Μια φορά κι έναν
καιρό, σε χωριό μακρινό, ζούσε ένα μικρό κορίτσι, η Άνι. Οι γονείς της ήταν ξυλοκόποι
και κάθε μέρα που περνούσε δούλευαν σκληρά για να της προσφέρουν όσα έβγαζε το δάσος.
Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε ούτε παιχνίδια ούτε πολλά ρούχα. Όλα τα
έφτιαχναν. Τα παιχνίδια της ήταν μερικές σβούρες από ξύλα οξιάς και τα ρούχα
της από παχουλές γούνες ζώων.
Όπως είναι
λογικό, σ’ ένα σπίτι δίχως ανέσεις, τα Χριστούγεννα είναι πάντοτε πολυτέλεια. Δεν
στόλιζαν δέντρο γιατί δεν είχαν στολίδια. Μόνο ευχές αντάλλασσαν στο φαγητό.
Απλό φαγητό, μη φανταστείτε πιάτα γαρνιρισμένα. Λίγες πατάτες κι ελάχιστα
λαχανικά.
Κάποια
Χριστούγεννα όλοι οι άνθρωποι ήταν θλιμμένοι. Είχαν-δεν είχαν ανέσεις, δεν μπορούσαν
να τις απολαύσουν. Εξαπλώθηκε ένας ιός θανατηφόρος και κανένας δεν επιτρεπόταν να
ψωνίσει ή να κάνει δώρα για να μην αρρωστήσει. Απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις
πολλών ατόμων, αλλά κι οι αγκαλιές.
Η Άνι τα άκουσε
όλ’ αυτά από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. «Δεν βαριέσαι, αφού εγώ δεν ψωνίζω τα Χριστούγεννα.
Δεν έρχεται κανένας σπίτι, γιατί ποιος θέλει να κάνει παρέα με φτωχούς; Δεν είναι
και μεγάλη συμφορά για μένα».
Όλα κυλούσαν
ήρεμα για το κοριτσάκι. Ακόμα κι η ημέρα των Χριστουγέννων. Οι γονείς της δεν
πρόλαβαν να της ευχηθούν γιατί δούλευαν. Της είχαν αφήσει ένα μικρό έλατο
αστόλιστο κι ένα ζεστό ποτήρι γάλα.
«Θα το στολίσω
εγώ το ελατάκι» σκέφτηκε. «Θα ζωγραφίσω και θα κόψω στολίδια. Είμαστε η μόνη
οικογένεια που δεν στολίζουμε ποτέ. Δεν υπάρχει καν ένα μέρος για τον νεογέννητο
Χριστό. Θα φτιάξω και μια μικρή φάτνη».
Στην άλλη άκρη
της γης, οι τρεις μάγοι τριγυρνούσαν έρημοι και μόνοι, γιατί δεν έπρεπε να συναντηθούν
λόγω ιού ούτε με το βοσκούς ούτε με τα ζώα ούτε με το θείο βρέφος. Ο καθένας θα
γιόρταζε μόνος.
Το αστέρι
εξαφανίστηκε για να μην προδώσει με τη λάμψη του τον μικρό Χριστό και του κάνει
σύσταση η αστυνομία λόγω πανδημίας. Ωστόσο τους οδηγεί ένα αστέρι χάρτινο με κίτρινους
μαρκαδόρους.
«Για δες,
Βαλτάσαρ, δύο παιδικά χέρια δίνουν στον ουρανό ένα νέο αστέρι της γέννησης, ας
ακολουθήσουμε».
Οι μάγοι
τράβηξαν για το σπίτι της Άνι. Ώρες πολλές περπάταγαν μέχρι που βρήκαν ένα
φτωχικό καλύβι που ήταν περιτριγυρισμένο από έλατα. Χτύπησαν πολύ ήρεμα την
πόρτα, κρατώντας ο καθένας ένα κουτάκι.
Το κοριτσάκι
τούς άνοιξε. Κοίταξε τους μάγους θαμπωμένο.
«Τι όμορφα ρούχα
που φοράτε! Ποιοι είστε;»
«Οι μάγοι με τα
δώρα».
«Μα γιατί δεν
είστε στη φάτνη της Βηθλεέμ;»
«Ο μικρός
Χριστός φέτος θα γεννηθεί μόνος, δεν έχει πρόβλημα, μας δικαιολογεί λόγω
πανδημίας».
«Έχω ακούσει γι’
αυτήν. Περάστε στο φτωχικό μας».
Η Άνι κέρασε
τους μάγους ζεστό γάλα. Εκείνοι το ήπιαν και γονάτισαν μπροστά της. Ένα διαφορετικό
σκηνικό γέννησης. Ένα μικρό κορίτσι ντυμένο με μια γούνα ζώου, ένα τραπέζι
ξύλινο μ’ ένα αστόλιστο δεντράκι, τρεις καλοντυμένοι μάγοι.
Άνοιξαν τα δώρα
τους γεμάτοι χαρά.
«Άνι, εγώ σου
έφερα στολίδια για το έλατο και λαμπάκια» είπε ο πρώτος
«Εγώ μια
γαλοπούλα με μπόλικα κάστανα, για να την ψήσετε στο τζάκι» είπε ο δεύτερος.
«Εγώ σου χαρίζω
χριστουγεννιάτικα παραμύθια» είπε ο τρίτος που ήταν στριμωγμένος οικονομικά
αλλά το κοριτσάκι το σκέφτηκε.
Τούτη τη νύχτα η
Άνι στόλισε το ελατάκι της μαζί με τους μάγους, έψησαν τη γαλοπούλα και
διάβασαν μπόλικα παραμύθια. Αφού τα έκαναν όλ’ αυτά, τη χαιρέτησαν θερμά και
την άφησαν τρισευτυχισμένη στο τραπεζάκι της, να κοιτάει το δέντρο της, χορτάτη
και χαρούμενη.
Σε λίγο θα
σχόλαγαν κι οι γονείς της για να πάρουν λίγη από τη μαγεία που δίνουν οι καλές ψυχές.
Ήταν οι τρεις μάγοι; Ήταν απλώς χωρικοί που ντύθηκαν μεγαλόπρεπα για να
προσφέρουν χαρά; Η πραγματικότητα δεν έχει δα και τόση σημασία.
Το θείο βρέφος
από τη Βηθλεέμ κοίταζε το κοριτσάκι από πολύ ψηλά και του χαμογελούσε.
Τώρα που μιλάμε,
ετοιμάζεται. Βάζει τις φασκιές του. Θ’ αποφύγει τον συνωστισμό. Θα πάει μόνο.
Θα τρυπώσει στο
μέρος που αγαπάει περισσότερο, στη χάρτινη φάτνη του κοριτσιού…
Αστερόπη Πολυκανδριώτη
Πηγή: Σε μια
κόλλα λευκή (συλλογικό), Εκδόσεις Αλάτι.
https://www.ekdoseisalati.com/p/se-mia-kolla-leyki/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;