...Καιρός τώρα να γνωρίσουμε τους Θεναρδιέρους. Ο ταβερνιάρης ήταν πάνω από πενήντα χρονών. Η γυναίκα του πλησίαζε τα σαράντα. Τις δουλειές του σπιτιού τις έκανε όλες μόνη της, με υπηρέτρια την Τιτίκα –ένας ποντικός στην υπηρεσία του ελέφαντα. Όλα έτρεμαν τη φωνή της: άνθρωποι, τζάμια, έπιπλα.
Είχε πρόσωπο πλατύ, με κοκκινωπές βούλες –σαν μεγάλη κουτάλα με τρύπες. Ούτε το μουστάκι της έλειπε. Λες και ήταν χαμάλης της αγοράς μασκαρεμένος σε γυναίκα. Οι βλαστήμιες, οι φοβέρες της, έπαιρναν κι έδιναν. Κι έσπαζε καρύδια με τη γροθιά της, όπως καυχιόταν. Περίεργος τύπος θηλυκού αλήθεια. Σαν να διασταύρωσαν μια πλύστρα με μια γυναίκα του δρόμου και να έβγαλαν τη Θεναρδιέρου. Αν δεν διάβαζε μυθιστορήματα που την έκαναν καμιά φορά να δείχνει πως είναι όχι μόνο δράκαινα μα και λίγο θηλυκό, δεν θα έμοιαζε καθόλου με γυναίκα. Η κουβέντα της θύμιζε χωροφύλακα, το πιοτό, όπως το κατέβαζε, αμαξά. Οι τρόποι της απέναντι στην Τιτίκα ήταν τρόποι δήμιου. Ένα δόντι έβγαινε από το στόμα της όταν καθόταν για να ξεκουραστεί.
Αντίθετα, ο Θεναρδιέρος ήταν μικροκαμωμένος, κιτρινιάρης, αδύνατος, με σουβλερό πρόσωπο και κόκαλα που πετούσαν. Κράση φιλάσθενη έμοιαζε, μα η υγεία του βρισκόταν σ’ εξαίρετη κατάσταση. Η πονηριά του αρχίζει από δω. Μ’ ένα χαμόγελο προσπαθούσε να κρυφτεί. Έδειχνε ευγένεια σε όλους, ακόμα και στου ζητιάνους, χωρίς, φυσικά, να τους δίνει πεντάρα τσακιστή. Το μάτι του θύμιζε νυφίτσα και το μούτρο του άνθρωπο των γραμμάτων. Ευχαρίστησή του ήταν να τα πίνει με τους αμαξάδες. Ποτέ δεν πέτυχαν να τον μεθύσουν. Κάπνιζε μια χοντρή πίπα και κάτω από την μπλούζα του έβλεπες κάτι μαύρα παλιόρουχα. Πίστευε στα σοβαρά πως ήταν υλιστής φιλόσοφος και λόγιος. Στην κουβέντα του ανακάτευε ονόματα διαφόρων σοφών, για να ενισχύει τις απόψεις του όπως του Βολταίρου, ακόμα και του Αγίου Αυγουστίνου. Δεν δίσταζε να λέει πως είχε δικό του φιλοσοφικό σύστημα.
[…]
Στοιχείο του ο τυχοδιωκτισμός και το σκοτάδι. Την ταβέρνα του την άνοιξε μετά την εκστρατεία, αφού εξασφάλισε «κάμποσα», δηλαδή ρολόγια, πορτοφόλια, χρυσά δαχτυλίδια και ασημένια παράσημα από τους σκοτωμένους στο πεδίο της μάχης. Η ρητορική φλυαρία του φάνταζε για σοφία. Μα ο δάσκαλος του Μονφερμέιγ πρόσεξε πως δεν ήταν καθόλου καλός στην ορθογραφία και στους λογαριασμούς
Καπάτσος, υποκριτής, πονηρός, όλο ραδιουργίες, τεμπέλης συμφεροντολόγος, μα συγκρατημένος. Διόλου ακατάδεκτος στις υπηρέτριες, και γι’ αυτό η γυναίκα του που τον είχε για καρδιοκατακτητή, τον ζήλευε τρομερά.
Όταν κάποιος ξένος έμπαινε στην ταβέρνα κι έβλεπε τη Θεναρδιέρου, έλεγε:
-Αυτή είναι το αφεντικό εδώ μέσα. Αυτή ο κύριος.
Λάθος. Αφέντης, κύριος και κυρία μαζί ήταν ο Θεναρδιέρος. Εκείνος τα έκανε όλα, εκείνος είχε όλες τις πρωτοβουλίες. Δίχως να το καταλαβαίνει εκείνη, ο Θεναρδιέρος κυριαρχούσε στη γυναίκα του μ’ έναν περίεργο τρόπο. Αυτή τον έβλεπε σαν κάτι το ξεχωριστό. Τα ‘χε πάντα καλά μαζί του και δεν τον άλλαζε με κανέναν άλλο στον κόσμο. Μόνο τις κόρες της αγαπούσε πάνω στη γη και μόνο τον άντρα της φοβόταν. Κι εκείνο που απασχολούσε αποκλειστικά τον Θεναρδιέρο ήταν να κάνει λεφτά. Μα δεν είχε και μεγάλες επιτυχίες στους υψηλούς αυτούς σκοπούς του. Οι ικανότητές του απέδιδαν μέτρια έσοδα. Τον αδικούσε το στενό εκείνο περιβάλλον. Αν βρισκόταν σε κατάλληλο γι’ αυτόν μέρος, σίγουρα θα τα κατάφερνε καλύτερα.
[…]
Η Τιτίκα που βρισκόταν ανάμεσα στα φοβερά τούτα πλάσματα, πιεζόταν από δυο μεριές. Λες και την άλεθαν δυο μυλόπετρες τη δύστυχη. Ο καθένας είχε τον τρόπο του να τη βασανίζει. Η γυναίκα την έδερνε. Ο άντρας τον χειμώνα την άφηνε δίχως παπούτσια. Όλες τις βαριές δουλειές τις έκανε η μικρή. Πώς άντεχε, αλήθεια, το αδύνατο εκείνο πλασματάκι; Από πουθενά δεν υπήρχε οίκτος. Τι να συνέβαινε άραγε στην αθώα ψυχή της;
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ
Οι άθλιοι (α’ τόμος), εκδοτικός οίκος Α.Α.Λιβάνη, μετάφραση: Γιάννης Κουχ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;