Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Η χρονιά που πέρασε



Λες και δεν πέρασε ποτέ
η χρονιά η περσινή.
Φαντάζει κιόλας μακρινή.

Έμεινε μόνο ένα φύλλο
στο ημερολόγιο του τοίχου,
όπως μέσα στην οθόνη μένει
η σκηνή η τελευταία,
όπου γράφεται το «τέλος»
με μικρά ή κεφαλαία.

Θέλω τον καινούριο χρόνο
φωτεινό κι αστραφτερό,
σαν αφόρετα παπούτσια,
σαν κολλαριστό φουρό.

Τα φετινά παπούτσια…
πού θα με πάνε αλήθεια;
Ουφ, φτάνουν οι ερωτήσεις:
δρόμος μεγάλος, ανοιχτός
είν’ μόνο αυτός που πάει εμπρός!

ΤΖΑΝΙ ΡΟΝΤΑΡΙ, Χαρούμενα μαγικά Χριστούγεννα, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Ιωάννα Σταθοπούλου.


Η Ιωάννα Σταθοπούλου πρωτοασχολήθηκε με τη ζωγραφική στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών παίρνοντας μέρος σε αρκετούς διαγωνισμούς ζωγραφικής.
Στα δεκατέσσερά της μια αναπάντεχη πρόταση για συνεργασία από μεγάλο γερμανικό σχεδιαστικό όμιλο μένει ανεκπλήρωτη λόγω του νεαρού της ηλικίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα η συνωνυμία της γνωστό σύγχρονο ζωγράφο της χαρίζει μια θέση εργασίας σε γκαλερί.
Το 2006 τελειώνει τις σπουδές της στο τμήμα Διοίκησης και Οικονομίας του Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Πάτρας και ξεκινά την επαγγελματική της πορεία σε ποικίλους τομείς δράσης, χωρίς να ξεχνά τη μεγάλη της αγάπη.
Η εμπειρία της στον ευρύ δημιουργικό χώρο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, σχεδιασμό ρούχων και decents, κατασκευή κοσμημάτων και δημιουργία καλλιτεχνικών κατασκευών.

Στοιχεία επικοινωνίας: iostath02@gmail.com

Η σελίδα της Ιωάννας στο facebook:

Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Το παιδί και το μπαλόνι



Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1876.

Το σπίτι μας είχε γεμίσει από παιγνίδια. Και ήτανε δικά μου όλα, γιατί ήμουν το μοναχοπαίδι της φαμίλιας. Είχα όμως θείους και θείες και ξαδέρφια, που, κάθε Πρωτοχρονιά, έφταναν στο σπίτι μας, φορτωμένοι με μεγάλα πακέτα. Και, επειδή τους περισσότερους απ’ αυτούς τους έβλεπα μια φορά το χρόνο και πάντα φορτωμένους με πακέτα, είχα την ιδέα πως ο Θεός τους είχε πλάσει για να μου φέρνουν εμένα παιγνίδια και πως αυτή ήτανε η δουλειά τους στον κόσμο. Αν τους έβλεπα να κάνουν και καμιά άλλη δουλειά, θα μου φαινότανε παράξενο.

Το απόγευμα εκείνο, ως το βράδυ, είχαν έρθει όλοι. Τους ήξερα και τους θυμόμουν ένα-έναν και τους περίμενα με τη σειρά τους. Μερικοί αργήσανε να ‘ρθουν, μα ήρθανε κι αυτοί με το άναμμα των φώτων. Αν είχα κατάλογο να τους φωνάζω με το όνομά τους, όπως έκανε ο δάσκαλός μας στο σχολείο, όλοι θα δίνανε το «παρών». Τέλος πάντων, δεν έλειψε κανένας κι εκείνη την παραμονή, όπως πάντα.

Ψέματα λέω. Δεν είχε έρθει ακόμα ο θείος ο Νικόλας. Αυτός ήτανε ένας φτωχός συγγενής, που ο πατέρας μου τον βοηθούσε πότε-πότε, δίνοντάς του λίγα χρήματα και πολλές συμβουλές. 

-Μονάχα ο Νικόλας δε φάνηκε σήμερα… είπε η μητέρα μου, όταν νύχτωσε καλά. Αυτός έλειψε μονάχα.

-Τι να ‘ρθει να κάνει ο γρουσούζης; της είπε ο πατέρας μου. Ποιος ξέρει σε τι χάλια βρίσκεται πάλι ο κακομοίρης. Και είναι και ψωροφιλότιμος, βλέπεις. Κάτι θα ήθελε να φέρει στο παιδί ο κακομοίρης. Για να μη φανεί ως τώρα δε θα κατάφερε ν’ αγοράσει ούτε μια σφυρίχτρα απ’ τα καροτσάκια του δρόμου. Και ντράπηκε, φαίνεται, να φανερωθεί μ’ αδειανά τα χέρια. Καλύτερα. Ας λείπει κι αυτός και το καλό του.

Ο πατέρας μιλούσε σκληρά για το θείο το Νικολάκη, γιατί είχε την ιδέα, πως ό, τι τραβούσε το τραβούσε απ’ την κακοκεφαλιά του. Μα περισσότερο μου φαίνεται πως δεν τον χώνευε ο πατέρας μου, γιατί του γινότανε κάθε τόσο φόρτωμα με την κλάψα του και τη ζητιανιά του. Εγώ όμως τον αγαπούσα περισσότερο απ’ τους άλλους συγγενείς που μου ‘φερναν τα πλούσια δώρα. Και μ’ αγαπούσε κι αυτός, σα να ήμουνα παιδί του. Ντρεπόμουνα να του πω πως μου είχε λείψει εκείνη την ημέρα, μα να πω την αλήθεια, μου ‘λειπε πολύ. Έπαιζα με τα καινούργια μου παιχνίδια, που τα είχα αραδιάσει όλα στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, μα ο νους μου ήτανε στην πόρτα να τον ακούσω να ‘ρχεται. Και ήξερα το χτύπημά του στην πόρτα. Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Ήτανε ένα χτύπημα δειλό και ξεψυχισμένο, όπως ήτανε κι ο ίδιος ο καημένος ο θείος. Νόμιζες πως ήτανε αυγό η πόρτα και φοβότανε να την σπάσει. Αυτό μου φαινότανε παράξενο. Ο πατέρας μου τον έλεγε καμιά φορά ζητιάνο. Και όμως, οι ζητιάνοι χτυπούσανε δυνατότερα απ’ όλους την πόρτα. Πήγαιναν να την γκρεμίσουν. Ας είναι. Ο θείος ο Νικόλας δε φάνηκε εκείνο το βράδυ.

Μα δεν έλειψε ούτε κείνη τη χρονιά. Πρωί πρωί, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, να σου τον!

Τον είδα από το παράθυρο να μπαίνει στην πόρτα του κήπου. Ο ερχομός του έμοιαζε με θρίαμβο. Κρατούσε, μ’ ένα σπάγκο, ένα μεγάλο, κόκκινο μπαλόνι που πάλευε απάνω απ’ το κεφάλι του και τέντωνε πότε-πότε το σπάγκο του, σα να ήθελε να τιναχτεί στα μισούρανα και να συνεπάρει μαζί του στα σύννεφα τον θείο Νικόλα, που ήτανε αλαφρός σαν πούπουλο. Αυτό θα με διασκέδαζε πολύ, μα πάλι λυπόμουνα τον καημένο το θείο.

Έτρεξα στον κήπο να τον δεχτώ. Μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ‘δωκε το μπαλόνι. Η χαρά μου ήτανε μεγάλη. Ανεβήκαμε μαζί στο σπίτι. Ο πατέρας μου τον αποπήρε:

-Τι τα ‘θελες, χριστιανέ μου, τα δώρα; Εσύ είσαι άνθρωπος της ανάγκης. Δε σε παρεξηγεί κανένας. Γιατί πετάς τα λεφτά σου γι’ αυτές τις αηδίες; Το παιδί, δόξα τω θεώ, έχει του κόσμου τα παιχνίδια. Μπορούσε να του λείψει το μπαλόνι σου.

Ο πατέρας μου έκανε λάθος. Άδικα είχε ντροπιάσει τον καημένο το θείο Νικόλα με τα σκληρά του λόγια. Το κόκκινο εκείνο μπαλόνι, που τέντωνε το σπάγκο του και ήθελε να πετάξει στα μισούρανα, είχε μπει στην καρδιά  μου. Δε θ’ άλλαζα μ’ εκείνο όλα μου τα άλλα πλούσια παιχνίδια, τους σιδηρόδρομους, τα στρατιωτάκια, τα κανόνια, τα ωραία παράξενα ζώα. Από τη στιγμή που το ‘πιασα στα χέρια μου, τα ξέχασα όλα. Πήρα το μπαλόνι μου και κατέβηκα στο περιβόλι να παίξω. Δεν το άφηνα στιγμή απ’ το χέρι μου.

Μια στιγμή ξέφυγε ο σπάγκος απ’ το δάχτυλό μου και το μπαλόνι πέταξε. Το είδα ν’ αγγίζει τα κλαδιά των δέντρων, να γλιστράει ανάμεσά τους και να φεύγει βιαστικά, σα να ήθελε κάπου να φτάσει. Έκανε ένα γύρο απάνω απ’ το κεφάλι μου και ύστερα το ‘χασα. Βγήκα απ’ το περιβόλι να το κυνηγήσω στη γειτονιά, μήπως κουραζότανε κι έπεφτε κάπου. Δεν έπεσε πουθενά. Τραβούσε το δρόμο του ψηλά. Και του κυνηγούσα τώρα με τα μάτια μου, ως που το ‘χασα ολότελα.

Μα δεν το ξέχασα ποτέ το μπαλόνι του φτωχού θείου Νικόλα. Πολλές φορές μου φαίνεται πω το κυνηγώ ακόμα στα μισούρανα.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ                                      

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Κατερίνα Φυρογέννη.


Η Κατερίνα γεννήθηκε το 1992 στη Θεσσαλονίκη, όπου και κατοικεί. Έχει τελειώσει το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Φλώρινας και έχει παρακολουθήσει πολλά παιδαγωγικά συνέδρια, σεμινάρια και ημερίδες. Είναι κάτοχος Proficiency και κάνει μαθήματα νοηματικής γλώσσας. Ασχολείται με το σκίτσο και το ελεύθερο σχέδιο. 

Στοιχεία επικοινωνίας:

Η σελίδα της Κατερίνας:
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:




Όταν η Ασπασία γνώρισε την Αταξία



Η Ασπασία ήταν ένα πολύ ζωηρό κορίτσι που σπάνια άκουγε την μαμά της. Της άρεσε να κάνει συνέχεια ζημιές στο σπίτι, για να τραβάει την προσοχή της. Την τελευταία φορά, ζωγράφισε με τους μαρκαδόρους της τον τοίχο της κουζίνας. Η μαμά της, τη μάλωσε και δεν την άφησε να δει τηλεόραση για τρεις ολόκληρες μέρες.

Μια παραμονή Χριστουγέννων είχε τα γενέθλιά της, έκλεινε τα 5. Η μητέρα, της ετοίμασε μία γενέθλια γιορτή και κάλεσε τις φίλες της και μερικούς συγγενείς τους. Ανάμεσά τους και την αγαπημένη της νονά. Η Ασπασία λάτρευε την νονά της, γιατί δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι. «Τι θέλει το κορίτσι μου να του φέρω δώρο για τα γενέθλια του;», τη ρώτησε λίγες ημέρες πριν.

«Θέλω μία χριστουγεννιάτικη κούκλα», της απάντησε. Η μαμά της όμως, τη μάλωσε λέγοντάς της ότι δεν είναι σωστό να ζητάμε εκ των προτέρων δώρα, αλλά να δεχόμαστε με αγάπη ό,τι δώρα μας φέρνουν. Η Ασπασία έκανε ότι δεν άκουσε και επέμενε στο τηλέφωνο για τη χριστουγεννιάτικη κούκλα. Η μαμά είχε στολίσει τόσο όμορφα το σπίτι για τα γενέθλιά της αλλά και για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές. Είχε κρεμάσει μία πράσινη γιρλάντα στο τζάκι, στην οποία κρέμονταν διάφανες μπάλες, γεμάτες ψεύτικο χιόνι. Δίπλα είχε στολίσει ένα δίμετρο χριστουγεννιάτικο ψεύτικο έλατο, φορτωμένο με εκατοντάδες λαμπιόνια και φούξια κρυστάλλινες μπάλες. Είχε στολίσει με χιόνι από βαμβάκι τα μακριά κλαδιά του και στην κορυφή τοποθέτησε ένα τεράστιο φούξια αστέρι, που ολοκλήρωνε το όμορφο θέαμα.

Οι καλεσμένοι άφησαν όλα τα δώρα της Ασπασίας κάτω από το έλατο, για να τα ανοίξει, όταν θα έφευγαν. Η Ασπασία έκανε συνέχεια σαν μωρό, κατά τη διάρκεια των γενεθλίων της, κάτι που στεναχωρούσε τη μαμά της. «Θέλω να ανοίξω τα δώρα μου!», έλεγε συνέχεια. «Όταν θα φύγουν οι καλεσμένοι μας.», της απαντούσε η μαμά. «Θέλω τώρα να φύγουν...», συνέχιζε την άσχημη συμπεριφορά της. Η καημένη η μαμά της στεναχωριόταν που η Ασπασία δεν την άκουγε καθόλου και έκανε μόνο του κεφαλιού της. Η νονά παρατηρούσε τη συμπεριφορά της βαφτιστήρας της και πόσο στεναχωριόταν η μαμά της. Λίγο πριν φύγουν όλοι οι καλεσμένοι η μαμά εξομολογήθηκε στη νονά πόσο πολύ την κούραζε η συμπεριφορά της βαφτιστήρας της που όλο ήθελε να περνάει το δικό της και δεν έλεγε με τίποτα να μεγαλώσει. Υπήρχαν μέρες που η Ασπασία της ζητούσε ξανά την πάνα και την πιπίλα της. Η νονά που συμπονούσε πολύ τη μαμά της είπε να μη στεναχωριέται άλλο. «Που ξέρεις... Σήμερα που είναι Παραμονή Χριστουγέννων μπορεί να γίνει κάποιο θαύμα και να αλλάξει την συμπεριφορά της!».

Πριν σβήσει τα κεράκια στην τούρτα, η Ασπασία έκανε από μέσα της μια ευχή, να τραβάει όλη την ώρα και με κάθε τρόπο την προσοχή της μαμάς της. Της έκαναν πολλά δώρα , αλλά φυσικά ξεχώρισε της νονάς της. Μέσα σ' ένα μεγάλο κουτί με μια φούξια κορδέλα κρυβόταν μια πελώρια χριστουγεννιάτικη κούκλα. Ήταν γύρω στα πενήντα εκατοστά, φορούσε ένα κόκκινο βελούδινο φόρεμα και μία λευκή μπέρτα, ενώ στο κεφάλι της είχε έναν σκούφο σαν του Άγιου Βασίλη.

Η Ασπασία πέταξε από τη χαρά της. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και της υποσχέθηκε ότι θα γίνονταν πολύ καλές φίλες. Η κούκλα την κοιτούσε χαμογελαστή με τα δυο τεράστια μάτια της.

Το ίδιο βράδυ η Ασπασία, κουρασμένη αλλά ευχαριστημένη έπεσε στο κρεβάτι αγκαλιά με την κούκλα της. Κάποια στιγμή, μέσα στην νύχτα, άκουσε μια κοριτσίστικη μελωδική φωνή: «Άσπασία ξύπνα, ήρθε η ώρα να παίξεις με την Αταξία». Πριν καλά – καλά ανοίξει τα μάτια της, η μεγαλόσωμη ξανθιά κούκλα είχε φύγει από την αγκαλιά της και έτρεχε γρήγορα προς το σαλόνι. Η Ασπασία άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε. Ήταν σαν να είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Η Αταξία είχε ήδη φτάσει και είχε προλάβει να ανέβει επάνω στο τζάκι. Γύρισε, κοίταξε την Ασπασία, της χαμογέλασε και άρχισε να πετάει κάτω ό,τι έβρισκε μπροστά της.

Στην αρχή έριξε κάτω την πράσινη κορδέλα από το τζάκι. Η γιρλάντα γέμισε το πάτωμα με τις πράσινες βελόνες της και οι χριστουγεννιάτικες μπάλες σκόρπισαν.

Στο τέλος, μες την τρελή χαρά χτυπούσε παλαμάκια τραγουδώντας:

"Ένα δύο τρία, μικρή μου Ασπασία,
ένα δύο τρία , πιασ’ την Αταξία".

Χοροπηδούσε από 'δω κι από ‘κει , μέχρι που κάποια στιγμή κοντοστάθηκε μπροστά στο δέντρο και κοίταξε πονηρά την Ασπασία. Με μιας, έδωσε μία τεράστια κλωτσιά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και εκείνο έπεσε κάτω τραντάζοντας το έδαφος. Τα πανέμορφα στολίδια που έπεσαν κάτω, έγιναν χίλια κομμάτια.

Άρχισε να γελάει με ένα μοχθηρό γέλιο και φώναξε με όλη της τη δύναμη «μαμάαα!». Η Ασπασία δεν πίστευε στ' αφτιά της. Κρύος ιδρώτας έλουσε το μέτωπό της. Πριν όμως προλάβει να βρει μια κρυψώνα να κρυφτεί για πάντα εκεί μέσα, η μαμά εμφανίστηκε στη πόρτα του σαλονιού.

Η μαμά είχε μείνει άφωνη μ' αυτά που αντίκρισε. Η Ασπασία έκλεισε τα μάτια και τ ' αφτιά της περιμένοντας να την ακούσει να βάζει τις φωνές. Εκείνη, όμως, τη τιμώρησε με την πιο σκληρή τιμωρία του κόσμου!

«Ασπασία, ως εδώ ήταν, δεν θα σε ανεχτώ άλλο σ' αυτό το σπίτι! Δεν σ’ αγαπάω πια...!». Αυτό είπε η μαμά της, γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της Ασπασίας. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόση στεναχώρια. Μέχρι τότε, όλα όσα έκανε, της φαίνονταν ένα αστείο παιχνίδι. Τώρα πια δεν ήξερε τι να σκεφτεί. «Απαίσια κούκλα! Εσύ φταις για όλα! Θέλω να χαθείς από την ζωή μου για πάντα!», της φώναξε και άρχισε να μονολογεί. «Θέλω η μαμά μου να μ' αγαπάει όπως πριν, δεν θέλω να ξανακάνω ποτέ αταξίες». Γύρισε, κοίταξε την κούκλα και την έσπρωξε μακρυά της φωνάζοντας «φύγε, φύγε!». Άλλα εκείνη γαντζώθηκε επάνω της και δεν έφευγε με τίποτα.
Τότε ακούστηκε η φωνή της μαμάς:

«Ασπασία ξύπνα! Ένα όνειρο είναι!»

«Τι έγινε, έφυγε;»

«Ποιος να φύγει κορίτσι μου;»

«Η Αταξία!»

«Ποιο είναι αυτή;»

«Η Αταξία, η κούκλα που μου χάρισες στα γενέθλια μου»

«Αταξία τη λένε;», ρώτησε η μαμά.

«Ναι και ξέρεις τι έκανε; Ζωντάνεψε και πήγε στο σαλόνι, έκανε ένα σωρό ζημιές, μετά είπε ψέματα ότι τις έκανα εγώ και εσύ είπες ότι δεν μ' αγαπάς πια!»

«Εγώ είπα κάτι τέτοιο; Αποκλείεται, δεν θα το έλεγα ποτέ αυτό.»

«Αλήθεια μανούλα; Ακόμη κι αν έκανα πολλές ζαβολιές και αταξίες;»

«Ούτε αυτό είπα. Δεν μου αρέσει να κάνεις σαν μωρό, ούτε να κάνεις αταξίες. Και οι δυο μας κουραζόμαστε πολύ για να συμμαζέψουμε μετά. Άσε που κάποια στιγμή μπορεί να χτυπήσεις κατά λάθος. Αλλά δεν θα σε άλλαζα με τίποτα στον κόσμο, γιατί είσαι η κόρη μου και σε λατρεύω!»

«Είσαι η καλύτερη μανούλα του κόσμου!» , είπε η Ασπασία. Τότε η μαμά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της έδωσε ένα γλυκό φιλί. «Έλα να σου φτιάξω ένα φλιτζάνι χαμομήλι, να χαλαρώσεις για να συνεχίσεις τον ύπνο σου Ασπασάκι μου», είπε η μαμά και βημάτισαν και οι δύο αγκαλιασμένες προς την κουζίνα.

ΜΑΡΩ ΠΑΠΠΑ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Έμυ Χριστοδούλου.
Το κείμενο έγραψε η Μάρω Παππά.


Ονομάζομαι Μάρω Παππά και είμαι νηπιαγωγός-συγγραφέας και εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού.
Σπούδασα στο εθνικό καποδιστριακό πανεπιστήμιο, στο τμήμα των Νηπιαγωγών και έπειτα διδάχτηκα την  τέχνη της παραμυθοποίησης και του θεατρικού παιχνιδιού σε αθηναϊκά εργαστήρια. Στο tabula rasa και στο βιωματικό εργαστήρι που είναι και τα δυο στο κέντρο της Αθήνας.

Στο παρόν διάστημα δουλεύω σε μία ιδιωτική εταιρεία που κάνει εκπαιδευτικές διαδραστικές παρουσιάσεις στα σχολεία. Ενώ ταυτόχρονα κάνω διαδράσεις των παραμυθιών μου σε διάφορα μέρη σε όλη την Αθήνα και την Ελλάδα.

Έχω στο ενεργητικό μου δυο παραμύθια, τις «ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΕΥΧΕΣ», εκδόσεις ΜΙΧΑΛΗ ΣΙΔΕΡΗ και  «ΖΙΖΑΝ ΕΝΑ ΖΩΗΡΟ ΞΩΤΙΚΟ», εκδόσεις ΔΥΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook: