Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Κείμενο που επέλεξε η Μαίρη Σάββα-Ρουμπάτη



Έλληνες συγγραφείς επιλέγουν και μοιράζονται μαζί μας αγαπημένα τους αποσπάσματα από βιβλία παιδικής, εφηβικής ή νεανικής λογοτεχνίας
Στη σκιά της

Είναι δύσκολο να ζω στη σκιά της.  Προχθές το βράδυ στην παράσταση της Σχολής Μπαλέτου, τη στιγμή που όλοι την χειροκροτούσαν όρθιοι, εγώ ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. 

Ήθελα  κι εγώ να τη  χειροκροτήσω φωνάζοντας με ενθουσιασμό.  Tην ίδια στιγμή όμως, ήθελα να σηκωθώ και να φύγω τρέχοντας από την αίθουσα.  Όλα μαζί τα ήθελα. Φαντάστηκα τον εαυτό μου  ακόμα και να ανεβαίνει  στη σκηνή και να την χαστουκίζει, να την κάνει σκόνη και να την εξαφανίζει και ύστερα να…. απολαμβάνει το χειροκρότημα…

Όμως την ώρα που δεκάδες τρελές ιδέες περνούσαν από το μυαλό μου, εκείνη ζούσε στιγμές προσωπικού θριάμβου.

Ήταν τέλεια όπως πάντα.  Με τις πιρουέτες της, με τις λεπτές και ρυθμικές κινήσεις της, μάγεψε  τους πάντες. Έπεισε για τις δεξιότητές της.  Το λεπτό της σώμα είχε γίνει ένα με τους ήχους από τα μουσικά όργανα της ορχήστρας.  Λες και είχε κάνει μυστική συμφωνία με τις χορδές του τσέλου και του βιολιού, να μην παρεκκλίνουν  ούτε μια νότα για να μη  την προδώσουν. Τόση αρμονία, τέτοια τελειότητα, τέτοιος άψογος συγχρονισμός! Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ να πιστέψω πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο τέλειος.  

Η αψεγάδιαστη εμφάνισή της κορυφώθηκε με μια βαθειά υπόκλιση προς το κοινό που ενθουσιασμένο την αποθέωνε, στο τέλος της παράστασης.   Η Ρόζα με σκούντηξε μια φορά, μάλλον για να με βγάλει από το λήθαργο των σκέψεων.  Δεν αντέδρασα. Με σκούντηξε και δεύτερη φορά. Ποιος ξέρει πώς ήταν η φάτσα μου εκείνη τη στιγμή.

«Πάμε να τη δούμε στα καμαρίνια», μου είπε η κολλητή μου, καθώς όλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και το αμφιθέατρο άρχισε να αδειάζει.  Πρώτοι-πρώτοι είχαν αναχωρήσει οι επίσημοι από τις πρώτες σειρές των καθισμάτων.  Ο δήμαρχος και διάφοροι άλλοι τοπικοί παράγοντες,  η διευθύντρια της Σχολής Μπαλέτου που δεχόταν συγχαρητήρια για την άψογη διοργάνωση, ο Λυκειάρχης που φούσκωνε από περηφάνια για τους μαθητές του που είδε πάνω στη σκηνή, διάφοροι επιχειρηματίες της περιοχής που στηρίζουν οικονομικά την αθλητική ομάδα του σχολείου μας, και πολλοί γονείς και φίλοι.

«Ναι, πάμε», είπα κι εγώ.

Κατεβήκαμε δυο-τρια σκαλάκια, στρίψαμε αριστερά  και στο τέλος ενός διαδρόμου, με περίμενε άλλο ένα σοκ:  Ολόκληρη η Β΄ Λυκείου ήταν μαζεμένη εκεί ! Καμιά τριανταριά συμμαθητές και συμμαθήτριές της, είχαν μαζευτεί τριγύρω της, την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν κι εκείνη με τα κόκκινα μάγουλά της έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.  

Με κοίταξε φευγαλέα, μάλλον δεν έδωσε σημασία και συνέχισε τις χαρούμενες αγκαλιές  με το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη της.  Ο κόσμος σιγά-σιγά αραίωσε.  Μόνο δυο-τρεις κολλητές της είχαν παραμείνει, όταν καταφέραμε πια να την πλησιάσουμε. 

«Συγχαρητήρια βρε αδερφή. Ήσουν υπέροχη… ξέρω ότι το άκουσες αυτό πολλές φορές σήμερα…», της είπα και την έβαλα στην αγκαλιά μου.  «Θέλουν να σε συγχαρούν και οι φιλενάδες μου», πρόσθεσα  κι έκανα πιο πέρα για να τη χαιρετήσουν, η Ρόζα και η Βιβή.

«Εδώ είναι μαζεμένα τα κορίτσια;» ακούσθηκε η φωνή της μαμάς από το διάδρομο.  Κατέφθαναν  με το μπαμπά, περήφανοι,  για να συγχαρούν την τέλεια κόρη. 

«Και εις ανώτερα, κοριτσάκι μου», της ευχήθηκε εκείνος.

«Αλίκη μου, ήσουν ένας αληθινός κύκνος! Μια οπτασία! Ένα όνειρο!» φώναξε περήφανα η μαμά αγκαλιάζοντάς την.

Με  χαμόγελο εκείνη, σα να το είχε μόνιμα καρφωμένο στην ίδια θέση, χάριζε την παρουσία της απλόχερα σε φίλους και γνωστούς, βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες με όλους.  Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι, χώθηκε σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο για να αλλάξει, δηλαδή, ν’ απαλλαγεί από εκείνα τα απαίσια ροζέ τούλια που συνέβαλαν στη θριαμβευτική της χορευτική εμφάνιση.

Η βραδιά έληξε με ένα οικογενειακό δείπνο σε ταβερνάκι κοντά στο σπίτι μας. «Τι θα φάει το αστέρι της βραδιάς;» ρώτησε ο μπαμπάς ρίχνοντας μια ματιά στον κατάλογο. Μου ήρθε να κάνω ένα μορφασμό αηδίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Δεν είμαι η αδελφή μου»

(Μαίρη Σάββα-Ρουμπάτη, Δεν είμαι η αδελφή μου, εκδόσεις Μίνωας)

Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα. Στο πανεπιστήμιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για πολλά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο και από εκεί ταξίδεψε παντού.

Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να μεταφράζει και να λέει ιστορίες. Ιστορίες διάφορες, γι’ ανθρώπους, για ζώα, για πόλεις, ποτάμια και βουνά. Ιστορίες μαγικές, ρυθμικές, πολύχρωμες και γκρίζες. Ιστορίες στα  ελληνικά, στα γαλλικά, στα αγγλικά και στα ισπανικά.   Ιστορίες που κρύβονται πίσω από μικρές ανύποπτες λέξεις άλλων ιστοριών.  Ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ σε κάποια από τις γλώσσες που έμαθε, αλλά στη γλώσσα της ψυχής, δηλαδή τη γλώσσα που ανακαλύπτει κανείς όταν σκάβει μέσα του.

Έχει δημοσιεύσει μερικές από αυτές τις ιστορίες, ενώ άλλες τις κουβαλά  εδώ κι εκεί στα ταξίδια της.  Έχει βραβευθεί για κάποιες από τις ιστορίες της.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί θεωρεί ότι οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ.  Τώρα πάλι στα θρανία κάθεται, λέει ότι θα σταματήσει να είναι μαθήτρια, όταν θα μεγαλώσει.

Οι ιστορίες που έχει δημοσιεύσει είνα:

«Η Άννα και οι Καλικάτζαροι» (Εκδ.Λιβάνη)
«Ο Κόσμος τρελάθηκε, ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε;», (Εκδ.Λιβάνη)
«Το Μαξιλάρι της Γνώσης», (Εκδ.Επίνοια)
«Κολλημένος με την Οθόνη», (Εκδ.Ινδικτος)
«Τα Κρυμμένα Σεντούκια του Αλή πασά». (Εκδ.Μίνωας)
«Δεν είμαι η αδελφή μου» (Εκδ.Μίνωας)

Ιδέα-επιμέλεια στήλης: Γιώτα Κοτσαύτη 




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;