Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Μια ζωγραφιά, πόσες ιστορίες;

 


Βακαλοπούλου Μαρία

Ένα όνειρο πηγή χαράς

Παραμονή Χριστουγέννων ξημερώνει και όλα τα παιδιά θα ξεχυθούν στους χιονισμένους δρόμους για τα κάλαντα. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ μαζί με τον σκύλο μου, τον Μούργο. Με λένε Κλαρίσα και τα Χριστούγεννα είναι τα αγαπημένα μου. Φόρεσα το κόκκινο παλτό μου και ξεκινήσαμε. Πού και πού κάναμε στάσεις για να χαζέψουμε βιτρίνες. «Μούργο, τι κοιτάς;» ρώτησα και πλησίασα δίπλα σε ένα χαμόσπιτο. Κόλλησα το πρόσωπο για να δω. Δύο παιδάκια ξυλιασμένα από το κρύο προσπαθούσαν να ανάψουν φωτιά με λιγοστά κούτσουρα. Δεν υπήρχε ούτε έλατο, ούτε γιορτινή ατμόσφαιρα. Στεναχωρήθηκα. «Έλα, σκύλε, επιστροφή!» Όταν έπεσα για ύπνο, σκεφτόμουν. «Τι μπορώ εγώ να τους προσφέρω;»

Δεν πέρασε ώρα και αντιλήφθηκα ότι κάποιος με τραβούσε. Ήταν ο Μούργος. Είχε δαγκώσει την πιτζάμα. «Πού με πας;» Άρπαξα το παλτό και βγήκα. Τότε άκουσα ένα κλάμα, σαν παράπονο. «Ακούγεται από το δάσος.» Μέχρι να ολοκληρώσω τη φράση εκείνος είχε φέρει το έλκηθρό και γάβγιζε. Χωρίς να το πολυσκεφτώ ανέβηκα κι ακολούθησα τη φωνή. Από πίσω κι ο σκύλος. Σαν φτάσαμε, εντοπίσαμε πίσω από ένα θάμνο ένα ελατάκι. «Γιατί κλαις;» ρώτησα. «Δύο παιδιά με κουνούσαν, τάχα για να παίξουν, όση ώρα ο πατέρας τους έψαχνε για ένα μεγάλο για το σπίτι τους, μέχρι που με ξεριζώσανε. Τώρα εγώ δεν θα μεγαλώσω, δεn θα στολίσω κανένα σπίτι και θα ξεραθώ.» «Πώς να σε βοηθήσουμε;» «Αν με παίρνατε να στολίσω το δικό σας.» «Εμείς έχουμε. Α, για στάσου! Ξέρω ένα σπίτι που θα πάρει μεγάλη χαρά! Τι λες, Μούργο, για το χαμόσπιτο;» Αμέσως το φορτώσαμε στο έλκηθρο και σαν φτάσαμε, το αφήσαμε στην είσοδο χτυπώντας διακριτικά. Έπειτα κρυφτήκαμε. Δεν φαντάζεστε τι χαρά έκαναν! Πηδούσαν, φώναζαν…

«Κλαρίσα, γιατί φωνάζεις; Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία η μαμά και κάθισε δίπλα μου. «Ονειρευόμουν» είπα απογοητευμένη. «Μαμά, μπορούμε αύριο να πάρουμε ένα ελατάκι για να το χαρίσω κάπου; Μην μου το αρνηθείς..» «Εντάξει!» έγνεψε κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου.

 

Βενετσανάκη Γεωργία

Χριστούγεννα στην καρδιά του δάσους

Τότε ήμουν μικρούλης. Και μάλλον άμυαλος, αφού απομακρύνθηκα από την αυλίτσα μας. Έβλεπα τις άσπρες νιφάδες να πέφτουν. Σάμπως είχα ξαναδεί τέτοια λαμπερά κρυσταλλάκια; Με έναν τρελό χορό τριγύριζαν, καθόντουσαν απαλά στο χώμα κι έπειτα εξαφανίζονταν!

Μαγεμένος άνοιξα την ξύλινη πόρτα κι άρχισα να κυνηγώ τη μία άσπρη χορευτριούλα μετά την άλλη, και μετά την επόμενη, και την επόμενη... ώσπου χάθηκα! Όλα ήταν κατάλευκα και ήσυχα γύρω μου. Πού βρισκόμουν; Μήπως είχα ανέβει στα σύννεφα; Θα έπρεπε να είμαι χαρούμενος γι’ αυτό, όμως η μουσούδα μου άρχισε να στάζει και το τρίχωμά μου είχε γίνει μπαμπακένιο. Τότε θυμήθηκα ότι μάλλον έπρεπε να επιστρέψω σπίτι. Να επιστρέψω; Μια κουβέντα ήταν αυτή… Σύντομα το δυνατό κλάμα μου ακουγόταν μέσα στη σιγαλιά.

Ήμουν μόνος. Καθόλου δεν με διασκέδαζε πια ο κρυσταλλένιος χορός. Περπατούσα ανάμεσα στα δέντρα κι οι πατουσίτσες μου είχαν παγώσει. Σκεφτόμουν τον Πέτρο που θα περίμενε να παίξουμε. Σκεφτόμουν το ζεστό χαλάκι μου δίπλα στο τζάκι. Ο ουρανός είχε πια σκοτεινιάσει. Άξαφνα είδα από μακριά ένα φως. Μα τι μπορούσε να βρίσκεται στην καρδιά του δάσους; Τα ξυλιασμένα ποδαράκια μου άρχισαν να τρέχουν προς τα εκεί με όση δύναμη τους είχε απομείνει.

Ήταν ένα κρυμμένο σπιτάκι στο δάσος και μια μικρή λάμπα φώτιζε στο παράθυρο. Άρχισα να γαβγίζω χαρούμενος. Ένας παππούλης με άσπρα μαλλιά και άσπρη γενειάδα, σαν να ήταν κι αυτά μπαμπακένια από το κρύο, φάνηκε στην πόρτα. Το ίδιο εκείνο βράδυ περπάτησε μέσα στο χιόνι, κρατώντας με ζεστά και με άφησε πίσω στο σπίτι μου. Μα μέχρι να χωθώ στην αγκαλιά του Πέτρου, ο καλός παππούλης είχε χαθεί.

Την άλλη μέρα ήταν μεγάλη γιορτή. Όλα τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους τραγουδώντας τα κάλαντα. Όμως εγώ κι ο Πέτρος φορτώσαμε στο έλκηθρο το έλατό μας και κινήσαμε για το κρυμμένο σπιτάκι. Είχαμε μια αποστολή: να φέρουμε τα Χριστούγεννα στην καρδιά του δάσους.

 

Δαμιανίδου Πόπη

Το δώρο του Σοφοκλή

Ο Σοφοκλής εκείνα τα Χριστούγεννα ήθελε να κάνει ένα ιδιαίτερο δώρο στην οικογένειά του. Η μαμά του ήταν στο νοσοκομείο, γέννησε τη μικρή του αδερφή. Θα ερχόντουσαν όλοι μαζί με τον πατέρα το απόγευμα και είχε έρθει η γιαγιά να τον προσέχει όσο θα έλειπαν. Κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού με πρόφαση ένα παιχνίδι. Τα κιβώτια που έγραφαν «χριστουγεννιάτικα στολίδια» δεν ήταν δύσκολο να τα βρει. Τα ανέβασε πάνω και τα έκρυψε στο δωμάτιό του. Πήρε τον σκύλο του τον Μήτσο και βγήκαν έξω να βρουν ένα έλατο. Δεν απομακρύνθηκε. Πάντα σκεφτόταν τα λόγια της μάνας, πως θα είναι ασφαλής μέχρι το σημείο που το βλέμμα του δεν χάνει την πόρτα του σπιτιού. Τα έλατα ήταν όλα μεγάλα κι εκείνος ακόμα μικρός και αδύναμος. Έψαξε αρκετά μέχρι που βρήκε ένα μικρό δεντράκι. Με το πριόνι του πατέρα το έκοψε προσεκτικά στη βάση και το τοποθέτηση πάνω στο έλκηθρο. Το έσυρε ως την είσοδο του γκαράζ και το άφησε εκεί. Μόλις έφαγαν κι αφού τη βοήθησε να μαζέψει το τραπέζι, εκείνη κάθισε στον καναπέ δίπλα στη σόμπα και την πήρε ο ύπνος. Ο Σοφοκλής το γνώριζε εξ αρχής πως θα γινόταν αυτό. Έβαλε μέσα το δέντρο κι έβγαλε τα στολίδια. Χωρίς να τον πάρει είδηση η γιαγιά, άρχισε να το στολίζει. Και μέχρι να ξυπνήσει το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μπουν τα λαμπάκια στην πρίζα. «Τι είναι όλα αυτά, γιέ μου;» «Είναι για σας, γιαγιά. Ήθελα φέτος να ξεκουράσω εσένα και τη μητέρα.» «Είσαι σπάνιο παιδί, αγόρι μου.» Καθώς τον έκλεινε στην αγκαλιά της, μπήκε μέσα η μητέρα με τη μικρή του αδερφή και τον πατέρα. «Καλώς ήρθες, μωράκ,ι στο σπιτικό μας» είπε και τους αγκάλιασε.

 

Θεοδωρίδου Νατάσσα

Μια μικρή μεγάλη έκπληξη

Εφτά το πρωί κι ήταν ήδη έτοιμος από ώρα. Ντυμένος κατάλληλα και με το μικρό, ξύλινο έλκηθρό του να τον περιμένει στην αυλή, ο Ρενάτο ξεκίνησε για την αποστολή του: να βρει και να φέρει στο σπίτι τ’ ωραιότερο έλατο του δάσους. Ήταν αποφασισμένος. Φέτος, για τα Χριστούγεννα, θα ’κανε δώρο στους γονείς του την πιο χαρούμενη έκπληξη.

Ήξερε ότι κατά βάθος ούτ’ η μαμά ούτ’ ο μπαμπάς χαίρονταν μ’ αυτό το σπίτι. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως δεν καταλάβαινε το γιατί. Εκείνον καθόλου δεν τον ενοχλούσε που ήταν μικρό και ξύλινο και, ίσως, λίγο περισσότερο κρύο απ’ το παλιό τους. Είχε, βλέπετε, ένα πέτρινο τζάκι και δυο μικρά παράθυρα με θέα κατευθείαν στο δάσος, που το ’καναν παραμυθένιο. Εδώ, άλλωστε, περνούσε και τα πιο αγαπημένα του, ως τώρα, βράδια, εκείνα που όλοι μαζί έπιναν ζεστό κακάο κι έλεγαν ιστορίες δίπλα στη φωτιά, κοιτώντας τα χιονισμένα δέντρα. Κι αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν είχε το παλιό τους το σπίτι.

Μερικές βόλτες και λίγα χαρούμενα γαβγίσματα μετά, ήταν πλέον σίγουρος πως είχε βρει το πιο ωραίο έλατο του δάσους για το σπιτάκι τους. Χωρίς να χάσει χρόνο, τίναξε λίγο απ’ το χιόνι που είχε χωθεί στις μπότες του κι έπιασε αμέσως δουλειά, χρησιμοποιώντας μ’ εντυπωσιακή προσοχή κι ικανότητα τα εργαλεία του μπαμπά.

Σε λίγα μόλις λεπτά είχε ήδη φορτώσει το μικρό έλατο στο ξύλινο έλκηθρό του. «Πάμε, Μάρκοοοο, πάμε να προλάβουμε να φτιάξουμε και κακάο πριν ξυπνήσουν!» φώναξε και βιαστικά ξεκίνησε να τσουλάει το έλκηθρο στον δρόμο του γυρισμού.

Πολλές ιστορίες κι αγκαλιές μετά, κάθε τέτοια μέρα, ο ήχος του κουδουνιού δίνει το σήμα. Είν’ οι γονείς του Ρενάτο που τον επισκέπτονται για να στολίσουν παρέα το φρέσκο έλατο, δίπλα στο πέτρινο τζάκι, με μια κούπα κακάο στο χέρι. Τότε, για λίγες μόνο στιγμές, το πολυτελές, πια, διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, γίνεται ξανά το μικρό, εκείνο, ξύλινο καλυβάκι.

 

Κασσελούρη Αναστασία

Η Παραμονή Χριστουγέννων του Πετρή

Μία φορά και κάποιους χειμώνες πριν, σ’ ενα πανέμορφο, ξύλινο σπιτάκι, κοντά στο δάσος, ζούσε ο Πετρής με τους γονείς του. Ο μοναδικός του φίλος ήταν ο Μπρούνο και τον ακολουθούσε πάντα, όπου κι αν πήγαινε.

Ο Πετρής αγαπούσε πάρα πολύ τα Χριστούγεννα. Παρακαλούσε να περάσει γρήγορα το καλοκαίρι και να έρθει ο χειμώνας.

Του άρεσε να βοηθάει τη μαμά του στην κουζίνα όταν έφτιαχνε μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Και με λαχτάρα έτρωγε εκείνο το υπέροχο ζεστό γλυκό που το έλεγαν πουτίγκα.

Με τον μπαμπά του στόλιζαν τον κήπο βάζοντας πολλά λαμπάκια που αναβόσβηναν σαν πυγολαμπίδες.

Πάντα λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ο μπαμπάς πήγαινε στο δάσος και διάλεγε το δέντρο που θα στόλιζαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Ήξερε κάθε φορά ποιο ήταν σωστό να κοπεί χωρίς να γίνε ζημιά γιατί η δουλειά του ήταν ξυλοκόπος.

Και να που έφτασε αυτή η μέρα.

Η βασίλισσα του πάγου σκέπασε με ένα κάτασπρο πέπλο όλη την περιοχή. Τα δέντρα ήταν λευκά κι οι δροσοσταλίδες έλαμπαν παγωμένες στις άκρες των φύλλων. Οι δρόμοι κρύφτηκαν στο μαλακό χιόνι.

Ο Πετρής ντύθηκε τα πιο ζεστά του ρούχα, φόρεσε το χοντρό κόκκινο μπουφάν και βγήκε τρέχοντας στον κήπο.

Το κρύο ήταν τσουχτερό.

«Πάρε σκούφο και γάντια» φώναξε η μαμά.

«Αχχχ πόσο δίκιο είχε» σκέφτηκε όταν ξαναβγήκε να συναντήσει τον μπαμπά.

Προχώρησαν στο δάσος και πίσω τους ακολουθούσε χοροπηδώντας ο Μπρούνο με τα μικρά του ποδαράκια να βουλιάζουν στο χιόνι.

Στην επιστροφή ο Πετρής έσερνε το έλκηθρο με το δέντρο κι ο τετράποδος φίλος του κουνούσε ευτυχισμένος την ουρά του.

Το δέντρο στήθηκε δίπλα στο τζάκι, μπροστά από το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο.

Τα στολίδια ένα ένα κρεμάστηκαν στα κλαδιά του. Στο τέλος αφού τον σήκωσε ο μπαμπάς πολύ ψηλά, έβαλε στην κορυφή του το αστέρι.

Το κοίταζαν όλοι με θαυμασμό.

« Όλα έτοιμα» είπε η μαμά.

Μαζεύτηκαν γύρω από το τζάκι κι απόλαυσαν την υπέροχη, ζεστή της πουτίγκα.

«Τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή» είπε ο Πετρής χαμογελώντας και ξάπλωσε στο ζεστό χαλί. Ο Μπρούνο κουλουριάστηκε δίπλα του. Σε λίγο αποκοιμήθηκαν κι οι δύο.

Η μαμά τον σκέπασε με μια ζεστή κουβέρτα και του έδωσε ένα απαλό φιλί.

Κρέμασε τις κάλτσες με τα δώρα τους στο δέντρο και ψιθύρισε:

«Καλά Χριστούγεννα σε όλους!»

 

Κοτσαύτη Γιώτα

Όταν κάποιος δεν έκλεισε τα μάτια…

Ο Μάρκος ήταν δέκα χρονών. Κι όμως γνώριζε. Ή, τουλάχιστον, μπορούσε να υποθέσει από τα μισόλογά τους τι περίπου συνέβαινε στο σπίτι της Αρετούλας με τα θλιμμένα μάτια και το μονίμως χαμηλωμένο κεφάλι. «Άκου, Αρετούλα, δεν θέλω να ντρέπεσαι. Δεν φταις εσύ. Εγώ… Αρετούλα, τον άλλο μήνα γίνομαι έντεκα, μεγαλώνω, θα σε πάρω από κει μέσα. Μη φοβάσαι. Κάνε λίγη ακόμα υπομονή» ήθελε να της πει. Μα πώς να βγουν τα λόγια από το στόμα; Πώς ν’ αγγίξει την ψυχή του κοριτσιού, ν’ απαλύνει τη θλίψη; Άφηνε συχνά στο θρανίο της μικροδωράκια, κανένα μολυβάκι, καμιά σβήστρα, ζαχαρωτά, κι όταν δεν είχε κάτι άλλο, άφηνε πολύχρωμες ζωγραφιές.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τα μαγαζιά είχαν φορέσει τα γιορτινά τους. Τα παιδιά συζητούσαν για τα δώρα που θα τους έφερνε ο Άγιος Βασίλης. «Δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση» άκουσε τη μαμά να ψιθυρίζει. «Πρέπει επιτέλους να κάνουμε κάτι.» Μόλις μπήκε σταμάτησαν, μα ήξερε για τι μιλάνε. Μιλούσαν για την Αρετούλα και γι’ αυτά που της έκανε ο πατέρας της. Αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο τους γονείς του, όμως αναρωτιόταν πώς μπορούσαν ακόμα να περιμένουν. Γιατί περίμεναν; Και τι; Τη φρίκη που ζούσε η συμμαθήτριά του τη γνώριζαν όλοι. Θα μεγάλωνε, δεν θα μεγάλωνε; Θα την έπαιρνε μακριά την Αρετούλα, θα τη φρόντιζε, θα μαλάκωνε την ψυχούλα της, την καρδιά της που έτρεμε σαν την πλησίαζε κάποιος.

Το Σάββατο ξύπνησε πολύ νωρίς. Την προηγούμενη μέρα είχαν στολίσει το δέντρο τους κι έκρυψε μερικά στολίδια και φωτάκια. Είχε δει κι ένα μικρό δεντράκι στην αποθήκη που ήξερε ότι δεν θα το χρησιμοποιούσαν. Τα ετοίμασε, φόρεσε τον σκούφο και το κασκόλ του και κίνησε για το απόμερο σπιτάκι…

Ο Μάρκος γιορτάζει σήμερα τα τριακοστά του γενέθλια. Η Αρετούλα κουβαλάει μια μεγάλη τούρτα. Το μωρό κάθεται στο καρεκλάκι του. Κι ο Γιαννάκης, δύο χρονών πια, χειροκροτάει. «Τελικά γίνονται και θαύματα!» γράφει στον υπολογιστή της μια συγγραφέας. «Ναι, όταν ακόμα κι ένας δεν κλείσει τα μάτια, γίνονται θαύματα! Σ’ ευχαριστώ, Μάρκο!» συμπληρώνει κι ένα δάκρυ ελπίδας κυλάει από τα βλέφαρά της.

 

Λιανού Σταυρούλα

Οι δύο φίλοι και το χριστουγεννιάτικο δέντρο

«Έλα, Μπίνγκο, έχουμε αργήσει κι η μαμά θα ανησυχεί. Αργήσαμε αλλά βρήκαμε το πιο όμορφο δέντρο. Θα χαρεί σίγουρα όταν το δει κι ελπίζω αυτό να μετριάσει την κατσάδα που θα φάμε. Ωχ, νύχτωσε κι αρχίζω να κρυώνω.

Όχι από εκεί, δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος για το σπίτι. Τι είναι; Γιατί γαβγίζεις; Τι βρήκες πάλι; Μα ποιος άφησε εδώ την μπότα του; Πατημασιές στο χιόνι και μια μπότα. Κι οι πατημασιές από εδώ και πέρα είναι από ένα μόνο πόδι! Πάλι σε περιπέτειες θα με βάλεις και ποιος την ακούει τη μαμά! Αφήνω το έλκηθρο με το δέντρο εδώ.»

Οι δυο φίλοι συνέχισαν τη διαδρομή τους μέσα στο χιόνι ακολουθώντας τα ίχνη. Δεν άργησαν να φτάσουν σε ένα απομονωμένο σπίτι. Έμοιαζε ακατοίκητο, παρατημένο. Κι όμως, μέσα από ένα παράθυρο, έφεγγε ένα αχνό φως. Έμοιαζε με τη σπίθα ενός κεριού που τρεμόπαιζε προσπαθώντας να παραμείνει αναμμένη. «Φοβάμαι, δεν είναι καλή ιδέα που ήρθαμε ως εδώ. Πάμε πίσω.» Μα αυτός ατρόμητος, περίεργος και φασαριόζος όπως πάντα ξεχύθηκε με ορμή προς το φως. Μπήκε γαβγίζοντας μέσα στο ξένο σπίτι από μια τρύπα στη ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Και ξαφνικά το γάβγισμα κόπηκε μαχαίρι. Το αγόρι πάγωσε από τον φόβο του. Τι να έπαθε ο αγαπημένος του φίλος; Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μα για στάσου. «Μαμά, εσύ;» «Τι να σου πω, παιδί μου, ήθελα τόσο πολύ να σου βάλω τις φωνές. Μα τώρα που σας βρήκα και τους δύο, νιώθω τόση ανακούφιση που δεν θέλω να πω τίποτε. Καθώς σας αναζητούσα, χτύπησα σε ένα κούτσουρο. Ο πόνος ήταν τέτοιος που μου ήταν αδύνατο να πατήσω το αριστερό μου πόδι. Έβγαλα την μπότα και ήρθα κουτσαίνοντας μέχρι αυτό το ερείπιο.» Έπεσα με ορμή πάνω της. «Περίμενε εδώ, θα φέρω το έλκηθρο, δεν είναι μακριά. Θα σε μεταφέρω μέχρι το σπίτι. Να δεις, θα γίνεις γρήγορα καλά και θα στολίσουμε μαζί το πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο».

 

Μήλιου Θεοδώρα

Συντροφιά με τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες της γιαγιάς

Το χιόνι έπεφτε από νωρίς. Η φωτιά στο τζάκι δεν είχε σταματήσει να καίει από την προηγούμενη μέρα. Το κρύο τσουχτερό από τον βαρύ χιονιά. Μα μέσα στο μικρό ξύλινο σπιτάκι οι παιδικές φωνές δημιουργούσαν μια γιορτινή ατμόσφαιρα ανυπομονησίας. Τα παιδιά είχαν φτάσει το προηγούμενο μεσημέρι όπως συνήθιζαν τα τελευταία χρόνια για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η γιαγιά Ντόροθι είχε ετοιμάσει ένα ζεστό πόριτζ με κάστανα και σταφίδες. Τα τρία αδερφάκια είχαν κολλήσει τις μύτες τους στο τζάμι του παραθύρου και κοιτούσαν το βουνό. Η Αμάντα τραγουδούσε ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι και τα δύο αγόρια χνώτιζαν το παράθυρο κι έκαναν φατσούλες. Η γλυκιά μυρωδιά του πρωινού τούς οδήγησε γύρω από το τραπέζι. Η γιαγιά έφερε και τις αγαπημένες τους ζεστές σοκολάτες και μίλησε για το μικρό ξωτικό του δάσους που δείχνει στους ξυλοκόπους ποια γκι θα κόψουν. Τα παιδιά με γουρλωμένα μάτια ζητούσαν κι άλλες πληροφορίες. Η Ντόροθι χαρούμενη όλο και περισσότερο φούντωνε την περιέργειά τους με πολλές ιστορίες νεράιδων και ξωτικών. Το μεσημέρι βρήκε τη νεαρή παρέα να κυλιέται στο δάσος και να απολαμβάνει τις πιο ωραίες γλίστρες με τα έλκηθρα. Κάποια στιγμή ο Τίμοθι είδε κάτι περίεργο... πλησίασε στο κοντινό ξέφωτο του δάσους και τότε του φάνηκε πως ένα σκιουράκι έτρεχε γύρω από ένα μικρό γκι. Αμέσως κατάλαβε πως η μαγεία υπάρχει, ειδικά σ’ αυτόν τον υπέροχο τόπο και πως η γιαγιά δεν έλεγε ψεύτικες ιστορίες. Τα Χριστούγεννα ήρθαν και το γκι στόλιζε το ζεστό σαλόνι της γιαγιάς και συντρόφευε τις χριστουγεννιάτικες της ιστορίες

 

Παντελή Αθηνά

Ο Ορέστης και τα Χριστούγεννα

Ο Ορέστης έβγαζε χαρούμενες κραυγές καθώς το έλκηθρο του γλιστρούσε στο χιόνι. Λίγο πριν το τέρμα γύρισε το σώμα του στο πλάι και σήκωσε ένα μεγάλο κύμα χιονιού. Ο Σπίθας πήδηξε επάνω του και άρχισε να τον γλείφει κλαψουρίζοντας.

«Είμαι καλά» είπε γελώντας πριν χάσει την ισορροπία του και βρεθεί ξαπλωμένος ανάσκελα. Σηκώθηκε κι άρχισε να τραβά το έλκηθρό του για το σπίτι, μόνο που το κουτάβι δεν τον ακολούθησε. Είχε γυρισμένη την πλάτη και κοιτούσε μέσα στο δάσος.

«Τι είναι, αγόρι μου; Τι είδες;» είπε και πλησίασε. Εκεί, ανάμεσα σε δυο ψηλά δέντρα, ήταν πεσμένο ένα μικρό δεντράκι. Ο Ορέστης σκέφτηκε ότι θα το έριξε ο χθεσινός αέρας. Το ανέβασε στο έλκηθρό του και στον δρόμο μέχρι το σπίτι σκεφτόταν πώς θα κατάφερνε να το πάει στο δωμάτιό του. Όταν έφτασε, το έκρυψε κάτω από την σκάλα της εισόδου.

«Εσύ, Σπίθα, μείνε εδώ. Η μαμά θυμώνει όταν σε βάζω στο σπίτι» είπε βγάζοντας τα παπούτσια του.

Έφαγαν, βοήθησε τον μπαμπά στις δουλειές του και ύστερα έκανε το μπάνιο του. Ήταν τόσο κουρασμένος που απόψε δεν θα τρύπωνε κρυφά τον Σπίθα στο δωμάτιό του. Όταν άνοιξε την πόρτα, πολύχρωμα φώτα τον θάμπωσαν και δυο χέρια τον σήκωσαν ψηλά

«Καλά Χριστούγεννα, σπόρε!» φώναζε ο μπαμπάς του κι η μαμά τού έδωσε ένα από εκείνα τα ρουφηχτά φιλιά της στο μάγουλο. Άλλες φορές το σκούπιζε με μανία αλλά αυτή τη φορά ήταν τόσο χαρούμενος που το ξέχασε. Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα! Το δεντράκι στολισμένο δίπλα στο παράθυρο του κι ο Σπίθας κουλουριασμένος στο κρεβάτι του. Όταν ξάπλωσε ο Ορέστης εκείνο το βράδυ, τα όνειρά του ήταν γεμάτα πολύχρωμες περιπέτειες για ένα αγόρι, τον σκύλο του κι ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο.

 

Ρηγάτου Βασιλική

Ερχομός ελπίδας

Ξύπνησε νιώθοντας μια μουσούδα με υγρή μύτη δίπλα στο πρόσωπό του. Τρίβοντας τα μάτια του συνειδητοποίησε ότι ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Έκανε να γυρίσει πλευρό, αλλά ο σκύλος ήταν ανυπόμονος, φαινόταν από το κούνημα της ουράς του. «Άσε με, Μπάκι, θέλω να κοιμηθώ!» φώναξε, αλλά ο εκείνος τράβηξε το πάπλωμα με τα δόντια του και τα πόδια του δεκάχρονου αγοριού έμειναν εκτεθειμένα. Ανακάθισε νευριασμένο στο κρεβάτι, μα σαν τα μάτια του κοίταξαν έξω από το παράθυρο, του έφυγε όλος ο θυμός. Έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί κι αγκαλιά με τον Μπάκι, έμειναν να κοιτάζουν χαρούμενοι το τοπίο. Το χιόνι, που έπεφτε όλη τη νύχτα, είχε ζωγραφίσει λευκά τα κυπαρίσσια. Επιτέλους, θα μπορούσαν να παίξουν χιονοπόλεμο και να φτιάξουν χιονάνθρωπους!

Κατέβηκαν στο σαλόνι προσεχτικά για να μην ξυπνήσουν τους υπόλοιπους. Επικρατούσε ησυχία, μα τα φώτα ήταν όλα αναμμένα, στο τζάκι η φωτιά έκαιγε τα ξύλα κι από την κουζίνα μοσχομύριζαν κουλουράκια και καφές. Το σπίτι ήταν στολισμένο, μα έλειπε το χριστουγεννιάτικο δέντρο για να συμπληρώσει την εορταστική ατμόσφαιρα. «Όχι για πολύ!» σκέφτηκε και χαμογέλασε παιχνιδιάρικα, περιμένοντας να ξημερώσει για να εκπληρώσει ο πατέρας του την υπόσχεσή του. «Έλα, Μπάκι! Να έχεις δυνάμεις για το χιόνι!» είπε στον σκύλο, καθώς του έδινε μια λιχουδιά. «Εσύ πως πας από δυνάμεις;» είπε γλυκά μια φωνή πίσω του. «Θεία, τι κάνεις εδώ;» αναφώνησε το αγόρι κι έτρεξε να αγκαλιάσει τη χαμογελαστή γυναίκα. «Τη νύχτα ήρθε το μωράκι μας! Ένα υπέροχο κοριτσάκι! Η αδερφή σου!» απάντησε και τον χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο. Το αγόρι καταχάρηκε. «Δεν το πιστεύω ότι γεννήθηκε Χριστούγεννα! Είναι το δώρο μας από τον Άγιο Βασίλη! Γρήγορα! Πάω να φέρω χριστουγεννιάτικο δέντρο! Δεν γίνεται να έρθει σπίτι και να μη το βρει στολισμένο. Θα είμαι ο καλύτερος αδερφός του κόσμου! Τι ευτυχία!» μονολόγησε γεμάτο ελπίδα για τις ερχόμενες μέρες.


Οι ιστορίες γράφτηκαν με αφορμή την εικόνα (πηγή: διαδίκτυο, αν κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει, για να το προσθέσουμε) από μέλη της Αλατοπαρέας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Για πες μας, πώς σου φάνηκε;