«Δεν
υπάρχει Άγιος Βασίλης και τα Χριστούγεννα δεν είναι παρά μονάχα ένα αστείο
παραμύθι για μικρά παιδιά», έλεγε με αυστηρό ύφος η Κλάρα στη
μικρή αδερφή της, η οποία εκείνη τη στιγμή διάβαζε την αγαπημένη της ιστορία με
τα ξωτικά και τη χώρα του πάγου. Φαινόταν τόσο ενθουσιασμένη, λες και το βιβλίο
ρούφαγε όλη την ύπαρξή της, κι αυτό πείσμωνε ακόμη πιο πολύ την Κλάρα…
Η Κλάρα έριξε μια φευγαλέα ματιά έξω από το
παράθυρο. Χιόνιζε και ο αέρας με την παγωμένη ανάσα του σχημάτιζε μια άσπρη
κρούστα στο θολό τζάμι. «Βαρετά», ψιθύρισε,
ενώ ζέσταινε τα χέρια της στο τζάκι χαζεύοντας
τις κατακόκκινες φλόγες. Δίχως να γνωρίζει το γιατί τα Χριστούγεννα της ήταν
αδιάφορα: «Μια οικογενειακή γιορτή», μονολογούσε,
«μια γιορτή με χιλιάδες λαμπιόνια, πολύχρωμες
μπάλες να στολίζουν όλη την πόλη, ένα μικρό διάλειμμα από το σχολείο και την
καθημερινότητα -τίποτα το συγκλονιστικό…».
Το μεγάλο παγοδρόμιο,
δυο στενά πιο κάτω, ετοιμαζόταν να υποδεχτεί παιδιά και μεγάλους, να τους χαρίσει
λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς. Όλοι οι φίλοι της Κλάρας θα πήγαιναν, μα εκείνη όχι.
«Κάθε χρόνο τα ίδια», είπε στη φίλη
της που την προσκάλεσε να περάσουν την παραμονή των Χριστουγέννων εκεί. «Άραγε τι το ιδιαίτερο κρύβει τούτη η
βραδιά; Γιατί οι περισσότεροι την περιμένουν με τόση ανυπομονησία ολόκληρο τον
χρόνο;».
Η νύχτα δεν άργησε να φτάσει
και το φεγγάρι γοργά έτρεξε να κρυφτεί στο παγωμένο πέπλο της. Οι πρώτες
νιφάδες του χιονιού σκέπασαν την πόλη κάνοντας την να μοιάζει παραμυθένια. Η Κλάρα
ανέβηκε κατσουφιασμένη στο δωμάτιό της και αμέσως την πήρε στην αγκαλιά του ο
γλυκός ύπνος. Από κάπου μακριά ακούστηκαν ποδοβολητά και ήχοι -κάτι σαν
κουδούνισμα, κάτι απροσδιόριστο για την Κλάρα που δεν ήξερε αν ονειρευόταν ή αν
όλα αυτά ήταν πραγματικά. Τρίβοντας τα νυσταγμένα μάτια της είδε έκπληκτη ένα
ξύλινο σκαλιστό έλκηθρο στολισμένο με κόκκινες κορδέλες, φορτωμένο με πολύχρωμα
δέματα και δυο πανέμορφους τάρανδους να το σέρνουν. Μάλιστα είχαν κι ανθρώπινη
λαλιά! «Έλα, Κλάρα, ανέβα!», της
έγνεψαν. «Μη φοβάσαι. Θα ζήσεις την πιο
όμορφη χριστουγεννιάτικη νύχτα της ζωής σου!».
Η Κλάρα δίστασε λίγο
στην αρχή, μα, με ένα μετέωρο βήμα, βρέθηκε πάνω στο έλκηθρο. Ήταν… ήταν
απερίγραπτα εδώ πάνω! Πόσο όμορφη φαίνονταν η πόλη από ψηλά! Από τις κόχες του
ουρανού αντάμωνες αλλιώς τον κόσμο! Η Κλάρα ήταν σιωπηλή. Ανέλπιστα σιωπηλή.
Μοναχή της σε μια αλήθεια ή ένα ψέμα; Πέρασαν πάνω από χωριά, πολιτείες, βουνά
και θάλασσες ώσπου έφτασαν και σταμάτησαν σε μια απόμερη γωνιά του σκοτεινού
δάσους. Κοίταξε ψηλά τα αστέρια. Ήταν απίστευτο πως φεγγοβολούσαν! Έμοιαζαν
καμωμένα από χρυσό. Θαρρείς πως τίναζαν από πάνω τους την περίσσεια αστερόσκονή
τους και τη σκορπούσαν πάνω στην κρύα
γη…
Η Κλάρα ένιωθε μουδιασμένη έπειτα από τόσες ώρες
ταξιδιού. Πεινούσε και κρύωνε τρομερά. Ένα μικρό ξωτικό με μακριά γενειάδα και
πράσινες μπότες την οδήγησε σε ένα ξέφωτο όπου υπήρχε ένα ξύλινο σπιτάκι. Έμοιαζε
σαν να ήταν ζωγραφισμένο: φορτωμένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια… Και τα
δέντρα που το πλαισίωναν είχαν φυσικά στολιστεί με σκόρπιες χιονόμπαλες. Ήταν
υπέροχα όλα τόσο που το κορίτσι κρατήθηκε με το ζόρι να μην τα αγγίξει. Ήθελε
να σκορπίσει από πάνω τους όλο αυτό το χιόνι που έκρυβε τις μεταξένιες
πευκοβελόνες τους.
«Ελα
Κλάρα, της είπε ένα ψηλό έλατο. Έλα να με γνωρίσεις. Είμαι ο Βασιλιάς των
δέντρων ετούτου τους δάσους». Η Κλάρα πλησίασε
δειλά. «Μιλάς; Εσύ ένα δέντρο;». «Χα, χα, χα», γέλασε δυνατά το έλατο και
ο αντίλαλος της φωνής του πλημμύρισε τη σιγαλιά του δάσους. «Βέβαια και μιλάω βλέπεις ακόμη κι εμείς τα
δέντρα έχουμε ψυχή». «Είσαι πανέμορφο!», ψιθύρισε η Κλάρα και ο θαυμασμός
που ένιωθε αποτυπωνόταν στο βλέμμα της. «Είναι
υπέροχα τα Χριστούγεννα για εμάς εδώ γιατί οι άνθρωποι δεν έρχονται σε αυτά τα
μέρη κι έτσι δεν κινδυνεύουμε να βρεθούμε μέσα σε κάποιο σαλόνι ενός σπιτιού. Ούτε
σαν κούτσουρα αφού περάσουν οι γιορτές, να σιγοκαίμε μέσα σε ένα τζάκι». «Ναι», είπε η Κλάρα, «ευτυχώς!» και σαν αστραπή πέρασε από το
μυαλό της η εικόνα του δικού της σπιτιού, όπου κάθε χρόνο ο πατέρας της έφερνε
από την αγορά ένα καταπράσινο έλατο που μέρα με την μέρα μαράζωνε και στο τέλος
γινόταν ένας ξερός κορμός στο τζάκι τους.
«Λυπάμαι», είπε απολογητικά η
Κλάρα, «δεν ήξερε πως ήσασταν ζωντανά».
«Εντάξει, Κλάρα», ξερόβηξε το έλατο, «οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το γνωρίζουν
αυτό. Μα έλα τώρα, πήγαινε μέσα να ζεσταθείς. Κοίτα, κοντοζυγώνει η νύχτα στο
τελείωμα της…».
Η Κλάρα άνοιξε
διστακτικά την ξύλινη πόρτα που έτριζε και χώθηκε σε μια άκρη δίπλα στη φωτιά.
Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα απαλά, διακριτικά και από την σκάλα ξεπρόβαλλε ο πιο
γλυκός γέροντας που είχε δει ποτέ στη ζωή της! Ασπρομάλλης, με κόκκινα μάγουλα και
μια άσπρη μακριά γενειάδα που έμοιαζε καμωμένη από άσπρα πούπουλα. «Γεια
σου, Κλάρα. Να σου συστηθώ: ονομάζομαι Βασίλης και τα παιδιά απλά με αποκαλούν
ο Άγιος-Βασίλης των δώρων». «Μα δεν
μπορεί», είπε μαρμαρωμένη η μικρή, «ο
Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, ούτε μπαίνει τα μεσάνυχτα από τις καμινάδες, ούτε
μοιράζει δώρα. Όλα αυτά είναι ιστορίες τίποτα παραπάνω..». «Αχ, Κλάρα, η μαγεία βρίσκεται εδώ, στην
ψυχή μας. Πώς να δεις κάτι στο οποίο δεν πιστεύεις; Τη μαγεία τη δημιουργείς,
δεν τη βρίσκεις πουθενά γύρω σου αν εσύ δεν τη φτιάξεις. Ξεκουράσου τώρα, σε
λίγες ώρες φεύγουμε. Μας περιμένει πολύ δουλειά…».Ήταν τόσο κουρασμένη για
αντιρρήσεις. Εξάλλου μπορεί όταν ξυπνούσε όλα αυτά να ήταν απλώς ένα μυστήριο
όνειρο.
Το καμπανάκι, πάλι αυτό
το κουδούνισμα ήχησε στα αυτιά της σαν μελωδία. «Ξύπνα, Κλάρα. Άνοιξε τα φτερά σου. Απόψε θα πετάξουμε ψηλά. Τόσο ψηλά που
σχεδόν θα γρατζουνήσουμε το φεγγάρι!».
Η Κλάρα μισάνοιξε τα μάτια της και είδε δίπλα της τον Βασίλη να της χαμογελά. «Χο, χο, χο! Φύγαμε! Κρατήσου!» είπε και
τίναξε με δύναμη τα γκέμια. Οι τάρανδοι ανέβαιναν με φόρα στον παγωμένο ουρανό.
Τόσο κοντά που η Κλάρα νόμιζε πως θα άγγιζε τα αστέρια. Τύλιξε τα χέρια της
μέσα στην χοντρή της κάπα κι απολάμβανε το ταξίδι της. Δεν την ένοιαζε αν
ονειρευόταν, έφτανε που το ζούσε. Ήταν δικιά της η στιγμή!
Το χιόνι έσταζε
ασταμάτητα και έκανε τη γη να μοιάζει με ολόλευκο κύκνο. Οι χιονονιφάδες χόρευαν
σε παραθύρια και παρτέρια δίνοντας, όπου έπεφταν, μια παραμυθένια όψη. Πέρασαν
από χωριά, από πόλεις και ο Άγιος-Βασίλης, ακούραστος, διάβαζε τα γράμματα και
μοίραζε τα δώρα στα παιδιά. Μέσα από καμινάδες και κάτω από τις πόρτες των
σπιτιών. Πλούσιων μα και φτωχικών σπιτιών. «Κλάρα,
να θυμάσαι», της είπε, «ο πλούτος ο
πραγματικός πλούτος υπάρχει μονάχα στην καρδιά μας. Εκεί κρύβεται ο θησαυρός
του ανθρώπου, πουθενά αλλού». «Ναι!»,
απάντησε με θαυμασμό η Κλάρα, «θα το
θυμάμαι. Το υπόσχομαι!». Ήταν μια ατελείωτη νύχτα, η μαγική νύχτα των
Χριστουγέννων της Κλάρας.
«Ντριινν…».
Το ρολόι χτυπούσε ασταμάτητα. «Που είμαι;», αναρωτήθηκε η Κλάρα. «Μα στο κρεβάτι σου, πού αλλού;», ακούστηκε
μια γνώριμη απαλή φωνή. Η αδερφή της στεκόταν από πάνω της και την κοιτούσε
παράξενα. «Τι ημέρα είναι;», τη
ρώτησε. «Καλά, τι έπαθες; Παραμονή
Πρωτοχρονιάς, αλλά τι σε μέλλει; Αφού εσύ δεν πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη…». «Μα,
τι λες;», είπε θυμωμένα η Κλάρα και, ενώ έτρεχε στις σκάλες, κατεβαίνοντας
έπεσε από την τσέπη της ένα καμπανάκι με μια ασημένια στάμπα. «Μαγεία», ψιθύρισε στον εαυτό της. «Ναι, αυτό είναι μαγεία: να πιστεύεις…».
Όλη η οικογένεια ήταν
συγκεντρωμένη στη στρογγυλή καρυδένια τραπεζαρία. Όλα ήταν στολισμένα και το
καλό σερβίτσιο της μητέρας της περίμενε ανυπόμονα τη γεμιστή γαλοπούλα.. Η Κλάρα
στάθηκε μπροστά από το έλατο. Χάιδεψε το δέντρο και μουρμούρισε «Λυπάμαι…». Ο πατέρας της την κοίταξε
σκεπτικός. «Τι συμβαίνει, κορίτσι μου;».
«Πατέρα, θέλω μια χάρη. Αυτό το έλατο ας
μην το κάψουμε στη φωτιά, ας το αφήσουμε πίσω στο δάσος, εκεί όπου ανήκει και
άλλη φορά να μην αγοράσουμε αληθινό δέντρο, μα ψεύτικο. Το ήξερες πατέρα πως τα
δέντρα έχουν ψυχή; Πως πονάνε και υποφέρουν όπως οι άνθρωποι;». «Όχι, ομολογώ πως δεν το γνώριζα. Εντάξει,
λοιπόν, θα κάνουμε αυτό που ζητάς». «Σε ευχαριστώ», είπε γεμάτη ευγνωμοσύνη
η Κλάρα.
«Τι
δώρο ζήτησες από τον Αγιο-Βασίλη;» τη ρώτησε η αδερφή
της. «Δεν ξέρω, δεν ζήτησα τίποτα
μάλλον», απάντησε διστακτικά.
Η ώρα κόντευε 12. Τα
μεσάνυχτα πλησίαζαν. Η Κλάρα άφησε ένα σημείωμα δίπλα από το τζάκι. «Ελπίζω να το δει», σκέφτηκε και κοίταξε
τον ουρανό. Απόψε το φεγγάρι φαινόταν τόσο λαμπρό, ίσως κάπου εκεί κοντά να
βρισκόταν και ο αγαπημένος της γέροντας. Ίσως, ποιος ξέρει…;
Το πρωινό ήρθε. Τι να
είχε συμβεί αργά το προηγούμενο βράδυ; «Κοίταξε,
Κλάρα!», φώναζε ενθουσιασμένη η αδερφή της, «η κούκλα που ζήτησα! Δεν είναι υπέροχος ο Άγιος-Βασίλης;». «Ναι, είναι!»,
είπε γεμάτη συγκίνηση ανοίγοντας το δικό της δώρο: μια γυάλινη μπάλα των
Χριστουγέννων! «Είναι πανέμορφη! Σε
ευχαριστώ…», σιγοψιθύρισε. «Σε
ευχαριστώ που με έκανες να πιστέψω στο πνεύμα των Χριστουγέννων, σε ευχαριστώ
για την πιο όμορφη γιορτινή νύχτα της ζωής μου!».
Ενας ήχος από
κουδούνισμα ήχησε από κάπου μακριά. «Του
χρόνου πάλι, Κλάρα! Ραντεβού στο φεγγάρι!».
ΔΗΜΗΤΡΑ
ΚΟΛΙΑΣΤΑΣΗ (ανέκδοτο κείμενο)
…
Κάθε βδομάδα η
νηπιαγωγός-συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο
παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία
αγαπημένων λογοτεχνών.
Από τον Δεκέμβριο του
2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.
Ένας εικονογράφος ή
ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.
Περιμένουμε τις
εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr
…
Τη σημερινή εικόνα
έκανε η Αναστασία Λάμπογλου.
Ονομάζομαι Αναστασία
Λάμπογλου και μένω στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Σπουδάζω διακόσμηση. Ζωγράφιζα
από μικρή, αλλά πλέον ασχολούμαι μόνο στον ελεύθερο χρόνο μου. Η εικονογράφηση
μου αρέσει γιατί δίνει σε μια ιστορία μία διαφορετική προσέγγιση, μια επιπλέον
ευαισθησία που ίσως καμιά φορά δεν
μπορούμε να μεταδώσουμε με τις λέξεις
…
Το κείμενο έγραψε η Δήμητρα Κολιαστάση.
Ημερομηνία γέννησης: 28
Μαΐου 1973.
Απόφοιτη Γενικού
Λυκείου Μίκης Θεοδωράκης-Ωρωπός Αττικής.
Σπούδασα στο Executive
Secretary Γραμματέας (απόφοιτη της σχολής Didacta) και στη σχολή PAN-SIC
Stylistas.
Τόπος διαμονής: Oρωπός
Αττικής.
Τόπος καταγωγής:
Κάλαμος Aττικής
…
Με αγάπη από τη
Φλώρινα,
Γιώτα Κοτσαύτη.
…
Η σελίδα «Ένα κείμενο,
μία εικόνα» στο facebook:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;