Στολίστηκ’
ένας κόρακας με παγωνιού φτερά
κι
ύστερα καθρεφτίστηκε στης λίμνης τα νερά.
Τόσο
περηφανεύτηκε και τόσο καμαρώνει,
που
πίστεψε πως έγινε αληθινό παγώνι.
Κι
είπε: «Με τόσα χρώματα, με τόση ομορφιά,
με
τα κοράκια είναι ντροπή να κάνω συντροφιά».
Κι
αφήνοντας τ’ αδέρφια του, που ζούσε τόσα χρόνια,
επήγε
κει που τριγυρνούν τα πλουμιστά παγώνια.
Μ’
αυτά σαν να μυρίστηκαν τα ξένα τα φτερά,
τους
κακοφάνηκε κι ευθύς του ρίχτηκαν γερά.
Κι
αφού τον απομάδησαν κι ήταν κοράκι πάλι,
του
πλήγωσαν με τις τσιμπιές το άστοχο κεφάλι.
Τότε
μέσα στους πόνους του στοχάστηκε ο φτωχός
πως
δεν μπορεί να γιατρευτεί, να ζήσει μοναχός.
Και
με τη δόλια του καρδιά, σαν τα φτερά του μαύρη,
στ’
άλλα κοράκια γύρισε παρηγοριά για να βρει.
Αυτά
τον καλοδέχτηκαν πάλι σαν αδελφό,
μα
κάποιος γεροκόρακας, που ήταν πουλί σοφό,
του
’πε: «Τώρα που φόρεσες τη φορεσιά την ίδια,
σκέψου
πως πέφτουν γρήγορα τα ξένα τα στολίδια».
Ι.ΠΟΛΕΜΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;