Μια φορά κι έναν καιρό
ένας δάσκαλος σοφός πήρε το δρόμο και περπατούσε και πήγαινε κατά το σπίτι του.
Λένε πως ένας βήχας τον έπνιγε εδώ και ώρα πολλή σ’ όλο το γυρισμό και σε μια
στιγμή κάνει «φφφτ!» και φτύνει στο
χώμα. Παραξενεύτηκε όμως σαν είδε ανάμεσα στα φλέγματα ένα μικρό άσπρο
πούπουλο. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, δεν μπορούσε να δώσει καμιά
εξήγηση. Άρχισε τότε να έχει έγνοια και να στεναχωριέται. Δεν το χωρούσε το
μυαλό του αυτό που έγινε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε γρήγορα για το
σπίτι του και, μόλις έφτασε, φώναξε τη γυναίκα του και της είπε: «Γυναίκα, κάτι με βασανίζει και πρέπει σε
κάποιον να μιλήσω. Αν στο πω, μου δίνεις υπόσχεση πως δε θα μιλήσεις σε
κανέναν;» «Μα και βέβαια, δε θα πω κουβέντα, στο υπόσχομαι!» αποκρίθηκε η
γυναίκα του σοφού δασκάλου. Της είπε τότε για το μικρό άσπρο πούπουλο που είχε
δει ανάμεσα στα φλέγματά του όταν έφτυσε. Εκείνη πάλι σαν άκουσε τι είχε γίνει,
δεν μπόρεσε να το κρατήσει μέσα της. Κι όλο το σκεφτόταν κι όλο το σκεφτόταν
χωρίς σταματημό, μέχρι που πήγε να σπάσει το κεφάλι της.
Έτσι, που λέτε, την
άλλη μέρα σαν είδε μια γειτόνισσα, της λέει: «Έχω μεγάλη στεναχώρια. Μου ορκίζεσαι να μη μιλήσεις σε κανέναν γι’
αυτό που θα σου πω; Έδωσα υπόσχεση στον άντρα μου πως δε θα το πω πουθενά!»
Η γειτόνισσα της είπε: «Μα τι λες τώρα!
Αφού ξέρεις πως εγώ κρατάω τα μυστικά! Έλα λοιπόν, μίλα μου, τι έγινε;»
«Σίγουρο δε θα μιλήσεις σε κανέναν;» συνέχισε η γυναίκα του δασκάλου. Η
γειτόνισσα αποκρίθηκε: «Αν λοιπόν δε με
πιστεύεις, κράτα το μυστικό για σένα. Πότε πρόδωσα εγώ δικό σου μυστικό, εεε;»
«Εντάξει, φιλενάδα! Θα σου μιλήσω, γιατί ξέρω τι άνθρωπος είσαι! Την ώρα που ο
άντρας μου γύριζε από το σπίτι, ξέρεις τι έφτυσε απ’ το στόμα του; Έφτυσε
πούπουλα άσπρα από ερωδιό! Κι όχι ένα, αλλά πολλά! Δεν ξέρω τι έπαθε, αλλά
είμαι σε αναμμένα κάρβουνα!» είπε η γυναίκα ξανά. «Μη μου στεναχωριέσαι, δεν είναι τίποτα, θα περάσει. Συμβαίνουν αυτά.
Αλλά καλά λες να μη μαθευτεί πουθενά, γιατί θα απλωθούν φήμες παντού!»
απάντησε η γειτόνισσα. Έτσι της είπε και
γύρισε στο δικό της σπίτι. όμως η γειτόνισσα δεν κρατιόταν με τίποτα!
Μόλις πήγε στο σπίτι
της, κοίταξε τριγύρω να δει μήπως βρει κανέναν να του πει το μυστικό που
ξεχείλιζε από μέσα της. Όταν λοιπόν αντίκρισε έναν γνωστό της, του τα είπε όλα!
«Ορκίσου μου πως δε θα πεις τίποτα σε
κανέναν! Έδωσα την υπόσχεση μου στη γυναίκα του σοφού δασκάλου πως δε θα μιλήσω
πουθενά! Ξέρεις τι έγινε σήμερα; Ο σοφός δάσκαλος έβηξε κι έβγαλε από το στόμα
του έναν ολάκερο ερωδιό! Κι εγώ που νόμιζα ότι οι δάσκαλοι δεν έτρωγαν κρέας!
Ποτέ όμως δεν ξέρεις….» Μόλις άκουσε ο γνωστός της αυτά τα λόγια, είπε: «Μωρέ τι λες; Ολάκερος ερωδιός από το στόμα;
Μα ο ερωδιός είναι μεγάλο πουλί, πως χώρεσε εκεί μέσα; Παράξενος άνθρωπος αυτός
ο σοφός ε; Αλλά μη σε νοιάζει, δε θα το πω πουθενά, βασίσου πάνω μου!»
Λίγο αργότερα, ένας άλλος γείτονας άκουγε τώρα
το μυστικό, πως από το στόμα του σοφού δασκάλου είχαν βγει πετώντας τρομαγμένοι
κάμποσοι ερωδιοί. Μέχρι να βραδιάσει, τα νέα είχαν απλωθεί σ΄ όλο το χωριό,
κοπάδια από ερωδιούς και πελαργούς αλλά και γερανούς κι όλων των ειδών τα μεγάλα
πουλιά είχαν πετάξει μέσα απ’ το στόμα του σοφού δασκάλου.
Το νέο έφτασε, λένε,
στα διπλανά χωριά, κι οι χωρικοί έζεψαν τα βόδια τους στα κάρα και κίνησαν να
πάνε κατά το χωριό του σοφού δασκάλου, να δούνε του κόσμου τα παράξενα, που
μπορεί να ήτανε και θαύμα. Τώρα πια η φήμη έλεγε για πουλιά απ’ όλες τις
ράτσες, μικρά και μεγάλα, με όλων των λογιών τα χρώματα, ακόμα κι από άλλα μέρη
μακρινά, που έβγαιναν από το στόμα του σοφού δασκάλου. Ο κακόμοιρος ο άνθρωπος
κόντεψε να χάσει τα λογικά του. Έφυγε μακριά τρέχοντας και πήγε και κρύφτηκε
για κάμποσες μέρες σε ένα δάσος, ώσπου οι φήμες σταμάτησαν για τα καλά, η
ιστορία ξεθώριασε κι άρχισαν να γεννιούνται καινούριες φήμες για κάτι άλλο στο
χωριό…
(Παραμύθι
από την Ινδία)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Β.ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Παραμύθια των παραμυθάδων, εκδόσεις Απόπειρα.
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας
(παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.
Από τον Δεκέμβριο του
2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση
yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη σημερινή εικόνα
έκανε η Αθηνά-Μαρία Μιχοπούλου.
Γεννήθηκε στις 14
Μαρτίου 1971 στο Βόλο, όπου και κατοικεί με τον σύζυγο και τα δύο τους παιδιά,
τη Φωτεινή και τον Φίλιππο.
Το 1992 πήρε το πτυχίο
της νηπιαγωγού από την ιδιωτική σχολή Granits στην Αθήνα. Εργάστηκε στον
Βρεφονηπιακό Σταθμό Βόλου για 4 χρόνια και, παράλληλα, φοίτησε στο δημόσιο
Ι.Ε.Κ. Βόλου (τμήμα προσχολικής αγωγής).
Παρακολούθησε για έναν
χρόνο μαθήματα στο τμήμα καλών τεχνών του Καλλιτεχνικού Οργανισμού του Δήμου
Βόλου.
Ζωγραφίζει από τότε που
θυμάται τον εαυτό της και σχεδόν πάντα σε ερασιτεχνικό επίπεδο.
Οι μεγάλες της αγάπες
είναι τα παιδιά, τα βιβλία, η μουσική, η
θάλασσα, τα ζώα, οι ζεστές αγκαλιές, το φεγγάρι και ο Βόλος.
Πιστεύει πως η τέχνη,
όταν προσεγγίζεται βιωματικά, αποκαλύπτει αλήθεια και μπορεί μ’ ένα μαγικό
τρόπο να λυτρώνει και να αγγίζει.
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα της στήλης
«Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;