Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ένα κοπάδι αστέρια



-Καλησπέρα, Τραγιάν… του λέω.

Μιλιά.

-Καλησπέρα, Τραγιάν! του ξαναφωνάζω. Είμαι φίλος του Γιοβάνη και σου λέω «καλησπέρα»! του  ξαναφωνάζω. Δε μ’ απαντάς;

Μα εκείνος ήταν τόσο πολύ βυθισμένος στη μελέτη του, που ούτε το αφτί του δε σάλεψε. Τον αφήνω κι εγώ και φεύγω. Τραβάω μες στη νύχτα, πάνου στη στράτα που μου ανοίγει ο αχός της φλογέρας του γερο-Μήτρη. Να τος ο τσομπάνης μου. Ακουμπισμένος σε μια κομμένη ρίζα που της έβαλε μαξιλάρι την κάπα του καμάρωνε το βιος του και το τραγουδούσε. Σαν με είδε να σιμώνω «σσσ..» μου κάνει και χώνει το σουραύλι στο σελάχι του. «Σσσ…» μου ξανακάνει και βάζει το δάχτυλο στο στόμα. «Σσσσ».

-Τι παππού;

- Σσσσ… Σιγαλά μην τα προγκήξεις!

-Ποια, παππού;

-Τ’ αρνιά. Ποια άλλα…

Έδειξε.

Ναι, είδα. Αμέτρητα μπουλούκια απ’ αστράκια γυαλοκοπούσανε ξέγνοιαστα στο λιβάδι τ’ ουρανού.

«Βοσκάνε» μου λέει με το δάχτυλο στο στόμα.

-Δικά σου είναι;

-Αμ ποιανού θα να ‘ναι… Να, κάτσε εδωδά σιμά μου να στα νοματίσω ένα ένα. Να… το γλέπεις κειο απούναι κατάκορφα; Κειο, κειο, τ’  άκουρο. Ε, είναι το γκεσέμι. Κειο, τ’  άλλο… να, να, κειο που ‘ναι ανάμεσα στα χυμένα γάλατα… Ε, αυτήνη είναι η πρώτη γαλάρα. Όλα που γλέπεις ένα γύρω είναι γαλαρομίλιορα… Βλοημένα ζουντανά. Αααπ! πρ! πρ! πρ! Αχ ισύ πάλε κοψονούρα! Το μάτι σου στη ζημιά! Ναμικιόρικο ζουντανό! Πρρπ!

-Ποια είναι, παππού;

-Να, εκείνη η λάια που λακίζει τον κατήφορο. Το νου της ούλο στο λάκισμα τον έχει. Αααχ μωρή ταμαχιάρα!

-Αυτή που είναι στο σύνορο λες;

-Αυτήνη… αυτήνη… Ου… ου… που να σι κόψι το μαχαίρι νταλακιάρκου!

-Παππού…

-Α…

-Έμαθα πως είσαι απ’  το Τέχοβο. Γιατί δεν τα φυλάς αποκεί πάνου, μόν’ κάνεις τόσο δρόμο για να κατέβεις εδώ κάτου;

-Α;… Με μποδάνε τα βουνά, γιε μου, για τ’  αυτό. Δεν το γλέπω ούλο το κοπάδι αποκεί.

Ακούμπησε στη ρίζα.

-Ααααχ… κάνει, σαψάλιασα!

-Δίνουνε μπόλικο γάλα, παππού; Δίνουνε;

-Αμ τα φύλαγα α δε δίνανε;

-Και ποιοι το πίνουνε, παππού, τόσο γάλα;

-Ποιοι; Οι αγγέλοι, ποιοιν άλλοι;

-Οι αγγέλοι;

-Αμ δα ποιοιν; Οι δαιμόνοι έλεες; Ναι, ναι, γιε’ μ… Τα μωρουδέλια τ’ αγγελούδια, αυτά το πίνουνε. Πρρτ!... Γκιόσα! Πίσου παναθε…

Σβούριξε την γκλίτσα του για να τρομάξει το ζημιάρικο αστέρι. Ύστερα του σφεντόνισε μια πέτρα. Έκανε πως θύμωνε. Μα το μάτι του ήταν φχαριστημένο, χορτάτο απ’ το μπόλικο βιος που του ‘δωκε ο Θεός.

-Να, τήρα… μου λέει… Τώρα πήραν να λαρώνουν.

Με τράβηξε ν’  ακουμπήσω κι εγώ στη ρίζα κι έβγαλε το σουραύλι του.

-Ας το σκούξουμε μια σταλούλα… Τι θέλεις, τι γυρεύεις… Α δε λαλήσει τούτο, ζωντανό δε λαρώνει… λέει και καλοκάθεται.  Έεε… Ό,τι θέλεις πες.

Έβρεξε με τη γλώσσα του πολλές φορές το καλάμι κι άρχισε!... Άρχισε ν’ αγκομαχά πάνου σε κείνο το ξυλαράκι… και να φυσάει απ’ τη μικρή του τρυπίτσα όλα τα πάθια και τις γλύκες της ζωής του. Μαλάκωσε όλος ο βάλτος. Γλύκανε ως και το καμένο του πρόσωπο. Οι νεροφίδες είχαν όλες βουβαθεί.

Σαν σταμάτησε, στα μάτια του άστραφταν κάτι γυαλιστεροί κόμποι, σαν να του τις έσταξαν τ’  αστέρια. Τα ‘δειξε… (Τα πρόβατά του…)

-Είδες;

Έπεσε τ’  ανάσκελα να τα καμαρώσει καλύτερα.

Τον άφησα έτσι ώρα πολλή… να κολυμπάει μέσα στ’ όνειρο της χρυσής τρέλας του… Και σηκώθηκα αλαφρά να φύγω. Μα κάτι ήθελα να ξεδιαλύνω και κοντοστάθηκα. Κάτι ήθελα να ξεκαθαρίσω για να με γεμίσει και μένα με την ευτυχία της ηλικίας μου. Κι ύστερα να πάω να κοιμηθώ πιο ξέγνοιαστος κι από ένα παιδί, να κοιμηθώ σαν ένας τρελός γ έ ρ ο ς…

Σκύβω λοιπόν και του τραβώ αλαφρά την κάπα.

-Παππού…

-Τι ‘ναι , μπέη μου;

-… Τίποτις. Καληνύχτα.

-Έλα δω!  Κατιτίς ήθελες να μ’ αρωτήξεις. Αρώτα, μην αντρέπεσαι. Τον παππούλη σου ντρέπεσαι; Τι σόι καμώματα είν’ αυτά!

-Ήθελα να σε ρωτήξω, παππού.

-Αρώτα…αρώτα…

-Να. Ήθελα να σε ρωτήξω… Αν ανάμεσα στ’ αγγελάκια είναι και κανένα ξενικό, που δεν ξέρει και τη γλώσσα…

-Ε;

-Του δίνουνε και κείνου να πιεί γάλα;

-Γιατί; Νοιάζεσαι για κάνα τέτοιο;

-Ναι. Πες μου, του δίνουνε;

-Αμ δα τι θάρρεψες… Ατάιστο μαθές θα τ’ άφηναν; Και… Πώς το λεν το φιλαράκι σου;

-Σουκρή. Του δίνουνε;

-Σουκρή;… Κι αμ πώς!... Τουρκάκι είναι;

-Τουρκάκι… Του δίνουνε;

-Να πας στο καλό, μπέη μου, και να μη χολοσκάς καγκαθόλου. Το σταυραδέρφι σου τρώει κει πάνου σαν βεζιρόπουλο. Στο λέω γω.

-Ευχαριστώ, παππού. Ευχαριστώ… Ευχαριστώ.

Έφυγα σαν πουπουλένιο παιδί, χοροπηδούσα μιλώντας και γελοκλαίοντας μες στις καλαμιές. Τ’ αστέρια φέγγανε το χορό μου. Ο ουρανός ήταν γιομάτος γάλατα… γάλατα που έπιναν εκεί πάνου τ’ αγγελούδια -ό,τι και να ήταν Τουρκάκια ή Ελληνόπουλα…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, απόσπασμα από το «Συννεφιάζει».

Κάθε βδομάδα η Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει κείμενα παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθια ή ποιήματα), διηγήματα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
Την εικόνα έκανε η Βιβή Μαρκάτου.


Η Βιβή Μαρκάτου είναι μια ταλαντούχα ζωγράφος με ειδικότητα στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Έχει σπουδάσει θεατρικές Επιστήμες στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου αλλά και στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και πήρε το πτυχίο της καθώς και Γραφιστική στο Ι.Ε.Κ Ξυνή, ως υπότροφος αλλά και στο Δημόσιο Ιέκ Λαμίας, ενώ έχει διακριθεί με τα βραβεία: από το 2005 πανελλήνιες διακρίσεις και βραβεία σε σχολικούς διαγωνισμούς ζωγραφικής, το 2009 τιμήθηκε με ειδική διάκριση από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία και το περιοδικό ‘’9’’ σε συνεργασία με την ΑΚΤΟ στον χώρο των Comics, καθώς και με το πρώτο Πανελλήνιο βραβείο υπό την αιγίδα της Ουνέσκο για ραδιοφωνικό αφιέρωμα. Mε το Πρώτο Βραβείο Νεοεμφανιζόμενου Θεατρικού Συγγραφέα τιμάται εξίσου το 2013, ενώ έχει εικονογραφήσει πάνω από 15 παιδικά βιβλία (και επιμέρους μικρές ιστορίες για εφημερίδες και περιοδικά) μερικά από τα οποία βραβεύτηκαν (γυναικεία λογοτεχνική συντροφιά) αλλά και προτάθηκαν για βραβείο Public και πρόσφατα (2016) έργο της διακρίθηκε και συμπεριλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ανθολόγιο του Δήμου Κιλκίς με θέμα Ιστορίες του Τόπου μας στις πρώτες της δημόσιες συγγραφικές της απόπειρες.
Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις Σαΐτα όπου και έκανε το Ντεπούτο της το 2013 στο έργο της Σοφίας Πολίτου - Βερβέρη Το Νερό και το Χώμα, Εκδόσεις Βεργίνα, Ήρα Εκδοτική, Το Βιβλίο, 24 γράμματα και το Ιπτάμενο Κάστρο.

Η Βιβή Μαρκάτου είναι βραβευμένη θεατρική συγγραφέας με πολλές πανελλήνιες διακρίσεις στον χώρο της ζωγραφικής και των Κόμιξ και βραβευμένη ραδιοφωνική παραγωγός υπό την Αιγίδα της Ουνέσκο για ένα πολιτιστικό αφιέρωμα που είχε κάνει το 2009. Έχει συμμετάσχει σε λογοτεχνικές παρουσιάσεις βιβλίων και έχει σκηνοθετήσει 5 παραστάσεις για το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τον Ελεύθερο χρόνο της, της αρέσει να ζωγραφίζει να ακούει μουσική και να πηγαίνει βόλτα με τους φίλους της.

Εργάζεται ως δημοσιογράφος στον πολιτιστικό τομέα με εξίσου διακριτή παρουσία και με σημαντικές συνεντεύξεις στον Γαλαξία fm 92,1 ενώ είναι η πρώτη ραδιοφωνική παραγωγός στην Ελλάδα που παρουσίασε σε εκπομπή τα “anime”, που πλέον έχουν ένα τεράστιο αριθμό ακολούθων ανά τη χώρα.

Επικοινωνήστε με τη Βιβή στο e-mail: vmarkatos@yahoo.gr

Το ιστολόγιο της Βιβής θα το βρείτε εδώ: http://e-pinelies.blogspot.gr/2015/10/blog-post_4.html
Με αγάπη από τη Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα του «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:





Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;