Μια φορά κι ένα καιρό,
σ’ έναν μακρινό τόπο, κάπου πέρα από τη Γη, ζούσε ένας νεαρός άντρας, ο Εντ. Μια
μέρα, καθώς πήγαινε στο χωράφι του, συνάντησε έναν ηλικιωμένο με κάτασπρα μαλλιά
και μια κάτασπρη γενειάδα τόσο μεγάλη, που σχεδόν ακουμπούσε τη γη. «Παιδί μου,
σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο νεράκι» είπε στον Εντ. Εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη,
έβγαλε απ’ το σακίδιό του ένα φθαρμένο αλλά πεντακάθαρο παγούρι και του το
πρόσφερε. Ο γέροντας δίσταζε να το πάρει. «Κι εσύ; Αν διψάσεις εσύ;» ρώτησε. «Μην
ανησυχείς, καλέ μου παππούλη. Κάπως θα βολευτώ». Ο ηλικιωμένος τον ευχαρίστησε και
ξεκίνησε να πίνει. Όταν τελείωσε, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα πολύχρωμο
κουμπί. «Πριν από σένα πέρασαν κι άλλοι άνθρωποι, πολλοί. Κανείς δεν μοιράστηκε
μαζί μου το νερό του. Με αγνόησαν κι ούτε που τους ένοιαξε αν θα πέθαινα από
δίψα. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου χαρίσω κάτι» είπε κι έβαλε στο χέρι του Εντ το
κουμπί. «Κάθε φορά που θα χρειάζεσαι οτιδήποτε, θα το ακουμπάς κι η επιθυμία
σου θα πραγματοποιείται».
Ο Εντ ευχαρίστησε τον
ηλικιωμένο και πήρε τον δρόμο για το χωράφι του. Δεν πίστεψε, φυσικά, ότι το
κουμπί ήταν μαγικό όμως, καθώς απομακρυνόταν, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ποτέ
κανείς δεν του είχε χαρίσει τίποτα.
Αφού δούλεψε αρκετές ώρες
κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, άρχισε να διψάει. «Αχ και να είχα λίγο νεράκι»
σκέφτηκε και καθώς έβαζε τα χέρια του στις τσέπες, ακούμπησε το κουμπί. Ευθύς
εμφανίστηκαν μπροστά του όχι ένα, ούτε δύο, αλλά δέκα ολοκαίνουργια παγούρια με
δροσερό νερό. Έκπληκτος άρχισε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, μήπως και
καταφέρει να διαπιστώσει από πού ξεφύτρωσαν. Μάταια. Αφού ξεδίψασε, πήρε μερικά
και κατευθύνθηκε στα γειτονικά χωράφια, να τα μοιραστεί με τους υπόλοιπους γεωργούς.
Έπειτα, αφού ολοκλήρωσε τη δουλειά του, κίνησε για το σπίτι του.
«Γιε μου, δεν βρήκα
κάτι άλλο να μαγειρέψω» είπε η μητέρα του. «Μόνο αυτά τα χορταράκια». Ο Εντ
είχε δώσει το λιγοστό αλεύρι τους σε μία πολύτεκνη οικογένεια. «Δεν πειράζει,
μην ανησυχείς. Νόστιμα είναι και τα χόρτα» απάντησε και της χάιδεψε το κεφάλι
όμως η καρδιά του σφίχτηκε. Το τελευταίο διάστημα είχε αδυνατίσει πολύ. «Αχ και
να μπορούσα να γέμιζα το τραπέζι με φαγητά» σκέφτηκε κι έβαλε τα χέρια στις
τσέπες. Μόλις τα δάχτυλά του ακούμπησαν το πολύχρωμο κουμπί, εμφανίστηκαν
μπροστά του πιάτα και πιατέλες με χίλια δυο καλούδια. Έτριψαν και ξαναέτριψαν
τα μάτια τους, κι όμως! Ήταν αληθινά! Αγκαλιάστηκαν και κάθισαν όχι στο παλιό,
μισοδιαλυμένο τραπέζι και στις ετοιμόρροπες καρέκλες τους, αλλά σ’ ένα
τεράστιο, ολοκαίνουργιο. Πάνω του, εκτός απ’ τα φαγητά, τα ποτά και τα
γλυκίσματα, τα σερβίτσια, τα μαχαιροπήρουνα και το ποτήρια, υπήρχαν κεριά σε
περίτεχνα κηροπήγια και κάτι πανέμορφα βάζα με φρέσκα λουλούδια. Γύρω γύρω ένα
σωρό βελούδινες, αναπαυτικές καρέκλες.
Όταν βεβαιώθηκε πως η
ηλικιωμένη γυναίκα βολεύτηκε, ξεκίνησε να τρώει. Κι ενώ τα πάντα ήταν
πεντανόστιμα, δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη. Όλο και στριφογύριζε στη θέση του. Δεν
του πήγαινε η καρδιά εκείνος να γεύεται τέτοιες λιχουδιές, όταν τόσοι και τόσοι
άνθρωποι εκεί γύρω θα έτρωγαν μόνο ένα ξεροκόμματο. Έτσι σηκώθηκε κι έτρεξε
γρήγορα στα γειτονικά σπίτια. Πόση χαρά πήραν οι καλοί άνθρωποι όταν έφτασαν
και είδαν με τα μάτια τους την όμορφη διακόσμηση και το πλούσιο γεύμα!
Αφού έφαγαν και ήπιαν,
γύρισε ο καθένας στο σπίτι του. Έκπληκτος ο Εντ είδε τις δυο φτωχές καμαρούλες
τους να μεταμορφώνονται σε τεράστια δωμάτια με πολυτελή έπιπλα. Έβαλε το χέρι
του στην τσέπη και χάιδεψε το κουμπί. Από μέσα του ευχαρίστησε θερμά τον
ηλικιωμένο.
Από την επόμενη μέρα
έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ένα σχέδιο που δούλευε στο μυαλό του όλο το
βράδυ.
Όταν ξύπνησε, πήγε και
βρήκε τους γείτονές του. Εκείνοι, με τη σειρά τους, βρήκαν φίλους και
γνωστούς. Κι εκείνοι άλλους γείτονες, κι άλλους φίλους, κι άλλους γνωστούς. Με
τη βοήθεια του πολύχρωμου κουμπιού αγόρασαν πολλά χωράφια, διάφορα μηχανήματα
και σπόρους. Ξεκίνησαν να τα καλλιεργούν. Μ’ έναν δίκαιο τρόπο μοίραζαν τα
κέρδη στις οικογένειες του χωριού που μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε
γιατί όσοι άκουγαν για τον Εντ και τον τόπο του, αποφάσιζαν να πάνε να
ζήσουν εκεί.
Μετά από λίγα χρόνια
έγινε ξακουστός στα πέρατα της γης. Η ιστορία του έφτασε και στ’ αυτιά ενός
βασιλιά. Η χώρα του είχε καταστραφεί από τους συνεχόμενους πολέμους. Ο φόβος,
οι αρρώστιες, η φτώχεια δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Ή θα έμεναν και θα πέθαιναν
ή έπρεπε να φύγουν. Έτσι, λοιπόν, πήρε την απόφαση να μαζέψει τους λιγοστούς
κατοίκους που είχαν απομείνει και να μετακινηθούν στο σπουδαίο αυτό μέρος.
Πέρασε το καλοκαίρι.
Ήρθε το φθινόπωρο. Κι έπειτα ο χειμώνας. Λίγο πριν μπει η άνοιξη, μια ομάδα
ταλαιπωρημένων ανθρώπων παρουσιάστηκε στον Εντ. Μια πανέμορφη κοπέλα πήρε τον
λόγο. Ο πατέρας της ήταν βασιλιάς, όμως το ταξίδι τον είχε τόσο πολύ εξασθενήσει,
που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Έτσι ανέλαβε εκείνη να του πει την ιστορία
τους και να διαπραγματευτεί για λογαριασμό όλων. Το αίτημά της έγινε αμέσως
δεκτό. Σύντομα είχαν όχι μόνο δουλειά, αλλά σπίτια, ρούχα, φαγητό κι ό,τι άλλο
χρειάζονταν.
Απ’ το μυαλό του Εντ
δεν έβγαινε η θαρραλέα κοπέλα. Πήρε απ’
την τσέπη του το πολύχρωμο κουμπί και ευχήθηκε κάποια μέρα να την παντρευτεί
και να κάνει μαζί της οικογένεια. Ήταν τόσο έντονη η επιθυμία του, που το
κουμπί έπεσε απ’ τα χέρια του και κατρακύλησε στο πάτωμα. Όσο κι αν έψαξε, δεν
κατάφερε να το βρει. Δεν τον πείραζε όμως, γιατί είχε πια όσα επιθυμούσε και ο
ίδιος και ο λαός του. Σύντομα, μάλιστα, παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα κι έζησαν
ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Τα παιδιά τους έμαθαν για το
πολύχρωμο κουμπί, μα δεν το αναζήτησαν. Δεν χρειαζόταν. Γνώριζαν καλά ότι η αγάπη, η συνεργασία,
η εργατικότητα κι η δικαιοσύνη θα συνέχιζαν να αποδίδουν τους καλύτερους καρπούς.
Αυτό που δεν έμαθε ποτέ
ούτε ο Εντ ούτε κανένας άλλος είναι πως στο πάτωμα του γραφείου του υπήρχε μια
μικρή τρυπούλα που οδηγούσε στη Γη. Το πολύχρωμο κουμπί κύλησε εκεί και
βρέθηκε... Κανείς δεν γνωρίζει πού. Περιμένει ακόμα αυτόν που θα το εντοπίσει.
Λένε μάλιστα πως για να καταφέρει κάποιος να το δει θα πρέπει να είναι ταπεινός και γενναιόδωρος όπως ο προηγούμενος κάτοχός του. Γι’ αυτό, την επόμενη
φορά που θα βγεις μια βόλτα, ρίχνε πού και πού και καμιά ματιά προς τα κάτω.
Πού ξέρεις; Μπορεί να είσαι εσύ εκείνος που θα το ανακαλύψει! Τι
λες, έχεις τα απαραίτητα χαρίσματα; Αν ναι, ξεκίνα να ψάχνεις!
Γιώτα
Κοτσαύτη
(ανέκδοτο
κείμενο)
https://www.facebook.com/yota.kotsaftitheofanous
Εικόνα: Απ’
το pinterest
(αν
κάποια/ος γνωρίζει δημιουργό, ας επικοινωνήσει με το yotakotsafti1@yahoo.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;