Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Ο κύριος Χειμώνας

 


Ποιος φορά χοντρό καπέλο,

γάντια, μπότες και παλτό;

 

Ποιος μας φέρνει ελιές και λάδι,

ποιος το τζάκι μας ανάβει;

 

Κάστανα στις χούφτες τόσα

και καρύδια ένα σωρό

ποιος γενναιόδωρα μοιράζει;

 

Ποιος τ’ αφράτο του το χιόνι,

όταν ρίξει από ψηλά,

γίνονται λευκοί οι κάμποι,

ομορφαίνουν τα χωριά;

 

Είναι ο κύριος Χειμώνας

που τα έχει όλ’ αυτά

μα δεν είναι αρκετά

...θέλει και Χριστούγεννα!

 

Σμαρώ Στρατή


Πηγή: Ανθολόγιο, Πεζά και ποιήματα με θέματα απ’ τους μήνες και τις εποχές, Εκδόσεις Αλάτι.

https://www.ekdoseisalati.com/p/prosfora-noemvrioy/

 

Η ζωγραφιά είναι απ’ το pinterest.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Ποιος είναι;

 



                                                            

Όλο τον χρόνο τη λίστα ετοιμάζει

με τα καλά και τ’ άτακτα παιδιά.

Στο εργαστήρι του προσεκτικά επιβλέπει

όσα παιχνίδια φτιάχνουνε τα ξωτικά.

 

Καθώς κοντεύουν οι γιορτές έτοιμα είναι

δώρα, ελάφια, έλκηθρο, στολή,

ο χάρτης και η λίστα που θα πάρει

για να βρεθεί μ’ ακρίβεια στη γη.

 

Σε κάθε σπίτι μπαίνει μ’ ευκολία,

ξέρει καλά τον τρόπο τον σωστό.

Όταν στα δέντρα αφήσει αυτό που πρέπει,

δεν λέει όχι σ’ ένα νόστιμο γλυκό!

 

Γιώτα Κοτσαύτη

 

Πηγή: Χριστούγεννα που δεν τελειώνουν ποτέ!, Εκδόσεις Σαΐτα.

http://www.saitapublications.gr/2023/01/blog-post_10.html

 

Η ζωγραφιά είναι απ’ το pinterest

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάζει

 


Ο καιρός χριστουγεννιάζει,
πέφτει στόλισμα το χιόνι.
Πράσινο άρωμα του ελάτου,
πόλεις και χωριά κυκλώνει.

Κι ο καιρός χριστουγεννιάζει.
Κάθε τόσο μια καμπάνα
δίνει μήνυμα στον κόσμο:
Σπήλαιο, γιος, αστέρι, μάνα.

Κι ο καιρός χριστουγεννιάζει.
Κάποιο φέρνει ουράνιο χέρι
την αγάπη-αρνί κοντά μας,
την ειρήνη-περιστέρι.

Φως και κρύσταλλα κι αχτίδες,
κι όλη η πλάση τρεμουλιάζει.
Χιόνι φτερουγούν οι αγγέλοι,
κι όσο πάει, χριστουγεννιάζει.

 

Πηγή: Αγαπημένες χριστουγεννιάτικες ιστορίες,

Εκδόσεις Μίνωας, μετάφραση: Αναστασία Σακελλαρίου.

 

Η χάρτινη φάτνη

 


Μια φορά κι έναν καιρό, σε χωριό μακρινό, ζούσε ένα μικρό κορίτσι, η Άνι. Οι γονείς της ήταν ξυλοκόποι και κάθε μέρα που περνούσε δούλευαν σκληρά για να της προσφέρουν όσα έβγαζε το δάσος. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε ούτε παιχνίδια ούτε πολλά ρούχα. Όλα τα έφτιαχναν. Τα παιχνίδια της ήταν μερικές σβούρες από ξύλα οξιάς και τα ρούχα της από παχουλές γούνες ζώων.

Όπως είναι λογικό, σ’ ένα σπίτι δίχως ανέσεις, τα Χριστούγεννα είναι πάντοτε πολυτέλεια. Δεν στόλιζαν δέντρο γιατί δεν είχαν στολίδια. Μόνο ευχές αντάλλασσαν στο φαγητό. Απλό φαγητό, μη φανταστείτε πιάτα γαρνιρισμένα. Λίγες πατάτες κι ελάχιστα λαχανικά.

Κάποια Χριστούγεννα όλοι οι άνθρωποι ήταν θλιμμένοι. Είχαν-δεν είχαν ανέσεις, δεν μπορούσαν να τις απολαύσουν. Εξαπλώθηκε ένας ιός θανατηφόρος και κανένας δεν επιτρεπόταν να ψωνίσει ή να κάνει δώρα για να μην αρρωστήσει. Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις πολλών ατόμων, αλλά κι οι αγκαλιές.

Η Άνι τα άκουσε όλ’ αυτά από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. «Δεν βαριέσαι, αφού εγώ δεν ψωνίζω τα Χριστούγεννα. Δεν έρχεται κανένας σπίτι, γιατί ποιος θέλει να κάνει παρέα με φτωχούς; Δεν είναι και μεγάλη συμφορά για μένα».

Όλα κυλούσαν ήρεμα για το κοριτσάκι. Ακόμα κι η ημέρα των Χριστουγέννων. Οι γονείς της δεν πρόλαβαν να της ευχηθούν γιατί δούλευαν. Της είχαν αφήσει ένα μικρό έλατο αστόλιστο κι ένα ζεστό ποτήρι γάλα.

«Θα το στολίσω εγώ το ελατάκι» σκέφτηκε. «Θα ζωγραφίσω και θα κόψω στολίδια. Είμαστε η μόνη οικογένεια που δεν στολίζουμε ποτέ. Δεν υπάρχει καν ένα μέρος για τον νεογέννητο Χριστό. Θα φτιάξω και μια μικρή φάτνη».

Στην άλλη άκρη της γης, οι τρεις μάγοι τριγυρνούσαν έρημοι και μόνοι, γιατί δεν έπρεπε να συναντηθούν λόγω ιού ούτε με το βοσκούς ούτε με τα ζώα ούτε με το θείο βρέφος. Ο καθένας θα γιόρταζε μόνος.

Το αστέρι εξαφανίστηκε για να μην προδώσει με τη λάμψη του τον μικρό Χριστό και του κάνει σύσταση η αστυνομία λόγω πανδημίας. Ωστόσο τους οδηγεί ένα αστέρι χάρτινο με κίτρινους μαρκαδόρους.

«Για δες, Βαλτάσαρ, δύο παιδικά χέρια δίνουν στον ουρανό ένα νέο αστέρι της γέννησης, ας ακολουθήσουμε».

Οι μάγοι τράβηξαν για το σπίτι της Άνι. Ώρες πολλές περπάταγαν μέχρι που βρήκαν ένα φτωχικό καλύβι που ήταν περιτριγυρισμένο από έλατα. Χτύπησαν πολύ ήρεμα την πόρτα, κρατώντας ο καθένας ένα κουτάκι.

Το κοριτσάκι τούς άνοιξε. Κοίταξε τους μάγους θαμπωμένο.

«Τι όμορφα ρούχα που φοράτε! Ποιοι είστε;»

«Οι μάγοι με τα δώρα».

«Μα γιατί δεν είστε στη φάτνη της Βηθλεέμ;»

«Ο μικρός Χριστός φέτος θα γεννηθεί μόνος, δεν έχει πρόβλημα, μας δικαιολογεί λόγω πανδημίας».

«Έχω ακούσει γι’ αυτήν. Περάστε στο φτωχικό μας».

Η Άνι κέρασε τους μάγους ζεστό γάλα. Εκείνοι το ήπιαν και γονάτισαν μπροστά της. Ένα διαφορετικό σκηνικό γέννησης. Ένα μικρό κορίτσι ντυμένο με μια γούνα ζώου, ένα τραπέζι ξύλινο μ’ ένα αστόλιστο δεντράκι, τρεις καλοντυμένοι μάγοι.

Άνοιξαν τα δώρα τους γεμάτοι χαρά.

«Άνι, εγώ σου έφερα στολίδια για το έλατο και λαμπάκια» είπε ο πρώτος

«Εγώ μια γαλοπούλα με μπόλικα κάστανα, για να την ψήσετε στο τζάκι» είπε ο δεύτερος.

«Εγώ σου χαρίζω χριστουγεννιάτικα παραμύθια» είπε ο τρίτος που ήταν στριμωγμένος οικονομικά αλλά το κοριτσάκι το σκέφτηκε.

Τούτη τη νύχτα η Άνι στόλισε το ελατάκι της μαζί με τους μάγους, έψησαν τη γαλοπούλα και διάβασαν μπόλικα παραμύθια. Αφού τα έκαναν όλ’ αυτά, τη χαιρέτησαν θερμά και την άφησαν τρισευτυχισμένη στο τραπεζάκι της, να κοιτάει το δέντρο της, χορτάτη και χαρούμενη.

Σε λίγο θα σχόλαγαν κι οι γονείς της για να πάρουν λίγη από τη μαγεία που δίνουν οι καλές ψυχές. Ήταν οι τρεις μάγοι; Ήταν απλώς χωρικοί που ντύθηκαν μεγαλόπρεπα για να προσφέρουν χαρά; Η πραγματικότητα δεν έχει δα και τόση σημασία.

Το θείο βρέφος από τη Βηθλεέμ κοίταζε το κοριτσάκι από πολύ ψηλά και του χαμογελούσε.

Τώρα που μιλάμε, ετοιμάζεται. Βάζει τις φασκιές του. Θ’ αποφύγει τον συνωστισμό. Θα πάει μόνο.

Θα τρυπώσει στο μέρος που αγαπάει περισσότερο, στη χάρτινη φάτνη του κοριτσιού…

Αστερόπη Πολυκανδριώτη

Πηγή: Σε μια κόλλα λευκή (συλλογικό), Εκδόσεις Αλάτι.

https://www.ekdoseisalati.com/p/se-mia-kolla-leyki/

 

Το πεντάστιχο της Άννας

 


Φωνές στους δρόμους

Χιόνι πέφτει απαλά

Κάλαντα ηχούν

 

Οι μάγοι μας κοντεύουν

Γεννήθηκε ο Χριστός

 

Άννα Μπίντση

Μαθήτρια Δ' Δημοτικού

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Το χρυσάφι του κόσμου

 


Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένα αγόρι που το λέγανε Μελχιώρ. Είχε σγουρά μαύρα μαλλιά και κάτι μεγάλα καστανά μάτια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, όμως τον Μελχιώρ καθόλου δεν τον ένοιαζε. Χόρταινε απ’ την αγάπη των φίλων του και ξεδιψούσε απ’ τα όμορφα λόγια που άκουγε απ’ όπου κι αν περνούσε, γιατί ο Μελχιώρ έκανε πάντα το καλό!

Ένα βράδυ που δεν είχε ύπνο, αποφάσισε να εξερευνήσει την παλιά σοφίτα του σπιτιού· όλο και κάτι παλιό αλλά χρήσιμο θα έβρισκε εκεί. Πάντα του άρεσε ν’ ανακαλύπτει παλιά αντικείμενα και να τα ζωντανεύει ξανά. Τα καθάριζε, τα επιδιόρθωνε και καμιά φορά τους μιλούσε, κι αυτά, σαν να είχαν ψυχή, λαμποκοπούσαν χαρούμενα.

Εκείνο το βράδυ αποφάσισε ν’ ανοίξει το παλιό μπαούλο της γιαγιάς. Δεν μπορεί, κάτι θα βρω σκέφτηκε. Και βρήκε! Μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί, σκονισμένο και ξεχαρβαλωμένο, υπήρχε ένας σβώλος, σαν μικρή πετρούλα. Ήταν θαμπός κι είχε χάσει το χρώμα του, όμως εκεί, στην άκρη, ο Μελχιώρ είδε κάτι να λάμπει, όπως λάμπει ο ήλιος στον ουρανό. Γεμάτος περιέργεια άρχισε να καθαρίζει τη μικρή πέτρα με προσοχή, και τότε...

Τα μάτια του θάμπωσαν απ’ τη λάμψη που ξεχύθηκε. Το μικρό αγόρι απόμεινε να κοιτάει με το στόμα ανοιχτό τη μεγάλη μεταμόρφωση: μπροστά του υπήρχε ένας σβώλος χρυσού, καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, κίτρινο κι αστραφτερό! «Επιτέλους, είμαστε πλούσιοι!» μονολογούσε απ’ τη χαρά του. Αμέσως στο μυαλό του άρχισε να καταστρώνει όνειρα, τρελά όνειρα που δεν τολμούσε να τα φανταστεί ποτέ. Φαντάστηκε τους δικούς του, ντυμένους με τα πιο ακριβά ρούχα, να τρώνε σ’ ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του υπήρχαν τα καλά όλου του κόσμου, φαντάστηκε το σπίτι του, μεγάλο και φωτεινό, γεμάτο με όμορφα έπιπλα και στολισμένο με πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα... και θα φανταζόταν κι άλλα, αν δεν τον διέκοπτε η φωνή της μητέρας που του έλεγε πως είναι ώρα να κοιμηθεί.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι κρυφογελώντας χωρίς ν’ αποκαλύψει το υπέροχο μυστικό του σε κανέναν. Θα περίμενε μέχρι την Κυριακή που ήταν η γιορτή του μπαμπά. Ο καλός του μπαμπάς, που μοχθούσε κάθε μέρα για την οικογένεια! Θα ήταν το ωραιότερο δώρο που θα έπαιρνε. Και μ’ αυτές τις γλυκές σκέψεις, αποκοιμήθηκε. Όμως το όνειρο που τον επισκέφθηκε έμελλε να του αλλάξει τα σχέδια...

Ήταν, λέει, νύχτα κι είχε κρύο πολύ. Ο Μελχιώρ βρισκόταν πάνω σε μια καμήλα κρατώντας στα χέρια του με προσοχή ένα μικρό βάζο με τον χρυσό που βρήκε στη σοφίτα και δίπλα του προχωρούσαν άλλοι δύο άνθρωποι πάνω στις καμήλες τους. Είχαν κι αυτοί στα χέρια τους κάτι, κάτι που το κουβαλούσαν με ευλάβεια. Δεν τους γνώριζε, μα κάτι τους ένωνε. Δεν ήταν πια παιδί, αλλά ένας μεγάλος άντρας, πολύ σοφός και καλός. Μαζί με τους δυο συνταξιδιώτες του προχωρούσαν στην έρημο, ακολουθώντας ένα αστέρι, το πιο λαμπερό τ’ ουρανού, που έριχνε τ’ αστραφτερό του φως σ’ ένα μακρινό σημείο στον ορίζοντα. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο αστέρι, ήταν το αστέρι ενός νέου βασιλιά που γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα. Και κάτι έλεγε στον Μελχιώρ πως δεν ήταν ένας συνηθισμένος βασιλιάς αυτός.

Ξύπνησε γαλήνιος και χαμογελαστός. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά σαν να ήταν πασπαλισμένο απ’ την αστερόσκονη εκείνου του άστρου. Τώρα ήξερε πως έπρεπε να περιμένει.

Κι έτσι έγινε. Πολλά χρόνια αργότερα, ο μεγάλος και σοφός πια Μελχιώρ μαζί με τους φίλους του Κασπάρ και Βαλτάσαρ προσκύνησαν τον νεογέννητο Χριστό χαρίζοντάς του τα πολύτιμα δώρα τους. Ο χρυσός του δεν ήταν προορισμένος να κάνει πλούσια την οικογένειά του αλλά όλον τον κόσμο!

 

Ελισάβετ Γραβάνη

Πηγή κειμένου: Ιστορίες με αλάτι (συλλογικό), Εκδόσεις Αλάτι.

https://www.ekdoseisalati.com/p/istories-me-alati-syllogiko/

 

 

Εικόνα: Απ’ το pinterest

(αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει με το yotakotsafti1@yahoo.gr)

 

 

 

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Το πολύχρωμο κουμπί του Εντ

 


Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ έναν μακρινό τόπο, κάπου πέρα από τη Γη, ζούσε ένας νεαρός άντρας, ο Εντ. Μια μέρα, καθώς πήγαινε στο χωράφι του, συνάντησε έναν ηλικιωμένο με κάτασπρα μαλλιά και μια κάτασπρη γενειάδα τόσο μεγάλη, που σχεδόν ακουμπούσε τη γη. «Παιδί μου, σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο νεράκι» είπε στον Εντ. Εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε απ’ το σακίδιό του ένα φθαρμένο αλλά πεντακάθαρο παγούρι και του το πρόσφερε. Ο γέροντας δίσταζε να το πάρει. «Κι εσύ; Αν διψάσεις εσύ;» ρώτησε. «Μην ανησυχείς, καλέ μου παππούλη. Κάπως θα βολευτώ». Ο ηλικιωμένος τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε να πίνει. Όταν τελείωσε, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα πολύχρωμο κουμπί. «Πριν από σένα πέρασαν κι άλλοι άνθρωποι, πολλοί. Κανείς δεν μοιράστηκε μαζί μου το νερό του. Με αγνόησαν κι ούτε που τους ένοιαξε αν θα πέθαινα από δίψα. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου χαρίσω κάτι» είπε κι έβαλε στο χέρι του Εντ το κουμπί. «Κάθε φορά που θα χρειάζεσαι οτιδήποτε, θα το ακουμπάς κι η επιθυμία σου θα πραγματοποιείται».

Ο Εντ ευχαρίστησε τον ηλικιωμένο και πήρε τον δρόμο για το χωράφι του. Δεν πίστεψε, φυσικά, ότι το κουμπί ήταν μαγικό όμως, καθώς απομακρυνόταν, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ποτέ κανείς δεν του είχε χαρίσει τίποτα.

Αφού δούλεψε αρκετές ώρες κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, άρχισε να διψάει. «Αχ και να είχα λίγο νεράκι» σκέφτηκε και καθώς έβαζε τα χέρια του στις τσέπες, ακούμπησε το κουμπί. Ευθύς εμφανίστηκαν μπροστά του όχι ένα, ούτε δύο, αλλά δέκα ολοκαίνουργια παγούρια με δροσερό νερό. Έκπληκτος άρχισε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, μήπως και καταφέρει να διαπιστώσει από πού ξεφύτρωσαν. Μάταια. Αφού ξεδίψασε, πήρε μερικά και κατευθύνθηκε στα γειτονικά χωράφια, να τα μοιραστεί με τους υπόλοιπους γεωργούς. Έπειτα, αφού ολοκλήρωσε τη δουλειά του, κίνησε για το σπίτι του.

«Γιε μου, δεν βρήκα κάτι άλλο να μαγειρέψω» είπε η μητέρα του. «Μόνο αυτά τα χορταράκια». Ο Εντ είχε δώσει το λιγοστό αλεύρι τους σε μία πολύτεκνη οικογένεια. «Δεν πειράζει, μην ανησυχείς. Νόστιμα είναι και τα χόρτα» απάντησε και της χάιδεψε το κεφάλι όμως η καρδιά του σφίχτηκε. Το τελευταίο διάστημα είχε αδυνατίσει πολύ. «Αχ και να μπορούσα να γέμιζα το τραπέζι με φαγητά» σκέφτηκε κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Μόλις τα δάχτυλά του ακούμπησαν το πολύχρωμο κουμπί, εμφανίστηκαν μπροστά του πιάτα και πιατέλες με χίλια δυο καλούδια. Έτριψαν και ξαναέτριψαν τα μάτια τους, κι όμως! Ήταν αληθινά! Αγκαλιάστηκαν και κάθισαν όχι στο παλιό, μισοδιαλυμένο τραπέζι και στις ετοιμόρροπες καρέκλες τους, αλλά σ’ ένα τεράστιο, ολοκαίνουργιο. Πάνω του, εκτός απ’ τα φαγητά, τα ποτά και τα γλυκίσματα, τα σερβίτσια, τα μαχαιροπήρουνα και το ποτήρια, υπήρχαν κεριά σε περίτεχνα κηροπήγια και κάτι πανέμορφα βάζα με φρέσκα λουλούδια. Γύρω γύρω ένα σωρό βελούδινες, αναπαυτικές καρέκλες.

Όταν βεβαιώθηκε πως η ηλικιωμένη γυναίκα βολεύτηκε, ξεκίνησε να τρώει. Κι ενώ τα πάντα ήταν πεντανόστιμα, δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη. Όλο και στριφογύριζε στη θέση του. Δεν του πήγαινε η καρδιά εκείνος να γεύεται τέτοιες λιχουδιές, όταν τόσοι και τόσοι άνθρωποι εκεί γύρω θα έτρωγαν μόνο ένα ξεροκόμματο. Έτσι σηκώθηκε κι έτρεξε γρήγορα στα γειτονικά σπίτια. Πόση χαρά πήραν οι καλοί άνθρωποι όταν έφτασαν και είδαν με τα μάτια τους την όμορφη διακόσμηση και το πλούσιο γεύμα!

Αφού έφαγαν και ήπιαν, γύρισε ο καθένας στο σπίτι του. Έκπληκτος ο Εντ είδε τις δυο φτωχές καμαρούλες τους να μεταμορφώνονται σε τεράστια δωμάτια με πολυτελή έπιπλα. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και χάιδεψε το κουμπί. Από μέσα του ευχαρίστησε θερμά τον ηλικιωμένο.

Από την επόμενη μέρα έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ένα σχέδιο που δούλευε στο μυαλό του όλο το βράδυ.

Όταν ξύπνησε, πήγε και βρήκε τους γείτονές του. Εκείνοι, με τη σειρά τους, βρήκαν φίλους και γνωστούς. Κι εκείνοι άλλους γείτονες, κι άλλους φίλους, κι άλλους γνωστούς. Με τη βοήθεια του πολύχρωμου κουμπιού αγόρασαν πολλά χωράφια, διάφορα μηχανήματα και σπόρους. Ξεκίνησαν να τα καλλιεργούν. Μ’ έναν δίκαιο τρόπο μοίραζαν τα κέρδη στις οικογένειες του χωριού που μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε γιατί όσοι άκουγαν για τον Εντ και τον τόπο του, αποφάσιζαν να πάνε να ζήσουν εκεί.

Μετά από λίγα χρόνια έγινε ξακουστός στα πέρατα της γης. Η ιστορία του έφτασε και στ’ αυτιά ενός βασιλιά. Η χώρα του είχε καταστραφεί από τους συνεχόμενους πολέμους. Ο φόβος, οι αρρώστιες, η φτώχεια δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Ή θα έμεναν και θα πέθαιναν ή έπρεπε να φύγουν. Έτσι, λοιπόν, πήρε την απόφαση να μαζέψει τους λιγοστούς κατοίκους που είχαν απομείνει και να μετακινηθούν στο σπουδαίο αυτό μέρος.

Πέρασε το καλοκαίρι. Ήρθε το φθινόπωρο. Κι έπειτα ο χειμώνας. Λίγο πριν μπει η άνοιξη, μια ομάδα ταλαιπωρημένων ανθρώπων παρουσιάστηκε στον Εντ. Μια πανέμορφη κοπέλα πήρε τον λόγο. Ο πατέρας της ήταν βασιλιάς, όμως το ταξίδι τον είχε τόσο πολύ εξασθενήσει, που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Έτσι ανέλαβε εκείνη να του πει την ιστορία τους και να διαπραγματευτεί για λογαριασμό όλων. Το αίτημά της έγινε αμέσως δεκτό. Σύντομα είχαν όχι μόνο δουλειά, αλλά σπίτια, ρούχα, φαγητό κι ό,τι άλλο χρειάζονταν.

Απ’ το μυαλό του Εντ δεν έβγαινε η θαρραλέα κοπέλα. Πήρε απ’ την τσέπη του το πολύχρωμο κουμπί και ευχήθηκε κάποια μέρα να την παντρευτεί και να κάνει μαζί της οικογένεια. Ήταν τόσο έντονη η επιθυμία του, που το κουμπί έπεσε απ’ τα χέρια του και κατρακύλησε στο πάτωμα. Όσο κι αν έψαξε, δεν κατάφερε να το βρει. Δεν τον πείραζε όμως, γιατί είχε πια όσα επιθυμούσε και ο ίδιος και ο λαός του. Σύντομα, μάλιστα, παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα κι έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Τα παιδιά τους έμαθαν για το πολύχρωμο κουμπί, μα δεν το αναζήτησαν. Δεν χρειαζόταν. Γνώριζαν καλά ότι η αγάπη, η συνεργασία, η εργατικότητα κι η δικαιοσύνη θα συνέχιζαν να αποδίδουν τους καλύτερους καρπούς.

Αυτό που δεν έμαθε ποτέ ούτε ο Εντ ούτε κανένας άλλος είναι πως στο πάτωμα του γραφείου του υπήρχε μια μικρή τρυπούλα που οδηγούσε στη Γη. Το πολύχρωμο κουμπί κύλησε εκεί και βρέθηκε... Κανείς δεν γνωρίζει πού. Περιμένει ακόμα αυτόν που θα το εντοπίσει. Λένε μάλιστα πως για να καταφέρει κάποιος να το δει θα πρέπει να είναι ταπεινός και γενναιόδωρος όπως ο προηγούμενος κάτοχός του. Γι’ αυτό, την επόμενη φορά που θα βγεις μια βόλτα, ρίχνε πού και πού και καμιά ματιά προς τα κάτω. Πού ξέρεις; Μπορεί να είσαι εσύ εκείνος που θα το ανακαλύψει! Τι λες, έχεις τα απαραίτητα χαρίσματα; Αν ναι, ξεκίνα να ψάχνεις!

 

Γιώτα Κοτσαύτη

(ανέκδοτο κείμενο)

https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous

 

 

Εικόνα: Απ’ το pinterest

(αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει με το yotakotsafti1@yahoo.gr)

 

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Δύο μήνες πριν τα Χριστούγεννα…

 


Μπαλάσκα Σοφία

Δύο μήνες πριν τα Χριστούγεννα κι ο μπαμπάς δεν ήταν εδώ. Είναι ναυτικός και δεν μου ήταν εύκολο να το διαχειριστώ. Η έλλειψή του ήταν εμφανής. Κυρίως όταν έβλεπα, στο σχολείο, τους συμμαθητές μου με τους μπαμπάδες τους.

Η μαμά μάταια προσπαθούσε ν’ αναπληρώσει το κενό. Περίμενα πώς και πώς τις γιορτές για να τον δω. Μ’ ένα ξαφνικό τηλεφώνημα όμως μας ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να έρθει. Θα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς εκείνον. Δεν ήθελα ούτε δώρα, ούτε τίποτα. Ήθελα μόνο τον μπαμπά.

Την Παραμονή των Χριστουγέννων έκλεισα τα μάτια και ευχήθηκα να μην λείψει ποτέ ξανά από το σπίτι.

Το επόμενο πρωί η μαμά μου με ξύπνησε με αγκαλιές και φιλιά.

«Μάντεψε!» μου είπε και στα μάτια της σεργιάνιζε η χαρά. «Έρχεται ο μπαμπάς! Και δεν θα φύγει ποτέ ξανά!»

Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έπεσα στην αγκαλιά της. Κλαίγαμε κι οι δυο μαζί από ευτυχία. «Η ευχή μου πραγματοποιήθηκε!» σκέφτηκα και σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό. Ξημέρωναν Χριστούγεννα… ίσως τα ωραιότερα της ζωής μου.

 

Συγγούνα Ρούλα

Το ταξίδι του νου

Δύο μήνες πριν τα Χριστούγεννα ο νους μου προσπαθεί επίμονα να ξεκλειδώσει εκείνη την πόρτα στο αποθηκάκι. Εκεί βρίσκονται φυλαγμένα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. «Είναι νωρίς, όμως εγώ μπορώ να ταξιδεύω» πείσμωσε κι έντυσε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις ποικιλόχρωμες μπάλες και τις πλούσιες γιρλάντες. Γκι, αλεξανδρινά και κάθε λογής διακοσμητικά έδωσαν τη δική τους θαλπωρή στο σπίτι. Με τον αστείο, μαγειρικό του σκούφο έπλασε μοσχομυρωδάτα κουλούρια, κουραμπιέδες και λαχταριστά μελομακάρονα. Φόρεσε μια στολή Αϊ-Βασίλη κι έβαλε στον κόκκινο σάκο του δώρα με όμορφα περιτυλίγματα, χρυσές κορδέλες και πολύχρωμους φιόγκους. Ήταν ήδη έτοιμος για τα Χριστούγεννα, με την αγάπη να πλημμυρίζει την καρδιά του. Το μόνο που έπρεπε να περιμένει ήταν να περάσουν αυτοί οι δύο μήνες.

Βγήκε από το αποθηκάκι σβήνοντας το φως πίσω του όταν μια ακατανίκητη δύναμη, άθελά του, τον πέταξε ανάμεσα στα συντρίμμια του πόλεμου. Σε μέρη όπου οι βομβαρδισμοί στερούν την αναπνοή των συνανθρώπων μας. Σε παιδικές χαρές όπου δεν ακούγονται τα χαχανητά των παιδιών.

«Μακάρι, Θεέ μου, σε δύο μήνες αυτό ν’ αλλάξει, τα παιδιά πρέπει να πάρουν τα δώρα τους!»


Σωτηροπούλου Ρούλα

Παύση για γιορτή

Δύο μήνες κι οι μηχανές στα εργαστήρια του Αϊ-Βασίλη έχουν ανάψει. Τα κόκκινα κουτιά των ΕΛ.ΤΑ. πλημμυρίζουν με λογιών λογιών παιδικές επιθυμίες. Οι βιτρίνες των καταστημάτων σχεδιάζουν να βαφτούν μ’ αστέρια, μπότες, έλκηθρα. Οι πλατείες κι οι δρόμοι ντύνονται με φώτα και γιρλάντες για την ώρα που θα λάμψει ο ουρανός κι η πόλη θα γίνει ένα κινούμενο λούνα παρκ. Υπαίθρια χριστουγεννιάτικα χωριά στήνονται κι άνθρωποι όλων των ηλικιών καθαρίζουν τις στολές τους για να υποδυθούν τη χαρά και το γέλιο. Τα σχολεία ζωντανεύουν χριστουγεννιάτικα παραμύθια και χαρίζουν μηνύματα αγάπης ενώ αμέτρητα παζάρια με χειροποίητα καλούδια κάνουν το χρέος τους απέναντι σ’ αυτούς που το έχουν ανάγκη. Και μέσα μας όμως ξεκινά η ψυχή να προετοιμάζεται για συμφιλίωση, προσφορά και δοτικότητα. Αισθάνομαι ότι γι’ αυτό ευθύνεται η γέννηση του Θεανθρώπου. Ένας γλυκασμός συναισθημάτων ακόμα κι από αυτούς που σκληραίνουν τη ζωή. Μια ανακωχή με το ψέμα, τη θλίψη, τη δυστυχία, τον πόλεμο, τη φτώχεια. Γιατί όλοι, μα όλοι μας, έχουμε ανάγκη βαθιάς ανάσας πριν σβήσει το σπίρτο και χαθεί η μαγεία της γιορτής.

 

Φιλημέγκα Παναγιώτα

Φερμένο μέσα από τα Χριστούγεννα

Ήρθε το φθινόπωρο! Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα. Το αεράκι χαϊδεύει γλυκά το παράθυρό μου και η ζωντανή φλόγα του κεριού μού κρατάει συντροφιά. Η φύση αλλάζει, προετοιμάζεται να υποδεχτεί ξανά το χαρμόσυνο γεγονός. Τα δέντρα αρχίζουν να χορεύουν για να αποχαιρετήσουν τα φύλλα τους. Έτσι θα καλωσορίσουν τα καινούργια και θα ανθήσουν ξανά. Αφήνουν το παρελθόν, χτίζουν το τώρα, για να έρθει το μέλλον.

Οι άνθρωποι έξω ανήσυχοι, μπερδέψανε τους ρόλους. Κάποιοι ακόμα εθισμένοι με τούτη εδώ τη βία. Ας είναι κάτω από το φεγγάρι, το αστέρι να φέρει το φως. Προμηνύει την αγάπη και θα έρθει να μας λούσει. Η πίστη, το αιώνιο φυλαχτό μας και το θαύμα πλησιάζει. Ένας εξαγνισμός της κόλασης.

Το κερί δεν έσβησε ακόμα, αναμμένο πάντα στις καρδιές μας. Ας μην το ξεχνάμε! Να καλωσορίσουμε ξανά τα Χριστούγεννα που είναι φερμένα μέσα από την αγάπη. Κοινωνώντας την στους ρυθμούς της ανιδιοτέλειας. Και η αγάπη θα φωτίσει ξανά όλο τον κόσμο.

 

Χιώτη Ειρήνη

Δύο μήνες πριν τα Χριστούγεννα λοιπόν. Έξω έχει εικοσιπέντε βαθμούς. Εμείς, ωστόσο, βάλαμε τα πρώτα στολίδια στο σπίτι. Περάσαμε από τον φούρνο της γειτονιάς, να δούμε αν έχουν φέρει  μελομακάρονα. Αρχίσαμε να ψάχνουμε γιορτινές συνταγές για κουλουράκια και γεμιστές γαλοπούλες. Πήγαμε στα πολυκαταστήματα που ήδη έχουν γεμίσει τα ράφια τους με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Και είναι όλα τόσο όμορφα! Όλα θες να τ’ αγοράσεις, να γεμίσει το σπίτι ξωτικά, νεράιδες και ατμόσφαιρα παραμυθιού. Όμως... τίποτα δεν γεμίζει κατά βάθος το κενό. Αυτό το κενό που νιώθεις μέσα στην ψυχή και που γιγαντώνεται σε κάθε γιορτή. Την ώρα που όλοι γύρω σου φαίνονται χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Και νομίζεις πως μόνο εσύ προσπαθείς να αρπαχτείς από τα πλουμιστά παιχνίδια, τα στολισμένα δέντρα και τα γλυκά που με μανία καταβροχθίζεις για να αποξεχαστείς λίγο από τη μοναξιά σου. Τη μάγισσα αυτήν που πάντα σου χτυπάει την πόρτα τέτοιες μέρες, τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος. Την ώρα που οι άλλοι βγαίνουν έξω για ποτό κι εσύ δεν έχεις κάποιον για να βγεις μαζί του… Δύο μήνες πριν τα Χριστούγεννα ή δύο μήνες μετά... Έχει καμία σημασία;

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Ένα ποντίκι που αγαπούσε το φθινόπωρο

 



Γιανναδάκη Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη κοντά στο Βανκούβερ, ζούσε ο Ρενέ. Ο Ρενέ ήταν ποντικός κι έμενε σε μια μεγάλη εξοχική κατοικία μαζί με την οικογένειά του. Το σπίτι ήταν κρυμμένο μες στις φυλλωσιές των σφενδάμων ενώ, στην ανατολική πλευρά, είχε ένα ξέφωτο με μία λίμνη.

Ο Ρενέ λάτρευε το φθινόπωρο. Το ξεχώριζε γιατί τότε τα φυλλοβόλα δέντρα παίρνουν ένα μοναδικό βαθύ κόκκινο χρώμα και η φύση ντύνεται σε ζεστές πορτοκαλί αποχρώσεις.

Κάθε τόσο ξέφευγε από τις δουλειές του σπιτιού κι έτρεχε στην όχθη της κοντινής λίμνης, να κάνει ποδήλατο και να παίξει ποδόσφαιρο με τα πεσμένα βελανιδιά.

Μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα είχε κλειστεί στο κελάρι και τακτοποιούσε τα τυριά. Όταν η βροχή σταμάτησε, άρπαξε το αδιάβροχο και τις γαλότσες του και όρμησε στον κήπο. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του μιας και ο ήλιος θα έδυε σύντομα. Είχε αποφασίσει να πάει στη λίμνη, να δει τους φίλους του τους κύκνους. Δεν θα πήγαινε από το συνηθισμένο μονοπάτι. Διάλεξε την άλλη πλευρά. Εκεί το δάσος γινόταν πιο πυκνό.

Ο μικρός ποντικός παραμέριζε τα κλαδιά με τα κίτρινα φύλλα όταν ξαφνικά αντίκρισε ένα μεγάλο τοτέμ. Στην κορυφή του υπήρχε σκαλισμένος ένας αετός και τα χρώματά του είχαν ξεθωριάσει. Βλέποντας το ψηλό γλυπτό αρχικά τρόμαξε. Μετά όμως κατακλύστηκε από περιέργεια. Ήθελε να μάθει την ιστορία του. Ποιος να το είχε τοποθετήσει εκεί; Πόσον καιρό στέκεται σ’ αυτό το σημείο; Ήξερε από τον παππού του ότι, πολλά χρόνια πριν, φυλές Ινδιάνων κατασκεύαζαν αυτά τα γλυπτά για να εξιστορήσουν τα γεγονότα της φυλής τους.

Η ώρα πέρασε γρήγορα. Οι ήχοι του δάσους έβγαλαν τον Ρενέ από τον κόσμο της φαντασίας κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Τα κιτρινισμένα φύλλα που είχαν πέσει στο μονοπάτι πετάγονταν δεξιά και αριστερά. Η μαμά θα είχε ανησυχήσει.

Καθώς περνούσε το κατώφλι του σπιτιού του, αποφάσισε να μιλήσει για την ανακάλυψή του στην υπόλοιπη οικογένεια. Ίσως μαζί να ξαναζωγράφιζαν το τοτέμ και να έβαζαν τη δική τους πινελιά στο αρχαίο γλυπτό, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό το πανέμορφο φθινοπωρινό τοπίο που απλώνονταν τριγύρω.

 

Λεοκάτα Μελίνα

Φθινοπωρινή γιορτή

 

Ο Βίκτωρας ο ποντικούλης βγήκε εκείνο το πρωινό γεμάτος χαρά από τη φωλιά του κι άρχισε να χορεύει στη βροχή. «Επιτέλους! Ο καιρός άλλαξε και τα πρωτοβρόχια άρχισαν» μονολόγησε. Λάτρευε το φθινόπωρο. Ήταν η αγαπημένη του εποχή. Οι ζέστες υποχωρούσαν, τα φύλλα άλλαζαν χρώμα και ξεκινούσαν σιγά σιγά να πέφτουν κάνοντας φιγούρες καθώς τα φυσούσε ο άνεμος. Τα χάζευε ώρες ολόκληρες.

Όπως ήταν ψιλοβρεγμένος έτρεξε στη φωλιά του καλύτερού του φίλου, να του πει τι σκέφτηκε. Την ώρα που έφτασε είδε να βγαίνει από εκεί η δασκάλα τους. Είχε πάει για να μαζέψει όλα τα ποντικάκια της περιοχής, ώστε να αρχίσουν τα πρώτα μαθήματα. Δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί. Τους είπε τη σκέψη του. Ήθελε φέτος η πρώτη μέρα του σχολείου να είναι αφιερωμένη στο φθινόπωρο και να έκαναν γι’ αυτό μια μεγάλη γιορτή. Η κυρία Φρόσω ενθουσιάστηκε κι έδωσαν ραντεβού το απόγευμα στο σχολείο, ώστε να μπορέσουν να οργανωθούν.

Ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής του. Όλοι, μικροί μεγάλοι, ήρθαν φορώντας τα αδιάβροχά τους και τις πλαστικές τους μπότες. Όλα τα φαγητά και γλυκά που έφτιαξαν και πρόσφεραν είχαν ως κύριο συστατικό τους τα σταφύλια. Κάθε τάξη έκανε ένα κολάζ με εικόνες της εποχής, αλλά αυτό που ξεχώρισε ήταν το κολλάζ με τα γράμματα. Με ξερά φύλλα διαφόρων χρωμάτων σχημάτισαν το όνομα της εποχής. Μετά διαβάστηκαν, από τα μεγαλύτερα ποντικάκια, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους για το φθινόπωρο και, τέλος, έγινε ένας διαγωνισμός πρωτότυπης ομπρέλας με έπαθλο ένα ολόκληρο τσαμπί σταφύλια.

Το βράδυ ο Βίκτωρας έφερνε στο μυαλό του τις εικόνες της ημέρας αυτής κι ένιωσε απίστευτα ευτυχισμένος. Χάρηκε πολύ που η σκέψη του έγινε πράξη και θα επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, την πρώτη μέρα του σχολείου. Κοιμήθηκε μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο μικρό προσωπάκι του.

 

Μακαριάν Μαριάννα

Ο παραμυθούλης


«Επιτέλους! Ήρθε το φθινόπωρο, γύρισε ο Λιλά!» φώναζαν τα ζώα του δάσους.

Ο Λιλά ήταν ένα μικρό, λευκό ποντικάκι με λιλά μουστάκια, που ζούσε στον τέταρτο κορμό από τα αριστερά, εφτά θάμνους μετά το ποτάμι. Όλα τα ζώα τον ήξεραν, έλεγε τις πιο υπέροχες ιστορίες. Όπως εκείνη με τη γάτα που έτρωγε καρπούζι και ήξερε να γαβγίζει ή με τον ιπτάμενο κόκορα που τον πήγε στην Ιαπωνία. Κάθε Σεπτέμβρη δημιουργούσε, τραγουδούσε και ταξίδευε με τα παραμύθια του μικρούς και μεγάλους. Οι διηγήσεις του συνοδεύονταν από τη βροχή και τους κεραυνούς. Στις πρώτες ψιχάλες τους φθινοπώρου έλεγε τη νέα του ιστορία.

Ο Λιλά αγαπούσε πολύ το φθινόπωρο γιατί είχε ανακαλύψει πως κάθε σταγόνα που χτύπαγε στα φύλλα ή στο ποτάμι, μαζί με τη φωνή του, βοηθούσε να χαλαρώσει όλα εκείνα τα ζώα και να πάρουν δύναμη ώστε να σκεφτούν έξυπνες κρυψώνες από τους κυνηγούς. Κάθε χρόνο ανυπομονούσαν όλοι να επιστρέψει κι εκείνος δεν τους χαλούσε ποτέ το χατίρι.

«Έτσι ο γίγαντας γκουρού με το παράξενο γιλέκο με κοίταξε και...» συνέχισε να λέει, ενώ ένας κεραυνός έπεσε κάπου μακριά. Ποσό λάτρευε να τον βοήθα η φύση. «Αυτή είναι η αποστολή σου στη ζωή, Λιλά, να λες ιστορίες για να βοηθάς. Κάποτε ήσουν μια μέλισσα και βοηθούσες τη φύση, τώρα είσαι ένας μυθικός παραμυθούλης, ένα πλάσμα που δημιουργεί με τη μιλιά του, γεμίζοντας έμπνευση κάθε ον που τον ακούει!»

Στο πάρτι όλοι συζητούσαν για όσα άκουσαν, όπως κάθε χρόνο. Δεχόταν ευχές και ευγνωμοσύνη και ένιωθε την καρδούλα του να γεμίζει φως με όσα έβλεπε πως κατάφερνε με τις λέξεις του.

«Αχ Λιλά, από μικρός σκεφτόσουν τις πιο περίεργες ιστορίες μα τούτη εδώ ξεπέρασε κάθε φαντασία». Ο αγαπημένος του δάσκαλος τον ευχαρίστησε εγκάρδια κι ο Λιλά κούνησε τα μουστάκια του.

«Ποιος είπε πως ήταν απλώς μια ιστορία;» σκέφτηκε. Αλλά αυτό το κράτησε για τον εαυτό του. Άλλωστε ήταν ένας μικρός παραμυθούλης, ένα πλάσμα που κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει εκτός από εκείνον τον γκουρού που συνάντησε στις καλοκαιρινές του διακοπές.

 

Μπαλάσκα Σοφία

Ο Μαξ το ποντίκι αγαπούσε πολύ το φθινόπωρο. Ήταν η αγαπημένη του εποχή γιατί ξεκινούσαν οι βροχές. Και του άρεσε να παίζει με τη βροχή τόσο πολύ!

Ένα πρωί που έβρεχε, ο Μαξ βγήκε από τη φωλίτσα του, για να παίξει. Μπροστά του υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο. «Θα σκαρφαλώσω και θ’ ανέβω όσο πιο ψηλά μπορώ» σκέφτηκε και πλησίασε.

Σκαρφάλωνε γρήγορα ο Μαξ, το δέντρο όμως του φαινόταν τόσο μεγάλο! Η βροχή δυνάμωσε κι ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει. Ο Μαξ φοβήθηκε για λίγο μα δεν σταμάτησε λεπτό.

Ένας κεραυνός έπεσε πάνω στο δέντρο και το μικρό ποντίκι προσπάθησε να κατέβει γρήγορα. Έτρεχε, έτρεχε αλλά τα ποδαράκια του γλιστρούσαν.

Ένας δεύτερος κεραυνός κατάφερε κι έριξε το δέντρο κάτω. Ο Μαξ, ζαλισμένος, προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν.

«Μαξ μου, πού είσαι;» άκουσε μια φωνή. Κατάλαβε ότι ήταν η μαμά του.

«Εδώ είμαι μαμά!» απάντησε ενώ προσπαθούσε να καθαρίσει τα φύλλα του δέντρου από πάνω του.

«Ώρα για την επόμενη περιπέτεια!» σκέφτηκε κι έτρεξε ξανά στη βροχή.

 

Συγγούνα Ρούλα

Η πρώτη ευχή του φθινοπώρου

 

Ο καιρός είχε δροσίσει. Ολόκληρη η φύση είχε φορέσει τα φθινοπωρινά της ρούχα. Γκρίζα σύννεφα είχαν κρύψει το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού. Σκόρπιες κόκκινες, καφέ και κίτρινες αποχρώσεις στόλιζαν το τοπίο. Ήταν η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Δεν είχε ούτε τη ζέστη του καλοκαιριού, που σκάει ο τζίτζικας ούτε την παγωνιά του χειμώνα, που τους καθίζει όλους δίπλα στο τζάκι.

Ο Μους ο ποντικούλης κοιτούσε ανυπόμονα απ’ το παράθυρό του. Το φθινόπωρο είχε φτάσει επίσημα και περίμενε με αγωνία πότε θα πέσει το πρώτο φύλλο από τα δέντρα. Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να βρει το πρώτο φύλλο του φθινοπώρου.

Κοιτούσε… ξανακοιτούσε… Το αεράκι κουνούσε τα φύλλα των δέντρων όμως κανένα δεν άφηνε το κλαδί του. «Πφφφ! Μάλλον δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή» ξεφύσησε. Κάθισε στο γραφείο του και διάβασε τα μαθήματά του. Η ματιά του όμως συνεχώς ξεγλιστρούσε έξω από το παράθυρο. Ακόμα τίποτα…

Ο ήλιος βασίλεψε. Ο Μους φόρεσε τις πιζάμες του και χουχούλιασε στο κρεβάτι του. Ούτε ένα φύλλο δεν είχε ακουμπήσει στη γη. Τα μάτια του βάρυναν και ο γλυκός ύπνος τον πήρε.

Το πρωί με το που ξύπνησε, έτρεξε κατευθείαν στο παράθυρο. Απογοητευμένος έκλεισε την κουρτίνα. Έφαγε το πρωινό του και κατσουφιασμένος ξεκίνησε για το σχολείο του. Καθώς προσπερνούσε τους μικρούς νερόλακκους που είχε δημιουργήσει η βροχή το προηγούμενο βράδυ, ένα μικρό καφέ φυλλαράκι προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά στη μύτη του παπουτσιού του. «Το πρώτο φύλλο του φθινοπώρου!» φώναξε ενθουσιασμένος. Το κράτησε στοργικά κοντά στην καρδιά του, ακριβώς όπως τον είχε συμβουλέψει η γιαγιά του. Έκλεισε τα μάτια του κι έκανε μια ευχή. «Αγάπη, υγεία και ειρήνη για όλα τα παιδιά του κόσμου» είπε και το φύσηξε ψηλά. Ο γλυκός άνεμος το έστειλε κατευθείαν στην αγκαλιά τ’ ουρανού. Ο Μους ήξερε πως η ευχή του θα γινόταν πραγματικότητα και με την ελπίδα να φουντώνει στο στήθος του, πέρασε την πόρτα της τάξης του.

 

 

Τσεπεντζή Δήμητρα

Ο Τιμ και οι κολοκυθιές του φθινοπώρου

 

Κάποτε, στο αγρόκτημα της κυρίας Φανής, ζούσε ένας ποντικός με τη φαμίλια του. Η φωλιά του ήταν φτιαγμένη στην αποθήκη, πίσω από καλάθια που οι σπιτονοικοκύρηδες αποθήκευαν στάρι και καλαμπόκι. Αισθανόταν τυχερός και καμάρωνε που είχε φτιάξει εκεί το σπιτικό του. Η γυναίκα του διαφωνούσε, αλλά εκείνος επέμεινε και κατάφερε να της αλλάξει γνώμη. Εκεί υπήρχε έτοιμο φαγητό για τις δύσκολες μέρες. Πού αλλού θα ήταν καλύτερα;

Κάθε βράδυ ο Τιμ, αυτό ήταν το όνομά του, έβγαζε τα παιδιά του στον κήπο και στο γειτονικό χωράφι, να τους μάθει πώς θα βρίσκουν φαγητό, αλλά και πώς θα φυλάγονται από τα νύχια της κυρά Νάνας, της γάτας. Μόνο αν έβρεχε ή χιόνιζε δεν έβγαιναν. Έμεναν στη φωλιά και τους έλεγε ιστορίες με ποντικούς.

Ο Τιμ αγαπούμε πολύ το αγρόκτημα. Το καλοκαίρι έπαιζε με τα μικρά του κυνηγητό, ανάμεσα στα σπαρτά. Την άνοιξη μάζευε λουλούδια για τη γυναίκα του. Τον χειμώνα περνούσε όμορφα, λέγοντας τις ιστορίες του. Όμως το φθινόπωρο ήταν η εποχή που λάτρευε. Δεν έκανε ούτε ζέστη ούτε κρύο, έπεφταν πολλά φύλλα στο έδαφος και μπορούσε να απολαύσει περισσότερο το κρυφτό με τα μικρά του, οι βροχερές μέρες ήταν λίγες και οι ηλιόλουστες αρκετές.

Μα το πιο ενδιαφέρον για τον Τιμ ήταν οι καρποί του φθινοπώρου. Στη μεγάλη καρυδιά μάζευε φρέσκα καρύδια, που του άρεσαν πολύ. Από την αμυγδαλιά αμύγδαλα και από το αμπέλι γλυκά σταφύλια. Στη λωτιά γευόταν νόστιμους λωτούς, ενώ στον κήπο έβρισκε μεγάλες κίτρινες κολοκύθες κι έτρωγε όλη την ψίχα τους, αφήνοντας μόνο τη φλούδα για τη νοικοκυρά. Όταν εκείνη πήγαινε να πάρει μία, να φτιάξει κολοκυθόπιτα, διαπίστωνε τι είχε γίνει και φώναζε θυμωμένη: «Δεν θα σας βρω, παλιοποντίκια, θα σας δείξω εγώ!»

Ο Τιμ καθόταν στα κεραμίδια της αποθήκης και γελούσε. Του άρεσε το κρυφτό με τη σπιτονοικοκυρά. Ήταν το πιο διασκεδαστικό παιχνίδι και χαιρόταν που συνέχεια της ξέφευγε, αφού είχε καταβροχθίσει την κολοκύθα της!

 

Τις ιστορίες έγραψαν μέλη της Αλατοπαρέας, στα πλαίσια μιας συγγραφικής πρόσκλησης.

Η εικόνα είναι απ’ το διαδίκτυο.