Κοτσαύτη
Γιώτα
Μια άλλη φάτνη
«Γιατί τους
άφησες ξανά, Νταβίντ;» είπε ο Μαρκ πετώντας νευρικά γύρω γύρω.
Η Ρίτα πλησίασε
το πρόσωπο του φίλου τους και, με το φτερό της, σκούπισε απαλά τα δάκρυα που
κυλούσαν απ’ τα μάτια του.
«Είναι τόσο
άδικο να σε κοροϊδεύουν και να σε κακομεταχειρίζονται. Τα γαϊδουράκια είναι τα
καλύτερα ζώα. Εργατικά και υπομονετικά. Φιλότιμα και ταπεινά. Και…»
«Δεν έχει
νόημα…» τον έκοψε ο Νταβίντ. «Το πήρα πια απόφαση. Έτσι θα περάσω όλη μου τη
ζωή».
«ΟΧΙ! ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ
ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ!» φώναξε τόσο δυνατά η Ρίτα που ξαφνιάστηκε κι η ίδια απ’ την ένταση
της φωνής της.
Έπειτα από λίγες
ώρες ένα γαϊδουράκι βάδιζε αργά μέσα στο
χιόνι. Στο πλάι του πετούσαν δυο κοκκινολαίμηδες. Όταν η κούραση, το κρύο κι η
πείνα άρχισαν να τα βασανίζουν, ακούστηκε, από το πουθενά, μία φωνή.
«Ακολουθήστε το
αστέρι…»
Πράγματι! Στον
ουρανό έλαμπε ένα τεράστιο άστρο.
Αναθάρρησαν.
Σύντομα έφτασαν σ’ έναν αχυρώνα. Μια ομάδα ταλαιπωρημένων ανθρώπων στεκόταν
γύρω από μία αυτοσχέδια κούνια. Μέσα κοιμόταν ένα νεογέννητο βρέφος.
Ως άλλη φάτνη, η
φάτνη αυτή των προσφύγων, συγκέντρωσε πολύ σύντομα γύρω της ζώα, ανθρώπους,
δώρα κι αγάπη.
Ο Νταβίντ, που
έγινε γνωστός στην περιοχή ως «το γαϊδουράκι των Χριστουγέννων», αποφάσισε να
γίνει ο φύλακας-άγγελος του μωρού.
Σε λίγες ώρες
ξημέρωναν Χριστούγεννα…
Μπαλάσκα
Σοφία
Μεγάλωσα σε ένα
μικρό χωριό, πάνω στο βουνό. Ο μπαμπάς με τον παππού είχαν φτιάξει μια στάνη
για τα ζωάκια που είχαμε. Τα αγαπούσα όλα και δεν ξεχώριζα κανένα. Είχαμε
κοτούλες, που μας έδιναν φρέσκα αυγά κάθε πρωί, ένα κατσικάκι, ένα μικρό
γουρουνάκι που το έλεγα Φρίξο και μια γαϊδούρα. Αυτή ήταν η αγαπημένη του
παππού.
Όταν γυρνούσα
από το σχολείο, έτρεχα στην αυλή να τα δω και να τα φροντίσω.
«Έλα να φας,
Ισμήνη μου, θα πας μετά στη στάνη» φώναζε μάταια η μαμά.
«Άσε με, μαμά,
λίγο ακόμα» απαντούσα καθώς προσπαθούσα να ταΐσω τον Φρίξο. Με κοιτούσε με τα
ματάκια του σαν να ήθελε να με ευχαριστήσει που τον φρόντιζα.
Το κρύο τον
χειμώνα ήταν τσουχτερό κι εγώ ήθελα να βάλω όλα τα ζωάκια μέσα στο σπίτι μας,
για να μην κρυώνουν.
«Δεν γίνεται
αυτό, Ισμήνη μου. Μη φοβάσαι, είναι μια χαρά μέσα στη στάνη» έλεγε ο παππούς.
Τα Χριστούγεννα
πλησίαζαν και περιμέναμε πώς και πώς τη γαϊδούρα του παππού να γεννήσει.
Τελικά το
γαϊδουράκι μας γεννήθηκε ανήμερα των Χριστουγέννων.
«Παππού, είναι
το γαϊδουράκι των Χριστουγέννων!» φώναξα κι έτρεξα στη στάνη να το δω από
κοντά.
Νίκου
Μαρία
Ο Μαβής, που
ήταν ο διασημότερος κουβαλητής στα μέρη του, σήκωνε βάρος ίσα μ’ έναν τόνο.
Ολημερίς βοηθούσε τους κατοίκους να μεταφέρουν ξύλα και σοδειές κι ολάκερη την
πραμάτεια τους. Τις νύχτες ξάπλωνε σ’ όποιο παχνί ήταν κοντύτερα. Σαν τέλειωνε
τη δουλειά, ξεραινότανε ευθύς στον ύπνο.
Μα ένα βράδυ
κρύωνε τόσο, που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Χάζευε, τοτε, τον ουρανό. Ξάφνου,
είδε μια λάμψη, όμοιά της δεν είχε ματαδεί. «Πρέπει ν’ ανακαλύψω κατά πού φέγγει»
σκέφτηκε όλο περιέργεια. Σαν πλησίασε είδε το πιο φωτεινό άστρο της ζωής του. Ο
Μαβής δεν δίστασε. Καθώς εκείνο τον καλούσε με το φως του, περπάτησε ακόμα πιο
σιμά του. Φανερώθηκε εμπρός του ένα νεογέννητο. Κούρνιαζε στην αγκαλιά της
μάνας κι ένιωσε σαν το κοίταζε μια ζεστασιά αλλόκοτη, που ’διωχνε τη βαρυχειμωνιά.
«Ποιο χιόνι, ποια παγωνιά, εδώ είστε χαρά Θεού» είπε στη γυναίκα. «Θα μας
βοηθήσεις να φύγουμε;» αποκρίθηκε εκείνη. «Κράτα με ζεστό, κυρά και θα σας
κουβαλάω μια ζωή» απάντησε ο Μαβής. «Η ζεστασιά που νιώθεις απόψε, Μαβή, δεν θα
χαθεί, όσο Τον κουβαλάς μέσα σου! είπε δείχνοντας τον Γιο της. Και δέχτηκε την
προσφορά ο Μαβής, κατιτίς παραξενεμένος, μιας που ονόματα δεν είχαν
ανταλλάξει.
Σπαθαράκη
Κατερίνα
Μια φορά κι έναν
καιρό, ήταν ένα γαϊδουράκι που δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα. Γιατί είχε όνειρό
του να γνωρίσει τον Αϊ-Βασίλη και να του ζητήσει να το πάρει μαζί του, στο
έλκηθρό του. Τα υπόλοιπα ζώα στον στάβλο τον κορόιδευαν. «Παιδιά, τελικά ο
γάιδαρος όντως πετάει. Μάλιστα ο φίλος μας ο Στάμος θα πετάξει μαζί με τον Αϊ-
Βασίλη» έλεγε ο Απόλλων, το πιο περήφανο άλογο του στάβλου. Ο Στάμος
στεναχωριόταν, αλλά δεν το έβαζε κάτω, φυλούσε βαθιά μέσα του το όνειρό του.
Και μία μέρα άργησε
να επιστρέψει στον στάβλο, καθώς ξεχάστηκε εκεί που έβοσκε. Έκανε κρύο και το
σκοτάδι άρχισε να πέφτει. Φοβήθηκε, έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε τον Άγιο Βασίλη
για να ζεστάνει την καρδιά του. Και να που ο Άγιος, που αγαπάει ακόμα και τα
ταπεινά γαϊδουράκια -ή μάλλον κυρίως τα ταπεινά γαϊδουράκια- εμφανίστηκε
μπροστά του. «Καλέ μου Στάμο, χρόνια τώρα σε παρακολουθώ. Τι όμορφο να
πιστεύεις τόσο στο όνειρό σου! Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τέτοιο όνειρο να μου
ζεσταίνει την καρδιά. Λοιπόν από σήμερα θα σε πάρω στο έλκηθρό μου. Από σήμερα
θα γίνεις το γαϊδουράκι των Χριστουγέννων!»
Σωτηροπούλου
Ρούλα
Παιδάκια μου
αγαπημένα!
Πόση χαρά νιώθω
δεν περιγράφεται! Σκέφτομαι τελικά πόσο ευλογημένο ζώο είμαι και πόσο τυχερό
αφού με αγαπούν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Ταπεινό και
τυχερό ζώο αφού βρέθηκα στη μοναδική εκείνη φάτνη και ζέστανα με τα χνώτα μου
το νεογέννητο μωρό, το μωρό που θ’ άλλαζε τον κόσμο, τον Χριστό μας. Και
θυμηθείτε ότι εγώ ήμουν πάλι αυτό που τον συνόδευε όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα.
Ταπεινό και
τυχερό ζώο που πάνω μου μετέφεραν τα εμπορεύματά τους τόσοι και τόσοι
κουρασμένοι αγρότες τα παλιά τα χρόνια.
Ταπεινό και
τυχερό ζώο γιατί όλα τα παιδάκια σαν κι εσάς θέλουν ν’ ανέβουν στη ράχη μου και
να πάνε μια βόλτα μαζί μου στην εξοχή.
Αλλά ταπεινό κι
ανθεκτικό ζώο καθώς, όσα δύσκολα κι αν τράβηξα στη ζωή μου, ποτέ δεν
παραπονέθηκα, αλλά με υπομονή, που με χαρακτηρίζει, περίμενα πως εκείνοι που με
αγαπούν θα με υπερασπιστούν.
Δέχομαι λοιπόν
και χαίρομαι που με έχουν ονομάσει «το γαϊδουράκι των Χριστουγέννων» αλλά
νομίζω ότι είμαι και «το γαϊδουράκι του Πάσχα», «το γαϊδουράκι της Αγάπης», «το
γαϊδουράκι της Βοήθειας» αλλά και «το γαϊδουράκι της Χαράς»!
Χαραμή
Μεταξία
«Έχω στεναχώρια,
φίλοι μου, γιατί έμεινα μόνος τέτοια μέρα. Τ’ αφεντικά μου πήγαν επίσκεψη, τα
Χριστούγεννα τρώνε πάντα με φίλους. Βέβαια μου έβαλαν φαγητό, αλλά τι να το κάνω!
Η μοναξιά τσακίζει. Χιόνισε και δεν μπορώ να κάνω περίπατο στο λιβάδι. Εκεί θα
καλημέριζα τον φίλο μου τον λαγό ή τον Άρη, τον σκυλάκο μας. Ευτυχώς που έχω
εσάς, ελάτε μέσα να φάτε. Με τόσο χιόνι δεν θα βρήκατε τίποτα».
«Να ’σαι καλά,
φίλε μας, μας τάισε ο Κωστάκης, το παιδί του γείτονα. Αλλά γιατί είσαι
δακρυσμένος;»
«Τέτοια μέρα
ταξιδεύει ο νους μου στις ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς μου».
«Πες μας κι
εμάς, μας αρέσουν οι ιστορίες σου».
«Τέτοια μέρα
ήταν όταν έφτασε στη Βηθλεέμ η έγκυος Παναγία, καβάλα στον παππού μου, μαζί με
τον Ιωσήφ, τον άνθρωπο που την προστάτευε, για ν’ απογραφούν, όπως διέταξε ο
βασιλιάς τους. Πανδοχείο δεν υπήρχε πουθενά να περάσουν τη νύχτα, χώθηκαν σ’
έναν στάβλο, στ’ άχυρα κι εκεί γεννήθηκε ο Χριστούλης. Με τα χνώτα του ο
παππούλης μου και τ’ άλλα ζώα ζέσταναν το μωρό. Εμείς τα ζώα πρωτοείδαμε τον
νεογέννητο Χριστό. Είμαστε ευλογημένα κι ας μας ταπεινώνουν οι άνθρωποι. Καλά
Χριστούγεννα, φίλοι μου!»
Οι
ιστορίες γράφτηκαν από μέλη της Αλατοπαρέας, με αφορμή τον τίτλο «Το γαϊδουράκι
των Χριστουγέννων» και τη ζωγραφιά (αν γνωρίζει κάποια/ος τη/τον δημιουργό της,
ας επικοινωνήσει με τη σελίδα για να προσθέσουμε πηγή)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Για πες μας, πώς σου φάνηκε;