Μια
μέρα καθόταν μόνος του στο παγκάκι και κατάπινε τα δάκρυά του για να μην τα δει
κανείς. Ξαφνικά άκουσε μια φωνή.
«Ε,
-άκο, να χαίρεσαι που είσαι πιο μικροσκοπικός από τους άλλους. Εγώ είμαι πιο εύσωμη
απ’ όλα τα παιδιά. Εκεί να δεις κοροϊδία. Αλλά δεν με νοιάζει πια».
«Πώς
τα κατάφερες;» ρώτησε ο -άκος.
«Θα
σου πω το μυστικό. Έχεις ακόμη λίγα λεπτά. Κοίταξε το φεγγάρι, σκέψου ένα σχήμα
που σ’ αρέσει και το μέγεθός του. Για ένα εικοσιτετράωρο τον χρόνο θα είσαι έτσι.
Εγώ διάλεξα να είμαι κόκκος αλατιού. Πηγαίνω
σ’ όποιον κλαίει. Ε, λοιπόν, ξέρεις κάτι; Όσοι κοροϊδεύουν, έχουν κλάψει πολλές
φορές κάτω απ’ την κουβέρτα τους και ψάχνουν κάποιον να του φερθούν άσχημα για
να αισθανθούν σπουδαίοι. Δεν είμαι πια θυμωμένη μαζί τους και χαίρομαι για την
εμφάνισή μου. Έλα, δες το φεγγάρι πριν χτυπήσουν μεσάνυχτα».
Ο -άκος
προσηλώθηκε στο φεγγάρι. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα. Την πρωτοβουλία, τότε, πήρε η καρδιά του. Χωρίς να καταλαβαίνει πώς, έγινε μια χρυσή πυγολαμπίδα σε σχήμα καρδιάς. Το πρωί
άρχισε να πετάει. Πλησίασε την καρδιά της Μαρίας, που πήγαινε σχολείο και την άκουσε να λέει: «Αγαπώ τόσο πολύ τον Μάκη,
τον συμμαθητή μου, όσο και τον σκύλο μου».
Η
καρδιά του Αντρέα έκανε «τούκου του» για την αδιάφορη καρδιά της Μαρίνας, όταν όμως
την ακούμπησαν τα ποδαράκια της πυγολαμπίδας, την έκαναν να χορεύει..
Ο -άκος άγγιξε και την καρδιά του παππού Μιχάλη, που πότιζε τάχα στην τύχη το πρωί την τριανταφυλλιά, για να δει την κυρία Πολυξένη που πήγαινε για ψώνια. Του χαμογέλασε κι εκείνος γέλασε κάτω από τα μουστάκια του.
Σε ό,τι καθόταν ο-άκος αυτήν
τη μέρα, έπαιρνε σχήμα καρδιάς. Και τα πορτοκάλια κι οι πατάτες και τα γλυκά
στα μαγαζιά. Όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, στις 14 Φλεβάρη, όλα πήραν την κανονική
τους μορφή. Ο Φλεβαράκος δεν ήταν πια λυπημένος. Μια φορά τον χρόνο άλλαζε τον
εαυτό του κι όλο τον κόσμο.
Στρατονίκη Ζαρμποζάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;