου και πήγαινε στο δάσος να μαζέψεις αγριαγκινάρες. Θα τις φτιάξουμε το βράδυ.

-Καλά, μητέρα, απάντησε η Αννούλα.

Και μόλις έφυγε η μητέρα της, πήρε το καλαθάκι της και πήγε στο δάσος να μαζέψει αγριαγκινάρες. Σε μια στιγμή, ένα αγκάθι της τρύπησε το χέρι και έβγαλε μια φωνή πόνου. 

Την άλλη στιγμή πετάχτηκε μέσα από την κουφάλα ενός δέντρου ένας τόσος δα ανθρωπάκος, ηλικιωμένος, με άσπρο μακρύ γένι κι ένα μυτερό σκούφο στο κεφάλι.

-Τι έπαθες, κοριτσάκι μου; τη ρώτησε. Γιατί φώναξες; 

Η Αννούλα φοβήθηκε που τον είδε, αλλά εκείνος την πλησίασε θαρρετά και της χαμογέλασε. Το κοριτσάκι έπαψε να φοβάται, γιατί είδε ότι τα μάτια του ήσαν γεμάτα καλοσύνη.

-Με τρύπησε μια αγριαγκινάρα, του απάντησε.

-Ω, δεν είναι τίποτε, απάντησε ο ανθρωπάκος.

Και, σκύβοντας, μάζεψε γρήγορα-γρήγορα τις αγκινάρες και γέμισε το καλαθάκι.

-Σ’ ευχαριστώ, παππούλη! είπε η Αννούλα.

-Μπα, δεν κάνει τίποτε, της απάντησε εκείνος. Πάμε τώρα στο σπίτι μου να σε φιλέψω κάτι. Θα γνωρίσεις και τη γυναίκα μου.

Η Αννούλα ήταν πολύ περίεργη να δει σε τι σπίτι έμενε αυτός ο ανθρωπάκος και τον ακολούθησε. Προχώρησαν λίγο και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά τους ένα τόσο δα σπιτάκι, που μόλις χωρούσε την Αννούλα η πόρτα του, Μέσα καθόταν μια γριούλα και έγνεθε, μια γριούλα τόση δα, ήταν δεν ήταν δυο σπιθαμές.

Μόλις είδε την Αννούλα χάρηκε πολύ και της είπε να φάει όσα σύκα και καρύδια ήθελε, από ένα δίσκο. Η Αννούλα πρόσεξε ότι το σπίτι τους ήταν άνω κάτω και πολύ σύντομα έμαθε το λόγο. Η γριούλα είχε χτυπήσει άσχημα το πόδι της και δεν μπορούσε να περπατάει καθόλου.



Η Αννούλα, που ένιωθε μεγάλη υποχρέωση, δεν έχασε καιρό. Έβγαλε την γριούλα έξω στην αυλή, έβγαλε και το γεροντάκι, μπήκε μέσα και άρχισε να συγυρίζει το σπίτι. Άσπρισε τους τοίχους, έπλυνε όλα τα πράγματα και τα έκανε να λάμπουν, σφουγγάρισε, τα έφερε όλα βόλτα. Καθάρισε μάλιστα και λίγες πατάτες και τις έριξε στο φούρνο.

Ο ανθρωπάκος και η γριούλα κόντευαν να τρελαθούν από τη χαρά τους. 

-Έννοια σας, θα έρθω και αύριο, τους είπε η Αννούλα. Θα έρχομαι κάθε μέρα να σας κάνω όλες τις δουλειές, ώσπου να γίνει καλά το πόδι της γιαγιάς.

Και μετά τους αποχαιρέτισε κι έφυγε. Όταν έφτασε στο σπίτι της κατά το μεσημέρι βρήκε τη μητέρα της εκεί. Ήταν πολύ στεναχωρημένη γιατί η ξαδέρφη της δεν της είχε δώσει ούτε ένα κομμάτι ψωμί.

-Δεν πειράζει, μανούλα, είπε το κοριτσάκι. Θα φάμε τις αγκινάρες μας δίχως ψωμί.

Και πήγε να τις βγάλει από το καλάθι. Μόλις τις άδειασε όμως, τι να δει! Κάτω κάτω ήταν ένα σακουλάκι γεμάτο φλουριά.

-Μητέρα! Μητέρα! Κοίταξε!

Η μητέρα της είδε το σακούλι με τα φλουριά και τα έχασε.

-Πού βρέθηκαν, παιδάκι μου; ρώτησε.

-Θα έπεσαν φαίνεται από την τσέπη του ανθρωπάκου, καθώς μου μάζευε τις αγκινάρες, απάντησε η Αννούλα. Πού αλλού θα βρίσκονταν;

-Να πας αμέσως να του τα δώσεις, κόρη μου. Ή περίμενε, θα έρθω κι εγώ μαζί.

Μάνα και κόρη ξεκίνησαν από το σπίτι τους και σε λίγο έφτασαν στο σπιτάκι του ανθρωπάκου και της γριούλας. Τους βρήκαν να κάθονται στον ήλιο, στην αυλή. Η Αννούλα πήρε από τη μάνα της το σακούλι και το έδωσε στο γεροντάκο.

-Από την τσέπη σου θα έπεσε, παππούλη, του είπε, γιατί αλλιώς πώς θα βρισκόταν μέσα στο καλάθι μου;

Ο γεροντάκος την ευχαρίστησε και πήρε το σακούλι χαμογελώντας. Μάνα και κόρη έφυγαν. Όταν έφτασαν στο σπίτι τους όμως, τι να δουν; Πάνω στο τραπέζι τους ήσαν δύο σακουλάκια. Κατάλαβαν τότε πως ο ανθρωπάκος ήταν κάποιος καλός μάγος και άρχισαν να κλαίνε από τη χαρά τους, για την καλή τους τύχη.

Η Αννούλα πήρε ένα φλουρί και έτρεξε στο χρυσοχόο. Το άλλαξε με λεφτά, πήρε ψωμί, λάδι και πολλά άλλα πράγματα και γύρισε στο σπίτι. Ο χρυσοχόος παραξενεύτηκε για το φλουρί και το είπε στη γυναίκα του. Εκείνη το είπε στις γειτόνισσες και σιγά σιγά το νέο έφτασε στ’ αυτιά της θείας της Αννούλας.

Χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε στο σπίτι τους και άρχισε να τις ρωτάει που είχαν βρει το φλουρί. Στην αρχή η μητέρα της Αννούλας δεν ήθελε να της πει τίποτε, αλλά από τα πολλά, αναγκάστηκε να καθίσει να διηγηθεί τι είχε συμβεί.

-Α, έτσι! έκανε η ξαδέρφη συλλογισμένη.

Και το άλλο πρωί πήγε στο δάσος και βρήκε τα δυο ανθρωπάκια.

-Γεια σας, είπε. Έμαθα πως η γιαγιά χτύπησε το πόδι της και δεν μπορεί να κάνει δουλειές. Ήρθα να σας βοηθήσω. Έχετε να σας κάνω καμιά δουλειά;

-Χι, χι! γέλασε το γεροντάκι Και βέβαια έχουμε. Να ζυμώσει, ε γριά;

-Χι, χι! γέλασε κι εκείνη. Καλά λες, γέρο μου, να μας ζυμώσει γιατί μας σώθηκε το ψωμί.

Η γυναίκα έτρεξε να ρίξει το αλεύρι στη σκάφη και άρχισε να ζυμώνει. Ζύμωνε ζύμωνε, αλλά δεν κατάφερνε να φτιάξει ζυμάρι –πέρασαν πολλές ώρες. Έβαλε το φούρνο να κάψει, αλλά όσα ξύλα κι αν έριχνε, αυτός δεν έλεγε να πυρώσει. Έφτασε το μεσημέρι και η γυναίκα κόντευε να τρελαθεί από την πείνα γιατί, πάνω στη φούρια της να πάει να βρει τα φλουριά, δεν είχε φάει τίποτα.

-Θα κάνω υπομονή ώσπου να ψηθούν τα ψωμιά, σκεφτόταν. Τότε θα φάω.

Τα ψωμιά όμως δεν έλεγαν να ψηθούν, έμεναν άσπρα και μαλακά όπως όταν τα είχε βάλει στο φούρνο. Μόνο κατά το σούρουπο άρχισαν να ροδοκοκκινίζουν και να μοσχοβολούν. Στο τέλος ψήθηκαν και η γυναίκα άρχισε να ξεφουρνίζει. Ο ανθρωπάκος, όμως, τα πήρε, τα έβαλε στο ερμάρι του και της είπε:

-Ευχαριστούμε πολύ, κυρά μου. Σύρε στο καλό.

Και δεν της έδωσε ούτε μια μπουκιά. Η γυναίκα ντρεπόταν να ζητήσει και αναγκάστηκε να φύγει νηστική. Έκανε υπομονή όμως, χαιρόταν μάλιστα, γιατί ήξερε ότι φτάνοντας στο σπίτι της θα εύρισκε δυο σακούλια με φλουριά σαν την ξαδέρφη της. Προχωρούσε βιαστική, λοιπόν, για να φτάσει.

Μα όσο κι αν έτρεχε, ο δρόμος δεν έλεγε να σωθεί. Αντίθετα μάκραινε και ήταν γεμάτος αγκάθια και τσουκνίδες. Περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε, λοιπόν, όλη τη νύχτα και όταν τα ξημερώματα έφτασε στο σπίτι της ήταν ψόφια από την κούραση και την πείνα.

Μόλις μπήκε στο σπίτι της, όμως, τι να δει! Πάνω στο τραπέζι της ήταν ένα σακουλάκι. Έτρεξε χαρούμενη, το άρπαξε και το άνοιξε, μα αντί για φλουριά βρήκε μέσα μια χούφτα πέτρες.

Έπεσε τότε σε μια καρέκλα και άρχισε να κλαίει για την κακή της τύχη. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού της και παρουσιάστηκε μπροστά της ο ανθρωπάκος του δάσους. Μόνο που τούτη τη φορά δεν ήταν γελαστός, αλλά σοβαρός-σοβαρός. 

-Στους καλούς ανθρώπους δίνω πάντοτε φλουριά, της είπε. Στους άσπλαχνους, σαν εσένα, πολύ πέφτουν και οι πέτρες. Η φτωχή ξαδέρφη σου ήρθε και σου ζύμωσε μα δεν της έδωσες ούτε μια φέτα ψωμί να φάει το κοριτσάκι της. Τι παραπονιέσαι, λοιπόν; Το ίδιο έκανα κι εγώ με σένα.

Και λέγοντας αυτά ο ανθρωπάκος εξαφανίστηκε, σαν μάγος που ήταν, και άφησε την άσπλαχνη γυναίκα σαστισμένη και μετανιωμένη για την κακία της.

Από τη συλλογή παραμυθιών Η μαρμαρωμένη βασιλοπούλα και άλλα 19 παραμύθια, εκδοτικός οίκος Αστήρ.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τις σημερινές εικόνες έκανε η Ερμιόνη.



Γεια σας, είμαι η Ερμιόνη και μόλις τελείωσα την Δ’  δημοτικού. Στον ελεύθερο χρόνο μου μου αρέσει να ζωγραφίζω να ακούω μουσική και να χορεύω.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Ο κουρσάρος και η γοργόνα



Μια φορά κι έναν καιρό σε θάλασσες πλατιές και μαύρες, τότε που πειρατές κούρσευαν χωριά και φοβέριζαν ανθρώπους, υπήρχε μια μπρατσέρα η «Αστραπή». Μαύρα πανιά την έντυναν και εκατό κουπιά την οδηγούσαν σε απάτητα νησιά. Στην πλώρη της ομορφοσκαλισμένη γοργόνα τη στόλιζε, με μακριά μαλλιά και τορνευτά στήθη.
 
Ο Χρυσαετός, ο κουρσάρος, την είχε δαμάσει σε μπόρες και πόλεμους και έστεκε αυτή στητή και περήφανη. Ήταν όμορφος ο καπετάνιος, με μακριά ατίθασα  μαλλιά, με σιδερένια μπράτσα γεμάτα σημάδια από μάχες. Σωστό παλικάρι, ψηλός σαν κυπαρίσσι. Άγριος στη μάχη, μα με καλή καρδιά που συμπονούσε ακόμα και τους εχθρούς του.

Βράδια ολάκερα άφηνε τους άλλες πειρατές να γλεντοκοπούν και να μεθάνε κι αυτός έβγαινε στην πλώρη, ακουμπούσε το προσκέφαλο του στο ακρόπλωρο και άκουγε το τραγούδι των κυμάτων.

Κάποτε ο Χρυσαετός κοιμόταν στο κρεβάτι του κι ο ήλιος δεν είχε ακόμα καλά ανατείλει όταν άκουσε ήχους μάχης και φωνές πόνου. Και πράγματι άλλοι πειρατές είχαν πλησιάσει τη μπρατσέρα του, είχαν ανέβει πάνω και γινόταν φοβερή μάχη. Αμέσως ο καπετάνιος άρπαξε το σπαθί του και όρμησε σα λιοντάρι καταπάνω στους εχθρούς με μανία. Χτυπούσε αλύπητα και τα ρούχα του είχαν κατασκιστεί. Οι σύντροφοί του χάνονταν ο ένας μετά τον άλλον. Ώρες πάλευαν σώμα με σώμα ώσπου βροντή δυνατή ακούστηκε και η μπρατσέρα έσπασε στη μέση από τα κανόνια των έχθρων γιατί ήταν πιο πολλοί.

Βρέθηκε νύχτα πια ο Χρυσαετός μαζί με τους λιγοστούς του συντρόφους να παλεύει να σωθεί από τη μάνητα της θάλασσας ώσπου έχασε τις αισθήσεις του και απόμεινε να τον σέρνει η θάλασσα όπου αυτή ήθελε.

Ξεβράστηκε το πληγιασμένο του κορμί σε έναν άγνωστο τόπο. Άνοιξε τα μάτια του κι ένιωσε τον ήλιο να του καίει το πρόσωπο. Σηκώθηκε όρθιος με τις λιγοστές του δυνάμεις και κοίταξε ένα γύρω. Ψυχή δεν υπήρχε, μόνο συντρίμμια της μπρατσέρας του και πυκνή βλάστηση. Κάθισε απογοητευμένος ο κουρσάρος καμπόση ώρα μέχρι που πήρε την απόφαση να ψάξει να βρει ότι είχε απομείνει από την αγαπημένη του «Αστραπή».

Η νύχτα πια πλησίαζε, έτσι άναψε φωτιά και απόμεινε να κοιτάζει τη σκοτεινή θάλασσα. Τον πήρε ο ύπνος και στα αυτιά του γυναικείο τραγούδι. Κοιμήθηκε ο Χρυσαετός και πίστεψε πως ήταν της φαντασίας παιχνίδισμα. Όμως και το επόμενο βράδυ άκουσε το ίδιο μελαγχολικό τραγούδι ώσπου, όταν ο Θεός φώτισε τη μέρα, ο κουρσάρος άρχισε να ψάχνει την παράλια πέρα ως πέρα.

Ξάφνου μισοθαμμένο βρήκε το όμορφο ξύλινο ακρόπλωρο. Δεν του έλειπε ούτε ένα κομμάτι. Με γρηγοράδα σκούπισε την άμμο πάω από την ξύλινη γοργόνα και την πήρε στον ωμό του κουβαλώντας τη μέχρι τη πρόχειρη σκηνή του. Μιλούσε στο ακρόπλωρο σα να ‘ταν αληθινός άνθρωπος ώρες ολόκληρες. Νύχτες απόμεινε να κοιτάζει τη φωτιά που έπεφτε πάνω στο ξύλινο αψεγάδιαστο κορμί και το ‘κάνε να φαντάζει τόσο αληθινό.

Ένα βράδυ ο Χρυσαετός αποκοιμήθηκε κι ένιωσε να τον ξυπνάει μια μελαγχολική γλυκιά φωνή. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τα μάτια της γοργόνας  κι ένιωσε ότι είδε δάκρυα και ήταν δάκρυα. Η ξύλινη γοργόνα του μίλησε. Του είπε πως κάθε φορά που αυτός καθόταν στη πλώρη αυτή του μιλούσε, του μιλούσε και τον κοιτούσε. Τον είχε αγαπήσει. Κι ο Χρυσαετός την αγάπησε. Μαγεύτηκε από το γλυκό της τραγούδι και την ομορφιά της, όμως ήταν ξύλινη και ποτέ δε θα τον αγκάλιαζε.

Τότε η γοργόνα του είπε να πάει στο πιο ψηλό βουνό τούτου του τόπου. Εκεί ζει σε μια σπηλιά ο πιο σοφός γέροντας του κόσμου που έχει ένα μαγικό βοτάνι που ζωντανεύει ακόμα και νεκρούς. Κίνησε ο κουρσάρος να πάει. Ώρες περπατούσε μέσα στο άγονο δάσος, τα πόδια του πλήγιασαν, τα χέρια του πονούσαν, τα ρούχα του σκίστηκαν ώσπου έφτασε σε ένα ψηλό βουνό. Βράχο τον βράχο σκαρφάλωνε ώσπου έφτασε σε μια σκοτεινή σπηλιά.

Μέσα καθόταν ο σοφός γέροντας. Ο Χρυσαετός του είπε τι ζητούσε κι αυτός του αποκρίθηκε:

-Πάρε τούτο τον κουβά και άμε να τον γεμίσεις νερό από σαράντα κύματα για να το πας στο τέρας που φυλάει το βοτάνι να πιει, στη σπηλιά με τις κόκκινες πέτρες. Όμως πρόσεχε ό,τι ακούσεις, μην ξεχαστείς και απομείνεις, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Πάρε τη στράτα με τις ιτιές για να κάμεις γρήγορα.

Ο Χρυσαετός πήρε τον κουβά και γρήγορα κατέβηκε, πήρε τη στράτα με τις ιτιές και έφτασε στην ακροθαλασσιά. Κάθισε κάτω και μετρούσε τα κύματα και όλο του ξέφευγαν ώσπου στο τέλος τα κατάφερε και μάζεψε το νερό. Αμέσως έτρεξε προς τη σπηλιά με τις κόκκινες πέτρες. Μπήκε διστακτικά μέσα γιατί δεν ήξερε τι τέρας θα συναντούσε. Τέρας δεν είδε, μόνο μια όμορφη γυναίκα να τον καλεί κοντά της. Ο κουρσάρος πήγε, της άφησε το νερό και της ζήτησε το μαγικό βοτάνι.

Εκείνη του είπε:

-Θα σου δώσω το κρασί που σε κάνει αθάνατο με αντάλλαγμα να σου ξεριζώσω την καρδιά, να μην ξαναγαπήσεις ποτέ και να μείνεις κοντά μου.

Ο κουρσάρος ούτε να ακούσει δεν ήθελε και αυτή με χίλια δυο παρακάλια και παινέματα τον παρακαλούσε να καθίσει κοντά της. Όμως ο κουρσάρος την απειλούσε πως θα την σκότωνε και έτσι αυτή του έδωσε το βοτάνι.

Έφυγε αυτός γρήγορα για να πάει να συναντήσει την αγαπημένη του γοργόνα. Ώρες περπατούσε όμως δεν κουραζόταν γιατί λαχταρούσε να έρθει κοντά της.

Καθώς η νύχτα είχε πια φτάσει, στο δρόμο της επιστροφής είδε δυο κόκκινα σημάδια γεμάτα φωτιά να σκίζουν την σκοτεινιά. Πλησίασε και τα κόκκινα σημάδια πλησίασαν και αυτά και γινόταν μεγαλύτερα ώσπου ένιωσε πόνο και δόντια να του σκίζουν τη σάρκα.

Στο φως του φεγγαριού είδε ένα θεριό να ετοιμάζεται να το κατασπαράξει. Πρόλαβε, το χτύπησε και έτρεξε . Έτρεχε, έτρεχε ώσπου ξέπνοος έφτασε κοντά της.

Άνοιξε τότε το σακούλι του να πάρει το βοτάνι όμως αυτό έλειπε. Τότε πια κατάλαβε ότι το έχασε και μαζί με το βοτάνι  και την ελπίδα να τη ζωντανέψει. Έπεσε ματωμένος πάνω στη ξύλινη γοργόνα και έκλαιγε ώρες ώσπου δεν κατάλαβε πως ξημέρωσε και πως δυο χέρια γυναικεία τον αγκάλιαζαν. Σήκωσε τα μάτια του και είδε στη θέση της  ξύλινης γοργόνας μια αληθινή να του χαμογελάει.
Ο κουρσάρος σάστισε και αυτή του είπε:

-Τα δάκρυα σου ήταν πραγματικότητα και αυτά ήταν το πιο ισχυρό βοτάνι που μαλάκωσε το ξύλο.

Ευτυχισμένος πια ο Χρυσαετός αγκάλιασε τη γοργόνα του και θέλησε να την έχει για πάντα κοντά του.

Όμως οι γοργόνες δεν μπορούν να ζήσουν μακριά από τη θάλασσα γιατί πεθαίνουν. Έτσι ο κουρσάρος την πήρε στη αγκαλιά του και την έβαλε στη δροσερή θάλασσα.

Αυτή έκανε δυο μεγάλες βουτιές και χάθηκε για λίγο στο βυθό όμως ξαναγύρισε κοντά του.

Μέρες κάθονταν ο ένας μέσα στο νερό και ο άλλος στη στεριά και μιλούσαν και, καθώς ερχόταν το βράδυ, αποκοιμιόνταν κοιτάζοντας τα άστρα στον ουρανό και ακούγοντας το τρελό χορό των κυμάτων.

Ώσπου μια μέρα ο Χρυσαετός δεν άντεξε και είπε στη γοργόνα πως έπρεπε να μην ξανάρθει κοντά του γιατί δε θα μπορούσε ποτέ να την κάνει δική του. Αυτή χάθηκε για μέρες και ο κουρσάρος απόμεινε μόνος να αγναντεύει το πέλαγος. Όμως ένα λιόγερμα που ο ήλιος βουτούσε άγρια τις ακτίνες του στο γαλανό νερό, είδε την  ουρά της να χρυσίζει στο ημιθανές φως του ήλιου . Ήρθε κοντά του και του είπε:

-Αγαπημένε μου, ρώτησα τον βασιλέα των θαλασσών και μου ΄πε να σου δώσω να φας τούτο εδώ το χόρτο. Έτσι θα μπορέσεις να έρθεις κοντά μου χωρίς να πάθεις τίποτα και να ζήσουμε μαζί. Δέχεσαι; Όμως ούτε θα ξαναδείς ούτε θα ξανακούσεις ποτέ.

Ο Χρυσαετός πήρε το βοτάνι και χωρίς δεύτερη σκέψη το έβαλε στο στόμα του. Ένιωσε την στυφή του σκέψη και σκέφτηκε ότι δε θα ξανάβλεπε ούτε θα ξανάκουγε το τραγούδι της αλλά δεν έκαμε πίσω, γιατί την ήθελε έστω κι έτσι κοντά του.

Μόλις έφαγε το χορτάρι ο κουρσάρος μάταια κοίταζε τα πόδια του, μα ακόμα ανθρώπινα ήταν. Τότε είδε τη γοργόνα του να έρχεται κοντά του μα αυτή για ουρά είχε πόδια και τη ρώτησε τι συνέβη. Τότε αυτή του αποκρίθηκε:

-Ο βασιλέας τω θαλασσών μου είπε ότι αν φας τούτο το χορτάρι σημαίνει ότι μ’ αγαπάς πραγματικά και έτσι θα λύσει τα μάγια και θα με κάμει άνθρωπο.

Ο Χρυσαετός δεν πίστευε στα αυτιά του, αγκάλιασε την όμορφη γοργόνα, που τώρα πια ήταν άνθρωπος, και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς  καλύτερα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ Ρ. (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε ο Άρης Πασματζής.




Γεννήθηκε στις 12/10/1983 στην Πάτρα όπου και ζει. 

Σπούδασε Μηχανολόγος-Μηχανικός στο ΑΤΕΙ Πατρών.

Από μικρός έδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και σε ηλικία 10 ετών παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στον Φυσιολατρικό σύλλογο Πάτρων, όπου και συμμετείχε στην ετήσια έκθεσή του στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης.

Παράλληλα με το σχολείο παρακολούθησε γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο για την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Από τότε η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ήταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Μέχρι και τον Αύγουστο του 2014. Τότε τον «ανακάλυψε» ο κύριος Κώστας Λεούσσης, Καλλιτέχνης και Καλλιτεχνικός Επιμελητής Εκθέσεων και του άνοιξε τον δρόμο των εκθέσεων με τη συμμετοχή του στις  “ΑΕΝΑΕΣ ΠΝΟΕΣ”, που έλαβαν χώρα στην Ποσειδωνία Σύρου.

Παράλληλα ασχολείται με τη διακόσμηση, καθώς και με χειροποίητα κεριά και λαμπάδες, όλα ζωγραφισμένα στο χέρι.

Αυτή την περίοδο ετοιμάζεται για δύο εκθέσεις ζωγραφικής, στη Γλυφάδα και την Αράχωβα.

Η σελίδα του Άρη στο facebook:

Το κείμενο έγραψε η Πηνελόπη Ρ. 




Γεννήθηκα σε μια ήσυχη γωνιά του Αμβρακικού κόλπου, στην Αμφιλοχία, ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Είμαι δασκάλα σε δημοτικό σχολείο. Από μικρή οι σκέψεις μου ταξίδευαν στα δίχτυα των ψαράδων, στα φτερά των γλαρών και ποτισμένα από το θαλασσινό νερό έγιναν λέξεις, ιστορίες, ποιήματα και χρώματα.

Ασχολούμαι  με το χορό, τη ζωγραφική, την ποίηση και τη συγγραφή παραμυθιών.

Έχω συμμετάσχει σε πολλά σεμινάρια θεατρικού παιχνιδιού, κουκλοθέατρου και παραμυθιού και ως εισηγήτρια.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: