Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Το κουκί και το ρεβύθι

Στο δικό μας τον καιρό
λεν αλλιώς το παραμύθι
«το κουκί και το ρεβίθι»
στα σημερινά παιδιά.

 Πύραυλος είν’ το κουκί
αστροναύτης το ρεβύθι
το φεγγάρι κολοκύθι
παίζουν την κολοκυθιά.

 Πάρκο είν’ ο ουρανός
και τ’ αστέρια χαμομήλια
τρών’ οι πύραυλοι τα μίλια
είμαστε μια γειτονιά.

 Στο παιχνίδι όλοι μαζί
πάνω χέρι, κάτω χέρι
το ρεβίθι σ’ ένα αστέρι
κοπανάει μια κουτουλιά.

ΘΕΤΗ ΧΟΡΤΙΑΤΗ-ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ, Φρούλου! Φρούλου! Φρέλα! Να ‘ταν χαλβάς η τρέλα!!!, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Μαριλένα Παππά.


 Η Μαριλένα Παππά γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1988. Μεγάλωσε στην Αθήνα, γράφει και ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της! Σπούδασε Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στην Ακαδημία Σπουδών Επικοινωνίας. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ( Ο πλανήτης που χαμογελά, Φεγγαροκουταλιές, Ο κύκλος των χαμένων εποχών, Ερωτικές καταλήξεις, Ερωτικές επιστολές στον κύριο Π.Β.), ενώ έχει στήσει πολυάριθμες παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα με τη θεατρική της ομάδα. Η εικονογράφηση του πρώτου της βιβλίου έγινε από την ίδια. Κείμενά της έχουν αναρτηθεί σε πολλά blogs και sites. Περισσότερα για εκείνη θα βρείτε στο προσωπικό της blog «Σκέφτομαι και γράφω» http://marilena99.blogspot.gr .

Στοιχεία επικοινωνίας:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

  Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:












Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Ο Ιανουάριος της Λίας

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια θορυβώδη μεγαλούπολη, ζούσε ένα κορίτσι που το έλεγαν Λία. Τα παιδιά στο σχολείο τη φώναζαν «Λία Μελαγχολία» -ειδικά όταν ήθελαν να την πειράξουν.

Η Λία ήταν όμορφη και καλοσυνάτη, με μακριά σγουρά μαλλιά και μελιά μάτια. Όμως, για 11 μήνες κάθε χρόνο, ήταν μελαγχολική. Ο μόνος μήνας που την έκανε χαρούμενη ήταν ο Δεκέμβριος. Τότε η πόλη πλημμύριζε από λαμπιόνια και οι άνθρωποι ήταν γελαστοί. Τα σπίτια γέμιζαν από χαρούμενες φωνές και πολύχρωμα πακέτα! Τα τζάκια άναβαν και τα τραπέζια ήταν στολισμένα με κατακόκκινα τραπεζομάντηλα και κεριά! Τα Χριστούγεννα οι μαμάδες και οι μπαμπάδες που δουλεύουν είναι κι αυτοί στο σπίτι, μαζί με τους παππούδες, τα ξαδέρφια και τους φίλους. Πόσο ήθελε η Λία να είναι Χριστούγεννα όλο το χρόνο! 

Όμως ήξερε καλά πως αυτό δεν γίνεται. Έτσι, με το που τελείωνε ο Δεκέμβριος, η Λία ξαναθυμόταν πως ήταν η «Λία Μελαγχολία» και κατσούφιαζε. Ο πιο δύσκολος μήνας για αυτήν ήταν ο Ιανουάριος. Κάθε Γενάρη η Λία γκρίνιαζε αδιάκοπα και δεν γελούσε πια με τα αστεία των φίλων της. Δεν χαιρόταν ούτε τις ιστορίες της μαμάς της, που με τόσο κόπο προσπαθούσε να την κάνει να ξεχαστεί κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο. Δεν την παρηγορούσαν ούτε οι αγκαλιές του μπαμπά της, ούτε τα χάδια της γιαγιάς της. Και δεν την συγκινούσαν καθόλου οι σκανταλιές του μικρού της αδερφού, που ένα μήνα πριν έβρισκε πολύ χαριτωμένες και την έκαναν να ξεκαρδίζεται στα γέλια.

Χρόνο με τον χρόνο, η μελαγχολία του Ιανουρίου γινόταν όλο και πιο έντονη. Οι γονείς της Λίας ανησυχούσαν. Ώσπου, κάποιο Γενάρη, η Λία από τη στενοχώρια της σταμάτησε να τρώει. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Τι κι αν της έφτιαχναν το αγαπημένο της φαγητό; Τι κι αν της έφερναν λαχταριστά σοκολατένια γλυκά, που ήταν η αδυναμία της; Δεν κατέβαινε μπουκιά.

Μετά από μια εβδομάδα ασιτίας η Λία κατέληξε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί αναγκάστηκαν να της δώσουν πολλά φάρμακα για να τη βοηθήσουν. Οι νοσοκόμες προσπαθούσαν να την κάνουν να γελάσει μάταια. Και συνέχιζε να μην τρώει. Η μαμά της βρισκόταν κοντά της νυχθημερόν και ο μπαμπάς της ερχόταν κάθε μέρα μετά τη δουλειά για να τη δει και να προσπαθήσει να την κάνει να χαμογελάσει πάλι. Αλλά η Λία σε ό,τι κι αν της έλεγαν απαντούσε πως είναι Ιανουάριος.

Μια μέρα, μια νοσοκόμα πρότεινε στη Λία να πάει στον παιδότοπο του νοσοκομείου, ελπίζοντας ότι τα παιχνίδια και η παρέα με τα άλλα παιδιά θα της έφτιαχναν τη διάθεση.

Ο παιδότοπος ήταν ένα χαρούμενο μέρος. Πολύχρωμος, με πολλά παιχνίδια και γελαστές νοσοκόμες και δασκάλες. Η Λία είδε εκεί αρκετά παιδιά που έπαιζαν. Αλλά δεν τα πλησίασε. Στεκόταν μόνη της και τα παρατηρούσε. Ανάμεσά τους, ήταν ένα πολύ χλωμό κοριτσάκι, που ξεχώριζε επειδή είχε πολύ λίγα μαλλιά. Το κοριτσάκι την πλησίασε.

-Πώς σε λένε;

-Λία, απάντησε απρόθυμα.

-Και γιατί είσαι εδώ; Εγώ έχω μια αρρώστια, αλλά εδώ με βοηθάνε να γίνω καλά και να ξαναγυρίσω στο σπίτι μου, είπε το κοριτσάκι και χαμογέλασε. Έχεις κι εσύ κάποια αρρώστια;

-Όχι.

-Και τότε γιατί είσαι εδώ;

-Γιατί δεν τρώω.

Το κοριτσάκι γούρλωσε τα μάτια του με απορία.

-Δεν τρως τίποτα; Ούτε γλυκά; Ούτε παγωτά; Μακάρι να μου επέτρεπαν να φάω ένα γλυκό! Όμως όταν γίνω καλά...

Τα μάτια του κοριτσιού έλαμψαν. Η Λία παρατήρησε ότι ήταν τόσο όμορφα τα μάτια της όπως έλαμψαν!

Μία νοσοκόμα πλησίασε τα δύο κορίτσια.

-Έλα Ελπίδα μου, πρέπει να πάμε να ξεκουραστείς.

-Πρέπει να φύγω. Ο χρόνος του παιχνιδιού μου τελείωσε. Αύριο όμως θα ξαναέρθω. Εσύ;

-Δεν ξέρω..., είπε η Λία μπερδεμένη.

-Τα λέμε αύριο, απάντησε η Ελπίδα χαρούμενη.

Η Λία κάθισε στη μοκέτα οκλαδόν. Τι αρρώστια είχε η Ελπίδα; Και γιατί δεν είχε πολλά μαλλιά; Και γιατί δεν της επέτρεπαν να φάει γλυκά; Και γιατί χρονομετρούσαν το παιχνίδι της; Είχε πολλές απορίες.

Όταν γύρισε στο δωμάτιο, η Λία βρήκε τη μαμά της να την περιμένει εκεί.

-Πώς πέρασες Λία; ρώτησε η μαμά με ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία. Έπαιξες;

-Όχι, αλλά γνώρισα ένα κοριτσάκι που δεν είχε πολλά μαλλιά. Και δεν το αφήνουν να τρώει γλυκά ούτε να παίζει όση ώρα θέλει. Γιατί μαμά;

-Έχει κάποια αρρώστια το κοριτσάκι Λία μου, είπε η μαμά, και της Λίας σαν να της φάνηκε ότι η μαμά της είχε βουρκώσει.

-Και πώς την έπαθε αυτή την αρρώστια μαμά; Μπορεί να την πάθω κι εγώ;

-Εσύ Λία μου είσαι πολύ τυχερή. Αν αρχίσεις να τρως, είσαι ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Να θυμάσαι όμως, ότι το σήμερα είναι αυτό που έχουμε και για αυτό πρέπει να είμαστε ευγνώμονες. Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί αύριο.

Η Λία προβληματίστηκε ακόμη πιο πολύ. Για την ακρίβεια ένιωθε τύψεις: τύψεις γιατί είχε πολλά και πλούσια μαλλιά, τύψεις γιατί δεν έτρωγε ενώ μπορούσε και τύψεις γιατί δεν ήταν ευγνώμων για το σήμερα. Η μαμά της είχε δίκιο. Και η Ελπίδα το ίδιο. Πριν προλάβει να τα καλοσκεφτεί όλα αυτά μπήκε στο δωμάτιο μια νοσοκόμα και έφερε το δίσκο με το βραδινό της Λίας. Παρότι δεν πεινούσε και το στομάχι της είχε λίγο κλείσει από τις περίπου δέκα μέρες ασιτίας, η Λία προσπάθησε και έφαγε 2-3 μπουκιές. Η μαμά της ήταν πολύ χαρούμενη και της χάρισε την πιο μεγάλη και ζεστή αγκαλιά που της είχε κάνει ποτέ.

Την επόμενη μέρα, η Λία έφαγε λίγο από το πρωινό της και στη συνέχεια ζήτησε να πάει στον παιδότοπο του νοσοκομείου. Εκεί συνάντησε πάλι την Ελπίδα, γελαστή και χαρούμενη. Τα κορίτσια έπαιξαν μαζί για όση ώρα οι γιατροί το επέπτρεπαν στην Ελπίδα. Αυτό συνέβη για περίπου μια βδομάδα, και, μέρα με τη μέρα, η Λία έτρωγε όλο και πιο πολύ, γινόταν όλο και περισσότερο φίλη με την Ελπίδα.

Ώσπου, ένα βράδυ, οι γιατροί ενημέρωσαν τη μαμά της ότι η Λία μπορούσε να βγει από το νοσοκομείο, αρκεί να συνέχιζε να τρώει συχνά και μικρά γεύματα. Την επόμενη ημέρα θα έπαιρνε εξιτήριο. Η Λία χαιρόταν που θα έβγαινε από το νοσοκομείο, αλλά λυπόταν που δεν θα έβλεπε καθημερινά την Ελπίδα.

Το επόμενο πρωί, η Λία έφαγε σχεδόν όλο το πρωινό της και στη συνέχεια ζήτησε να πάει στον παιδότοπο για να χαιρετίσει την Ελπίδα. Όμως δεν τη βρήκε εκεί.

-Πού είναι η Ελπίδα; ρώτησε μια νοσοκόμα.

-Πήγε να κάνει κάποιες εξετάσεις. Δεν θα έρθει σήμερα, της απάντησε εκείνη.

Η Λία απογοητεύθηκε. Όμως η μαμά της έγραψε σε ένα χαρτάκι «Λία» και το τηλέφωνο του σπιτιού τους και το άφησε στη νοσοκόμα. Εκείνη υποσχέθηκε να το δώσει στην Ελπίδα.

Οι μέρες περνούσαν και η Λία ξαναγύρισε στο σχολείο της. Δεν ήταν πια τόσο μελαγχολική, κι ας ήταν τέλος Ιανουαρίου. Όμως είχε μια μικρή ανησυχία για τη φίλη της. Γιατί δεν την είχε πάρει ακόμη τηλέφωνο; Ήταν ακόμα στο νοσοκομείο;

Την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου, αργά το απόγευμα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Ελπίδα! Είχε μόλις βγει από το νοσοκομείο μετά από πολλούς μήνες. Οι εξετάσεις της ήταν καλές και, παρότι οι γιατροί δεν της επέτρεπαν να επιστρέψει ακόμα στο σχολείο της, ήταν πολύ ευχαριστημένη που γύρισε σπίτι.

Από εκείνη τη μέρα και κάθε απόγευμα, οι δύο φίλες μιλούσαν καθημερινά στο τηλέφωνο. Και, μετά από αρκετό καιρό, συναντήθηκαν. Ήταν και οι δύο πολύ διαφορετικές: η Λία ήταν ζωηρή και χαρούμενη, κι ας μην ήταν Δεκέμβρης. Και η Ελπίδα είχε πολύ περισσότερα μαλλιά.

Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να γράψουν μια έκθεση με θέμα «Ποιος είναι ο αγαπημένος μου μήνας του χρόνου». Η έκθεση της Λίας ξεκινούσε κάπως έτσι: «Ο αγαπημένος μου μήνας είναι ο Ιανουάριος γιατί τότε γνώρισα την Ελπίδα».

Ποτέ πια κανείς δεν ξαναφώναξε τη Λία «Λία Μελαγχολία». Η ίδια ζήτησε από όλους να τη φωνάζουν με ολόκληρο το όνομά της: Ευαγγελία.

ΜΑΙΡΗ ΣΚΟΡΔΙΑ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Έλλη Ζαρίφη.


Με λένε Έλλη Ζαρίφη και σπούδασα Διαφήμιση και Μάρκετινγκ. Για κάποια χρόνια εργάστηκα στον χώρο των εκδόσεων, μέχρι που απέκτησα την πρώτη μου κόρη και εγκατέλειψα την καριέρα μου για να αφοσιωθώ στα παιδιά μου. Η ζωγραφική ήταν πάντα κάτι που αγαπούσα. Ξεκίνησα να ασχολούμαι πιο δυναμικά για χάρη των κοριτσιών μου, που τους άρεσε να τους ζωγραφίζω διάφορες παραστάσεις και εικόνες. Σιγά σιγά άρχισαν να μου ζητάνε ζωγραφιές και οι φίλες τους με αποτέλεσμα να μπει η ζωγραφική στην καθημερινότητά μου. Ζωγραφίζω κυρίως για παιδιά, αλλά και για μεγαλύτερα παιδιά, διότι είναι μια ασχολία που γεμίζει τη ζωή μου, με χαλαρώνει και μου προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση. Τα περισσότερα «έργα» μου, βρίσκονται στη σελίδα :

Το κείμενο έγραψε η Μαίρη Σκόρδια.


Η Μαίρη Σκόρδια γεννήθηκε στην Αθήνα, ενώ κατάγεται από τη Χίο. Είναι Μαθηματικός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο απέκτησε και Δίπλωμα Συμπληρωματικής Επιμόρφωσης στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία. Επίσης, είναι κάτοχος MBA (Masters in Business Administration) από το ALBA Graduate Business School, καθώς και Πτυχίου Ωδικής

Εργάζεται ως κειμενογράφος και μεταφράστρια, αλλά και ως δασκάλα μουσικής με έμφαση στην πρώτη γνωριμία με τη μουσική των παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Το 2013 και 2014 παρουσίασε το μουσικό έργο για πιάνο «Ο Κύκλος της Φύσης», αποτελούμενο από 12 κομμάτια αφιερωμένα ανά 3 σε καθεμιά από τις 4 εποχές του χρόνου.

Έχει μεταφράσει πληθώρα ακαδημαϊκών άρθρων στον τομέα της Στατιστικής, της Διοίκησης Επιχειρήσεων, της Επιχειρηματικής Στρατηγικής, της Διοίκησης Ανθρώπινων Πόρων, των Χρηματοοικονομικών, κλπ.

Αγαπά πολύ το γράψιμο και τη μουσική, καθώς και κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, ενώ είναι σίγουρη ότι η διαδικασία της μάθησης είναι η πιο όμορφη και πιο σημαντική μορφή δημιουργίας (και ευτυχώς δεν τελειώνει ποτέ). 
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

 Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:





Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Το διπλό παραμύθι

Δεν είμαστε πια παιδιά. Αγόρια και κορίτσια στο σπίτι μας, κοντεύαμε να γίνουμε της παντρειάς. Ωστόσο μας άρεσαν ακόμα τα παραμύθια της γιαγιάς.

Μα τώρα δεν ήσανε τα παραμύθια με τους δράκους και τις βασιλοπούλες, που ξέραμε. Τώρα η γιαγιά μας έλεγε πότε-πότε, όταν ήταν στις καλές της, ένα άλλο παραμύθι, που το είχαμε βγάλει: «το διπλό παραμύθι». Και το λέγαμε διπλό, γιατί δεν τόλεγε μονάχα η γιαγιά. Τόλεγε μαζί με τον παππού, καθώς καθόμαστε, το χειμώνα, κοντά στην πυροστιά. Εκείνη το άρχιζε κι εκείνος το αποτελείωνε ή έλεγε ο ένας και τον διόρθωνε ο άλλος, θυμίζοντάς του εκείνα, που ξεχνούσε. «Λέγε τώρα εσύ, γέρο…», τούλεγε καμιά φορά εκείνη. Κι εκείνος πάλι κάποτε την έκοβε στη μέση και της έλεγε: «Δεν το θυμάσαι καλά, γριά. Στάσου να το πω εγώ τώρα. Και λες εσύ παρακάτω»… Και έτσι οι δύο γέροι, ο παππούς και η γιαγιά, πιάνοντας ο ένας κι αφήνοντας ο άλλος, μας έλεγαν το παραμύθι. Το διπλό παραμύθι:

«Μια φορά κι ένα καιρό –το διπλό παραμύθι άρχιζε, όπως όλα τα παραμύθια –ήτανε ένας νιός και μια νιά. Και είχαν πιάσει μια τρανή αγάπη. Μα κι εκείνοι δεν ήξεραν πώς αγαπήθηκαν. Μήπως ξέρει κανένας πώς πιάνεται η αγάπη;…».

Έλεγε η γριά κι εκοίταζε πονηρά το γέρο της.

«Η αγάπη πιάνεται σαν το συνάχι», έλεγε, χωρατεύοντας ο γέρος. «Συναχώνεται κανείς και δεν το ξέρει πώς συναχώθηκε. Παρακάτω…»

Η γριά τούλεγε να σκάσει και ξακολούθαγε το παραμύθι της.

«Η νιά ήτανε μια αρχοντοπούλα, ξανθή και πανέμορφη, μοναχοθυγατέρα των γονιών της. Παυλίνα τη λέγανε και καθότανε στην εξοχή με τους γονιούς της, σ’ έναν παλιό πύργο, που είχανε κληρονομήσει πάππου προς πάππου. Εκεί είχε μεγαλώσει, μαζί με τη φουντωτή λεμονιά, που είχε φυτέψει ο πατέρας της στο χτήμα, όταν γεννήθηκε η μοναχοκόρη του, μαζί με το γαϊδουράκι, που έπαιζε μαζί του, όταν ήτανε και τα δυό μικρά, και μαζί με το μεγάλο τους τσομπανόσκυλο, που ήτανε γέρος τώρα κι άρρωστος και δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια του. Και όμως ο καημένος ο γεροσκύλος είχε ίσια ίσια τα χρόνια της Παυλίνας, που ήτανε τώρα ολόδροση κοπέλα δεκαπέντε χρονών, σα μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, που γλυκοσκάζει μιάν ανοιξιάτικη αυγή…».

Τα άλλα παραμύθια δεν την κούραζαν τόσο τη γιαγιά. Μπορούσε να λέει και ν’ ανιστορεί όλη τη νύχτα. Τούτο το παραμύθι όμως, φαίνεται, πως την κούραζε πολύ. Και ξανάπιανε πάλι το παραμύθι ο γέρος:

«Ας αφήσουμε τώρα την Παυλίνα κι ας πιάσουμε το νέο. Παύλο τον λέγανε. Ήταν ένας λεβέντης είκοσι χρονών και ήταν αξιωματικός στα πολεμικά καράβια. Φορούσε άσπρη στολή, σαν το χιόνι, με χρυσά γαλόνια και κουμπιά, και, όταν γύριζε απ’ τα ταξίδια του, πήγαινε να ιδεί την ξαδερφούλα του την Παυλίνα στον πύργο, γιατί ο πατέρας της Παυλίνας και η μητέρα του ήσαν πρώτα ξαδέρφια. Έτσι ο Παύλος, σαν ταξίδευε, λαχτάριζε πάντα τη στεριά, με τα λουλούδια της, και η Παυλίνα, σαν έμενε μοναχή της στον πύργο, λαχτάριζε τη θάλασσα, με τ’ αφρισμένα κύματά της».

Ο γέρος σταματούσε πάλι, αναστέναζε κι έλεγε στη γριά:

«Πες τα τώρα εσύ, γριά, που τα θυμάσαι καλύτερα».

Και η γιαγιά μας έλεγε τώρα, πώς είχανε αγαπηθεί ο Παύλος και η Παυλίνα, δίχως να τα καταλάβουν.

Εκείνος δεν της είχε πει ποτέ τίποτα. Κι εκείνη το ίδιο. Ώρες περπατούσανε μαζί στο έρημο δάσος, κατέβαιναν στις δασωμένες ρεματιές, βοηθούσε ο ένας τον άλλον, να περάσουνε τα τρεχούμενα νερά, σκαρφάλωναν στις ανηφοριές, και στα μονοπάτια γλιστρούσαν απ’ τα ξερά φύλλα των πεύκων, κρατώντας ο ένας το χέρι του αλλουνού, μιλιά όμως δεν βγάζανε. Λες και είχανε βουβαθεί…

«Λέγε τώρα, γέρο…».

Ο γέρος αναστέναζε κι έπιανε το παραμύθι εκεί, που το άφησε η γριά:

«Λες και είχανε βουβαθεί. Και μονάχα, όταν έφευγε εκείνος, να γυρίσει στη θάλασσα, εκείνη τούλεγε δακρυσμένη: Πότε θα ξανάρθεις πάλι; Μην αργήσεις. Κι εκείνος της έλεγε με μάτια βουρκωμένα: Μήπως είναι στο χέρι μου να πω πότε θα ξανάρθω; Η θάλασσα ορίζει. Τίποτε άλλο. Και δίνανε τα χέρια ν’ αποχαιρετισθούν. Και κρατούσε πολλή ώρα ο ένας το χέρι του αλλουνού, που έκαιγε, το κρατούσε, σα να μη μπορούσανε να τα χωρίσουνε. Αν αυτό θα πει «σ’ αγαπώ», τότε το είχανε πει ο ένας στον άλλον. Τίποτε άλλο όμως δεν είπανε ποτέ τους, όσον καιρό ο Παύλος ερχότανε στον πύργο απ’ τη θάλασσα και όσον καιρό η Παυλίνα, βλέποντας απ’ το παραθυράκι της ψηλής σοφίτας τη μακρινή θάλασσα, με τα λευκά πανιά, την παρακαλούσε να της τον φέρει… Λέγε τώρα, γριά, γιατί εγώ νύσταξα».

Μα τί να πει κι η γριά, που είχε νυστάξει κι εκείνη;

Δεν ήταν όμως και ανάγκη να μας τελειώσουν το παραμύθι ο γέρος κι η γριά. Τα παρακάτω τα ξέραμε. Ο Παύλος κι η Παυλίνα παντρευθήκανε, απόχτησαν παιδιά κι αγγόνια και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο Παύλος κι η Παυλίνα ήσαν ο παππούς και η γιαγιά μας. Και μας λέγανε το διπλό τους παραμύθι. Μα δεν το φτάνανε ποτέ ως το τέλος, οι δυό γέροι. Γιατί πάντα στο ίδιο μέρος, εκεί που παντρεύθηκε ο Παύλος την Παυλίνα, τους έπιανε νύστα και τους δυό και αποκοιμόντουσαν βαθιά, μπροστά στην πυροστιά, που σιγόσβηναν θλιβερά τα τελευταία της ξύλα…

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Ιωάννα Σταθοπούλου.


Η Ιωάννα Σταθοπούλου πρωτοασχολήθηκε με τη ζωγραφική στην τρυφερή ηλικία των 4 ετών, με δασκάλα την εικαστικό Κίττυ Σταγκοπούλου, παίρνοντας μέρος σε αρκετούς διαγωνισμούς ζωγραφικής.

Στα 14 της μια αναπάντεχη πρόταση για συνεργασία από μεγάλο γερμανικό σχεδιαστικό όμιλο μένει ανεκπλήρωτη λόγω του νεαρού της ηλικίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 η συνωνυμία της με τον γνωστό σύγχρονο ζωγράφο Γεώργιο Σταθόπουλο της χαρίζει μια θέση εργασίας στην γκαλερί του Χρήστου Ζέρβα.

Το 2006 τελειώνει τις σπουδές της στο τμήμα Διοίκησης και Οικονομίας του Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Πάτρας και ξεκινά την επαγγελματική της πορεία σε ποικίλους τομείς δράσης, χωρίς να ξεχνά τη μεγάλη της αγάπη.

Η εμπειρία της στο ευρύ δημιουργικό χώρο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, σχεδιασμό ρούχων και decents, κατασκευή κοσμημάτων και δημιουργία καλλιτεχνικών κατασκευών.

Αυτό το διάστημα ετοιμάζει την πρώτη της έκθεση ζωγραφικής με τίτλο "The Lost Dreaming Pleasure" η οποία θα εκτεθεί προς τις αρχές του καλοκαιριού στο νησί της Κεφαλλονιάς.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.


Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:





Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Του χρόνου τα γυρίσματα

Χρόνος είναι και γυρίζει,
λύπες και χαρές σκορπίζει.
Πάνω στο χρυσό του θρόνο,
κάθεται μόνο …έναν χρόνο!
Κάθε μήνας που περνάει
κι ένα δώρο μας κερνάει.
Φέρνει ο Αύγουστος τη γλύκα
και καλάθια με τα σύκα.
Ο Σεπτέμβρης με σταφύλια
βάφει κόκκινα τα χείλια.
Κι ο Απρίλης λέει στο Μάη
ρόδα στις αυλές να πάει.
Χρόνος είναι και γυρνά,
μια έχει ζέστη, μια δροσιά.
Μια γελάμε και μια κλαίμε,
όχι στη ζωή δεν λέμε!
Και λίγο προτού γεράσει,
νέος  χρόνος έχει φτάσει
κι από την αρχή φροντίζει,
τα καλά του να χαρίζει!

ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΛΕΙΩΝΗ (ανέκδοτο κείμενο)


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τις σημερινές εικόνες έκανε η Ζαχαρούλα Μπόνγκαρντ.


Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε ναυτιλιακά. Παρακολούθησε σεμινάρια αγγλικής λογοτεχνίας. Ο πρώτος της δάσκαλος ήταν ο Δ. Τηνιακός. Αργότερα μαθήτευσε στο κέντρο Γλυφάδας Εικαστικών Τεχνών. Συνέχισε στη σχολή Βακαλό (fine arts), στο τμήμα ζωγραφικής, χαρακτικής, ιστορίας τέχνης και σκηνογραφία-κοστούμια. Το 2001 συνέχισε με σεμινάρια χαρακτικής στο Saint Martins College of Fine Arts and Design του Λονδίνου, ενώ το 2006 παρακολούθησε σεμινάρια τοιχογραφίας στο μουσείο Μπενάκη. Τον Οκτώβριο του 2009 παρακολούθησε σεμινάρια λιθογραφίας και χαρακτικής σε σχολή στη Βενετία (Scuola Internazionale di Grafica Venezia). Έχει ασχοληθεί με τη σκηνογραφία και την εσωτερική διακόσμηση.

Έργα της υπάρχουν σε συλλογές ιδιωτών στην Ιταλία. Αγγλία, Ρουμανία, Ιαπωνία και στη ναυτιλιακή λέσχη Πειραιώς.
Το κείμενο έγραψε η Μαριάνθη Πλειώνη.


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση 28 χρόνια -τα τελευταία 6 στην Ειδική αγωγή. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες για μικρούς και μεγάλους και να βλέπω γύρω μου τους ανθρώπους να χαμογελούν.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα στο facebook: