Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ο γαλάζιος άγγελος

-Πρόσεχε, πρόσεχε! Θα κάψεις τα δαχτυλάκια σου, είπε ο φύλακας άγγελος της Μιμής όταν εκείνη άνοιξε τον φούρνο να δει αν ψήθηκαν τα μελομακάρονα.

«Και πονάνε, αλήθεια, τόσο πολύ τα χεράκια όταν καίγονται», σκέφτηκε το κοριτσάκι.

Ο άσπρος άγγελος του Γιωργάκη κουράστηκε πάρα πολύ σήμερα. Ο μικρός Γιώργος είναι πολύ ζωηρό παιδί. Πότε σκύβει απ’ το μπαλκόνι, πότε πηδάει τα κάγκελα του κήπου, πότε κάνει τσουλήθρα στη σκάλα. Αυτές τις μέρες με τις χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες και το στόλισμα του δέντρου ούτε ο Γιώργος ούτε ο άγγελός του σταθήκανε στιγμή. Ήθελε σώνει κα καλά να κρεμάσει εκείνος όλα τα στολίδια.

-Δε φτάνεις, αγόρι μου, του έλεγε η μαμά. Θα ρίξεις το δέντρο κάτω.

-Όχι, όχι, έλεγε εκείνος· κι ανεβασμένος στο σκαμνάκι του όλο και προσπαθούσε.

Μόνο ο γαλάζιος άγγελος, ο φύλακας της Αγγελικούλας, είναι λυπημένος. Το κοριτσάκι που προσέχει από μικρό είναι τρεις μέρες τώρα άρρωστο από γρίπη. Η καημένη η Αγγελικούλα! Ούτε παίζει ούτε γελά ούτε βοήθησε στο στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου όπως τα αδερφάκια της.

Απόψε τα μεσάνυχτα θα γίνει στον ουρανό η μεγάλη γιορτή των αγγέλων. Όλα τα αγγελούδια θα ανεβούνε στον ουρανό για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή τους.

Θα ήταν τόσο όμορφα εκεί! Με πόση χαρά την περίμεναν αυτή τη νύχτα! Ήταν η μεγαλύτερη γιορτή του ουρανού. Γιόρταζε ο ίδιος ο Χριστούλης.

Ο μικρός γαλάζιος άγγελος, όρθιος στο πλάι του άρρωστου παιδιού, σκεφτόταν πως δε θα ‘πρεπε να φύγει αυτή τη νύχτα από κοντά του· είχε το καημένο τόσο πυρετό!

Είχε πια βραδιάσει για τα καλά, κι η Μιμή και ο Γιωργάκης πέσανε να κοιμηθούνε. Μόνο οι γονείς ξαγρυπνούσαν. Μέσα στο μεγάλο σαλόνι τα φωτάκια του δέντρου τρεμόσβηναν. Ξαφνικά χτύπησαν μεσάνυχτα. Ένα ένα όλα τ’ αγγελούδια άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό. Ο γαλάζιος άγγελος όμως δεν κινήθηκε από τη θέση του· είχε πάρει την απόφασή του. Δε θα πήγαινε στη γιορτή των αγγέλων. Θα έμενε κοντά στο άρρωστο κοριτσάκι που τόσο πολύ αγαπούσε. Η Αγγελικούλα κοιμόταν βαθιά. Κάποια στιγμή ξύπνησε. Απ’ την ανοιχτή πόρτα έβλεπε το διάδρομο, κι απέναντι ακριβώς το μεγάλο σαλόνι. Ένα κομμάτι απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο φαινόταν, και πάνω του τα φωτάκια αναβόσβηναν.

Ξαφνικά ένα δυνατό φως φάνηκε να λάμπει στο βάθος του σαλονιού, και μια γλυκιά μουσική γέμισε τον αέρα.

Τι να ‘ταν άραγε; Περίεργο το κοριτσάκι κατέβηκε απ’ το κρεβάτι του. Η μητέρα κοιμόταν καθιστή στην πολυθρόνα. Σιγά, σιγά, για να μην ξυπνήσει τη μαμά της, η Αγγελικούλα φόρεσε τις παντοφλίτσες της και προχώρησε προς το σαλόνι. Έφτασε ως την πόρτα, Θεέ μου! Τι ήταν αυτό που αντίκρισε! Μια όμορφη πελώρια φάτνη στη γωνιά, ο νεογέννητος Χριστούλης ολοζώντανος, και γύρω γύρω χιλιάδες αγγελούδια που έψελναν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ».

Τι όμορφα που ήταν! Ο Χριστούλης χαμογελούσε, και πλάι του σκυμμένη η Παναγιά όμορφη σαν ζωγραφιά. Να κι ο Ιωσήφ με τα γένια, να κι οι τρεις μάγοι, που φέρναν τα δώρα. Να και τα άλογα που ζέσταιναν με το χνότο τους το θείο βρέφος. Μα πώς χώρεσαν όλα τούτα μες στο σαλόνι; Γιατί όχι, όχι δεν ήταν όνειρο. Η Αγγελικούλα ήταν ξυπνητή. Φορά τις πιτζάμες και τις παντοφλίτσες της. Και πόσοι άγγελοι! Θεέ μου, πόσοι άγγελοι!

Ξαφνικά ένα αγγελούδι με γαλάζια φτερά ήρθε κοντά της. Την έπιασε από το χεράκι, τη φίλησε στο μέτωπο και την έβγαλε απ’ το σαλόνι. Απαλά, απαλά, την οδήγησε στο κρεβατάκι της και ύστερα χάθηκε. Τότε, το φως που έλαμπε στο σαλόνι έσβησε, και η μουσική σιγά σιγά σταμάτησε κι αυτή.

Το πρωί η Αγγελικούλα τα είπε όλα στη μαμά της, κι εκείνη της είπε: «τη νύχτα των Χριστουγέννων, παιδί μου, οι άγγελοι γιορτάζουν πάνω στον ουρανό, όταν όμως ένας άγγελος μένει στη γη, γιατί το παιδάκι που προσέχει είναι άρρωστο, τότε ο Χριστούλης δίνει εντολή να γίνει η γιορτή εκεί, κοντά στον άγγελο αυτό για να μη μείνει παραπονεμένος. Και το δικό σου αγγελάκι φαίνεται πως έμεινε κοντά σου όλη τη νύχτα».

-Και με φίλησε, μανούλα. Με φίλησε στο μέτωπο.

-Μ’ αυτό το φιλί έδιωξε τον κακό πυρετό. Και τώρα είσαι καλά· τόσο καλά που θα σε ντύσω να παίξεις με τ’ αδερφάκια σου.

-Καλά Χριστούγεννα, αδερφούλα, είπε κι ο Γιώργος κι έτρεξε ν’ ανεβεί στο ποδηλατάκι που του ‘φερε χτες το βράδυ η νονά του.

ΜΑΡΙΑ ΓΟΥΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ, Το ψαράκι με την ομπρέλα, εκδόσεις Ηλιοσκόπιο, Αθήνα, 1986.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση αυτά.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Τη σημερινή εικόνα έκανε η Ιουλία Στεργίου.


Η Ιουλία Στεργίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι συγγραφέας παραμυθιών και εικαστικός.

Το Νοέμβριο του 2013 εκδόθηκε το πρώτο της παιδικό βιβλίο με τίτλο: ''Ο Μαξιλαρούλης και ο μικρός Σέρτζιο'', από τις εκδόσεις Ιωλκός. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή θεατρικών παραστάσεων. Είναι αυτοδίδακτη ζωγράφος. Από την παιδική της ηλικία άρχισε να ασχολείται με τη σκιτσογραφία κι αργότερα, ως έφηβη, διακρίθηκε στο σχολείο για την κλίση της στα εικαστικά. Πολλά έργα της επιλέχθηκαν για τις εκθέσεις ζωγραφικής στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς.

Πρόσφατα κέρδισε σε πανελλήνιο διαγωνισμό εικαστικών το δεύτερο βραβείο. Τα έργα της  αναμένεται να καταχωρηθούν σύντομα στην Πινακοθήκη του Διαγωνισμού.

Στοιχεία Επικοινωνίας:
email: ioulia_stergiou@yahoo.gr

Σελίδα στο fb:
Julia Stergiou
...
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.



Η σελίδα «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;